ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Σχολιασμός της με αριθμό 3/2016 Διάταξης (παραγγελίας) του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, της με αριθμό ΕΓ5-15/269/20/3.2.2016 εισαγγελικής Πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και του με αριθμό 58/2016 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας – Φίλιππου ΑΝΔΡΕΟΥ, Δικηγόρου Λάρισας
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Σχολιασμός της με αριθμό 3/2016 Διάταξης (παραγγελίας) του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, της με αριθμό ΕΓ5-15/269/20/3.2.2016 εισαγγελικής Πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και του με αριθμό 58/2016 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας.
Κεντρική Θέση: Αυτός που καταδικάστηκε με προγενέστερη δικαστική απόφαση εντός της τελευταίας δεκαετίας αμετάκλητα ως εξαρτημένος, δεν μπορεί να παραπεμφθεί σε δίκη για μεταγενέστερη πράξη ως υπότροπος, διότι οι έννοιες της εξάρτησης και της υποτροπής είναι ασυμβίβαστες.
Του Φίλιππου ΑΝΔΡΕΟΥ, Δικηγόρου Λάρισας
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 47 παρ. 1 και 2, 48 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ, όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 113 του ν. 4055/2012, συνάγο- νται τα ακόλουθα: Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανε- πίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης (άρθρ. 47 παρ. 1).
Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 (έκτακτη ή άλλως αστυνομική προανάκριση) ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέ- ας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγούμενη παράγραφο (άρθρ. 47 παρ. 2).
Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) μηνών από την έκδοση της διά- ταξης κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 47, μπορεί να προσφύγει κατ’ αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών… (άρθρ. 48 παρ. 1).
Εάν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκα- ταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις… (άρθρ. 48 παρ. 3).
Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 322 του ΚΠΔ, συνάγονται επίσης τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακρο- ατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανά- κριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται εξ αιτίας της απόστασης… (άρθρ. 322 παρ. 1).
Ο εισαγγελέας των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τότε που θα φτάσει σ’ αυτόν η έκθεση προσφυγής, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε, μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο εισαγγελέας εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατά- ξει την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3 του ίδιου ως άνω κώδικα, χωρίς να επιτρέπεται νέα προσφυγή… (322 παρ. 2).
Συγκρίνοντας τις δυο παραπάνω περιπτώσεις διαπιστώνουμε ότι ο εισαγγελέας πλημ- μελειοδικών εκφράζει τη βούλησή του, η οποία συνίσταται, στη μεν πρώτη περίπτωση να μην κινήσει την ποινική δίωξη εκδίδοντας σχετική διάταξη με συνοπτική αιτιολογία, στη δε δεύτερη περίπτωση παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του τριμελούς πλημ- μελειοδικείου για να δικαστεί, διότι κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του.
Στις δυο παραπάνω περιπτώσεις με την προσφυγή που ασκείται, προσάπτεται μομφή κατά της πράξης του εισαγγελέα γι’ αυτό η προσφυγή αυτή αποτελεί «οιονεί» ένδικο μέσο, (ΔιατΕισΕφΠειρ 14/2013, 28/2013 και 123/2011 ΤΝΠ «Νόμος»), το οποίο ασκείται ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη στην πρώτη περί- πτωση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση τόσο ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτο- δικών όσο και στο γραμματέα του ειρηνοδικείου του τόπου διαμονής του προσφεύγοντος.
Επίσης και στις δυο περιπτώσεις η προσφυγή απευθύνεται στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, δηλαδή σε κείνον στον οποίο υπάγεται διοικητικά και ιεραρχικά η εισαγγελία πρω- τοδικών, ο οποίος (εισαγγελέας εφετών) ενεργεί (λειτουργεί) ως δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο (βλ. ΔιατΕισΕφΑθ 702/2006 ΠοινΧρον ΝΖ’ 657, ΔιατΕισΕφΛαρ 79/2005 ΠοινΧρον ΝΖ’ 460, ΔιατΕισΕφΛαρ 134/2005 ΠοινΧρον ΝΖ’ 182, ΔιατΕισΕφΘεσ 1/2001 ΠοινΧρον ΝΒ’ 274 και ΑρχΝ 2004. 147, ΔιατΕισΕφΠατρ 14/1996 Υπερ 1996. 875, ΔιατΕισΕφΠατρ 41/1994 Αρμ 1995. 393, ΔιατΕισΕφΠατρ 19/1984 Υπερ 1995. 170, Λ. Μαργαρίτη, «Ποινική Δικονομία – Ένδικα μέσα», έκδ. 2005 σελ. 9, Α. Παπαδαμάκη, «Ποινική Δικονομία», έκδ. 2013 σελ. 484).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 308Α του ΚΠΔ, 2 περ. γ’ του άρθρου 43 του ν. 4139/2013 «περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατά- ξεις», συνάγονται τα ακόλουθα: Κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των νόμων 2168/1993 «περί όπλων», 2523/1997 «φορολογικά αδικήματα», 3386/2005 «περί αλλοδαπών», 2960/2001 «Τελωνειακός Κώδικας» και 3459/2006 του ΚΝΝ (Κώδικα νόμων περί ναρκωτικών), του εμπρησμού δασών (άρθρο 265 ΠΚ) και των άρθρων 374 «διακεκρι– μένη κλοπή» και 380 «Ληστεία» του ΠΚ, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί με ανάκριση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση με απ’ ευθείας κλήση στο ακροατήριο μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλή- ματα (308Α παρ. 1).
Σε περίπτωση διαφωνίας του πρόεδρου εφετών ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ο εισαγγελέας εφετών δια- βιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (308Α παρ. 3), ενώ κατά το άρθρο 43 παρ. 2 περ. γ’ του ν. 4139/2013 «Μόλις περατωθεί η ανάκριση, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι προκύπτουν ενδείξεις και ότι δεν πρέπει να την επιστρέψει για να συμπληρωθεί, εισάγει, εφόσον συμφωνεί και ο πρόεδρος εφετών, την υπόθεση στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, εισάγει την υπόθεση με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, και αποφασίζει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 309-315 του ΚΠΔ. Αν όμως κρίνει ότι οι πράξεις έχουν χαρακτήρα πλημμελήματος, αποφαίνεται σχετικώς με αιτιολογημένη διάταξη και με παραγγελία του προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών εισάγεται η υπόθεση από τον τελευταίο στο συμβούλιο Πλημμελειοδικών.».
Συγκρίνοντας τις παραπάνω διατάξεις του άρθρων 308Α του ΚΠΔ και του άρθρου 43 παρ. 2 περ. γ’ του ν. 4139/2013, παρατηρούμε τις εξής ομοιότητες: Ο εισαγγελέας πλημμε- λειοδικών στις περιπτώσεις αυτές, που τα συγκεκριμένα κακουργήματα εκδικάζονται από το εφετείο κακουργημάτων (μονομελές ή τριμελές) όπου παρακάμπτεται η διαδικασία ενώ- πιον των συμβουλίων, (ενδιάμεση διαδικασία), λειτουργεί ως απλό διαβιβαστικό όργανο που έχει συγκεκριμένη αποστολή, να παραλάβει τη δικογραφία που του διαβίβασε ο ανα- κριτής μετά το πέρας της τυπικής ανάκρισης και να την υποβάλει στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος είναι αρμόδιος θα ερευνήσει: 1) Αν χρειάζεται συμπλήρωση η ανάκριση, οπότε επιστρέφει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών προκειμένου να τη διαβιβάσει στον ανακριτή για να διενεργήσει τη συμπληρωματική ανακριτική πράξη και 2) Αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάκριση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και εφόσον συμφωνεί και ο πρόεδρος εφετών (ο οποίος λειτουργεί ως συμβούλιο) εκδίδει κλητήριο θέσπισμα με το οποίο παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δι- καστηρίου για να δικαστεί.
Όμως από τη σύγκριση αυτή διακρίνουμε και τις εξής διαφορές, οι οποίες μάλλον οφεί- λονται σε παράβλεψη του νομοθέτη και όχι σε συνειδητή επιλογή του. Ενώ στην περίπτω- ση των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 308Α, η οποία έχει εφαρμογή και στο νόμο περί ναρκωτικών, όπου στην παρ. 1 γίνεται ρητή αναφορά, (ανεξάρτητα αν εξακολουθεί να αναφέρει τον ΚΝΝ ο οποίος ήδη καταργήθηκε με το άρθρο 100 περ. α’ του ν. 4239/2013) στην παρ. 3 ορίζεται: «…όταν από την αρχή ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι δεν υπάρ- χουν επαρκείς ενδείξεις, διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προ- κειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (308Α παρ. 3). Ωστόσο μας αφήνει ένα κενό, δεν προσδιορίζει ρητά, τι θέλει να ισχύσει σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι η πράξη φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος. Αντίθετα στο νόμο 4139/2013 «περί ναρκωτικών» υπάρχει πρόβλεψη και για τα δυο, αλλά διαφορετική όμως, καθόσον αναφέρεται ότι: «Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, εισάγει την υπόθεση με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών (αντί του συμβουλίου πλημμελειοδικών), και αποφασίζει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 309-315 του ΚΠΔ. Αν όμως κρίνει ότι οι πράξεις έχουν χαρακτήρα πλημμελήματος, αποφαίνεται σχετικώς με αιτιολογημένη διάταξη και με παραγγελία του προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών εισάγεται η υπόθεση από τον τελευταίο στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (άρθρ. 43 παρ. 2 περ. γ’).
Μετά και την τελευταία διατύπωση, την οποία επισημαίνουμε με υπογράμμιση, γεννάται το ερώτημα, ποια είναι η αποστολή και ποια η αρμοδιότητα του εισαγγελέα πλημμελειοδι- κών σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις; Λειτουργεί ως ένα διαβιβαστικό όργανο, το οποίο εισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, με μια πρόταση όμοια με αυτή του εισαγγελέα εφετών ή μπορεί να διαφοροποιηθεί και να υποβάλει πρόταση ακόμη και με αντίθετο περιεχόμενο; Στο ερώτημα αυτό ο ίδιος ο νομοθέτης μας δίνει την κατεύθυνση προς στην οποία θέλει να κινηθεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, χρησιμοποιώντας τη φράση: «Αν όμως κρίνει ότι οι πράξεις έχουν χαρακτήρα πλημμελήματος, αποφαίνεται σχε- τικώς με αιτιολογημένη διάταξη και με παραγγελία του προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδι- κών εισάγεται η υπόθεση από τον τελευταίο στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Έτσι λοιπόν ο εισαγγελέας εφετών, αφού με αιτιολογημένη διάταξή του εξηγεί στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών για ποιο λόγο η πράξη φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, δεν επιτρέπεται, κατά την άποψή μας (και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα), στον εισαγ- γελέα πλημμελειοδικών και λόγω του αδιαίρετου της εισαγγελικής αρχής, να διατυπώσει διαφορετική άποψη και να υποβάλει πρόταση στο συμβούλιο με αντίθετο ή διαφορετικό περιεχόμενο, διότι στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα κατώτερο δικαστικό όργανο το οποίο αγνοεί την εκπεφρασμένη βούληση του ανώτερου ιεραρχικά δικαστικού οργάνου με απο- τέλεσμα όλη η δομή της ιεραρχίας και της πυραμίδας των δικαστηρίων μας να καταρρέει.
Σε αντίθεση με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος οφείλει να πειθαρχήσει με το περιεχόμενο της εντολής που λαμβάνει από τον εισαγγελέα εφετών, το δικαστικό συμβού- λιο, ως δικαστήριο, είναι ελεύθερο να αποφασίσει ό,τι αυτό κρίνει, μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο ΚΠΔ. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την πρότασή του προς το συμβούλιο, εν πολλοίς, συνδιαμορφώνει μαζί με τους δικαστές του συμβουλίου την τελική κρίση, δηλα- δή το βούλευμα, γι’ αυτό, οφείλει να τηρεί με ιδιαίτερη σχολαστικότητα τους δικονομικούς κανόνες, που προσδιορίζουν το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, διότι αλλιώς προκαλείται, συν τοις άλλοις, και ανασφάλεια δικαίου.
Σχολιάζοντας τη με αριθμό 3/2016 Διάταξη του εισαγγελέα εφετών Λάρισας, στο σημείο που μας αφορά, παρατηρούμε ότι μεταξύ άλλων παρατίθενται και τα εξής: «…Επίσης κατά το άρθρο 22 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 4139/2013 υπότροπος θεωρείται όποιος, χωρίς να κριθεί ως εξαρτημένος, έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα διακίνησης ναρκωτικών μέσα στην προηγούμενη δεκαετία. Συνεπώς σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρίθηκε στο παρελθόν από το δικαστήριο ως εξαρτημένος δεν θεωρείται υπότροπος και δεν δια– πράττει την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης του άρθρου 22 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 4139/2013, αλλά τελεί την πράξη της απλής διακίνησης ναρκωτικών του άρθρου
20 παρ. 1 και 2 του ν. 4139/2013. Τέλος κατά το άρθρο 30 παρ. 4 στοιχ. β’ και δ’ του ν.
4139/2013, δράστης στου οποίου το πρόσωπο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξάρτησης από τα ναρκωτικά (παρ. 1 άρθρου 30 του ν. 4139/2013), αν είναι υπαίτιος τελέσεως μεταξύ άλλων και του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών υπό της νομοτυπικής μορφής της κα– τοχής – αγοράς – καλλιέργειας ναρκωτικών (άρθρο 20 παρ. 1, 2 του ν. 4139/2013) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Δηλαδή κατά τα προεκτεθέντα αν συντρέχουν οι παραπάνω όροι η πράξη συνιστά πλημμέλημα κατ’ άρθρο 18 εδ. β’ του ΠΚ.
«Στη συγκεκριμένη υπόθεση … κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη, με– ταξύ άλλων για διακίνηση (υπό την μορφή της κατοχής) ναρκωτικών που τέλεσε ως υπό– τροπος, αφού στο παρελθόν με την υπ’ αρίθμ. 707/2013 απόφαση του 5μελούς Εφετείου Λάρισας κρίθηκε ένοχος αμετάκλητα για το κακούργημα της κατοχής ναρκωτικών, διότι απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί τοξικομανίας (άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Πιν. Α’ περ. 6 του ν. 3459/2006 και άρθρα 1 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, 2, 22 παρ. 1 και γ’, 40, 41 και 43 του ν. 4139/2014). Στη συνέχεια αναφέρει: «…Σχετικώς με τον κατηγορούμενο, ως προκύπτει από την υπ’ αριθμό 459/18.12.2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, κρίθηκε ότι ούτος έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, παρά μόνο με ειδική θεραπευτι– κή αντιμετώπιση (βλ. την υπ’ αρίθμ. 459/18.12.2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας). Επίσης ως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατη– γορούμενος από 26.8.2009 έως 5.1.2010 παρακολούθησε συμβουλευτικό πρόγραμμα του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων εντός του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού όπου κρατείτο ενώ την 27.5.2014 υπέβαλε αίτηση για ένταξη σε πρόγραμμα υποκατάστα– σης του παραρτήματος του ΟΚΑΝΑ στο Βόλο, η οποία έγινε δεκτή, χωρίς να προκύπτει εάν και πόσο καιρό το παρακολούθησε (βλ. το υπ’ αρίθμ. 371/2015 Βούλευμα του ΣυμΠλημΛά– ρισας). Επιπλέον στην από 21.10.2015 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου του Πανεπιστημιακού Γεν. Νοσοκομείου Λάρισας, Σ.Κ., που διορίστηκε ως πραγματογνώ– μονας με τη Διάταξη υπ’ αριθμ. 3008/12/4274-δ/12.6.2015 του ΤΔΝ Λάρισας, δηλώνεται ότι «…από την αξιολόγηση των ευρημάτων της ψυχιατρικής εξέτασης και των στοιχείων του ιστορικού που λήφθηκαν από τον ίδιο, προκύπτει ότι (ο κατηγορούμενος) πιθανώς έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών (χασίς και ηρωίνης) παρουσιάζο– ντας κυρίως ψυχική εξάρτηση.»
Επειδή ενόψει όλων των προεκτεθέντων, η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δηλ. η διακίνηση ναρκωτικών υπό τη μορφή της κατοχής, χωρίς υπο– τροπή (άρθρ. 20 παρ. 1 και 2 του ν. 4139/ 2013), φέρει ποινικό χαρακτήρα πλημμελήματος, πρέπει η υπόθεση να εισαχθεί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας, σύμφωνα με το εδάφιο γ’ της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 4139/2013. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥ– ΤΟΥΣ. Αποφαινόμαστε ότι οι πράξεις του κατηγορουμένου … για τις οποίες κατηγορείται, έχουν χαρακτήρα πλημμελήματος και παραγγέλλουμε τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Λά– ρισας, να εισάγει την υπόθεση αυτή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας με την κατά νόμο πρότασή του. Λάρισα 11.1.2016 ο εισαγγελέας εφετών.
Με το παραπάνω περιεχόμενο η Διάταξη του εισαγγελέα εφετών περιέχει, κατά την άποψή μας, μια πλήρη μείζονα – νομική σκέψη, μια πλήρη ελάσσονα σκέψη, με παράθεση των πραγματικών περιστατικών που τη θεμελιώνουν και ένα επίσης πλήρες συμπέρασμα- διατακτικό.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στη δικογραφία υπάρχουν και άλλες δυο εκθέσεις ψυχι- ατρικής πραγματογνωμοσύνης, οι οποίες τον χαρακτηρίζουν εξαρτημένο από ψυχότροπες ουσίες, εκ των οποίων η πρώτη με ημερομηνία 1.7.2014 του ψυχιάτρου Αθηνών Α.Τ., την οποία συνεκτίμησε μαζί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία το Μονομελές Εφετείο Κακουργη- μάτων Λάρισας, το οποίο με τη με αριθμό 459/18.12.2014 απόφασή του τον έκρινε εξαρ- τημένο κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4139/2013 και η δεύτερη με ημερομηνία 5.9.2008 του ψυχιάτρου του Γεν. Νοσοκομείου Λάρισας Κ.Κ., ο οποίος, αφού διέγνωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν εμφανίζει ψυχοπαθολογία, παρά μόνον στοιχεία χρό- νιας ήπιας συναισθηματικού τύπου διαταραχής, κυρίας κατάθλιψης, συμπέρανε ότι κάνει συστηματική χρήση χασίς, ως και 10 τσιγάρα ημερησίως, από 17 ετών, ως προσπάθεια αυτοθεραπείας, ότι στο ιστορικό χρήσης δεν καταγράφονται επεισόδια υπερβολικής λήψης ουσιών, ούτε έχει απευθυνθεί ο κατηγορούμενος σε πρόγραμμα απεξάρτησης, αλλά κατά τα λεγόμενά του είχε επιχειρήσει μόνος του ανεπιτυχώς τη διακοπή της χρήσης, ενώ κάνει και περιστασιακή χρήση κοκαΐνης, έχοντας διακόψει τη συστηματική στο παρελθόν χρήση ηρωίνης διά ρινικής εισρόφησης και καταλήγει ότι, σύμφωνα με το ιστορικό του, πληροί τρία τουλάχιστον από τα κριτήρια της υπ’ αρίθμ. Α2β/οικ. 3982 (Κοιν. Ασφαλίσεων) της 7.10/4.11.1987 απόφασης και έτσι πρόκειται περί εξαρτημένου ατόμου. Τις δυο τελευταίες εκθέσεις ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεν τις ανέφερε στη Διάταξή του ο εισαγγε- λέας εφετών κρίνοντας προφανώς ότι τα αναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει, ήταν αρκετά για το χαρακτηρισμό της κατηγορίας ως πλημμεληματικής και όχι κακουργη- ματικής. Ούτε επίσης κάνει αναφορά στην κατάθεση ενός αστυνομικού του ΤΔΝ Λάρισας που καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας, είπε ότι στην υπηρεσία μας είναι γνωστός ως χρήστης κάνναβης.
Σχολιάζοντας στη συνέχεια τη με αριθμό ΕΓ5-15/269/20/3.2.16 πρόταση της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, που υπέβαλε στο ΣυμΠλημΛάρισας, με την οποία διαφορο- ποιήθηκε πλήρως από την Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, και την οποία έκανε δεκτή εξ ολοκλήρου το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, διαπιστώνου- με τα εξής: Κατ’ αρχήν αντικρούει ένα προς ένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και τα οποία δεν συνηγορούν υπέρ της άποψης του εισαγγελέα εφετών, ότι ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος, αλλά αντίθετα οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα και απορρίπτει τον ισχυρισμό της εξάρτησης, με την εξής αιτιολογία: α) Η έκθεση ψυχι- ατρικής πραγματογνωμοσύνης του Σ. Κ. με ημερομηνία 21.10.2015, που συντάχθηκε εξ αιτίας της κρινόμενης υπόθεσης, είναι αόριστη και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι δεν καταλήγει με σιγουριά στο συμπέρασμά του, αλλά πιθανολόγησε ότι είναι εξαρτημέ- νος και ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι εξαρτημένος διότι πληροί τουλάχιστον τρία στοιχεία από τα αναφερόμενα στη σχετική υπουργική απόφαση, δεν τα προσδιορίζει επακριβώς, ενώ καταλήγει ότι παρουσιάζει κυρίως ψυχική εξάρτηση. β) Αναφέρεται σε μια έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου του Α.Π.Θ. Β.Ν., ο οποίος τον εξέτασε στις 11.1.1993! και αποφάνθηκε ότι δεν ήταν εξαρτημένος κατά την έννοια του νόμου. γ) Αποκρούει τον υπερασπιστικό ισχυρισμό της εξάρτησης και την επίκληση των βεβαιώσεων του ΚΕΘΕΑ και του ΟΚΑΝΑ από τις οποίες όμως δεν προκύπτει βάσιμα η εξάρτησή του, καθώς δεν προκύπτει συμμετοχή του ή εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη συμμετοχή του σε εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα σε ανύποπτο χρόνο και πολύ πε- ρισσότερο ολοκλήρωσης της παρακολούθησης εγκεκριμένου κατά νόμο συμβουλευτικού ή θεραπευτικού προγράμματος σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής ή ψυχικής απεξάρτησης, ώστε να καταφαθεί τυχόν ήδη από την προδικασία η εξάρτησή του… δ) Δεν μπορεί να παροραθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διαχρονικά ισχυρίζεται ότι κάνει συστηματική χρήση ναρκωτικών ουσιών, κάνναβης ως και 15 τσιγά- ρα ημερησίως, από την ηλικία των 15 ή των 17 ή των 20 ετών, όπως κατά καιρούς έχει ισχυριστεί ενώπιον των πραγματογνωμόνων και αργότερα και κοκαΐνης και ηρωίνης, όχι όμως παρεντερικά, διότι τούτο θα ήταν εμφανές διά γυμνού οφθαλμού, αλλά διά της ρινικής εισρόφησης, για αξιόλογα διαστήματα, καταφέρνοντας να διακόψει τη χρήση των σκληρών ναρκωτικών με προσωπική προσπάθεια διά απομόνωσης ή χαπιών, ωστόσο ουδέποτε καταγράφτηκε ιστορικό υπερβολικής χρήσης από ουσίες, εισαγωγή του σε κλινική λόγω παρενεργειών από αυτές, ψυχοπαθολογικά ή στερικά σύνδρομα κλπ… ε) Αντίθετα με όσα υποστήριξε ενώπιον του ανακριτή για την κρινόμενη υπόθεση, ότι είναι εξαρτημένος κλπ, από τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου αίτησή του στο Μον. Πρωτ. Λάρισας, που δίκασε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με αντίδικο την πρώην σύζυγό του, και αφο- ρούσε την επιδίκαση της αποκλειστικής επιμέλειας των παιδιών του, ισχυρίστηκε ο ίδιος ότι είναι εργατικός, υγιής και ικανός να αναθρέψει τα δυο ανήλικα παιδιά του, προσκομίζοντας και μια βεβαίωση – υπεύθυνη δήλωση ενός εργολάβου τεχνικών έργων, ο οποίος βεβαίωνε τη σοβαρή του πρόθεση να τον προσλάβει εκ νέου στην εργασία του μετά την αποφυλάκι- σή του. στ) Το 5μελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας με τη με αριθμό 707/12.12.2013 απόφασή του, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για ψυχική συνδρομή σε πώλη- ση ναρκωτικών (χασίς) και απέρριψε τον ισχυρισμό της εξάρτησής του, παρά το γεγονός ότι προσκόμισε τη με ημερομηνία 5.9.2008 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Κ. Κ. του Γεν. Νοσοκομείου Λάρισας, η οποία δεχόταν ότι είναι εξαρτημένος και ζ) Κρίνει ότι είναι απαράδεκτη η πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται μετά παρέλευση 4 μηνών από τη σύλληψη του κατηγορουμένου.
Όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να διαφωνήσουμε με τους συλλογισμούς και τα συμπε- ράσματα που περιέχονται στην πρόταση, καθώς και στο βούλευμα του συμβουλίου πλημ- μελειοδικών Λάρισας που την δέχθηκε εξ ολοκλήρου για τους εξής λόγους:
1) Όταν υπάρχει στη δικογραφία πραγματογνωμοσύνη, η οποία χαρακτηρίζει τον κατηγορούμενο ως εξαρτημένο από τη χρήση απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών ή γνωμοδότηση τεχνικού συμβούλου που τον χαρακτηρίζει εξαρτημένο χρήστη ή γνω- μάτευση ειδικού γιατρού, ο οποίος δεν είναι ούτε πραγματογνώμονας ούτε τεχνικός σύμβουλος, που αποφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος, η απόφαση που απορρίπτει τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι είναι εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (ΑΠ 1891/2008 ΠραξΛογΠΔ 2008. 607, ΑΠ 1952/2007 ΠραξΛογΠΔ 2008. 609, ΑΠ 979/2001 ΠοινΔικ 2001. 983, ΑΠ 38/2001 ΠοινΔικ 2001. 675, ΑΠ 1050/2001 ΠοινΔικ 2001. 1190, ΑΠ 1429/2000 ΠοινΔικ 2001. 310, ΑΠ 890/2000 ΠοινΧρον ΝΑ’ 162, ΠραξΛογΠΔ 2001.
311, ΑΠ 543/2000 ΠοινΧρον Ν’ 986). Είναι δε ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημέ- νη η απόφαση, όταν συνυπάρχουν και αντιπαρατίθενται στην αιτιολογία της απόφασης αντίθετες διαπιστώσεις γεγονότων και τεχνικές κρίσεις από ειδικούς, δηλαδή αντίθετη πραγματογνωμοσύνη, αντίθετη ιατροδικαστική έκθεση, αντίθετη βεβαίωση Νοσοκομεί- ου κλπ, από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες. Εάν όμως δεν υπάρχουν τέτοια αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, τότε ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι είναι εξαρτημένος πρέπει να γίνεται δεκτός και η τυχόν απόρριψή του δεν περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συνεπώς είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ).
2) Την ευθύνη διορισμού του πραγματογνώμονα έχει ο ανακριτικός υπάλληλος και ο ανακριτής και όχι ο κατηγορούμενος, του οποίου η υποχρέωση εξαντλείται στην έγκαιρη προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού της εξάρτησης και μόνον. Επίσης την έγκαιρη εξέτα- ση του κατηγορουμένου και τη σύνταξη μιας σωστής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που να είναι σύμφωνη με το νόμο, έχει ο διορισθείς πραγματογνώμων και όχι ο κατηγορούμε- νος (βλ. Φιλ. Ανδρέου, «Οι ευθύνες των γιατρών που διενεργούν ψυχιατρικές πραγματο- γνωμοσύνες κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 1729/ 1987» ΠοινΔικ 2003. 775 επ., Δικογραφία
- 2003. 187).
3) Εάν η πραγματογνωμοσύνη δεν διαταχθεί αναιτιολόγητα, οπότε πλέον αποδυναμώνονται ή εκμηδενίζονται οι ασφαλείς ενδείξεις χρήσης ναρκωτικών και τα χαρακτηριστικά έντονα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου, ή, εάν δε διεξαχθεί από τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 30 του παρόντος άρθρου ή δε διενεργηθεί σύμφωνα με τον τρόπο και με τις εξετάσεις, που προβλέπει ο νόμος, εφόσον δε χαρακτηρίζει τον κατηγορούμενο ως εξαρτημένο από τα ναρκωτικά, εάν δε ληφθεί υπόψη, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, διότι παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, το οποίο ρητώς καθιερώνεται στο νόμο, δηλαδή κύριο και καίριο δικαίωμά του για σύννομη, έγκαιρη και έγκυρη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, ώστε να χαρακτηρισθεί (εφόσον εί- ναι) εξαρτημένος χρήστης και να εφαρμοσθεί η επιεικής ποινική μεταχείριση, αλλά και η θεραπευτική μεταχείριση που προβλέπει ο νόμος, (Γ. Συλίκος, «Η απόδειξη της εξάρτησης του κατηγορουμένου από τις ναρκωτικές ουσίες» Πραξ Λογ ΠΔ 2001 σελ. 96).
4) Εφόσον προηγούμενη ιατρική πραγματογνωμοσύνη και προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου είχαν δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής, ακόμη κι αν η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν καθιστά σαφές το εάν πράγματι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, δεν επαρκεί αυτή η ασάφεια για την απόρ- ριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί τοξικομανίας, αλλά πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά και πρέπει να παρατίθεται το περιεχόμενο της υπό κρίση πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 890/2000 ΠραξΛογ ΠΔ 2001. 311).
5) Η έκθεση της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης πρέπει σε κάθε περίπτωση να μνημονεύεται στην απόφαση, να λαμβάνεται υπόψη και να συνεκτιμάται με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, αλλιώς, αν απορριφθεί ο ισχυρισμός περί τοξικομανίας, η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 1428/2007 Ποιν- Δικ 2008. 379).
6) Αν μια πραγματογνωμοσύνη έχει ασάφειες, αοριστίες, ελλείψεις και αντιφάσεις, αυτό σε καμιά περίπτωση θα καταλογιστεί σε βάρος του κατηγορουμένου ή θα αγνοηθεί η πραγ- ματογνωμοσύνη (ΑΠ 2/2006 Δνη 47. 1047 πολιτική).
7) Ακόμη και αν υπάρχει αντίθετη πραγματογνωμοσύνη από διορισθέντα πραγματο- γνώμονα, το δικαστήριο θα κάνει δεκτή εκείνη από τις δυο πραγματογνωμοσύνες, της οποίας το περιεχόμενο ενισχύεται και από άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 671/1990 ΠοινΧρον ΜΑ’ 163).
8) Σωματική και ψυχική εξάρτηση προκαλούν μεταξύ άλλων και η ηρωίνη, όχι όμως η κοκαΐνη και προπαντός η κάνναβη (χασίς), που προκαλεί μόνον ψυχική εξάρτηση. Οι κρυ- άδες, ο ιδρώτας, τα δάκρυα, η ροή άφθονης βλέννας από τη μύτη, η ταχυκαρδία, η μεγάλη ανορεξία, η εξάντληση, η ναυτία, ο εμετός, οι συσπάσεις, οι κοιλιακοί πόνοι, οι στομαχικοί πόνοι κλπ είναι συμπτώματα του σωματικού στερητικού συνδρόμου, ενώ η ανησυχία, το άγχος, ο εκνευρισμός κλπ είναι στοιχεία της ψυχικής εξάρτησης (Βλ. Φιλ. Ανδρέου, «Ναρ- κωτικά» 5η έκδ. 2014 σελ. 735 επ.).
9) Ο ν. 4139/2013 δεν τυποποιεί πλέον τις περιπτώσεις όπου ο εξαρτημένος δράστης είναι υπότροπος. Αυτό προκύπτει υπό το πρίσμα της νέας διάταξης του άρθρου 22 παρ. 2 περ. γ’, καθώς προβλέπεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της υποτροπής απαιτείται ο δράστης να μην έχει κριθεί ένοχος ως εξαρτημένος, με δεδομένο ότι δε νοείται πλέον εξαρτημένος υπότροπος, (βλ. Κ. Κοσμάτος, «Τα εξαρτημένα άτομα στη νέα νομοθεσία για τα ναρκωτι- κά», ΠοινΔικ 2013. 805 επ.), όπως στην κρινόμενη περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρί- θηκε προ έτους από το Μον. Εφ. Κακ. Λάρισας με τη με αριθμό 459/18.12.2014 απόφαση που κατέστη αμετάκλητη ως εξαρτημένος.
10) Το ότι ο κατηγορούμενος παρακολούθησε και ολοκλήρωσε το συμβουλευτικό πρό- γραμμα του ΚΕΘΕΑ εντός της φυλακής καθώς και το ότι με αίτησή του έγινε δεκτός στο πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ ανεξάρτητα αν το παρακολούθησε, είναι στοιχεία που συνηγορούν θετικά υπέρ του ισχυρισμού της εξάρτησης και όχι αρνητικά, διότι κανένας δεν εμπλέκεται σε τέτοια προγράμματα, τα οποία μόνον ευχάριστα δεν είναι, και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, εάν δεν έχει ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα με τη χρήση ναρκωτικών.
Συμπέρασμα: Έσφαλε το κρινόμενο με αριθμό 58/2016 Βούλευμα του Συμ. Πλημ. Λάρι- σας το οποίο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος είναι υπότροπος, ο οποίος ένα χρόνο πριν, με απόφαση του ΜονΕφΚακΛάρισας που κατέστη ήδη αμετάκλητη, κρίθηκε ως εξαρτημένος, όπως η έννοια της εξάρτησης προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4139/2013 και για τον οποίο υπάρχουν τρεις ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες τριών διαφορετικών ψυχιάτρων με ημερομηνίες 5.9.2008, 1.7.2014 και 21.10.2015 με τις οποίες κρίνεται ως εξαρτημένος. Το σφάλμα του εντοπίζεται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ου- σιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 22 παρ. 2 περ. γ’ του ν. 4139/2013, στην οποία ορίζεται ρητά: «Όταν αυτός που κατηγορείται για μια από τις πράξεις των άρθρων 20 και 21 παρ. 1α του παρόντος νόμου, στα πλαίσια του άρθρου 22 έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα και συγκεκριμένα μέσα στην προηγούμενη δεκαετία για κακούργημα του παρόντος νόμου, αλλά ως μη εξαρτημένος, είναι υπότροπος. Αν όμως καταδικάστηκε ως εξαρτημένος δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί υποτροπής, όπως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί υποτροπής εάν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε βαθμό πλημμελήματος έστω και ως μη εξαρ– τημένος, βλ. ενδεικτικά Φιλ. Ανδρέου, «ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ» έκδ. 5η 2014 σελ. 185, ΑΠ 39/ 2015 ΠοινΔικ 2015. 924, ΑΠ 808/ 2014 ΤΝΠ «Νόμος».
*Βλ. Βούλευμα στο παρόν τεύχος, σελ. 186


