220/2017 ΤρΕφΛαρ (διαδικασία εξυγίανσης – αναστολή εν όλω ή εν μέρει ατομικών μέτρων – κτήση ιδιότητας διαδίκου στην εκούσια δικαιοδοσία – έφεση)

220/2017

Πρόεδρος: Μόρφω Γκίκα

Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη

Δικηγόροι: Βασιλεία Παπαδοπούλου, Απόστ. Σιαμπαλιώτης, Φωτεινή – Μαρία Σολδάτου, Χριστίνα Πρίτσα, Αντ. Μαργαρίτης

Για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης αναγκαία πρόβλεψη δυνατής επίτευξης συμφωνίας και βάσιμων προσδοκιών επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης ως και ότι δεν παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση πιστωτών.

Με απόφαση πτωχευτικού δικαστηρίου για το άνοιγμα της διαδικασίας ή του προέδρου του κατόπιν αίτησης έχοντος έννομο συμφέρον με τη διαδικασία ασφ. μέτρων, δυνατή αναστολή εν όλω ή εν μέρει ατομικών μέτρων εκτέλεσης κατά οφειλέτη για υποχρεώσεις γεννηθείσες πριν την υποβολή της. Επέκταση αναστολής και σε νεότερες απαιτήσεις, ως και σε εγγυητές ή συνοφειλέτες, επί σπουδαίου επιχειρηματικού ή κοινωνικού λόγου. Αναστολή κατά πιθανολόγηση, επί ανάγκης να μην απομειωθεί η περιουσία του οφειλέτη και να μην υποβαθμιστούν οι προοπτικές εξυγίανσης της επιχείρησης.

Δ/γή προληπτικών μέτρων και από το Εφετείο, κατά τη διαδικασία ασφ. μέτρων, μέχρι και τη συζήτηση.

Στην εκούσια δικαιοδοσία κτήση ιδιότητας διαδίκου με υποβολή αίτησης, κλήτευση με δ/γή δικαστηρίου, άσκηση παρέμβασης και προσεπίκληση. Τρίτος ο μη καταστάς νόμιμα διάδικος, έστω και αν συμμετείχε εκουσίως στη δίκη. Απεύθυνση έφεσης κατά όλων των λαβόντων μέρος πρωτοδίκως, όχι όμως με ποινή απαραδέκτου, αλλά το Εφετείο μπορεί να διατάξει κλήτευση τρίτων με έννομο συμφέρον, αλλά και διαδίκου κατά του οποίου δεν απευθύνεται η έφεση, καίτοι είχε λάβει μέρος στην πρωτοβάθμια δίκη.

Σε δίκη για άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης παρέμβαση δίχως προδικασία. Με το νέο ΚΠολΔ κύρια παρέµβαση µόνο στον πρώτο βαθµό, ο δε τρίτος μόνο με τριτανακοπή μπορεί να διεκδικήσει τα συμφέροντά του.

Πιθανολόγηση μη ευδοκίμησης του προτεινόμενου σχεδίου εξυγίανσης, ενόψει του ότι η επίτευξη συμφωνίας, με βάση την ένδικη αίτηση και την έκθεση βιωσιμότητας, είναι αδύνατη.

1. Για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης η παρ. 1 του άρθρου 101 ΠτΚ τάσσει δύο θετικές προϋποθέσεις, ήτοι α) την πρόβλεψη ότι η επίτευξη της συμφωνίας είναι δυνατή και β) την πρόβλεψη ότι υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης και μία αρνητική προϋπόθεση, ήτοι ότι δεν παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2. Εφόσον συντρέχουν οι ως άνω θετικές προϋποθέσεις και ελλείπει η τελευταία αρνητική προϋπόθεση το Δικαστήριο αποφασίζει το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων μηνών, από την έκδοση της απόφασης, και εφόσον συντρέχει περίπτωση ορίζει μεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 102. Σύμφωνα με το άρθρο 106α του αυτού Κώδικα, η συμφωνία υπογράφεται από πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων στις οποίες περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου δύναται με πράξη του ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, του μεσολαβητή ή πιστωτή να παρατείνει την περίοδο αυτή εφόσον αποδεικνύεται πρόοδος στις διαπραγματεύσεις. Η συνολική διάρκεια της περιόδου της διαδικασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) και το Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Τομέας Νομικών). Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις (άρθρο 101 παρ. 1, 2 και 3 ΠτΚ, όπως το άρθρο 101 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 1, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 234 παρ. 6 του Ν. 4072/2012 και τις παρ. 10 και 11 υποπαρ. Γ.3 του άρθρου 2 Ν. 4336/2015, ΦΕΚ Α’ 94/14.8.15 αυτού, με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης ή με απόφαση του προέδρου του, που λαμβάνεται κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να αναστέλλονται, από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και μέχρι τη λήξη της, εν όλω ή εν μέρει τα ατομικά μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη. Η αναστολή καταλαμβάνει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, το δικαστήριο όμως ή κατά περίπτωση ο πρόεδρος δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επεκτείνει την αναστολή και σε νεότερες απαιτήσεις, ενώ η αναστολή μπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη, εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη. Ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει κατά περίπτωση τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους προληπτικά μέτρα, με αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον. Ως προς τα κριτήρια αποδοχής της αίτησης, τόσο αυτής που απευθύνεται προς το δικαστήριο, όσο και εκείνης που απευθύνεται προς τον πρόεδρό του, εφαρμόζονται δύο βασικές διατάξεις. Πρώτον, θα πρέπει να πρόκειται για επείγουσα περίπτωση ή να σκοπείται η αποτροπή επικείμενου κινδύνου (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ). Το κριτήριο αυτό, στην περίπτωση της διαδικασίας εξυγίανσης, πρέπει να εξειδικεύεται με βάση την τελολογία του θεσμού, επομένως, σχετίζεται με την ανάγκη να μην απομειωθεί στο μεσοδιάστημα η περιουσία του οφειλέτη εις βάρος των πιστωτών και να μην υποβαθμιστούν οι προοπτικές εξυγίανσης της επιχείρησης, αλλά και με την ανάγκη των μερών να συντάξουν απερίσπαστα σχέδιο διάσωσης. Δεύτερον, το δικαστήριο ή ο δικαστής αρκείται σε πιθανολόγηση (άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ) με βάση τα στοιχεία ενώπιον του, στα οποία πρωτεύουσα θέση έχουν όσα ισχυρίζεται ο οφειλέτης και οι τυχόν κλητευθέντες πιστωτές, καθώς και η έκθεση του εμπειρογνώμονα που λαμβάνει θέση στο θέμα της ανάγκης λήψης προληπτικών μέτρων (βλ. Αλ. Ρόκα, ό.π., σελ. 150 επ., πρβλ. ΕφΛαρ 40/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ 215/2013 Δικογρ 2013. 552, ΕφΒορΑιγαίου 124/2013 ΔΕΕ 2014. 147 επ.).

2. Στην προκειμένη η αιτούσα, με την κρινόμενη αίτησή της ζητεί να ανασταλούν τα πάσης φύσης εναντίον της διωκτικά μέτρα, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της υπ’ αριθμ. 178/30.3.2017 έφεσης που έχει ασκήσει κατά της με αριθμό 2/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία απέρριψε την από 23.9.2015 αίτησή της περί ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης. Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο κατ’ άρθρο 684 ΚΠολΔ, εφόσον η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιόν του (βλ. και ΕφΑθ 4007/2011, ΕφΠατρ 779/2007 Νόμος) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 686 παρ. 5 ΚΠολΔ, 99, 100, 103, 106β, 106στ, 106ζ του ΠτΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τους Ν. 4013/2011, 4072/2012 και 4336/2015 που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση (βλ. και άρθ. 13 του Ν. 4446/2016). Ειδικότερα, εφόσον ο νόμος παρέχει στο πτωχευτικό δικαστήριο τη δυνατότητα, παράλληλα με τη λήψη της απόφασης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης να λαμβάνει, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και προληπτικά μέτρα, δυνατότητα την οποία έχει και το Εφετείο σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε την αίτηση, είναι επιτρεπτό, κατά διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης (103 ΠτΚ), να διαταχθούν τα προληπτικά αυτά μέτρα από το Εφετείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για το χρονικό διάστημα από την κατάθεση της έφεσης μέχρι και τη συζήτησή της, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης και προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (ΕφΑθ 3376/2014 ΔΕΕ 2014. 969, ΕφΛαρ 215/2013 Δικογρ 2013. 552). Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ερήμην της 4ης των καθ’ ων, η οποία κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. υπ’ αριθμ. …/26.5.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Δ. Σ.) και η οποία δικάζεται σαν να ήταν παρούσα.

3. Η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 ΚΠολΔ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου με τους εξής τρόπους: α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθ. 748 §3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκληση που γίνεται είτε με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθ. 753 ΚΠολΔ – βλ. ΑΠ 2130/2014 Νόμος, ΑΠ 335/2005 Δνη 2006. 1363, ΑΠ 41/2003 Δνη 2003. 434, ΑΠ 1076/2002 Νόμος, ΑΠ 1305/1994 Δνη 37. 638, ΕφΛαρ 74/2013 Δικογρ 2013. 279, ΕφΛαρ 252/2012 Δικογρ 2012. 585, ΕφΘεσ 1458/2011 ΕΕμπΔ 2012. 123, ΕφΑιγ 273/2011 Νόμος, ΕφΑθ 29/2010 ΕφΑΔ 2010. 725, ΜΕφΑθ 211/2016 Νόμος). Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 761 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ο καθ’ ου η αίτηση προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου όχι με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, ακόμη και όταν, χωρίς να παρέμβει, παραστεί στη δίκη (…)». Αν οποιοδήποτε πρόσωπο δεν κατέστη διάδικος με έναν από τους ανωτέρω αναφερόμενους τρόπους, παραμένει τρίτος, ακόμα κι αν συμμετείχε εκουσίως στην δίκη χωρίς να ασκήσει ή να ασκήσει παραδεκτώς παρέμβαση, και νομιμοποιείται μόνο σε τριτανακοπή μετά την έκδοση της απόφασης ή σε άσκηση παρέμβασης, εφόσον εκκρεμεί ακόμα η έκδοση απόφασης. Αντιθέτως, τα πρόσωπα που κατέστησαν διάδικοι έχουν δικαίωμα άσκησης ένδικων μέσων κι αίτησης ανάκλησης του άρθρ. 758 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου, Λέκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, ό.π.).

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 741 επ.) «αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους». Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 748 § 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (760 εδ. α’ ΚΠολΔ), το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο κατά απόφασης, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η έφεση κατά απόφασης, που εκδίδεται κατά την ανωτέρω διαδικασία, πρέπει μεν να απευθύνεται κατά όλων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και μεταξύ αυτών και των προσθέτως παρεμβάντων (βλ, σχετικώς περί του ότι ο προσθέτως παρεμβάς αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ΕφΑθ 29/2010 ΕΦΑΔ 2010. 725), πλην όμως όχι με κύρωση το απαράδεκτο της έφεσης, αλλά το δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον τη δίκη, επομένως δε και του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο, τούτο δε διότι το άρθρο 748 §3 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 760 ΚΠολΔ δεν καταλαμβάνει μόνο τους τρίτους που δεν κατέστησαν διάδικοι στην πρωτοβάθμια δίκη, αλλά και τους κατ’ αυτήν διαδίκους κατά των οποίων δεν στρέφεται η έφεση (ΟλΑΠ 6/1999 Δνη 1999. 274, ΑΠ 491/1999 Δνη 1999. 274, ΕφΑθ 8561/2004 Δνη 2005. 870, ΕφΠατρ 1037/2003 ΑχΝομ 2004. 306).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου Κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου Κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Εξάλλου οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 194/2014, ΑΠ 259/2013 Νόμος, ΕφΒορΑιγ 124/2013 ΔΕΕ 2014. 147, ΕφΘεσ 638/2014, ΕφΔωδ 177/2007 Νόμος), ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 Δνη 2002. 1693, ΕφΠειρ 116/2005 Αρμ 2005. 595). Με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της διαδικασίας ως εκούσιας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 10 του ΠτΚ «Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας…», ενώ κατά την παρ. 11 του ίδιου άρθρου «Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές». Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του ΠτΚ «Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ). Οι παρεμβάσεις, απλές ή κύριες, ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά». Κατά δε το άρθρο 54 του ΠτΚ «1. Το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σ’ αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ). Οι παρεμβάσεις (πρόσθετες ή κύριες) ενώπιόν του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά…». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 68,79,80, 747,748, 752, 753 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015/έναρξη ισχύος 1.1.2016), συνάγεται ότι στη δίκη για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης (λαμβάνοντας με αυτήν ο παρεμβαίνων την ιδιότητα του διαδίκου), εφόσον βέβαια συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του. Δεν απαιτείται, όμως, η τήρηση προδικασίας με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου ή την πρόβλεψη προθεσμίας, επομένως παραδεκτά ασκείται πρόσθετη παρέμβαση, αλλά και κύρια για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, σύμφωνα με την απόκλιση που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 ΠτΚ με τις προτάσεις ή και προφορικά κατά την έναρξη της συζήτησης με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά (ΕφΠειρ 869/2014 ΔΕΕ 2015. 381, ΕφΠειρ 866/2013, ΕφΒορΑιγ 124/2013 ΔΕΕ 2014. 147, Ευάγγελος Περάκης Πτωχ.Δικαιο 3η έκδοση, σελ.180). Στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στην οποία υπάγεται και η δίκη του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθ. 99 παρ. 10 του ΠτΚ), εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή ρύθμιση του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση, καθώς υφίσταται στην περίπτωση αυτή το στοιχείο του αμοιβαίου αποκλεισμού των εκατέρωθεν υποβληθέντων αιτημάτων (ΕφΑθ 6042/2006 Δνη 2008. 554, ΕφΑθ 423/2005 ΔΕΕ 2006. 637).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 79 ΚΠολΔ, που αποτελεί τη γενική διάταξη περί κυρίας παρεμβάσεως, η οποία εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ., έπειτα από την τροποποίηση που επιδέχθηκε με το Ν. 4335/2015, περιορίστηκε η δυνατότητα της ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως. Με τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 79 περιορίζεται η δικονομική δυνατότητα άσκησης κυρίας παρέμβασης µόνο στον πρώτο βαθμό. Με την παλαιότερη ρύθμιση που επέτρεπε την κύρια παρέμβαση σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας διαδικασίας, ήταν συχνός ο αιφνιδιασμός των αρχικών διαδίκων όταν η αντιποίηση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος γίνεται από τρίτον απευθείας στο δεύτερο βαθμό και ως εκ τούτου η δικονομική στάση των αρχικών διαδίκων και τα μέσα επίθεσης και άμυνας αυτών κατά κανόνα είναι ήδη γνωστά. Με την νέα ρύθμιση αποτρέπεται το φαινόμενο αυτό (βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου του 4335/2015 – Γ’ Ειδικό Μέρος – κατ’ άρθρο ανάλυση, Ι. Βιβλίο Πρώτο – Γενικές Διατάξεις, παρ. 5). Στόχος της διατάξεως αυτής ήταν να αποτραπεί η ελαστικότητα που διήπε την άσκηση κύριας παρεμβάσεως με το παλαιότερο νομοθετικό καθεστώς, που έδινε τη δυνατότητα ασκήσεως αυτής σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δίκης. Επομένως, εφόσον η δίκη έχει περατωθεί με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως σε οριστικό βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 308 ΚΠολΔ, δεν μπορεί ο τρίτος να ασκήσει κύρια παρέμβαση. Μόνο στο πλαίσιο της τριτανακοπής θα μπορούσε να διεκδικήσει τα συμφέροντά του (βλ. σχετ. Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου, Λέκτορα της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, «Βασικά Θέματα της Εκουσίας Δικαιοδοσίας»).

4. Οι αναφερόμενοι στα πρακτικά, με δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και με τις προτάσεις τους, άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ της αιτούσας εταιρίας, με την οποία επικαλούμενοι, ως εργαζόμενοι της επιχείρησής της, έννομο συμφέρον τους, συνιστάμενο στη συνέχιση της δραστηριότητας της αιτούσας εταιρίας, ώστε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας τους και να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεών τους, ζητούν την παραδοχή της αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης. Οι πρόσθετες παρεμβάσεις ασκήθηκαν παραδεκτά, χωρίς προδικασία και είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 68, 80, 686 επ., 752 παρ. 2 ΚΠολΔ, 10, 54 παρ. 1, 103 ΠτωχΚώδ. Πρέπει, λοιπόν να συνεκδικαστούν με την αίτηση και να ερευνηθούν περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη. Περαιτέρω, αναφορικά με τις παρεμβάσεις που ασκήθηκαν στα πλαίσια της κύριας δίκης, σημειώνονται τα ακόλουθα: Οι εκ των ανωτέρω προσθέτως παρεμβαινόντων, 1ος, 2ος, 6ος, 7η, 8η και 9ος εξ αυτών, είχαν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επομένως δεν είναι τρίτοι, εξάλλου, αφού η υπόθεση εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία η έφεση πρέπει μεν να απευθύνεται κατά όλων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ δε αυτών και των προσθέτως παρεμβάντων, πλην όμως, όχι με κύρωση το απαράδεκτο της έφεσης, καθώς το δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να διατάξει την κλήτευσή τους, τούτο παρέλκει εν προκειμένω, καθώς η ίδια η εκκαλούσα κάλεσε τους ανωτέρω διαδίκους κατά τη συζήτηση της έφεσης, με αυτοτελές δικόγραφό της, που τους επιδόθηκε, ώστε να λάβουν γνώση του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και της δικασίμου αυτού, και να παραστούν στο ακροατήριο, όπως και έπραξαν, κατά τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου οι πρόσθετες παρεμβάσεις τους πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθούν ως απαράδεκτες. Οι λοιπές πρόσθετες παρεμβάσεις, πιθανολογείται ότι ασκήθηκαν παραδεκτά, χωρίς προδικασία και είναι νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 68, 80, 752 παρ. 2 ΚΠολΔ, 10, 54 παρ.1 ΠτωχΚώδ. Εξάλλου, με δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου των πληρεξουσίων τους δικηγόρων και με τις προτάσεις τους, οι αναφερόμενοι στα πρακτικά, άσκησαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητούν, ως πιστωτές της αιτούσας, την απόρριψη της αίτησης. Οι παρεμβάσεις αυτές πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι, ως κύριες, δεν μπορούν πλέον να ασκηθούν για πρώτη φορά ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Επίσης, η 4η εξ αυτών Γ. Γ., εργαζόμενη της αιτούσας, δεν είναι τρίτη, καθόσον είχε ασκήσει πρωτοδίκως πρόσθετη παρέμβαση. Τέλος, με δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, οι 1η, 2ο, 3ο και 5ο των καθ’ ων η αίτηση και εφεσιβλήτων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και με τις προτάσεις τους, άσκησαν κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητούν, ως πιστωτές της αιτούσας, την απόρριψη της αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης. Οι παρεμβάσεις αυτές πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθούν ως απαράδεκτες, προεχόντως διότι οι παραπάνω διάδικοι δεν είναι τρίτοι, καθόσον είχαν ασκήσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου παραδεκτά κύριες παρεμβάσεις, χωρίς προδικασία, κατ’ εφαρμογή των οικείων διατάξεων του ΠτΚ. Περαιτέρω, ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι απαραδέκτως οι εφεσίβλητοι άσκησαν κύριες παρεμβάσεις χωρίς προδικασία ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί.

{…} Επί της προαναφερόμενης αιτήσεως για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης της αιτούσας Ε.Π.Ε., εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η οποία απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής η ανωτέρω εταιρία άσκησε έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 99 επ. του ΠτωχΚώδ, ως ισχύει και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση της έφεσης και θεωρώντας η εκκαλούσα ότι η έφεσή της θα γίνει δεκτή και θα διαταχθεί το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσής της, υπέβαλε προς το παρόν Δικαστήριο την υπό κρίση αίτησή της, με την οποία ζητεί να ληφθούν προληπτικά μέτρα για την αποφυγή επιζήμιων συνεπειών στην περιουσία της, ήτοι να ανασταλούν οι ατομικές διώξεις των πιστωτών και των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της εταιρίας, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της εφέσεώς της. Το Δικαστήριο, από την κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα και από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, πιθανολογεί ότι δεν υφίστανται βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης, η κατάφαση της οποίας απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 101 παρ. 1 εδ. α\ και 99 παρ. 2 ΠτΚ και ότι η έφεση της αιτούσας θα απορριφθεί. Ειδικότερα πιθανολογείται ότι το εφετείο θα προβλέψει ότι δεν μπορεί να υπάρξει επίτευξη συμφωνίας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, ούτε και έλλειψη βλάβης της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, με βάση το σχέδιο εξυγίανσης που, μετά από αίτηση της αιτούσας, συνέταξε ο οικείος εμπειρογνώμονας, ενόψει του ότι οι εφεσίβλητοι – κυρίως παρεμβάντες δήλωσαν ότι δεν αποδέχονται το προτεινόμενο σχέδιο της αιτούσας, καθώς προκαλείται βλάβη στα συμφέροντά τους. Ειδικότερα στο κρινόμενο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η απομείωση των απαιτήσεων της κύριας πιστώτριας ΕΤΕ με την εφάπαξ διαγραφή ποσού 5.272.950 Ε και ποσό 4.000.000 Ε προς ρύθμιση, καθώς η αιτούσα υπολογίζει την είσπραξη ποσού 1.226.000 Ε εκ της επιχορήγησης ένταξης στον αναπτυξιακό νόμο, το οποίο έχει ήδη εκχωρηθεί στην Τράπεζα και δεν καθίσταται βέβαιον ότι θα εκταμιευτεί. Δηλαδή η αιτούσα προτείνει την απομείωση των απαιτήσεων της ΕΤΕ σε ποσοστό ανερχόμενο άνω του 62%, το οποίο ευλόγως δεν αποδέχεται η τελευταία, καθώς αντιστρατεύεται τα συμφέροντά της, αλλά και τις διατάξεις περί προστασίας των ενέγγυων απαιτήσεων. Ακόμη και η μεταβολή του αιτήματος του σχεδίου που επικαλείται η αιτούσα με την έφεσή της, δηλαδή την απομείωση των απαιτήσεων της ΕΤΕ, είτε σε ποσοστό ανερχόμενο σε 70%, είτε σε ποσοστό ανερχόμενο σε 30%, δεν γίνεται αποδεκτή για τον ίδιο λόγο, καθώς αντιστρατεύεται το έννομο συμφέρον της, αφού οι απαιτήσεις της είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες και με το προτεινόμενο σχέδιο βάλλεται η προστασία των ενέγγυων απαιτήσεών της. Η βιωσιμότητα του σχεδίου τη αιτούσας στηρίζεται στη διαγραφή των οφειλών της προς τους πιστωτές κατά ποσοστό 70%. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτή – αναφέρεται στην αίτηση – τότε οι οφειλές της θα αποπληρωθούν με επιμήκυνση δανείου ή μείωση των επιτοκίων, χωρίς όμως να προσδιορίζει τους επιπρόσθετους πόρους για την αποπληρωμή αυτών.

Εξάλλου, η βιωσιμότητα της επιχείρησης της αιτούσας πρέπει να συνδέεται με την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών, χωρίς απομείωση των απαιτήσεων αυτών και όχι με διαγραφή 70% του συνόλου των απαιτήσεών τους, ακόμη δε και 30%. Δεν πρέπει δηλαδή να βλάπτει τα νόμιμα συμφέροντα των ενέγγυων πιστωτών, με εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις, οι οποίες θα ικανοποιηθούν με την αναγκαστική εκτέλεση των ενυπόθηκων ακινήτων της αιτούσας. Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι το σχέδιο εξυγίανσης θα αποτελέσει ευκαιρία για τη διαχρονική εξυπηρέτηση των οφειλών της από τα λειτουργικά κέρδη της επιχείρησης, ώστε η εταιρία να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της, να συνεχίσει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της και ταυτόχρονα οι πιστωτές να περιορίσουν τις απώλειές τους, με μερική, έστω, είσπραξη των απαιτήσεών της, πιθανολογείται ότι θ’ απορριφθεί. Επομένως, ενόψει του ότι η επίτευξη συμφωνίας, με βάση την κρινόμενη αίτηση και το πλάνο – έκθεση βιωσιμότητας, μεταξύ της αιτούσας και της ΕΤΕ, που εκπροσωπεί το 76% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 90% των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων με υποθήκη απαιτήσεων, είναι αδύνατη, καθόσον θίγονται άμεσα τα έννομα συμφέροντά της, το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει.

6. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογήθηκαν, η αίτηση και οι πρόσθετες υπέρ αυτής παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες…