202/2017 ΤρΕφΛαρ (σύσταση με διαθήκη καθολικού καταπιστεύματος υπέρ των γνησίων κατιόντων του κληρονόμου – ερμηνεία διαθήκης)

202/2017

Πρόεδρος: Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου

Εισηγητής: Παν. Μολυβδάς

Δικηγόροι: Ευαγ. Τσέλιος, Νικ. Μίστρας

Αγωγή αναγνώρισης ότι οι ενάγοντες είναι δικαιούχοι καταπιστεύματος υπό την αναβλητική αίρεση της αποβίωσης του εναγόμενου κληρονόμου χωρίς γνήσιους κατιόντες.

Σύσταση με διαθήκη καθολικού καταπιστεύματος επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας υπέρ των γνησίων κατιόντων του κληρονόμου εναγομένου, υπό την έννοια απόκτησης τοιούτων, άλλως υπέρ των εναγόντων ως υποκατάστατων καταπιστευματοδόχων και, επί προαποβίωσης αυτών του κληρονόμου, υπέρ των γνήσιων τέκνων αυτών ως περαιτέρω υποκατάστατων. Μη απόκτηση γνησίων τέκνων από τον κληρονόμο εναγόμενο αλλά υιοθεσία υπ’ αυτού θυγατέρας.

Ερμηνεία διαθήκης ότι αληθής βούληση του διαθέτη ήταν να περιέλθει το καταπίστευμα στους εξ αίματος κατιόντες του κληρονόμου εναγομένου και όχι σε θετούς.

Επί αναδασμού, μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου κάθε αξιώνων κυριότητα δικαιούται μόνο αποζημίωση από τον υπερ ου το παραχωρητήριο εφόσον όμως αυτός είχε εμπράγματο δικαίωμα επί του αναδιανεμηθέντος, άλλως ο αληθινός κύριος αυτού δικαιούται απόδοση του νέου ακινήτου με εμπράγματη αγωγή.

Μη καταχρηστική άσκηση ένδικου δικαιώματος καθόσον οι δαπάνες εναγομένου για βελτίωση κληρονομιαίων ακινήτων ανάγονται στη διαχείριση όσο αυτός βρίσκονταν στη νομή και δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις προηγηθείσας συμπεριφοράς δικαιούχου και υπόχρεου.

Ο λόγος έφεσης ως προς τα δικ. έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου ως προς την ουσία.

{…} Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Την 4.8.1961 απεβίωσε ο Α. Τ. του Ν., κάτοικος εν ζωή Μ. Κ. Τ.. Ο τελευταίος κατέλειπε τη με αριθμ. …/1961 δημόσια διαθήκη, που συνέταξε ενώπιον του συμβολαιογράφου Α. Ν., δυνάμει της οποίας ως κληρονόμο του όρισε τον αρχικό εναγόμενο (υιό του) Β. Τ.. Δυνάμει της ανωτέρω δημοσίας διαθήκης όρισε ρητώς, ότι του αφήνει 1) Μίαν οικία στη θέση «Μ.» της περιφερείας Μ. Κ., μετά σταύλου και με οικόπεδο εκτάσεως 1.200 τμ, οριζόμενο γύρωθεν Δυτικώς με «Μ.» Μ. Κ., Βορείως με δρόμο προς Ρ., Βορείως με αγρόν κληρονόμων Ν. Ν. και Ανατολικώς με έτερον αγρόν του, το οποίον άφηνε εις τους υιούς του Σ. και Α., 2) το προς Ανατολάς τμήμα διαιρετώς του ευρισκόμενου στη θέση «Τ.» της περιφερείας Μ. Κ., αγρού του, εκτάσεως 36 στρεμμάτων, όπερ χωρίζεται εκ του υπολοίπου αγρού του διά χάνδακος φερομένου από Βορρά προς την οδόν Μ. Κ. – Ρ., προς αγρόν Σ. Κ. και ορίζεται ως εξής: Βορείως με δρόμον, Ανατολικώς με αγρόν Τζ., Νοτίως με αγρούς Κ.-Τ. και Δυτικώς με αγρόν που άφησε εις τον υιόν του Α., 3) ένα αμπελότοπον στη θέση «Α.» της ιδίας περιφερείας, ονομαζόμενον «Φ.», οριζόμενον με δρόμο από μεγάλο Μ. Κ. προς Π. και 4) την ψιλή κυριότητα του αγρού εκτάσεως 9 στρεμμάτων, του οποίου την επικαρπία άφησε εις την σύζυγό του Β.. Όρισε επίσης επί λέξει και τα ακόλουθα: «Τα ακίνητα ταύτα κτήματα τα οποία αφήνω εις τον υιόν μου Β. δε θα δικαιούται ούτε ούτος να πωλήση και να τα μεταβιβάση διά πράξεως εν ζωή ή αιτία θανάτου προς τρίτον, αλλά θα περιέλθουν ταύτα, μετά τον θάνατόν του εις τους γνησίους αυτού κατιόντας. Εάν όμως ούτος δεν αποκτήση ιδία αυτού τέκνα, τότε θα περιέλθουν ταύτα μετά τον θάνατόν του εις τους άλλους δυο υιούς μου Α. και Σ. και εάν αυτοί δεν είναι εν ζωή να περιέλθουν εις τους άρρενας κατιόντας αυτών και εν ελλείψει τοιούτων εις τας θυγατέρας των, διότι επιθυμώ τα κτήματα ταύτα, άτινα απέκτησα δια της εργασίας εμού και των μεγαλυτέρων υιών μου, Α. και Σ., να παραμείνουν εν τη οικογενεία μας. Εάν όμως ο υιός μου Β. αφήση μετά τον θάνατόν του σύζυγον άνευ γνησίων τέκνων, τότε, εκ των ως άνω ακινήτων, κτημάτων μου άτινα αφήνω εις τον υιόν μου τούτον, τον Β., η σύζυγός του θα δικαιούται την επικαρπίαν εφ’ όρου ζωής της επί του ημίσεως τούτων».

Από το κείμενο της ανωτέρω διαθήκης αποδεικνύεται σαφώς, ότι ο διαθέτης σύστησε καθολικό καταπίστευμα επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας κατά πρώτο λόγο υπέρ των γνησίων κατιόντων του αρχικώς εναγομένου κληρονόμου, υπό την έννοια ότι στην προκειμένη περίπτωση η κατάλειψη της κληρονομίας και η από τον καταπιστευματοδόχο κτήση αυτής τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της αποκτήσεως από τον κληρονόμο Β. Τ. γνησίου κατιόντα, μετά την πλήρωση της οποίας η κληρονομία θα επάγονταν αυτοδικαίως στον τελευταίο (καταπιστευματοδόχο), ο οποίος θα δικαιούταν να την αποδεχθεί ή να την αποποιηθεί. Όμως ο τελευταίος δεν απέκτησε μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής γνησίους κατιόντες και ούτε υπήρχε η προσδοκία ότι θα αποκτήσει, αφού κατά το χρόνο εκείνο (εγέρσεως της αγωγής) ήταν ήδη 73 ετών. Ο διαθέτης, έχοντας υπόψη του την εκδοχή αυτή, όρισε υποκατάστατους καταπιστευματοδόχους τους άλλους δύο υιούς του, Α. (πρώτο αρχικό ενάγοντα, ο οποίος απεβίωσε κατά την διάρκεια της δίκης) και τον Σ. (ο οποίος απεβίωσε προ της έγερσης της αγωγής, αφήνοντας ω εξ αδιαθέτου κληρονόμο τον ενάγοντα Ν. Τ.). Σε περίπτωση δε, που και οι ανωτέρω προαποβιώσουν του κληρονόμου (εναγομένου) όρισε ως περαιτέρω υποκατάστατους τα γνήσια αυτών άρρενα τέκνα. Όπως προαναφέρθηκε, ο υιός του διαθέτη Σ. απεβίωσε το έτος 1980, ήτοι πριν από την άσκηση της αγωγής και επομένως κατά σειρά υποκατάστατος καταπιστευματοδόχος είναι ο τρίτος ενάγων Ν. Τ., που είναι ο μοναδικός γνήσιος άρρην κατιών του. Ο άλλος υιός του διαθέτη, δηλαδή ο πρώτος αρχικός ενάγων Α., απεβίωσε, όπως προαναφέρθηκε, κατά την διάρκεια της δίκης και συνεπώς, επόμενοι κατά σειρά υποκατάστατοι αυτού καταπιστευματοδόχοι είναι οι συνεχίζοντες την δίκη υιοί του Α. και Α., πρώτος και δεύτερος ενάγοντες. Συνεπώς, προσδοκία δικαιώματος κληρονομικού καταπιστεύματος επί της προαναφερόμενης κληρονομίας έχουν οι ήδη καλούντες – εφεσίβλητοι, Α.Τ., Α. Τ. και ο Ν. Τ.. Η επαγωγή του καταπιστεύματος θα γινόταν όταν πληρωνόταν η αναβλητική αίρεση του θανάτου του εναγομένου, χωρίς γνήσιο τέκνο. Ο τελευταίος, εν ζωή ευρισκόμενος, προχώρησε στην υιοθεσία της Μ. Τ., δυνάμει της με αριθμ. 762/10.12.1980 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία μετά την επίσπευση της συζήτησης της ασκηθείσας από τον αρχικώς εναγόμενο ένδικης έφεσης, με την από 19.12.2007 κλήση των καλούντων εφεσίβλητων, λόγω της αποβιώσεως του ανωτέρω εν επιδικία αυτής (15.8.2007), άσκησε τους από 5.7.2010 πρόσθετους λόγους έφεσης, η απόρριψη των οποίων ως απαράδεκτων από το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με τη με αριθμ. 282/2011 απόφαση απετέλεσε και τον λόγο αναίρεσης της τελευταίας απόφασης από τον Άρειο Πάγο.

Το γεγονός όμως της υιοθεσίας της τελευταίας από τον αρχικώς εναγόμενο και κληρονόμο του διαθέτη, Β., δεν επέφερε την πλήρωση του τεθέντος όρου της με αριθμ. …/1961 δημόσιας διαθήκης, σύμφωνα με τον οποίον το συσταθέν καθολικό καταπίστευμα θα περιέρχονταν στο γνήσιο τέκνο του εναγόμενου κληρονόμου. Τούτο διότι, η χρήση εκ μέρους του διαθέτη του όρου «…θα περιέλθουν ταύτα μετά το θάνατόν του εις τους γνησίους αυτού κατιόντας» δηλοί τη θέλησή του, το συσταθέν επί των κληρονομιαίων ακινήτων καταπίστευμα να περιέλθει κατ’ αρχήν στο τέκνο ή τέκνα που ο ίδιος θα αποκτήσει με φυσικό τρόπο, ήτοι τα έχοντα αυτόν ως φυσικό (και όχι ως θετό) πατέρα. Τούτο προκύπτει από τη συνέχεια του ίδιου του κειμένου της δημόσιας διαθήκης, όπου αμέσως μετά τη θέση του ανωτέρω όρου ο διαθέτης σημειώνει «εάν όμως ούτος (δηλαδή ο κληρονόμος και αρχικός εναγόμενος Β.Τ.) δεν αποκτήσει ίδια αυτού τέκνα τότε θα περιέλθουν ταύτα μετά το θάνατο του εις τους άλλους δύο υιούς μου Α. και Σ. (αρχικούς ενάγοντες και δικαιοπάροχους των καλούντων – εφεσίβλητων)». Επιπλέον, το ότι θέληση του διαθέτη ήταν ο όρος «γνησίους αυτού κατιόντας» να αφορά αποκλειστικά και μόνο την περίπτωση της απόκτησης φυσικών τέκνων επιβεβαιώνεται αμέσως μετά στο κείμενο της εν λόγω δημόσιας διαθήκης και τον ορισμό των υποκατάστατων καταπιστευματοδόχων, αρχικών εναγόντων, από τη δικαιολόγηση αυτής της επιλογής από τον ίδιο, καθόσον, όπως ο ίδιος σημειώνει «…διότι επιθυμώ τα κτήματα ταύτα άτινα απέκτησα διά της εργασίας εμού και των μεγαλυτέρων υιών μου, Α. και Σ. να παραμείνωσιν εν τη οικογενεία μας». Η θέληση αυτή του διαθέτη προκύπτει από την ερμηνεία της διαθήκης και την αναζήτηση της αληθινής βουλήσεώς του χωρίς προσήλωση στις λέξεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 173 ΑΚ, που εφαρμόζεται και κατά την ερμηνεία της δήλωσης της τελευταίας βούλησης (ΑΠ 506/1992, ΑΠ 164/1988, 6136/1990, ΕφΑθ 6860/2014 Νόμος).

Ειδικότερα επειδή στην κρινόμενη περίπτωση ο διαθέτης δεν απέκλεισε ρητά από καταπιστευματοδόχο τα θετά τέκνα, προκύπτει ασάφεια αν είχε την αληθή βούληση αποκλεισμού τους, δεδομένου ότι όταν κατήρτισε τη διαθήκη δεν είχε ο αρχικά εναγόμενος γιος του Β. Τ. υιοθετήσει την ήδη εκκαλούσα. Από τα προαναφερόμενα όμως αναμφίβολα εξάγεται ότι αληθής βούληση του διαθέτη ήταν να περιέλθει το καταπίστευμα στους εξ αίματος κατιόντες του κληρονόμου του Β. Τ..

Περαιτέρω, αποδείχτηκε, ότι ο εναγόμενος και αρχικός εκκαλών κληρονόμος συνεισέφερε τα κληρονομιαία ακίνητα στον αναδασμό και αντί αυτών έλαβε ως αντικατάλλαγμα το με αριθμ. 674 τεμάχιο 4.574 τμ και το με αριθμ. 693 τεμάχιο 40.635 τμ, εκδοθέντος υπέρ αυτού του με αριθμ. …/1983 τίτλου κυριότητας της Νομαρχίας Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα. Συνεπώς, το καταπίστευμα μεταφέρθηκε στα τελευταία αυτά ακίνητα (άρθρο 21 του ν. 674/1977). Ο ισχυρισμός του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος, που επαναλήφθηκε με το δεύτερο και τέταρτο λόγο έφεσης στα πλαίσια άρνησης της ιστορικής βάσης της αγωγής ενώ με όμοιο περιεχόμενο διατυπώθηκε και κατά το δεύτερο σκέλος του ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης της υπεισελθούσας στη θέση του εκκαλούσας (θετού τέκνου του), ότι δηλαδή τα προαναφερόμενα ακίνητα δεν ήσαν κληρονομιαία γιατί δεν ανήκαν στην περιουσία του διαθέτη κατά τον χρόνο του θανάτου του, αλλά ο διαθέτης τα εισήγαγε επ’ ονόματί του στη διαδικασία αναδασμού ως αποκλειστικός κύριος και νομέας, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ήδη ο διαθέτης το 1958, όσο δηλαδή ζούσε, του είχε παραδώσει την αποκλειστική νομή των ενδίκων ακινήτων για να τα εξουσιάζει ως δικά του. Αυτό όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε λόγος ο διαθέτης να διαλάβει τα ίδια ακίνητα στην διαθήκη του τρία έτη αργότερα και να τα υπαγάγει περαιτέρω σε καθεστώς καταπιστεύματος. Η αλήθεια είναι, ότι ο εναγόμενος ήταν μικρής διανοητικής εμβέλειας και ελαχίστων διαχειριστικών δυνατοτήτων (πράγμα που επιβεβαιώνεται από τους μάρτυρες τόσο της αποδείξεως, όσο και της ανταποδείξεως) και αυτό εξηγεί την καθιέρωση του καταπιστεύματος εκ μέρους του διαθέτη, αποκλείοντας κατ’ ανάγκη την εκδοχή να είχε παραδώσει ο κληρονομούμενος εν ζωή τα ίδια ακίνητα στον εναγόμενο για να τα νέμεται ως δικά του, δυνάμει ειδικής διαδοχής, καθόσον ήξερε ότι δεν θα ήταν σε θέση να τα διαχειρισθεί.

Ομοίως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης, με τον οποίον το θετό τέκνο του αρχικώς εναγόμενου – εκκαλούντος, επικαλούμενο ότι με τη με αριθμ. …/10.1.2008 συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ε. Τ., που μεταγράφηκε νομίμως (τόμος …, αριθμ. …) αποδέχθηκε την επαχθείσα κληρονομία ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θετού πατρός της, Β. Τ. (αρχικού εναγόμενου και εκκαλούντος), στην οποία περιλαμβάνονταν τα επίδικα ακίνητα, τα οποία ο ανωτέρω έλαβε ως αντικατάλλαγμα για τα εισφερθέντα στον αναδασμό κληρονομιαία ακίνητα, ισχυρίζεται ότι με την υιοθεσία αυτού επήλθε η πλήρωση του όρου της διαθήκης περί συστάσεως καταπιστεύματος υπέρ αυτής σύμφωνα με τον οποίον τα ακίνητα που κατέλειπε ο διαθέτης στον υιό του Β. δεν θα δικαιούταν να τα μεταβιβάσει αλλά μετά το θάνατό του θα περιέρχονταν στους γνησίους αυτού κατιόντες.

Εξάλλου, μπορεί από τις διατάξεις των άρθρων 15 και 21 παρ. 1 και 4 του Ν. 674/1977 «περί αναδασμού της γης και μεγέθυνσης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων», που εφαρμόζονται αν ο αναδασμός έλαβε χώρα μετά την ισχύ του νόμου αυτού, την 1.9.1977 όπως εν προκειμένω, να προκύπτει ότι από τη δημοσίευση στην ΕτΚ της αποφάσεως του Νομάρχη, με την οποία επικυρώνεται ο αναδασμός, η κυριότητα των δημιουργηθέντων κατά τον αναδασμό κτημάτων να περιέρχεται αυτοδικαίως στους αναγραφόμενους ως δικαιούχους αυτών στον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα, ενώ αυτοδικαίως επίσης να αποσβέννυται το δικαίωμα κυριότητας στα προ του αναδασμού κτήματα, δηλαδή να επέρχεται αυτοδικαίως απόσβεση των εμπραγμάτων σχέσεων που υπήρχαν στα αρχικά αγροτεμάχια, δηλαδή σε αυτά που συνεισφέρθηκαν στην αναδιανομή (αναδασμό) και με ταυτόχρονη σύσταση εμπραγμάτων σχέσεων αντιστοίχου περιεχομένου στα νέα κτήματα που δημιουργήθηκαν με την αναδιανομή και ότι, συνεπώς, η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα, πλην των πραγματικών δουλειών, από τη δημοσίευση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως να αποκτάται αυτοδικαίως και κατά τρόπο πρωτότυπο από τον αναγραφόμενο στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχο και επιπλέον να προκύπτει, ότι μετά την μεταγραφή των οριστικών τίτλων κυριότητας (παραχωρητηρίων) να αποκλείεται η διόρθωση ή ακύρωση αυτών με απόφαση του οικείου Νομάρχη, εφόσον θίγονται δικαιώματα τρίτων που έχουν κτηθεί νομίμως ή παρήλθε τριετία από τη μεταγραφή τους, με εξαίρεση την περίπτωση αντιγραφικών σφαλμάτων και ότι στην περίπτωση που αποκλείεται, κατά τα ανωτέρω, η διόρθωση ή ακύρωση των τίτλων κυριότητας, καθένας που αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου που έχει υπαχθεί στον αναδασμό δικαιούται να λάβει μόνο αποζημίωση από εκείνον υπέρ του οποίου εκδόθηκε το παραχωρητήριο, τα ανωτέρω όμως τελούν υπό την προϋπόθεση ότι αυτός είχε αντιστοίχου περιεχομένου εμπράγματο δικαίωμα επί του αναδιανεμηθέντος κτήματος, σε αποζημίωση του οποίου παραχωρήθηκε το νέο κτήμα (ΟλΑΠ 1236/1982, ΕφΠατρ 328/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αν αυτός που αναγράφεται στον κτηματολογικό πίνακα και για τον οποίο εκδόθηκε το παραχωρητήριο, δεν ήταν κύριος του παραπάνω (αναδιανεμηθέντος) κτήματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε ο αληθινός κύριος του παλαιού ακινήτου, το οποίο θεωρείται πλέον ως αναγκαστικά απαλλοτριωθέν, μπορεί να ζητήσει την απόδοση μόνο του νέου ακινήτου με αγωγή που έχει εμπράγματο χαρακτήρα και στρέφεται κατά του αναγραφομένου μόνο στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου αυτού. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση της μη ορθής εφαρμογής του νόμου λόγω της μη απόρριψης της αγωγής ως μη νόμιμης, συνεπεία του μεσολαβήσαντος αναδασμού και της έκδοσης παραχωρητηρίου υπέρ του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος και λόγω της μη λήψης υπόψη της προταθείσας πρωτοδίκως ενστάσεως της τριετούς παραγραφής από τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου στον αρχικό εναγόμενο, ο οποίος σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν υπήρξε κύριος των εισφερθέντων στον αναδασμό κτημάτων, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, και η ένσταση του αρχικώς εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος που εμπεριέχεται στο δεύτερο λόγο τη έφεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι οι όποιες δαπάνες έχει κάνει για την βελτίωση της καταστάσεως των κληρονομιαίων ακινήτων δεν εξαρκούν μόνες τους για να θεμελιώσουν προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ, καθόσον αφενός πρόκειται για δαπάνες διαχείρισης για όσο χρόνο αυτός (εναγόμενος) ευρίσκετο στη νομή των ακινήτων και αφετέρου δεν συντρέχουν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά των δικαιούχων και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας των δικαιούχων η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος αυτών ως υποκατάστατων καταπιστευματοδόχων, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 441/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Αντιθέτως, οι ενάγοντες δεν έδειξαν καμία συμπεριφορά, από την οποία να συνάγεται ότι εγκατέλειψαν υπέρ αυτού το προσδοκώμενο δικαίωμα του καταπιστεύματος. Αντίθετα, στην αμφισβήτηση του δικαιώματός τους μετά τον προαναφερόμενο αναδασμό αντέδρασαν με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής για την άρση κάθε αμφιβολίας. Οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε αδίκαστη την ένστασή του περί νομίμου μοίρας και ότι εσφαλμένα αναγνωρίστηκε καταπίστευμα σε όλο το με αριθμ. 674 ακίνητο καθώς και ο περιεχόμενος στον πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης ισχυρισμός περί αντιθέσεως της συγκεκριμένης ρήτρας της διαθήκης στο άρθρο 178 ΑΚ, είναι απορριπτέοι οι μεν τρίτος λόγος της έφεσης και ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος αυτής γιατί πρόκειται για ισχυρισμούς που προβάλλονται απαράδεκτα το πρώτον με την έφεση (άρθρο 527 ΚΠολΔ), ο δε τέταρτος λόγος της έφεσης ως ουσία αβάσιμος αφού η αναγνώριση των εναγόντων ως δικαιούχων καταπιστεύματος έγινε με βάση τα διαλαμβανόμενα στη διαθήκη.

Σχετικά με τον τελευταίο (πέμπτο) λόγο εφέσεως, που αφορά σε εσφαλμένη καταδίκη στα δικαστικά έξοδα, πρέπει σημειωθούν τα ακόλουθα. Το άρθρο 193 ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και για αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΛαρ 85/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε τον αρχικώς εναγόμενο – εκκαλούντα λόγω της ήττας του στην πληρωμή δικαστικών εξόδων των αρχικώς εναγόντων ποσού 80.000 δρχ (234,77 Ε). Όμως αποδείχθηκε, ότι η ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο σχετικά με το κληρονομικό καταπίστευμα υπό την αναβλητική αίρεση κτήσης γνησίου κατιόντα και την πρόβλεψη υποκατάστατων καταπιστευματοδόχων και την εισφορά στη διαδικασία αναδασμού των κληρονομιαίων ακινήτων, που συνιστούν αυτό (καταπίστευμα), ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Επιπλέον, οι αρχικοί διάδικοι της αγωγής τυγχάνουν συγγενείς εξ αίματος πρώτου βαθμού, αφού είναι αδέλφια. Επομένως, συνέτρεχαν οι προβλεπόμενοι από τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ λόγοι συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων και έπρεπε αυτά να συμψηφιστούν στο σύνολό τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε που δεν συμψήφισε στο σύνολό τους τα έξοδα και έτσι ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν. Για αυτό, πρέπει να γίνει δεκτός, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το άνω μέρος της (άρθρ. 535 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Επίσης τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, δεδομένου ότι συντρέχει ο ίδιος ως άνω δικαιολογητικός λόγος (δυσχερής ερμηνεία των κανόνων δικαίου) συμψηφισμού. Κατά τα λοιπά η έφεση, απορριπτόμενων όλων των άλλων λόγων αυτής αλλά και των προσθέτων λόγων της, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.