190/2017 ΤρΕφΛαρ (αγωγής διάρρηξης – ευθύνη εγγυητή – αβασιμότητα ένδικης καταδολιευτικής αγωγής λόγω έλλειψης της προϋπόθεσης ανεπάρκειας της λοιπής περιουσίας οφειλέτη )

190/2017

Πρόεδρος: Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου

Εισηγητής: Ηλ. Τουλίγκος

Δικηγόροι: Ελένη Δαλαμάγκα, Δημ. Κοντογιάννης, Γεωρ. Γάτσιος

Επί αγωγής διάρρηξης τα δημιουργικά περιστατικά της απαίτησης του δανειστή αρκεί να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο απαλλοτρίωσης και αυτή να είναι ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση.

Ευθύνη εγγυητή όπως κάθε οφειλέτη έναντι του δανειστή.

Πώληση υπό οφειλέτη αδιαίρετου ποσοστού του επί αγρού δίχως γνωστοποίησή της, ως όφειλε συμβατικά, στη δανείστρια ενάγουσα Τράπεζα, για την απαίτηση της οποίας υπάρχει προσημείωση υποθήκης σε άλλο ακίνητο του οφειλέτη το οποίο η ίδια εκτίμησε σε ποσό υπερπολλαπλάσιο της απαίτησης. Αναπόδεικτη η επικαλούμενη μείωση της αξίας αυτού βάσει εκτιμητικών εκθέσεων μηχανικού αφού δεν αποτελούν μόνα αποδεικτικά στοιχεία, παρεκτός του ότι αν όντως η δανείστρια θεωρούσε ότι η αξία του προσημειωθέντος ακινήτου δεν ανερχόταν στο αρχικό πολλαπλάσιο ποσό θα μπορούσε να προβεί σε συμπληρωματική προσημείωση σε άλλα ακίνητα οφειλέτη.

Αβασιμότητα ένδικης καταδολιευτικής αγωγής λόγω έλλειψης της προϋπόθεσης ανεπάρκειας της λοιπής περιουσίας οφειλέτη.

{…} Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 939-945 ΑΚ, που προβλέπουν την προστασία των δανειστών σε περίπτωση που ο οφειλέτης τους προβαίνει σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων με σκοπό τη βλάβη τους, οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης είναι: 1) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη, 2) σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση λόγω της απαλλοτρίωσης της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και 3) δόλος του οφειλέτη, δηλαδή πρόθεση βλάβης των δανειστών. Η πρόθεση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται και 4) γνώση του τρίτου, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει, ό,τι και ο οφειλέτης (προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος του) και επί πλέον τον δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεση του να βλάψει τους δανειστές του. Αντίθετα δεν απαιτείται αυτοτελής πρόθεση του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη, ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη. Εκείνος που ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης πρέπει να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δημιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο, οπότε με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 638/04 Νόμος, Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, παρ. 142, Ι σελ.468, ΙΙ σελ. 472, 473, 474, IV σελ. 475, V σελ. 477, Μπανάκας στον Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 939).

Από τα άρθ. 847, 850 και 851 του ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση, συνεπώς, δεν παράγεται απλώς ευθύνη άνευ οφειλής σε βάρος του εγγυητή. Ο εγγυητής ευθύνεται, πλήρως, δηλαδή, ενέχεται όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στο δανειστή του, με τη διαφορά ότι ο εγγυητής ενέχεται ή ευθύνεται για την οφειλή άλλου (του πρωτοφειλέτη), συγχρόνως, όμως, εκπληρώνει και τη δική του παροχή. Είναι και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 του ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίησή του, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 677/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1621/2000 Δνη 2001. 287, ΑΠ 1265/2000 Δνη 2000. 1474, ΑΠ 881/2000 ό.π., ΑΠ 862/1998 ό.π., ΕφΠατρ 906/2005 ό.π., ΕφΑθ 2219/2004 ό.π., ΕφΑθ 3389/2003 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα συνήψε με τον Κ. Τ. του Σ. τη με αριθμό …/12.4.2007 σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δυνάμει της οποίας και των αναφερομένων προσθέτων αυτής πράξεων, ανοίχθηκε υπέρ του τελευταίου πίστωση μέχρι του ποσού των 200.000 Ε. Στην παραπάνω σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις αυτής συμβλήθηκε ως εγγυητής ο πρώτος εναγόμενος, υιός του πιστούχου, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πιστούχο, παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα και ένσταση που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862, 866, 867 και 868 ΑΚ όπως προβλέπεται από το υπ’ αριθ. 15 παρ. 1 έως 4 όρο της αρχικής σύμβασης. Στους δε υπ’ αριθ. 7.1.2 και 7.1.7 όρους της ένδικης σύμβασης πίστωσης ορίζεται ότι οι συμβληθέντες, πιστούχος και εγγυητής, υποχρεώνονται να γνωστοποιούν στην ενάγουσα οποιαδήποτε μεταβολή της περιουσιακής τους κατάστασης. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 95/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων η ενάγουσα προέβη στις 3.2.2009, προς εξασφάλισή της, στην εγγραφή προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου ποσού 195.000 Ε και συγκεκριμένα σε ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 104 τμ που βρίσκεται στην πόλη των Τ. στη συνοικία «Κ.» και σε πολυκατοικία επί της οδού Μ. αρ. … αποτελούμενο από μια αίθουσα με πατάρι και τουαλέτα. Επί του ως άνω ακινήτου μεταγενέστερα εγγράφηκαν προσημειώσεις υπέρ της Α. Βank για τα ποσά των 56.227,59 Ε, 25.212,41 Ε και 24.752,14 Ε στις 25.10.2013, 29.10.2013 και 29.10.2013 αντίστοιχα. Σε εκτέλεση των όρων της σύμβασης και των προσθέτων πράξεων αυτής τηρήθηκαν οι υπ’ αριθ. … λογαριασμοί οι οποίοι παρουσίασαν καθυστέρηση ως προς τις καταβολές και γι’ αυτό, αφού ο πιστούχος δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του από την ως άνω σύμβαση και περιήλθε σε υπερημερία, η ενάγουσα στις 25.6.2012 κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση και προέβη σε κλείσιμο των ως άνω λογαριασμών που παρουσίαζαν χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 140.792,60 Ε και 24.222,54 Ε αντίστοιχα και συνολικού ύψους 165.015,14 Ε. Την ως άνω καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο των λογαριασμών η ενάγουσα γνωστοποίησε στον πρώτο εναγόμενο όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/26.6.2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Γ. Τ.. Κατόπιν η ενάγουσα άσκησε την από 28.6.2012 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 376/2012 διαταγή πληρωμής που υποχρέωνε τους οφειλέτες, ήτοι τον Κ. Τ. και τον πρώτο εναγόμενο, ευθυνόμενους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσόν των 165.015,14 Ε με το νόμιμο τόκο από 26.6.2012 και μέχρις εξοφλήσεως. Η ενάγουσα επέδωσε στον πρώτο εναγόμενο αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/18.7.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Γ. Τ. με την οποία επιτάσσετο να καταβάλει συνολικά το ποσόν των 170.285,03 Ε.

Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 9.7.2012 ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει του υπ’ αριθ. …/9.7.2012 συμβολαίου πώλησης ιδανικού μεριδίου αγρού της συμβολαιογράφου Ε.Μ.-Τ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τ. στον τόμο … και α.α. …, μεταβίβασε λόγω πώλησης στο δεύτερο εναγόμενο τα 4/23 ακινήτου του που αντιστοιχούν σε αδιαίρετη έκταση εμβαδού 2.000 τμ και κατά νεότερη επιμέτρηση 1.928,53 τμ στη νοτιοανατολική γωνία ενός αγρού συνολικής έκτασης 11500 τμ που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της Τοπικής Κοινότητας Μ. της Δημοτικής Ενότητας Ε. του Δήμου Τ. της Περιφερειακής ενότητας Τ. της περιφέρειας Θ. στη θέση «Π.», που συνορεύει γύρωθεν ανατολικώς με τη βιομηχανία αεριούχων ποτών «Κ.», δυτικώς με ιδιοκτησία Τ., βορείως με την ιδιοκτησία Τ. και νοτίως με την Εθνική οδό Τ. – Λ.. Η αντικειμενική αξία του ως ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου ανέρχεται στο ποσόν των 33.756,84 Ε και η εμπορική του αξία ανέρχεται στο ποσόν των 28.000 Ε. Επίσης το ως άνω ακίνητο ήταν ήδη μισθωμένο από τον πρώτο εναγόμενο στον υιό του Β. Τ. του Σ. για είκοσι έτη ήτοι από 5.4.2011 μέχρι 4.4.2032 με ετήσιο μίσθωμα 100 Ε προκειμένου να το χρησιμοποιεί για φωτοβολταϊκή εγκατάσταση δυνάμει του υπ’ αριθ. …/5.4.2012 συμβολαίου της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου. Την ως άνω μεταβολή της περιουσιακής του κατάστασης, που αποτελεί μείωση του ενεργητικού της ο πρώτος εναγόμενος δεν γνωστοποίησε, ως όφειλε, στην ενάγουσα, πλην όμως η απαίτηση της τελευταίας είναι εξασφαλισμένη με την προσημείωση υποθήκης που είχε εγγράψει στο προπεριγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου το οποίο η ίδια εκτίμησε στο ποσόν των 195.000 Ε. Η μείωση της αξίας αυτού που επικαλείται, βάσει των εκτιμητικών εκθέσεων ακινήτων πολιτικού μηχανικού, καταρχήν δεν αποδείχθηκε και μάλιστα στο μέγεθος που αναφέρει, ήτοι στο ποσόν των 95.000 Ε, δεδομένου ότι οι ως άνω εκθέσεις δεν αποτελούν τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία για την εκτίμηση της αξίας του, αλλά και πέραν τούτου αν όντως θεωρούσε η ίδια ότι η αξία του ακινήτου δεν ανήρχετο στο ποσόν των 195.000 Ε θα μπορούσε να προβεί και σε συμπληρωματική εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε άλλα ακίνητα του πρώτου εναγόμενου.

Συνεπώς ελλείπει μια εκ των απαραιτήτων προϋποθέσεων περί χαρακτηρισμού της συγκεκριμένης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ήτοι αυτή της ανεπάρκειας της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λοιπόν που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγόμενου επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας δεν έσφαλε, γι’ αυτό πρέπει η έφεση που υποστηρίζει τα αντίθετα αφού γίνει τυπικά δεκτή να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη…