182/2017 ΤρΕφΛαρ (διακριτικό γνώρισμα εμπορευμάτων – αθέμιτος ανταγωνισμός επί δυνατότητας πρόκλησης σύγχυσης )

182/2017

Πρόεδρος: Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα

Εισηγήτρια: Σοφία Καραγιάννη

Δικηγόροι: Ασημίνα Καούνη, Παύλος Σφέτσιος

Διακριτικό γνώρισμα και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός εμπορευμάτων, αν είναι γνωστός στις συναλλαγές ως διακριτικό σημείο, ύπαρξη δε αθέμιτου ανταγωνισμού επί δυνατότητας πρόκλησης σύγχυσης. Ο διασχηματισμός περιλαμβάνει κυρίως χρώμα, συσκευασία ή περικαλύμματα. Κίνδυνος σύγχυσης όταν, λόγω ομοιότητας των εξωτερικών στοιχείων εμπορευμάτων, πιθανολογείται δυνατότητα εμπορικά αξιόλογης παραπλάνησης του κοινού ως προς την προέλευση, ταυτότητα ή συνεργασία των φορέων τους.

Αξίωση βλαπτομένου για παράλειψη.

Ηθική βλάβη και ν.π. αν προσβλήθηκε η εμπορική πίστη δίχως μνεία έκτασης βλάβης ή περιουσιακής κατάστασης διαδίκων.

Εφαρμογή γενικής ρήτρας του άρθ. 1 ν. 146/14 συμπληρωματικά και επί σήματος.

Με το ν. 4072/12 σήμα κάθε σημείο δεκτικό γραφικής παράστασης, που διακρίνει προϊόντα επιχείρησης και απόλυτο δικαίωμα καταθέτη για αποκλειστική χρήση, διό παράνομη κάθε προσβολή αδιαφόρως πταίσματος τρίτου. Παραποίηση και απομίμηση σήματος.

Αξίωση σηματούχου κατά προσβολέα για παροχή πληροφοριών ως προς την προέλευση και τα δίκτυα διανομής εμπορευμάτων που προσβάλλουν το σήμα, ως και κατά του κατέχοντος παράνομα τα εμπορεύματα. Θεμελίωση αξίωσης και στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού κατά τη γενική ρήτρα καλής πίστης.

Ένσταση καταλυτική η επίκληση ανάλωσης δικαιώματος του σηματούχου, αίρουσα μεν την παρανομία της προσβολής του σήματος, δεν αποκλείονται όμως άλλες αξιώσεις όπως εξ αθέμιτου ανταγωνισμού.

Αγορά υπό εναγομένων από την ενάγουσα υγραερίου σε φιάλες με σήματα και γνωρίσματά της και ταυτόχρονες παρεπόμενες συμβάσεις εγγυοδοσίας για επιστροφή από αυτούς των κενών φιαλών. Μη επιστροφή φιαλών αλλά επαναγόμωση υπό εναγομένων με υγραέριο άγνωστης προέλευσης, τοποθέτηση κατ’ απομίμηση σήματος και γνωρισμάτων της ενάγουσας και διάθεση με χαμηλότερη τιμή, δημιουργώντας εντύπωση περί προϊόντος της ενάγουσας και σύνδεσης με αυτήν, κατά παράβαση δ/ξεων σήματος και αθέμιτου ανταγωνισμού. Κατάσχεση φιαλών κατοχής των εναγομένων και μη άρση κινδύνου χρήσης σημάτων της ενάγουσας στο μέλλον εκ της παύσης λειτουργίας της επιχείρησής τους.

{…} 2. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 3.1. 2013 (με αριθμ. εκθ. κατ. 2/4.1.2013) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, και επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ισχυρίστηκε ότι είναι εταιρία πετρελαιοειδών με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, και την εμπορία εμφιαλωμένου υγραερίου, το οποίο διακινεί, μέσω δικτύου αντιπροσώπων στην Ελλάδα, σε σιδερένιες κυλινδρικές φιάλες, χρώματος μπορντώ, κίτρινο, γκρι σκούρο και γκρι ανοικτό, που φέρουν πώμα ασφαλείας μιας χρήσεως επί του οποίου υπάρχει ανάγλυφο το σήμα της εταιρίας: Άσπρη C., άσπρη με κοχύλι S., οι δε γεμάτες με υγραέριο φιάλες φέρουν στην βαλβίδα τους πλαστική συρρικνωτική μεμβράνη με το σήμα της εταιρίας και διακριτικά γνωρίσματα: Άσπρο ή Γκρι C., Άσπρο S.. Των ανωτέρω σημάτων η ενάγουσα είναι δικαιούχος, από και δια της καταχωρήσεως στα σχετικά βιβλία σημάτων του Υπουργείου Εμπορίου και ο ανωτέρω διασχηματισμός του προϊόντος (το χρώμα της φιάλης με το επ’ αυτής ανάγλυφο ή χρωματιστό σήμα, το συρρικνωτικό και πώμα ασφαλείας με τον ιδιαίτερο διασχηματισμό, χρωματισμό και το ανάγλυφο του σήματος) είναι διακριτικά γνωρίσματα που έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη διακριτική δύναμη με την πάροδο του χρόνου και έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των καταναλωτών ως χαρακτηρίζοντα αποκλειστικά την ενάγουσα εταιρία και από αυτά αναγνωρίζονται ότι οι φιάλες που κυκλοφορούν στην αγορά με τα ως άνω διακριτικά γνωρίσματα και το σήμα προέρχονται από την ίδια. Ότι οι φιάλες υγραερίου που φέρουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά είναι ιδιοκτησίας της, ουδέποτε μεταβιβάζεται η κυριότητά τους στον τελικό καταναλωτή ή σε άλλο πρόσωπο που μεσολαβεί στην πώληση του εμφιαλωμένου υγραερίου, υποχρεωτικά δε επιστρέφονται σ’ αυτή κενές υγραερίου. Ότι συνεργάζεται εμπορικά αφενός με την πρώτη εναγομένη που διατηρεί επιχείρηση διανομής εμφιαλωμένου υγραερίου στην Μ. Κ., έχουσα την προς τούτο άδεια, αφετέρου και εν τοις πράγμασι και με το δεύτερο εναγόμενο σύζυγό της ο οποίος διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται την επιχείρηση της συζύγου του για ίδιο όφελος, εν γνώσει της και με την αποδοχή της. Ότι οι εναγόμενοι εμφιάλωναν και διακινούσαν παράνομα υγραέριο καθότι επαναπλήρωναν με άγνωστης προέλευσης και ποσότητας υγραέριο τις φιάλες της ενάγουσας τις οποίες κατείχαν επ’ αφορμή της νόμιμης δραστηριότητάς τους και αφού τοποθετούσαν πλαστά συρρικνωτικά και πλαστά πώματα ασφαλείας – συρρικνωτικές μεμβράνες που έφεραν τα ως άνω σήματα και τα διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας, τις διέθεταν στους καταναλωτές ως προερχόμενες από την ενάγουσα, της οποίας ισχυρίζονταν ψευδώς ότι είναι αντιπρόσωποί της εκμεταλλευόμενοι τη φήμη της εταιρίας της προκειμένου να αποκτήσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Ότι στις 21.11.2012 οι εναγόμενοι κατελήφθησαν να κατέχουν σε υπαίθριο ιδιόκτητο χώρο τους, πρόχειρα εγκατεστημένο εμφιαλωτήριο πλήρωσης φιαλών υγραερίου αποτελούμενο από δεξαμενή υγραερίου με προσαρμοσμένο μοτέρ ταχείας πλήρωσης φιαλών, καλυμμένη ράμπα φόρτωσης, συστοιχίες με κολλέκτερ, φορτηγό βυτίο, ζυγαριά, πλαστά συρρικνωτικά και πώματα ασφαλείας όλων των εταιριών μεταξύ των οποίων και της ίδιας, διάφορα εργαλεία για την προσαρμογή και σφράγιση των βαλβίδων και φιάλες όλων των εταιριών, υγραερίου αξίας 13.000 Ε, παρανόμως γεμισμένες που έφεραν τα δικά της σήματα και διακριτικά γνωρίσματα, έτοιμες προς διάθεση με πλαστές συρρικνωτικές μεμβράνες και πώματα ασφαλείας, είχαν δε πληρωθεί εν γνώσει της πλαστότητας από τους εναγόμενους με σκοπό την αποκόμιση παράνομου κέρδους. Ότι, η επιχείρηση αυτή παράνομης εμφιάλωσης που διατηρούσαν οι εναγόμενοι μέσω της οποίας διέθεταν στην αγορά τις παράνομα πληρούμενες φιάλες με υγραέριο άγνωστης προέλευσης στις οποίες τοποθετούσαν πλαστά συρρικνωτικά, και πώματα ασφαλείας ταυτόσημα με τα δικά της, με τιμή πώλησης πολύ χαμηλότερη από αυτή που πωλεί η ίδια στους χονδρεμπόρους, αποκτώντας έτσι ιδιαίτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι αυτής, ήταν μεγάλης εμπορικής κλίμακας. Ότι με τις ενέργειές τους αυτές, που ήταν εν γνώσει τους και γίνονταν με σκοπό ανταγωνισμού και την αποκόμιση παράνομου οφέλους σε βάρος των συμφερόντων της, εκμεταλλευόμενοι τη φήμη, την αξιοπιστία της, τα σήματά της και τα διακριτικά της γνωρίσματα που έχουν αποκτήσει διακριτική δύναμη, οι εναγόμενοι παραβίασαν τις προστατευτικές διατάξεις [πέραν αυτών του ν. 3054/2002 περί οργάνωσης της αγοράς πετρελαιοειδών και του ποινικού κώδικα (αρθ. 216 και 394 )] περί σημάτων και αθεμίτου ανταγωνισμού, καθώς και των χρηστών ηθών, δεδομένου ότι δημιούργησαν στο καταναλωτικό κοινό την πεπλανημένη εντύπωση τόσο ως προς την προέλευση, ποιότητα, ποσότητα και ασφάλεια του πωλούμενου προϊόντος, την οποία η ίδια αδυνατεί να ελέγξει, όσο και ότι η επιχείρησή τους είναι ενταγμένη στο δίκτυο επιλεκτικής διανομής της ενάγουσας, επιδιώκοντας αθέμιτη προσέλκυση πελατείας της προς ίδιον οικονομικό όφελος και σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων αυτής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, και επικαλούμενη προσβολή της εμπορικής φήμης και αξιοπιστίας της, ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, α) να διαταχθούν κατ’ άρθρο 151 παρ 1, 4, 5 του ν. 4072/2012 περί σημάτων, οι εναγόμενοι να της παράσχουν τα πλήρη στοιχεία των προμηθευτών τους υγραερίου και διακριτικών γνωρισμάτων, β) να απαγορευθεί στους εναγόμενους η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνηση, εμπορία και κυκλοφορία των φιαλών υγραερίου της ενάγουσας καθώς και η χρήση των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων της, γ) να διαταχθεί η άρση της προσβολής των σημάτων της και η παράλειψη προσβολής τους στο μέλλον, δ) να διαταχθεί η κατάσχεση και αφαίρεση κάθε φιάλης υγραερίου που φέρει τα διακριτικά της γνωρίσματα και το σήμα της και βρίσκεται στα χέρια των εναγομένων και κάθε τρίτου που έχει προμηθευτεί φιάλες υγραερίου από αυτούς, ε) να απειληθεί έμμεση ποινή εκτέλεσης (χρηματική ποινή) για την περίπτωση παραβιάσεως της αποφάσεως, στ) να διαταχθεί η δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της απόφασης στον τοπικό τύπο, ζ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 99.960 Ε (επιφυλασσόμενη ως προς το ποσό των 40 Ε για την διεκδίκηση αυτού ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.

3. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας την αγωγή αυτή, κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφασή του, με την οποία αφού έκρινε ότι το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί κατασχέσεως – αφαιρέσεως από όργανα της ενάγουσας κάθε φιάλης υγραερίου που φέρει τα διακριτικά της γνωρίσματα και το σήμα της ενάγουσας και βρίσκεται στα χέρια των εναγομένων και κάθε τρίτου που έχει προμηθευτεί φιάλες υγραερίου από αυτούς μη νόμιμο μόνο κατά το μέρος που στηρίζεται στις διατάξεις περί σημάτων, στη συνέχεια δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως νόμιμη και εν μέρει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους 1) να εμπορεύονται και να διαθέτουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο φιάλες υγραερίου εμφιάλωσης της ενάγουσας, επί των οποίων υπάρχουν το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα αυτής, 2) να παραλείπουν στο μέλλον τις παράνομες αυτές ενέργειες με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 Ε για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης, 3) διέταξε την κατάσχεση των άνω φιαλών υγραερίου που βρίσκονταν στην κατοχή της εναγομένης ή τρίτων για λογαριασμό της, 4) κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις παραπάνω διατάξεις της και υποχρέωσε ακόμα τους εναγόμενους, 5) να καταβάλουν, σε ολόκληρο έκαστος, στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 7.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και 6) να κοινοποιήσουν στην ενάγουσα επίσημα έγγραφα και στοιχεία των κατασκευαστών, εισαγωγέων και προμηθευτών χύδην υγραερίου, των πλαστών συρρικνωτικών, μεμβρανών και πωμάτων ασφαλείας που βρίσκονται στην κατοχή τους και φέρουν τα σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 3.000 Ε, τέλος δε 7) παρέσχε την άδεια στην ενάγουσα να δημοσιεύσει το διατακτικό της απόφασης στον τοπικό τύπο και καταδίκασε τους εναγόμενους σε μέρος των εξόδων της ενάγουσας.

3.2. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την υπό κρίση έφεσή τους, και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν κατά παραδοχή της εφέσεώς τους να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη.

4.1. Κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. 1 και 4 του αυτού, ως άνω νόμου, όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση ονόματος κάποιου, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη χρήσης. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός (ΑΠ 371/2012, ΑΠ 606/2005 Νόμος) και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται πράξη που α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ολΑΠ 2/2008) και για την ύπαρξη του αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διασχηματισμού απαιτείται: α) επικράτηση του διασχηματισμού στις συναλλαγές και β) δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 371/2012, ό.π., ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999, Νόμος). Ο διασχηματισμός, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης (13 εδ. 4), περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία της διαμόρφωσης, κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία ή τα περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης. Η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσης, η οποία γίνεται τυχαία, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφόσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, απολαμβάνει κατά κανόνα προστασίας ως διασχηματισμός. Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από μία ορισμένη επιχείρηση ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη της οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 371/2012 ό.π.), ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απ’ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού είναι εκείνη που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και – κατ’ αντικειμενική κρίση – μπορεί να επιφέρει επαύξηση ή διατήρηση της πελατείας εκείνου που τη διενεργεί ή τρίτου σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Εξάλλου, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον που ενεργεί ανταγωνιστική πράξη και τους ανταγωνιστές του υπάρχει, όταν οι ανταγωνιζόμενοι απευθύνονται στον ίδιο ή σε συγγενείς κύκλους πελατών. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 1 και 13 Ν. 146/1914, θεμελιώνεται αξίωση του βλαπτόμενου κατά του παραβάτη προς άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ανεξάρτητα από το γεγονός της μη ρητής αναφοράς στην πρώτη αξίωση, αφού, κατά την αληθή έννοια του Ν. 146/1914, στην αξίωση για παράλειψη της προσβολής περιλαμβάνεται και η αξίωση προς άρση αυτής η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή (ΑΠ 371/2012 ό.π.). Προϋποθέσεις της αξίωσης για παράλειψη είναι α) ο επικείμενος κίνδυνος προσβολής (επαναλήψεως στο μέλλον της γενόμενης ήδη προσβολής όσο και η απειλή κινδύνου πρώτης προσβολής), ο οποίος τεκμαίρεται (πραγματικό τεκμήριο) ότι υπάρχει από την προϋπάρχουσα προσβολή, εναπόκειται δε στον παραβάτη να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό. Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εκδικάσεως της διαφοράς. Σημειωτέον ότι το Εφετείο λαμβάνει υπόψη και εξετάζει τα πραγματικά γεγονότα όπως υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά το χρόνο έκδοσης της αποφάσεώς του (Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση εκδ. 2015 αρ. 2325), β) το αντικειμενικώς παράνομο της προσβολής (υπαιτιότητα δεν απαιτείται) και γ) η προσβολή να μην έχει γίνει βάσει δικαιώματος του προσβολέως.

4.2. Επιπλέον αξίωση προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε βάρος εκείνου του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δηλαδή όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση, δεν αποκλείεται να συρρέει με τις αξιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 146/1914 (ΑΠ 97/2016 Νόμος) και από τις διατάξεις περί σημάτων, όταν πληρούται το πραγματικό και αυτών των διατάξεων. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα και εν προκειμένω και οι ανώνυμες εταιρείες, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 387/2005 και ΑΠ 6/2004 Νόμος). Για την πληρότητα δε της αγωγής με την οποία διώκεται από το νομικό πρόσωπο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να αναφέρεται σ’ αυτήν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, που συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού ή και προσβολή του σήματος της εταιρίας και προκαλεί σύγχυση στο κοινό, καθώς επίσης και η βλάβη που υφίσταται το νομικό πρόσωπο στη φήμη, την υπόληψή του, την πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του (ΕφΘεσ 77/2007 ΕπισκΕμπΔ 2007. 504). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση, η κοινωνική θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων κλπ δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 Δνη 46. 822, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008. 189).

4.3. Η ως άνω γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά – επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις, δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη, που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 310/1990 Νόμος).

4.4. Με τα άρθρα 121-196 και 330 του ν. 4072/11.4.2012 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4155/2013 με τα οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο των σημάτων η οδηγία 2004/48/ΕΚ και τα οποία εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ καθόσον ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις αναφορικά με τη διαδικασία κατάθεσης και καταχώρισης των σημάτων και, παραλλήλως, ενσωματώθηκαν στη δομή του νόμου οι διατάξεις για τη διεθνή καταχώριση σημάτων και καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν. 2239/1994 «περί σημάτων», καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αντίκεινται στα κεφάλαια του νέου νόμου (4072/2012) ή αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτά. Εντούτοις δεν καταργήθηκαν αλλά επαναλήφθησαν στις διατάξεις του νέου νόμου τα σχετικά με τη βασική έννοια του σήματος και τη λειτουργία του. Έτσι: α) Σήμα και κατά το άρθρο 121 εδ. α’ του ν. 4072/2012 θεωρείται κάθε σημείο, επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, β) Με την καταχώρηση του σήματος, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα, για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, και συγκεκριμένα παρέχεται σε αυτόν το δικαίωμα, να επιθέτει το σήμα στα προϊόντα, ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες στις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά, ή οπτικοακουστικά μέσα, ενώ όποιος χρησιμοποιεί ή παραποιεί ή απομιμείται σήμα, που ανήκει σε άλλο, για διάκριση όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων ή εμπορευμάτων, μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο. Δεδομένου του απόλυτου χαρακτήρα του δικαιώματος, κάθε προσβολή είναι κατ’ αρχήν παράνομη, διότι περιέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία που παρέχει το δικαίωμα στο δικαιούχο, ώστε δεν ερευνάται περαιτέρω η τυχόν ύπαρξη πταίσματος του τρίτου, γ) Παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράστασή του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία, όμως, λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντυπώσεως, που προκαλεί η όλη παράσταση, και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη, ως μέτρου, του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια θεωρήσεως, εκ πλάνης, του προϊόντος, στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος (ΑΠ 1227/2008, ΑΠ 660/2008 και 1604/2004, 330/2007, ΑΠ 1131/2005 Νόμος). Με τις διατάξεις αυτές σκοπείται η προστασία του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης περί της προελεύσεως προϊόντων ή υπηρεσιών ομοίων ή συναφών με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το σήμα, αλλά συγχρόνως και του δικαιούχου του σήματος από τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης της φήμης του και υπονόμευσης της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του ονόματος, με το οποίο κυκλοφορεί το προϊόν στην αγορά, ακόμη και όταν πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες διαφορετικές (ΑΠ 371/2012, ΕφΑθ 2123/2014 Νόμος).

Τέλος πέραν των ως αξιώσεων παράλειψης – άρσης της προσβολής και αξίωσης για αποζημίωση ο νόμος εισήγαγε στο άρθρο 151 παρ. 4-5 και την αξίωση του σηματούχου προς τον προσβολέα για παροχή πληροφοριών. Ειδικότερα προβλέπεται ότι: Επί προσβολής σήματος, το Δικαστήριο ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του διαδίκου που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί και πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να διατάσσει την παροχή από τον αντίδικο πληροφοριών για την προέλευση και τα δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή της παροχής των υπηρεσιών που προσβάλλουν το σήμα. Το ίδιο μπορεί να διατάσσεται και κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, το οποίο: α) βρέθηκε να κατέχει παράνομα τα εμπορεύματα σε εμπορική κλίμακα, β) βρέθηκε να χρησιμοποιεί τις παράνομες υπηρεσίες σε εμπορική κλίμακα, γ) διαπιστώθηκε ότι παρείχε, σε εμπορική κλίμακα, υπηρεσίες χρησιμοποιούμενες για την προσβολή σήματος ή δ) ευλόγως υποδείχθηκε από πρόσωπο των τριών προηγούμενων περιπτώσεων ως ενεργά εμπλεκόμενο στην παραγωγή, κατασκευή ή διανομή των εμπορευμάτων ή στην παροχή των υπηρεσιών που παράγονται ή προσφέρονται σε εμπορική κλίμακα. Οι πληροφορίες της παρ. 4 περιλαμβάνουν, εφόσον ενδείκνυται: α) τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής, β) πληροφορίες για τις ποσότητες που παρήχθησαν, κατασκευάστηκαν, παραδόθηκαν, παραλήφθηκαν ή παραγγέλθηκαν, καθώς και για το τίμημα που αφορά στα εν λόγω εμπορεύματα ή υπηρεσίες. Η αξίωση αυτή που αναγνωρίζεται κυρίως για την προετοιμασία της αξιώσεως αποζημιώσεως ή αξιώσεως ανακλήσεως εφαρμόζεται και στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού ως αξίωση που απορρέει από τη γενική ρήτρα της καλής πίστεως (Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού, εκδ. 1982. σελ. 128-129).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς τους εκκαλούν την πρωτόδικη απόφαση διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί αοριστίας της αγωγής ως προς την αξίωση της ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση, διατεινόμενοι ότι στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά αναγόμενα στην υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά τους, και ειδικότερα δεν εξειδικεύεται στο δικόγραφο: το παράνομο της εκ μέρους τους διάθεσης των φιαλών υγραερίου, δεν αναφέρεται μια έστω περίπτωση παραπλάνησης καταναλωτή ως προς την προέλευση των φιαλών αυτών και δεν προσδιορίζεται το μέγεθος της ζημίας που επικαλείται ότι υπέστη η ενάγουσα (ποιο ποσοστό πελατείας απώλεσε, το οικονομικό μέγεθος της ζημίας, τον κύκλο των εργασιών τους ώστε το δικαστήριο να συγκρίνει το πελατολόγιό τους μ’ αυτό της ενάγουσας, τα χρονικά και τοπικά όρια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος. Τούτο διότι, η υπό κρίση αγωγή, έχοντας το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο και αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτή περιστατικά -αληθή υποτιθέμενα – συγκροτούν το πραγματικό των αναφερομένων στην μείζονα σκέψη ουσιαστικών διατάξεων, αφού η ενάγουσα, για τη θεμελίωσή της και της αδικοπρακτικής ευθύνης και δη της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας επικαλείται όλα τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, αναγκαία για τη θεμελίωση της αξίωσης από τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, στοιχεία και ειδικότερα επικαλείται α) την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, συνιστάμενη στην εν γνώσει τους και με σκοπό ανταγωνισμού και την αποκόμιση παράνομου οφέλους σε βάρος των συμφερόντων της ενάγουσας, παράνομη εμφιάλωση και διακίνηση υγραερίου με το να επαναπληρώνουν με άγνωστης προέλευσης και ποσότητας υγραέριο σε φιάλες της ενάγουσας τις οποίες κατείχαν επ’ αφορμή της νόμιμης δραστηριότητάς τους τοποθετώντας πλαστά συρρικνωτικά και πλαστά πώματα ασφαλείας – συρρικνωτικές μεμβράνες που έφεραν τα σήματα και τα διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας, και διαθέτοντάς τες στους καταναλωτές ως προερχόμενες από την ενάγουσα της οποίας ισχυρίζονταν ψευδώς ότι είναι αντιπρόσωποί της εκμεταλλευόμενοι τη φήμη της εταιρίας β) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των ζημίας της (ενάγουσας) και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων με την αθέμιτη με σκοπό ανταγωνισμού πράξη και την προσβολή του σήματος της εταιρίας με τον προαναφερόμενο τρόπο που προκαλεί σύγχυση στους καταναλωτές και τη συσχέτισή τους με τις ενέργειες των εναγομένων οι οποίοι τις διέθεταν στους καταναλωτές προς βλάβη της, καθώς επίσης και γ) τη βλάβη που υφίσταται το νομικό πρόσωπο στη φήμη, την υπόληψη του, την πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του. Ειδικότεροι προσδιορισμοί της βλάβης αυτής που υπέστη η παθούσα ενάγουσα, καθώς και οι λοιπές συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και ο αριθμός των καταναλωτών που παραπλανήθηκαν δεν αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την πληρότητα της αγωγής, όπως προεκτέθηκε. Ούτε απαιτείται ο προσδιορισμός του ποσοστού πελατείας που απώλεσε η ενάγουσα, το οικονομικό μέγεθος της ζημίας, τον κύκλο των εργασιών των διαδίκων καθόσον δεν ζητείται εν προκειμένω η θετική ζημία η οποία συνίσταται κυρίως στην μείωση του κύκλου των εργασιών του ακαθάριστου εισοδήματος του προσβληθέντος και το διαφυγόν κέρδος, η εξεύρεση των οποίων γίνεται συγκρίνοντας την τωρινή περιουσιακή κατάσταση με εκείνη που θα υπήρχε χωρίς το ζημιογόνο γεγονός, η θετική ζημία (Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού, εκδ. 1982. σελ 120-128). Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά βάση της από την αδικοπραξία έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου ένσταση των εναγόμενων, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως των εκκαλούντων – εναγομένων, με τον οποίο παραπονούνται για το ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη την ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος.

{…} 7.1 Με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, λόγο της εφέσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες διότι η πρωτόδικη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς με τους οποίους διατείνονταν ότι είναι νόμω και ουσία αβάσιμα τα αιτήματα της ενάγουσας α)(τρίτος λόγος) για απαγόρευση εμπορίας και διακίνησης εμφιαλωμένου υγραερίου με τα ειδικότερα περιγραφόμενα στο σκεπτικό διακριτικά γνωρίσματα, αφού έχουν παύσει την εμπορική τους δραστηριότητα σε κάθε περίπτωση, διότι με τη γενική εφαρμογή του πλήττεται η περιουσία τους κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 17 Συντ. και του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, β) (τέταρτος λόγος) για την κατ’ άρθρο 151 του ν. 2072/2012 παροχή πληροφοριών υποχρέωσή τους προς την αντίδικο σχετικά με τις διευθύνσεις των κατασκευαστών, εισαγωγέων και προμηθευτών χύδην υγραερίου, πλαστών συρρικνωτικών και πωμάτων ασφαλείας, διότι από τις διατάξεις του ν. 4072/2012 προστατεύεται μόνο το χρώμα και το σήμα της ενάγουσας επί της μεταλλικής φιάλης και όχι το πώμα και το συρρικνωτικό κάθε φιάλης υγραερίου τα οποία δεν αποτελούν διακριτικά γνωρίσματα εμπορευμάτων, γ) (πέμπτος λόγος) ως προς την κατάσχεση των φιαλών υγραερίων με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας διότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενώ αρχικά έκρινε μη νόμιμο το αίτημα αυτό στη συνέχεια το δέχθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του, επιπλέον δε διότι η ενάγουσα δεν είχε νόμιμο προς τούτο δικαίωμα αφού ανάλωσε το επί του σήματος δικαίωμά της. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι.

7.2. Αναφορικά με τον τρίτο λόγο κατά το μέρος που αναφέρεται σε παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται το σφάλμα περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που φέρονται ότι παραβιάστηκαν. Κατά το μέρος που ο ίδιος λόγος αναφέρεται στην παρά το νόμο και ουσιαστική παραδοχή του αγωγικού αιτήματος περί απαγορεύσεως εμπορίας και διακίνησης εμφιαλωμένου υγραερίου για το λόγο ότι οι εναγόμενοι έπαυσαν την εμπορικής τους δραστηριότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι το εν λόγω αίτημα που συνιστά αξίωση προς παράλειψη θεμελιώνεται στις περί αθεμίτου ανταγωνισμού και σήματος διατάξεις τις αναφερόμενες παραπάνω στη μείζονα σκέψη υπό στοιχ. 4.1 και 4.4 της παρούσας, συγκεκριμενοποιείται δε κατά περιεχόμενο με τη δικαστική παραδοχή της και εξαρτάται από το είδος και την έκταση της προσβολής. Ο ως άνω ισχυρισμός των εναγομένων περί μη συνέχισης του κινδύνου της προσβολής λόγω παύσεως της εμπορικής τους δραστηριότητας με το οποίο επιχειρείται η ανατροπή του πραγματικού τεκμηρίου του κινδύνου επαναλήψεως, το οποίο τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει από την προϋπάρχουσα προσβολή, αποτελεί αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και θα ερευνηθεί στο πλαίσιο της ουσιαστικής έρευνας της διαφοράς.

7.3. Ο τέταρτος λόγος ελέγχεται αβάσιμος ως ερειδόμενος σε αναληθή από νομικής απόψεως προϋποθέσεως, ήτοι ότι η αξίωση προς παροχή πληροφόρησης εφαρμόζεται μόνο επί προσβολής σήματος και όχι επί προσβολής διακριτικών γνωρισμάτων την ιδιότητα των οποίων αμφισβητούν. Η στοιχειοθέτηση ή μη των επικαλούμενων στην αγωγή στοιχείων των διακριτικών γνωρισμάτων των εμπορευμάτων της ενάγουσας και συγκεκριμένα αν οι συρρικνωτικές μεμβράνες και τα πώματα με τα σήματα και χρώματα του σήματός της αποτελούν διακριτικά στοιχεία τα οποία έχουν επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα των φιαλών υγραερίου που εμπορεύεται και είναι ικανά να διακρίνουν αυτές από άλλες όμοιες ή ομοειδής φιάλες άλλης προέλευσης, είναι πραγματικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση την ίδια αξίωση προς πληροφόρηση έχει ο δικαιούχος κατά του υπόχρεου και κατά το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού που θεμελιώνεται στη γενική ρήτρα της καλής πίστεως, όπως εκτέθηκε στο υπό στοιχ. 4.4. σκέψη της παρούσας.

7.4. Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο της εφέσεως, η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 και 13 του Ν. 146/1914 καθόσον από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε νόμιμο το αίτημα περί κατάσχεσης των φιαλών υγραερίων με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας ως θεμελιούμενο στις περί αθέμιτου ανταγωνισμού διατάξεις και στη συνέχεια δέχθηκε αυτό ως βάσιμο στην ουσία του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων ως αβασίμων. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση ότι παρά το νόμο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της αγωγής για κατάσχεση λόγω της ανάλωσης του εκ του σήματος δικαιώματος της ενάγουσας, είναι, προεχόντως, απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Τούτο διότι η επίκληση των όρων εφαρμογής του άρθρου 128 του ν. 4072/2012 περί ανάλωσης δικαιώματος που αναγνωρίζονταν και από το άρθρο 20 του ν 2293/1994, θεμελιώνει καταλυτική των προβαλλόμενων από τον σηματούχο δικαιωμάτων ένσταση, για το ορισμένο της οποίας πρέπει να αναφέρεται τουλάχιστον ο τρόπος ανάλωσης των δικαιωμάτων της σηματούχου. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι εκθέτουν επί λέξη «Προσέτι μη νόμιμα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι ο ισχυρισμός μου ως προς την ανάλωση του σήματος ο οποίος έχει επέλθει για το προϊόν της αντιδίκου (φιάλες αερίου) εκ της διάθεσή τους στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί και τούτο διότι» … και αφού αναφέρεται εκτενώς και γενικά στη θεωρία για την ανάλωση δικαιώματος και την απόφαση ΔΕΚ 46/2010 καταλήγει «συνεπώς ουδέν απολύτως συμβατικό ή νόμιμο δικαίωμα είχε η αντίδικος να αιτείται την κατάσχεση εις χείρας της πρώτης εξ ημών και την προς αυτή απόδοση των φιαλών υγραερίου…». Εναπόκειται δε στον ενιστάμενο όχι μόνον να επικαλεστεί αλλά και να αποδείξει την κατ’ άρθρο 128 παρ. 1 του ν. 4072/2012 ανάλωση του δικαιώματος του σηματούχου επί του σήματος, καθόσον όπως ορίζεται στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου «Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται αν ο δικαιούχος έχει εύλογη αιτία να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται μετά τη διάθεση της στο εμπόριο». Μεταβολή ή αλλοίωση ικανή να κάμψει την ανάλωση του δικαιώματος θεωρείται εκείνη που επηρεάζει την αρχική ταυτότητα του προϊόντος απομακρύνοντάς το από το γνήσιο (Β. Αντωνόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία εκδ. 2005, σελ. 481). Εξάλλου η βασιμότητα της ενστάσεως αυτής αίρει μεν τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής του σήματος (ΕφΑθ 7910/2002 ΔΕΕ 2003), δεν αποκλείονται όμως άλλες αξιώσεις, όπως αυτές από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ν. 146/1914 (ΑΠ 1519/2014 Νόμος) στο πλαίσιο του οποίου θεμελιώνεται αξίωση για κατάσχεση και καταστροφή, ως προς την οποία έγινε δεκτό το αγωγικό αίτημα, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως και ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

{…} 9. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «C. Ανώνυμος Εμπορική Βιομηχανική Εταιρία Υγραερίων» και τον διακριτικό τίτλο «C. ΑΕ» και πριν την τροποποίηση του καταστατικού της το έτος 2010 (ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ με αριθ. …/10.7.2010) με το διακριτικό τίτλο «S.», εδρεύει στον Α. Α. και έχει ως αντικείμενο την εμπορία πετρελαιοειδών και συγκεκριμένα την εμπορία υγραερίου, αποθήκευσης, εμφιάλωσης και διανομής για την οποία κατέχει σχετική άδεια εμπορίας υγραερίων από το Υπουργείο Ανάπτυξης Γ’ κατηγορίας. Είναι δε αποκλειστική δικαιούχος στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, των σημάτων ήτοι των λεκτικών και απεικονιστικών σημάτων «C.» όπως εμφαίνεται στην με αριθ. … δήλωση και «S.» όπως βεβαιώνεται στα με αριθ. … πιστοποιητικά του Υπουργείου Ανάπτυξης, τα οποία προορίζονται να διακρίνουν, μεταξύ άλλων, προϊόντα της κλάσης 4 και 39 ήτοι συνθέσεις καύσιμα και φωτιστικές ουσίες, μεταφορές – συσκευασία και αποθήκευση εμπορευμάτων. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, εμπορεύεται εμφιαλωμένο υγραέριο που το διακινεί σε σιδερένιες, κυλινδρικές φιάλες, χωρητικότητας 10, 13, 14, 15, 20 και 25 κιλών, χρώματος μπορντώ και κίτρινο για τα μίγματα των 10, 13, 14 κιλών και γκρι σκούρο και ανοικτό για προπάνιο 10,13, 15, 20 και 25 κιλών οι οποίες φέρουν τα σήματα της εταιρίας και είναι επαναπληρούμενες. Οι γεμάτες με υγραέριο φιάλες φέρουν στη βαλβίδα τους πλαστική συρρικνωτική μεμβράνη με το σήμα της εταιρίας, χρώματος άσπρου ή γκρι και τάπα ασφαλείας μιας χρήσεως επί της οποίας υπάρχουν ανάγλυφα τα σήματα της εταιρίας. Ο ως άνω διασχηματισμός των φιαλών της ενάγουσας, κυκλικό σχήμα και με τα ανάγλυφα χρώματα που προαναφέρθηκε, η συρρικνωτική μεμβράνη και η τάπα ασφαλείας μιας χρήσεως που φέρουν τα ως άνω σήματα, έχουν επικρατήσει στις συναλλαγές ως διακριτικά σημεία των εμπορευμάτων της ενάγουσας. Το δε καταναλωτικό κοινό έχει συνδέσει τα ως άνω σήματα και διακριτικά γνωρίσματα με την υψηλή ποιότητα και ασφάλεια του προϊόντος και θεωρεί ότι κάθε τέτοιο εμπόρευμα (φιάλη υγραερίου) που εμφανίζεται στην αγορά με τα ως άνω σήματα, το διασχηματισμό και τα διακριτικά γνωρίσματα, ως προερχόμενο από την επιχείρησή της ενάγουσας με αποτέλεσμα να συνιστούν ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα της επιχειρήσεώς της, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Τις φιάλες αυτές υγραερίου που ανήκουν στην κυριότητα της ενάγουσας διαθέτει η ίδια σε τρίτους μέσω δικτύου εμπόρων διανομής εμφιαλωμένου υγραερίου, οι οποίοι υποχρεούνται να διαθέτουν αποκλειστικά και μόνον το εμφιαλωμένο υγραέριο σε φιάλες της ενάγουσας σε καταστήματα λιανικής πώλησης ή στους τελικούς καταναλωτές. Μετά δε τη χρήση του υγραερίου υποχρεούνται να επιστρέψουν αυτές κενές προς πλήρωση στα εμφιαλιωτήρια της ενάγουσας ή σε εμφιαλωτήρια με τα οποία η τελευταία έχει συνάψει ειδική σύμβαση συνεργασίας. Για τούτο όταν ο προμηθευτής αγοράζει για πρώτη φορά υγραέριο καταβάλει το τίμημα της αγοράς υγραερίου και ένα ποσό εγγύησης για την οποία εκδίδεται ειδικό αποδεικτικό έγγραφο που αντιστοιχεί στη φιάλη, το οποίο του επιστρέφεται όταν επιστρέφει κενή υγραερίου τη φιάλη χωρίς να παραλάβει νέα. Η παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής της εγγυοδοσίας σύμβαση που συνάπτει η ενάγουσα με τους προμηθευτές – καταναλωτές, δεν παρέχει σ’ αυτούς το δικαίωμα να κρατήσουν την κενή φιάλη, της κυριότητας της ενάγουσας, μετά την ανάλωση του υγραερίου (ΕφΘρακ 749/2006 προσκομιζόμενη, ΕφΛαρ 76/2004 ΕΕμπΔ 2004. 759). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ενάγουσα από την απώλεια ή καταστροφή της φιάλης και ελέγχεται η καταλληλότητά της φιάλης για επαναπλήρωση και η ασφάλεια του περιεχομένου της. Η ενάγουσα μετά την πλήρωση των φιαλών με υγραέριο προβαίνει σε ηλεκτρονικό έλεγχο για τυχόν διαρροές πριν την τοποθέτηση της πλαστικής τάπας και του χάρτινου δακτυλίου, μετά την τοποθέτηση της τάπας, ακολουθεί βύθιση των φιαλών σε δεξαμενή νερού για τον οπτικό έλεγχο διαρροών και στη συνέχεια τοποθετείται το νάιλον κάλυμμα που φέρει τα σήματά της. Έτσι διασφαλίζεται η αξιοπιστία και ο έλεγχος του προϊόντος από πιθανή διαρροή των φιαλών υγραερίου που διατίθενται στην αγορά προς αποφυγή ατυχήματος. Για τούτο οι φιάλες αυτές υγραερίου που φέρουν τα ως άνω σήματα και διακριτικά γνωρίσματα, έχουν τύχει ευρείας επιδοκιμασίας από το καταναλωτικό κοινό των χωρών στις οποίες διατίθενται μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει η Ελλάδα, με αποτέλεσμα τη φήμη της επιχειρήσεώς της ενάγουσας στο εμπόριο εμφιαλωμένου υγραερίου.

Η πρώτη εναγόμενη διατηρεί στο όνομά της επιχείρηση διανομής εμφιαλωμένου υγραερίου στη Μ. Κ. την οποία, εν τοις πράγμασι, διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται για ίδιον όφελος, εν γνώσει της, ο δεύτερος εναγόμενος σύζυγός της, όπως και πριν τη συνταξιοδότησή του το 2011 όταν η επιχείρηση λειτουργούσε υπό την μορφή της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία «Ε. και Σια ΟΕ». Η επιχείρηση αυτή είχε άδεια διανομής εμφιαλωμένου υγραερίου τουλάχιστον από το 2007 η οποία ανανεώθηκε με την με αριθ. …/8.6.2011 της Περιφερειακής ενότητας Κ. τμήμα εμπορίου και τουρισμού, και ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο. Σύμφωνα με τους όρους, προϋποθέσεις και υποχρεώσεις λειτουργίας επιχείρησης των εναγομένων που αναγράφονται στην ως άνω άδεια κατά το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη περίπτωση τμήμα της, η επιχείρηση των εναγομένων υποχρεούται να εφοδιάζεται με εμφιαλωμένο υγραέριο αποκλειστικά και μόνο από εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών που κατέχουν άδεια από το Υπουργείο Ανάπτυξης Γ’ κατηγορίας και να παραδίδει αποκλειστικά και μόνο εμφιαλωμένο υγραέριο σε φιάλες των εταιριών εμπορίας Γ’ κατηγορίας σε τελικούς καταναλωτές και καταστήματα λιανικής πώλησης. Οι εναγόμενοι είχαν εμπορική συνεργασία με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας και από το έτος 2001 συνέχισαν με την ενάγουσα. Στο πλαίσιο δε της συνεργασίας τους αυτής, αγόραζαν, κατόπιν συμφωνίας του εκπροσώπου της ενάγουσας με τον δεύτερο εναγόμενο ενώ τα παραστατικά εκδίδονταν στο όνομα της πρώτης εναγομένης, εμφιαλωμένο υγραέριο σε φιάλες με τα σήματα, τον διασχηματισμό και εν γένει τα ως άνω διακριτικά γνωρίσματα της από την ενάγουσα ανώνυμης εταιρίας. Περί τα τέλη του 2011 η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι οι εναγόμενοι εμφιάλωναν και διακινούσαν παράνομα υγραέριο σε φιάλες που έφεραν τα σήματά της και τα διακριτικά της γνωρίσματα. Για τούτο στις 21.1.2012 κλιμάκιο συνεργατών της επισκέφθηκε το κατάστημα εμπορίας φιαλών της «Β. Μ. & Σια ΟΕ» στην Κ. όπου βρέθηκαν 4 φιάλες των 10 κιλών και 5 φιάλες των 13 κιλών επαναπληρούμενες με υγραέριο που έφεραν πλαστά συρρικνωτικά και πλαστά πώματα ασφαλείας οι πέντε από αυτές της ενάγουσας, τις οποίες είχε προμηθευτεί από την επιχείρηση των εναγομένων. Αυθημερόν συνεργάτης της ενάγουσας μαζί με τους εκπροσώπους των εταιριών εμπορίας πετρελαίου «Ε. ΑΒΕΕ» και «Π. ΑΕ», κατήγγειλαν την παράνομη αυτή δραστηριότητα των εναγομένων στο Τμήμα Ασφάλειας Κ., το οποίο διενήργησε έλεγχο στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης αυτών. Κατά τον έλεγχο κατά τον οποίο παραστάθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, βρέθηκαν 2.714 φιάλες των ως άνω εταιριών εμπορίας πετρελαίου, σε διάφορα μεγέθη και χωρητικότητα, πλήρεις περιεχομένου και σφραγισμένες με παραποιημένες μεμβράνες και πλαστικά πώματα με παραποιημένα σήματα των εταιρών αυτών μεταξύ των οποίων 1.083 φιάλες της ενάγουσας. Σε παρακείμενο δε αποθηκευτικό χώρο, για τον οποίο είχε εκδοθεί άδεια εγκατάστασης αποθήκης φιαλών υγραερίου το έτος 2005, διάρκειας 2 ετών, στο όνομα του δευτέρου εναγομένου, η οποία ουδέποτε παρατάθηκε και συνεπώς δεν ήταν εν ισχύ κατά το χρόνο αυτό, βρέθηκαν τα ακόλουθα: 27.550 αχρησιμοποίητα και παραποιημένα θερμοσυστελλόμενα πλαστικά καλύμματα (μεμβράνες), 21.000 πλαστικά πώματα των καταγγελλουσών εταιριών, 3 σφυριά με πλαστική κεφαλή, ένα ηλεκτρικό σεσουάρ που χρησιμοποιούνταν για την προσαρμογή και σφράγιση των θερμοσυστελομμένων καλυμμάτων των φιαλών που έφεραν τα σήματα των εταιριών, μια ζυγαριά ακριβείας, μια ειδική συσκευή αποτελούμενη από λάστιχα και λοιπά μεταλλικά εξαρτήματα τα οποία προσαρμόζονταν σε δεξαμενή που υπήρχε πάνω σε φορτηγό και χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά και πλήρωση (κενών) φιαλών, επίσης 4 φορτηγά εκ των οποίων το ένα μόνον έφερε πινακίδες κυκλοφορίας ενώ στην καρότσα ενός εξ αυτών που δεν είχε πινακίδες κυκλοφορίας ήταν προσαρμοσμένη μεταλλική δεξαμενή αποθήκευσης υγραερίου χωρητικότητας 4.850 λίτρων, πληρότητας 3% κατά το χρόνο του ελέγχου, εφοδιασμένη με μάνικα πλήρωσης που χρησιμοποιούνταν για την πλήρωση των φιαλών τις οποίες στη συνέχεια σφράγιζαν με παραποιημένες μεμβράνες και τις διέθεταν στο εμπόριο καθώς και μια καρότσα φορτηγού (νταλίκα) στην οποία υπήρχαν τοποθετημένες φιάλες προς διακίνηση. Μετά τον έλεγχο οι ευρεθείσες φιάλες κατασχέθηκαν και μεταφέρθηκαν στις εγκαταστάσεις των δικαιούχων εταιριών στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η ενάγουσα.

Υπό τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά προκύπτει ότι οι εναγόμενοι αγόραζαν από την ενάγουσα, εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών και κατόχου ειδικής άδειας, υγραέριο εμφιαλωμένο σε σιδερένιες κυλινδρικές φιάλες έχουσες τα ως άνω σήματα και ιδιαίτερα γνωρίσματα (ιδιαίτερο διασχηματισμό, χρώματα και περικαλύμματα στο χώρο – στόμιο σφράγισης) με τα οποία έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνωρίσματα του εμπορεύματος της ενάγουσας, είναι δε ικανά να διακρίνουν τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης, τις οποίες διέθεταν στους τελικούς καταναλωτές ή καταστήματα λιανικής πωλήσεως με σκοπό το κέρδος. Ταυτόχρονα με την αγορά των προϊόντων αυτών οι εναγόμενοι σύναπταν με την ενάγουσα παρεπόμενες συμβάσεις εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων υποχρεούνταν να αποδώσουν τις φιάλες, μετά την κένωσή τους από υγραέριο, σε καλή κατάσταση, στην ενάγουσα η οποία είχε αντίστοιχη υποχρέωση να τους επιστρέψει το ποσό της εγγυοδοσίας. Συνεπώς οι ως άνω περιγραφόμενες φιάλες υγραερίου είναι της κυριότητας της ενάγουσας και οι εναγόμενοι δεν έχουν δικαίωμα νομής ή κατοχής που να αντιτάσσεται απέναντι στην ενάγουσα, ούτε παρέχεται σ’ αυτούς τέτοιο δικαίωμα από την παρεπόμενη σύμβαση εγγυήσεως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω στη μείζονα σκέψη (ιδίως ΕφΘρακ 749/2006 ό.π.), απορριπτομένων των περί των αντιθέτων ισχυρισμών των εναγομένων ως αβασίμων. Όπως αποδείχθηκε όμως, οι εναγόμενοι συγκέντρωναν τις κενές φιάλες υγραερίου με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα, μεταξύ άλλων, και της ενάγουσας αλλά δεν τις επέστρεφαν προς πλήρωση στα εμφιαλωτήρια αυτής ή σε εμφιαλωτήρια με τα οποία η τελευταία έχει συνάψει ειδική σύμβαση συνεργασίας, όπως είχαν υποχρέωση, αλλά τις επαναπλήρωναν (επαναγόμωναν), οι ίδιοι με χύδην υγραέριο άγνωστης προελεύσεως, αμφιβόλου ποιότητας και μη εξακριβωμένης ποσότητας, στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεώς τους στην Μ. Κ.. Στη συνέχεια δε τοποθετούσαν κακής ποιότητας θερμοσυρρικνούμενο κάλυμμα που έφεραν κατ’ απομίμηση το σήμα της ενάγουσας (τα καλύμματα αποχρωματίζονταν για τούτο μετά την αποκόλλησή τους άφηναν γαλάζιο χρώμα στο θερμοσυρρικνούμενο κάλλυμα εν αντιθέσει με τα γνήσια, ακολουθούσαν διαμήκη κόλληση των πλευρών του καλύμματος με αλληλεπικάλυψή τους ενώ σ’ αυτά της ενάγουσας όλο το κάλυμμα αποτελείται από ενιαία επιφάνεια, τα γράμματα του σήματος έσβηναν μετά την πάροδο μικρού διαστήματος ενώ το κατατεθέν σήμα έχει μόνιμη και έντονη αποτύπωση των γραμμάτων, η διακεκομμένη γραμμή για το σκίσιμο διέρχεται από διαφορετικά γράμματα του σήματος) και πλαστικές τάπες, έχουσες κατ’ απομίμηση, με μικρές παραλλαγές το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας (η λέξη G. στα καλύμματα που χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι είναι απόλυτα κάθετα ενώ στο κατοχυρωμένο σήμα της ενάγουσας έχουν κλίση προς τα δεξιά, οι λέξεις C. στις τάπες δεν είναι παράλληλες στις ακμές του εξαγώνου σε αντίθεση με αυτές που τοποθετεί η ενάγουσα) και διέθεταν αυτές στους καταναλωτές με χαμηλότερη τιμή από αυτή της ενάγουσας. Ενόψει αυτών ο αρνητικός ισχυρισμός των εναγομένων περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δευτέρου εναγομένου τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.

Περαιτέρω με τις ως άνω ενέργειές τους οι εναγόμενοι, χρησιμοποιώντας παραποιημένα τα γράμματα των κατοχυρωμένων σημάτων της ενάγουσας καθώς και τα διακριτικά γνωρίσματα τα οποία χρησιμοποιεί από ετών ως διακριτικά γνωρίσματα των παγκοσμίως γνωστών προϊόντων της για την άριστη ποιότητα του υγραερίου και την ασφάλεια της φιάλης που διατίθεται, προκαλούν στον μέσο έλληνα καταναλωτή την πεπλανημένη εντύπωση ότι πρόκειται περί υγραερίου εφοδιαζομένου και εμφιαλωμένου από την ενάγουσα εταιρία σε φιάλες της ίδιας για την οποία έχουν τηρηθεί όλες οι παραπάνω αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας και τις οποίες πωλεί σε χαμηλή τιμή ή ότι οι εναγόμενοι συνδέονται οργανωτικά και οικονομικά με την επιχείρηση της ενάγουσας, προκαλώντας διάβρωση της διακριτικής της ικανότητας, με αποτέλεσμα την απόσπαση μέρους της πελατείας της, εκμεταλλευόμενοι την καλή φήμη της επιχείρησης της ενάγουσας με μέσα που αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη γιατί αντιστρατεύεται την αρχή της αληθείας και της διαφάνειας σ’ αυτήν – στο μέσο, μέτριων γνώσεων, παρατηρητικότητας και προσοχής καταναλωτή (ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002. 887, ΑΠ1780/1999 ΕΕμπΔ 2000. 804, ΑΠ 751/1995 ΕΕμπΔ 1998. 145), παραβίασαν τόσο τις προαναφερθείσες διατάξεις περί σήματος και όσο κ’ εκείνες περί αθεμίτου ανταγωνισμού. Οι μικρές παραλλαγές που επισημάνθηκαν παραπάνω, δεν αρκούν να αποτρέψουν την παραπλάνηση που προκαλείται στον μέσο κοινό έλληνα καταναλωτή, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων.

Επιπλέον, η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη, έγινε ενσυνείδητα με σκοπό ανταγωνισμού και πρόθεση βλάβης της ενάγουσας. Από την παράνομη δε και υπαίτια χρήση των σημάτων και των διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας, στην οποία προέβησαν οι εναγόμενοι, επλήγη η εμπορική της αξιοπιστία και φήμη, η οποία θεμελιώνεται ακριβώς στην άριστη ποιότητα τόσο του υγραερίου όσο και της φιάλης καθώς και ασφάλειας αυτής λαμβανομένης υπόψη και της επικινδυνότητας του διακινούμενου προϊόντος, με συνέπεια να έχει υποστεί αυτή ως εταιρία και ηθική βλάβη. Δικαιούται λοιπόν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, αφού συνεκτιμηθούν ο βαθμός του πταίσματος (πρόθεση) των εναγομένων, η έκταση της προσβολής, όλες οι προπεριγραφείσες συνθήκες της αδικοπραξίας και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων, ποσό 7.000 Ε με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις. Γι’ αυτό, ο αντίθετος όγδοος λόγος της έφεσης, πρέπει, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

10. Ενόψει του είδους και της έκτασης της προσβολής των εκ του αθέμιτου ανταγωνισμού, σήματος και περί αδικοπραξίας διατάξεων, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν την εμπορία και τη διάθεση εν γένει και καθ’ οιονδήποτε τρόπο φιαλών υγραερίου με τα σήματα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας με την απειλή χρηματικής ποινής 3.000 Ε για κάθε παράβαση της προς παράλειψη διάταξης της απόφασης, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στις ενάγουσες για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης τους, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την πράξη αυτή το επιδικασθέν για την αιτία αυτή ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 22 εδ. 5 του ν. 146/1914 και 932 ΚΠολΔ, πρέπει να δοθεί στην ενάγουσα η άδεια να δημοσιεύσει, με δαπάνες των εναγομένων, τη σχετική διάταξη της παρούσας αναφορικώς με την υποχρέωση των εναγομένων προς παράλειψη κάθε παραποιητικής πράξεως. Το παρεπόμενο αίτημα που αναγνωρίζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 15 ν. 146/1914 για κατάσχεση των φιαλών υγραερίου με τα προαναφερόμενα σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας που βρίσκονται στην κατοχή τους καθώς και το αίτημα για πληροφόρηση πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν. Οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγομένων ότι η προσβολή δεν συνεχίζεται λόγω της οριστικής παύσεως της λειτουργίας της επιχειρήσεώς τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους διότι η πρώτη εναγόμενη ναι μεν μετά την άσκηση της από 3.1.2013 αγωγής και λίγο πριν τη συζήτηση της αγωγής στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (10.2.2014), υπέβαλε στις 10.1.2014 δήλωση παύσης εργασιών στη ΔΟΥ Κ. στην οποία υποχρεώθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, μετά την από 27.2.2013 ανάκληση της άδειας διανομής εμφιαλωμένου υγραερίου για μη τήρηση των όρων ανανέωσης μετά τη διαπίστωση των ως άνω παραβάσεων, πλην όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν εξέλιπε ο κίνδυνος της χρήσεως των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας από τους εναγόμενους στο μέλλον (ΕφΑθ 3798/2005 Δνη 47. 298). Σημειωτέον ότι όμοια αγωγή ασκήθηκε σε βάρος των εναγομένων και από την ανώνυμη εταιρία «Ε. ΑΒΕΕ» επί της οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 67/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας η οποία έγινε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Επομένως πρέπει να απορριφθούν, κατά τα λοιπά και στην ουσία τους οι τρίτος και τέταρτος λόγος της κρινόμενης εφέσεως. {…}