333/2015 ΜονΕφΛαρ (Πραγματικό ελάττωμα μισθίου η αδυναμία συμβατικής χρήσης του λόγω απαγόρευσης από δημόσια αρχή ή αδυναμίας χορήγησης νόμιμης άδειας – περίπτωση μη ευθύνη εκμισθωτή)

333/2015

Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Στυλιανή Παπακώστα, Χρήστος Καλιάς

Πραγματικό ελάττωμα μισθίου η αδυναμία συμβατικής χρήσης του λόγω απαγόρευσης από δημόσια αρχή ή αδυναμίας χορήγησης νόμιμης άδειας.

Αν κατά τη σύναψη μίσθωσης λείπει συμφωνημένη ιδιότητα ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εμποδίζον τη συμβατική χρήση ελάττωμα, ή αν από υπαιτιότητά του προέκυψαν τα άνω μετά ή αν έγινε υπερήμερος ως προς την άρση, δικαίωμα μισθωτή (κατ’ επιλογή), αντί για μείωση ή μη καταβολή μισθώματος, να αξιώσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης και δη για αιτιώδη θετική και αποθετική ζημία.

Αδυναμία χορήγησης πιστοποιητικού πυρασφάλειας και έκδοσης άδειας λειτουργίας εστιατορίου λόγω της υπό του μισθωτή τοποθέτησης λέβητα πετρελαίου στο πατάρι.

Μη ευθύνη εκμισθωτή, διότι κατά τη σύναψη της μίσθωσης δεν υποσχέθηκε ότι η θέρμανση μπορούσε να γίνει με λέβητα πετρελαίου και ότι η τοποθέτηση αυτού δεν θα εμπόδιζε την έκδοση άδειας.

{…} II. Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 ΑΚ συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει τη χρήση του πράγματος στον μισθωτή για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση. Ακόμη, έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά, επίσης, να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Προς τούτο οφείλει να αίρει τα πραγματικά ελαττώματα του πράγματος και να αποκαθιστά τις συμφωνημένες ιδιότητές του, αν λείπουν. Αν κατά την παράδοσή του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ή αν στη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα, ενώ διαρκεί η μίσθωση. Πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, επειδή απαγορεύεται η χρήση του από δημόσια αρχή ή επειδή υπάρχει αδυναμία να χορηγηθεί η απαιτούμενη άδεια δημόσιας αρχής. Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, ή αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίσθηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της μίσθωσης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 306 §1 ΑΚ, ο μισθωτής έχει (κατ’ επιλογή) αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση (βλ. oλΑΠ 50/2005, ΑΠ 725/2013, ΑΠ 729/2013, ΑΠ 1470/2013, ΑΠ 165/2012, ΑΠ 411/2011, ΑΠ 1887/2011, ΑΠ 2276/2009, ΕφΑθ 796/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ 165/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ ή Δικογρ 2012. 532). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκάται με πιθανότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή σύμφωνα με τις ειδικές περιστάσεις που συντρέχουν και, ιδίως, τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από αυτό συνάγεται ότι, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή τα περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα. Δεν αρκεί η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του ποσού που φέρεται ως διαφυγόν κέρδος, αλλά απαιτείται εξειδικευμένη και λεπτομερής αναφορά των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επιμέρους κονδύλια αυτών, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης (βλ. ολΑΠ 20/1992, ΑΠ 587/2013, ΑΠ 1101/2012, ΑΠ 1453/2009).

ΙΙΙ. Στην πιο πάνω αγωγή του με ημερομηνία 22.02.2011 και αριθ. κατάθ. 109/28.2.11 ο ήδη εκκαλών, Δ. Π., ιστόρησε τα εξής: Ότι ο εναγόμενος Δήμος Κ. εκμίσθωσε σ’ αυτόν, μετά από δημοπρασία που έγινε στις 15.2.2007, το υπ’ αριθμόν Ι-1 κατάστημα που βρίσκεται στη Δημοτική Αγορά Κ., για να χρησιμοποιηθεί από τον ενάγοντα μισθωτή ως εστιατόριο – ψησταριά. Ότι το μίσθιο κατάστημα είχε πραγματικό ελάττωμα, το οποίο καθιστούσε αδύνατη τη χορήγηση πιστοποιητικού πυρασφάλειας και, συνακόλουθα, την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς. Ότι ο εναγόμενος εκμισθωτής γνώριζε το ανωτέρω ελάττωμα του μισθίου κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης, αλλά απέκρυψε αυτό από τον ενάγοντα μισθωτή δόλια και, μάλιστα, στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα που ανέκυψε, και έδειξε αδιαφορία για την άρση του ελαττώματος. Ότι, στη συνέχεια, ο ενάγων αναγκάσθηκε να καταγγείλει άτυπα την επίδικη σύμβαση μίσθωσης και να αποχωρήσει από το μίσθιο, αλλά η αναγκαστική αποχώρησή του από το μίσθιο είχε ως συνέπεια να υποστεί αυτός θετική ζημία, ποσού 3.501 Ε εξαιτίας αδικαιολόγητης καταβολής μισθωμάτων, ποσού 1.800 Ε εξαιτίας καταβολής εγγυοδοσίας και ποσού 36.850,74 Ε εξαιτίας δαπανών ανακαίνισης του μισθίου και αγοράς αναγκαίων μηχανημάτων, επίπλων και σκευών, και αποθετική ζημία, ποσού 21.000 Ε, διότι έχασε τα κέρδη που θα αποκόμιζε με μεγάλη πιθανότητα, αν η επιχείρησή του θα λειτουργούσε κανονικά στο μίσθιο κατάστημα, και ποσού 10.000 Ε, διότι έχασε την ισόποση επιδότηση του ΟΑΕΔ, αφού δεν εκδόθηκε άδεια λειτουργίας του μισθίου καταστήματος. Για τους λόγους αυτούς ο ενάγων ζήτησε: ι) Να αναγνωριστεί ότι η επίδικη μίσθωση λύθηκε στις 30.1.2008, άλλως στις 31.12.2008, από υπαιτιότητα του εναγομένου, ιι) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος δήμος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 73.151,74 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ως προς την ανωτέρω αγωγή εκδόθηκε η οριστική απόφαση ειδικής διαδικασίας με αριθμό 94/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την απόφαση εκείνη εκκάλεσε ο ενάγων, Δ. Π., ως διάδικος που ηττήθηκε πρωτοδίκως, με την ένδικη έφεσή του, με την οποία παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του.

ΙV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 15.2.2007 διενεργήθηκε πλειοδοτική δημοπρασία από τον εναγόμενο Δήμο Κ., προκειμένου να επιτευχθεί η εκμίσθωση του υπ’ αριθμόν Ι-1 καταστήματος με πατάρι, το οποίο βρίσκεται στη Δημοτική Αγορά της πόλης Κ., εμβαδού 132 τμ, και η λειτουργία του ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, ήτοι ως εστιατορίου – ψησταριάς. Στην ανωτέρω δημοπρασία ανακηρύχθηκε πλειοδότης ο ενάγων, Δ. Π., υπέρ του οποίου παρέσχε εγγύηση ο εγγυητής Ι. Τ.. Τα πρακτικά της δημοπρασίας εγκρίθηκαν με την υπ’ αριθμόν …/2007 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Κ. και, ακολούθως, υπεγράφη μεταξύ του τότε Δημάρχου Δ. Β., (ως νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου δήμου), και του ενάγοντος το από 12.3.2007 συμφωνητικό (μίσθωσης), το οποίο συνοδευόταν από τους όρους της οικείας διακήρυξης ως αναπόσπαστο μέρος αυτού. Με το συμφωνητικό αυτό ο εναγόμενος δήμος εκμίσθωσε στον ενάγοντα το ανωτέρω μίσθιο κατάστημα (υπ’ αριθμόν Ι-1), το οποίο βρίσκεται μέσα στο κτίριο της Δημοτικής Αγοράς Κ., ένα κτίριο διατηρητέο, όπως αναφέρεται στο ως άνω συμφωνητικό μίσθωσης. Ως προς τη χρήση του μισθίου συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων θα λειτουργήσει εντός αυτού επιχείρηση εστιατορίου – ψησταριάς. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εξαετής, με ημερομηνία έναρξης την 1.4.2007 και ημερομηνία λήξης την 31.3.2013. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 1.500 Ε για τα δύο πρώτα έτη και συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι θα αναπροσαρμόζεται κατά ποσοστό 4% για κάθε ένα από τα επόμενα έτη, ήτοι ότι θα αυξάνεται κατά ποσοστό 4% ετησίως σε σχέση με το μίσθωμα του αμέσως προηγούμενου έτους. Οι λοιποί ουσιώδεις όροι του από 12.3.2007 συμφωνητικού μίσθωσης είναι οι εξής: «4. Ο δεύτερος συμβαλλόμενος υποχρεούται να διατηρεί το μίσθιο σε καλή κατάσταση, να προστατεύει αυτό από κάθε καταπάτηση, διαφορετικά υποχρεούται σε αποζημίωση. 5. Απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση στο μίσθιο (π.χ. κατασκευή ανοίγματος για επικοινωνία με όμορο κατάστημα) που αλλοιώνει τη μορφή του, και εν γένει αντίθετα στον κανονισμό λειτουργίας του διατηρητέου κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς Κ.. Τυχόν παραβίαση της απαγόρευσης αυτής συνεπάγεται την άμεση καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και καταβολή αποζημίωσης. 6. Ο μισθωτής υποχρεούται, όταν λήξει η σύμβαση, να παραδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε, διαφορετικά ευθύνεται σε αποζημίωση. 7. Απαγορεύεται απόλυτα η σιωπηρή αναμίσθωση και η υπεκμίσθωση του ακινήτου από το μισθωτή σε τρίτον. 8. Οι όροι της διακήρυξης, που καθορίσθηκαν με την υπ’ αριθμόν …/2006 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος συμφωνητικού, έστω και αν δεν αναφέρονται στο κείμενο του». Σύμφωνα με το άρθρο 12 της διακήρυξης δημοπρασίας, ο Δήμος Κ. δεν ευθύνεται απέναντι στον μισθωτή για την πραγματική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται το μίσθιο κατάστημα και την οποία τεκμαίρεται ότι είχε πληροφορηθεί ο ενάγων, ως υποψήφιος μισθωτής του καταστήματος.

Από τις καταθέσεις της μάρτυρα ανταπόδειξης και του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι ο ενάγων: α) γνώριζε ότι το μίσθιο κατάστημα βρίσκεται μέσα σε διατηρητέο κτίσμα, όπου ισχύουν ιδιαίτεροι περιορισμοί και κανόνες, β) πριν από την κατάρτιση της επίδικης μίσθωσης ο ενάγων εκμεταλλευόταν παρόμοιο κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ήτοι κατάστημα ψησταριάς, και τεκμαίρεται ότι γνώριζε τη νόμιμη διαδικασία που τηρείται για την έκδοση άδειας λειτουργίας τέτοιου καταστήματος. Παρόλα αυτά ο ενάγων, πριν ακόμη υποβάλει αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς, άρχισε αμέσως να δαπανεί σημαντικά χρηματικά ποσά, για να διαρρυθμίσει το κατάστημα και να το εξοπλίσει με τα αναγκαία μηχανήματα, έπιπλα και σκεύη, και έθεσε σε λειτουργία την επιχείρησή του, πριν ακόμη λάβει νόμιμη άδεια λειτουργίας αυτής. Τελικά, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς στις 9.10.2007, δηλαδή μετά παρέλευση επτά μηνών από την ημέρα, οπότε καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση μίσθωσης (βλ. την από 18.10.2007 βεβαίωση του Γραφείου Δημοτικής Αστυνομίας και Αδειών Λειτουργίας του Δήμου Κ., την οποία προσκόμισε ο ενάγων), γνωρίζοντας όμως ήδη ότι εξαιτίας της πραγματικής κατάστασης, στην οποία βρισκόταν το μίσθιο κατάστημα, δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί το απαραίτητο πιστοποιητικό πυρασφάλειας, ώστε να ολοκληρωθεί η έκδοση της άδειας λειτουργίας του μισθίου καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς. Η ανωτέρω πραγματική κατάσταση δημιουργήθηκε με ενέργεια του ενάγοντος, επειδή αυτός κατά τη διαρρύθμιση του καταστήματος, ώστε να λειτουργήσει ως εστιατόριο – ψησταριά, τοποθέτησε στο πατάρι του καταστήματος λέβητα πετρελαίου, τον οποίο σκόπευε να χρησιμοποιεί για τη θέρμανση του καταστήματος στη διάρκεια του χειμώνα. Όταν αρμόδιος υπάλληλος (αξιωματικός) της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κ. πραγματοποίησε αυτοψία στο μίσθιο κατάστημα, για να διαπιστώσει αν αυτό συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις, ώστε να εκδοθεί το απαραίτητο πιστοποιητικό πυρασφάλειας, διαπίστωσε ότι ο ανωτέρω λέβητας πετρελαίου δεν βρισκόταν μέσα σε πυράντοχο πυροδιαμέρισμα με πυράντοχη πόρτα, όπως προβλεπόταν, δηλαδή μέσα σε περίκλειστο χώρο, ανθεκτικό στη φωτιά, αλλά βρισκόταν στο πατάρι του καταστήματος, σε ανοικτό χώρο και πάνω σε πάτωμα, κατασκευασμένο από ξύλινες σανίδες, δηλαδή σε χώρο, όπου υπήρχε κίνδυνος να προκληθεί φωτιά και να εξαπλωθεί γρήγορα ως πυρκαγιά (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …/31.8.2007 έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κ.). Η Πυροσβεστική Υπηρεσία Καρδίτσας γνωστοποίησε εγγράφως στον ενάγοντα ότι ήταν δυνατό να αρθεί το κώλυμα ως προς τη χορήγηση του αναγκαίου πιστοποιητικού πυρασφάλειας, εφόσον αυτός θα προέβαινε στις αναγκαίες ενέργειες, ήτοι εφόσον θα τοποθετούσε το λέβητα πετρελαίου μέσα σε πυράντοχο πυροδιαμέρισμα με πυράντοχη πόρτα, όπως προβλεπόταν (βλ. το ανωτέρω έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κ.). Η ενέργεια όμως αυτή κρίθηκε από τον ενάγοντα ως οικονομικά ασύμφορη, διότι έπρεπε να υποβληθεί αυτός σε σημαντική δαπάνη χρημάτων, προκειμένου να κατασκευάσει πυράντοχο διαμέρισμα με πυράντοχη πόρτα. Επίσης, η κατασκευή τέτοιου πυράντοχου διαμερίσματος στο πατάρι του μισθίου καταστήματος ενείχε κινδύνους για τη στατική επάρκεια του παταριού και για την ασφάλεια των ανθρώπων που θα κάθονταν ή θα κινούνταν κάτω από αυτό (το πατάρι), και το γεγονός αυτό εμπόδιζε την αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου Δήμου Κ. να χορηγήσει άδεια κατασκευής τέτοιου πυράντοχου διαμερίσματος στο πατάρι του μισθίου καταστήματος.

Ως προς την τοποθέτηση του λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του μισθίου καταστήματος η μάρτυρας ανταπόδειξης, Μ. Ν., κατέθεσε τα εξής ουσιώδη στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης: «Η ευθύνη για το πώς θα διαμορφώσει το κατάστημα, ήταν του μισθωτή. Ο κ. Π. μπορούσε να απομακρύνει το λέβητα. Δεν τον εμπόδισε ο δήμος να απομακρύνει το λέβητα. Ο κ. Π. (προηγούμενος μισθωτής) πήρε το δικό του λέβητα, όταν έφυγε, και ο αντίδικος έβαλε δικό του λέβητα. Ο κ. Π. ενημερώθηκε από την υπηρεσία μας για τις δυνατότητες που είχε, ώστε να αρθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα, και δεν έκανε τίποτα. Αν ο κ. Π. αφαιρούσε το λέβητα, θα έκανε αποκατάσταση και δεν θα είχε πρόβλημα. Για τις εργασίες που επαναφέρουν το κατάστημα στην προηγούμενη κατάστασή του, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ο κ. Π.».

Ως προς το ίδιο ζήτημα (του λέβητα πετρελαίου) ο ενάγων κατέθεσε τα εξής ουσιώδη στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης: «Αν παρέμενε ο λέβητας, έπρεπε να αλλαχθεί το πάτωμα, ώστε ο λέβητας να βρίσκεται πάνω σε πυράντοχο τοίχο. Δεν μπορούσα να αλλάξω όλο το πατάρι και από άποψη οικονομική, αλλά, επιπλέον, δεν είχα την άδεια από το δήμο. Έκανα αίτηση στο Δήμο Κ. να διορθώσει το πρόβλημα με το πατάρι. Εγώ δεν θυμάμαι να μου είπαν για θερμοσυσσωρευτές από το δήμο. Επειδή ο προηγούμενος εκμισθωτής πήρε το λέβητα, εγώ έβαλα δικό μου λέβητα. Έβαλα καινούργιο λέβητα». Ενόψει της ανωτέρω πραγματικής κατάστασης, η οποία διαμορφώθηκε από ενέργεια του ενάγοντος, ήτοι από την τοποθέτηση του λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του μισθίου καταστήματος, ο ενάγων επέλεξε να αποχωρήσει από το μίσθιο κατάστημα περί τα τέλη Ιανουαρίου 2008 και να παραδώσει τα κλειδιά του καταστήματος στην αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου δήμου. Ο ενάγων, βέβαια, είχε, επίσης, τη δυνατότητα να αφαιρέσει ολοσχερώς το λέβητα πετρελαίου από το πατάρι του μισθίου καταστήματος και να τοποθετήσει στο μίσθιο κατάστημα άλλη εγκατάσταση θέρμανσης, ή να μετακινήσει το λέβητα πετρελαίου στον κυρίως χώρο του μισθίου καταστήματος, αλλά ο ενάγων αξιολόγησε αυτές τις εναλλακτικές λύσεις ως ασύμφορες γι’ αυτόν και για την επιχείρησή του και προτίμησε να αποχωρήσει από το μίσθιο κατάστημα.

Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο πραγματικό ελάττωμα του μισθίου καταστήματος, το οποίο εμπόδιζε τη χορήγηση του απαραίτητου πιστοποιητικού πυρασφάλειας και, στη συνέχεια, την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς, ανέκυψε από την εκ μέρους του ενάγοντος τοποθέτηση λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του καταστήματος. Συνεπώς, το ανωτέρω πραγματικό ελάττωμα δεν υπήρχε κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης.

Περαιτέρω, στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος Δήμος Κ. γνώριζε (κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης) ότι η τοποθέτηση λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του μισθίου καταστήματος θα εμπόδιζε τη χορήγηση του απαραίτητου πιστοποιητικού πυρασφάλειας και, στη συνέχεια, την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς. Άλλωστε, ακόμη και αν γνώριζε ο εναγόμενος Δήμος το ανωτέρω γεγονός, (ήτοι ότι η τοποθέτηση λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του μισθίου καταστήματος θα εμπόδιζε τη χορήγηση του απαραίτητου πιστοποιητικού πυρασφάλειας και, στη συνέχεια, την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς), δεν θα υπείχε ευθύνη έναντι του ενάγοντος μισθωτή εξαιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου καταστήματος, διότι κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης ο εναγόμενος εκμισθωτής δεν υποσχέθηκε στον ενάγοντα μισθωτή ότι η θέρμανση του μισθίου καταστήματος στη διάρκεια του χειμώνα θα μπορούσε να γίνει με λέβητα πετρελαίου και ότι η τοποθέτηση λέβητα πετρελαίου στο πατάρι του μισθίου καταστήματος δεν θα εμπόδιζε τη χορήγηση του απαραίτητου πιστοποιητικού πυρασφάλειας και την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος ως εστιατορίου – ψησταριάς. Μάλιστα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …/1996 οικοδομική άδεια του διατηρητέου κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς Κ. για τη θέρμανση των καταστημάτων του κτιρίου αυτού, (στα οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο μίσθιο κατάστημα), προβλεπόταν η χρήση ηλεκτρικών θερμοσυσσωρευτών και όχι λεβήτων πετρελαίου, (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …/4.3.2013 βεβαίωση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κ.). Το ακριβές περιεχόμενο αυτής της βεβαίωσης είναι το εξής: «Έχοντας υπόψη τα σχέδια και την τεχνική περιγραφή της μελέτης του Δήμου Κ. «Διατήρηση και αξιοποίηση του κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς Κ.» έτους 1996 και τη σύμφωνα με αυτή εκδοθείσα οικοδομική άδεια …/1996 («Ενίσχυση και αποκατάσταση κτιρίου Δημοτικής Αγοράς και διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου»), βεβαιώνεται ότι για τη θέρμανση του κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς Κ., μεταξύ των χώρων της οποίας περιλαμβάνεται το κατάστημα εστιατόριο με αριθμό Ι-1, προβλέπεται η χρήση θερμαντικών σωμάτων, τύπου ηλεκτρικών θερμοσυσσωρευτών, και όχι η χρήση λέβητα ή αερολέβητα κεντρικής θέρμανσης. Ο λέβητας, ο οποίος υπήρχε στον ημιώροφο (πατάρι) του καταστήματος Ι-1, δεν είχε τοποθετηθεί από το Δήμο Κ.». Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι ο εναγόμενος Δήμος Κ. δεν ευθύνεται απέναντι στον ενάγοντα για το επίδικο πραγματικό ελάττωμα που δημιουργήθηκε από ενέργεια του ενάγοντος μισθωτή μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου από τον εναγόμενο εκμισθωτή στον ενάγοντα μισθωτή. Συνεπώς, ο εναγόμενος Δήμος Κ. δεν έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει τις επίδικες (θετικές και αποθετικές) ζημίες του ενάγοντος. {…}