299/2015 ΜονΕφΛαρ (Αυτοκινητικές διαφορές – δυνατή διαταγή πραγματογνωμοσύνης με έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης)

299/2015

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Μελπομένη Κουτσοδόντη, Αθανασία Σολωμού, Δημοσθένης Γούλας

Και στις αυτ/τικές διαφορές δυνατή δ/γή πραγματογνωμοσύνης με έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία (όχι κατά την συζήτηση στο ακροατήριο αλλά) αργότερα κατά τη μελέτη της υπόθεσης, παρά την στην εν λόγω διαδικασία απαγόρευση έκδοσης απόφασης περί αποδείξεων. Το 671 §3 ΚΠολΔ έχει υπόψη του την πρώτη στο ακροατήριο προφορική συζήτηση, διό υπάρχει κενό συμπληρούμενο με ανάλογη εφαρμογή των γενικών περί πραγματογνωμοσύνης δ/ξεων.

{…} Περαιτέρω, κατά το άρθρο 368 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στο Εφετείο, το οποίο δεν κωλύεται, προκειμένου να προβεί στην ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως, να διατάξει νέες αποδείξεις ή και συμπληρωματικές διά των αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων είναι και η πραγματογνωμοσύνη, ώστε, μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων που διέταξε και αυτών που εκτίμησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η εκκαλουμένη απόφαση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως, ακολούθως δε, κατά την επιταγή του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εξαφανίσει τότε (εξ αρχής) την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον κατά την ορθή έννοια της εν λόγω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως της εκκαλούμενης απόφασης είναι η προηγούμενη από το Εφετείο διάγνωση της βασιμότητος του λόγου της εφέσεως, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται κυριαρχικά από το Εφετείο (ολΑΠ 1285/1982 Δνη 24. 220).

Εξάλλου, ο κανόνας του άρθρου 368 ΚΠολΔ ισχύει και για τις υποθέσεις που υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 ΚΠολΔ, δυναμένου του Δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία αυτή να διατάξει διά της εκδόσεως της παρεμπίπτουσας αποφάσεως τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία, όχι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, οπότε θα εφαρμοσθεί η διαδικασία του άρθρου 671 ΚΠολΔ, αλλά αργότερα κατά τη μελέτη της υποθέσεως, όπως συμβαίνει συνήθως κατά την ενώπιον του Εφετείου διαδικασία, παρόλο που κατά την εν λόγω διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απαγορεύσεως της εκδόσεως αποφάσεως περί αποδείξεως, ο οποίος πλην άλλων περιπτώσεων, κάμπτεται και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης. Η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 671 παρ. 3 του ΚΠολΔ τυγχάνει ανεφάρμοστη και στην προκειμένη περίπτωση. Από τη διάταξη άλλωστε του άρθρου 673 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο νόμος δεν απαγορεύει την έκδοση τέτοιας παρεμπίπτουσας περί πραγματογνωμοσύνης αποφάσεως, αλλά απλώς προσδιορίζει το χρόνο υποβολής του αιτήματος διεξαγωγής της και διαγράφει τις διατυπώσεις εκδόσεως της συναφούς αποφάσεως, έχοντας υπόψη του πάντοτε την πρώτη στο ακροατήριο προφορική συζήτηση και όχι την προκειμένη περίπτωση. Υπάρχει όθεν κενό στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο δύναται να συμπληρωθεί με την ανάλογη εφαρμογή των γενικών περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεων, λύση που επιβάλλεται από το πνεύμα του νόμου και συντελεί στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας (ΑΠ 1320/1988 ΝοΒ 37. 439). {…}