247/2015 ΜονΕφΛαρ (Επί ένορκης βεβαίωσης απόδειξη κλήτευσης του αντιδίκου από τον προσκομίζοντα αυτήν – επί σύμβασης εργασίας τα μέρη αποβλέπουν σε παροχή εργασίας με νομική και προσωπική εξάρτηση μισθωτού)

247/2015

Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Αμφιτρίτη Καραβίδα

Επί ένορκης βεβαίωσης απόδειξη κλήτευσης του αντιδίκου από τον προσκομίζοντα αυτήν (εκτός αν ο αντίδικος παρέστη κατά τη λήψη), ερευνώμενη και αυτεπάγγελτα. Μη λήψη υπόψη ένορκης βεβαίωσης με εσφαλμένη ημερομηνία αυτής επί μη απόδειξης ότι λήφθηκε πράγματι την γνωστοποιηθείσα στον αντίδικο μέρα.

Επί σύμβασης εργασίας τα μέρη αποβλέπουν σε παροχή εργασίας με νομική και προσωπική εξάρτηση μισθωτού. αδιαφόρως τρόπου ορισμού ή καταβολής του μισθού, ή δευτερευόντων στοιχείων όπως έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, ενώ επί σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών ο εργαζόμενος παρέχει υπηρεσίες έναντι ανταλλάγματος, χωρίς έλεγχο ή εντολές εργοδότη.

Κατά το ν. 2639/1998 μαχητά τεκμήρια ότι η συμφωνία παροχής υπηρεσιών ή έργου ιδίως επί αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν) ή απασχόλησης κατ’ οίκον δεν υποκρύπτει σύμβαση εργασίας αν καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται σε 15 ημέρες στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ επί μη υποβολής εντός 9 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου κατάστασης με τις υφιστάμενες άνω συμφωνίες υποκρύπτεται σύμβαση εργασίας.

Εν τοις πράγμασι ΟΕ επί μη δημοσίευσής της, ισχύουσας της απεριόριστης εις ολόκληρον ευθύνης των μελών και της ατομικής εκπροσώπησης, ενώ διαφορετική πρόβλεψη στο μη δημοσιευθέν καταστατικό δεν αντιτάσσεται έναντι τρίτων.

Μη απόδειξη defacto ΟΕ μεταξύ χωριστών εκδοτικών εταιριών των εναγομένων που ως στενοί συγγενείς έχουν το ίδιο επώνυμο και στα έντυπά τους αναγράφεται η λέξη «Ό­μιλος» με το κοινό επίθετο. Μη διάδικος ανύπαρκτο νπ.

Σύμβαση εργασίας μεταξύ μίας εκ των εναγομένων ατομικών επιχειρήσεων με τον ενάγοντα ως γραφίστα έναντι καθαρών αποδοχών ανά μηνιαία έκδοση περιοδικού με εβδομαδιαία απασχόληση 40 ωρών σε γραφείο των κοινών εγκαταστάσεις των άνω επιχειρήσεων υπό τις εντολές και οδηγίες της εναγόμενης που κατέβαλε τις ασφ. εισφορές του.

{…} ΙΙΙ. Στην πιο πάνω αγωγή του με ημερομηνία 11.10.2010 και με αριθ. κατάθ. 132/11.10.2010 ο ήδη εκκαλών, Α. Η., ιστόρησε τα εξής: Ότι οι 2ος, 3η, 4ος και 5η εναγόμενοι έχουν συστήσει μεταξύ τους de facto ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Κ. – Σ. Κ. – Α. Κ. – Α. Κ. ΟΕ» και τον διακριτικό τίτλο «Όμιλος Κ.» με αντικείμενο την από κοινού εκμετάλλευση εφημερίδας, περιοδικών και ραδιοφωνικού σταθμού. Ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στο Β., στις 16.8.2008, μεταξύ του ενάγοντος και του 2ου εναγομένου, ο οποίος ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό των de facto συνεταίρων του, ο ενάγων προσλήφθηκε από τους εναγομένους στις εκδόσεις του Όμιλος. Κ., για να εργαστεί εκεί ως γραφίστας, με συμφωνημένο καθαρό μισθό 1.100 Ε για εβδομαδιαία απασχόληση 40 ωρών. Ότι, επίσης, οι εναγόμενοι ανέλαβαν από κοινού την υποχρέωση να του πληρώνουν τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ και το ΤΕΑΜ, ποσού 176 Ε, και τον Φ.Μ.Υ.. Ότι ο συνολικός συμβατικός μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 1.276 Ε. Ότι ο ενάγων πρόσφερε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του στους εναγομένους συνεχώς μέχρι 9.4.2010, οπότε αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εργασία του εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους. Ότι στη διάρκεια του επίδικου χρονικού διαστήματος ο ενάγων εργαζόταν κατά τις ημέρες και ώρες που αναφέρονται στην αγωγή λεπτομερώς, με συνέπεια να έχει εναντίον των εναγομένων αξιώσεις από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, ποσού 6.439,28 Ε, αξιώσεις για αμοιβή υπερεργασίας, ποσού 2.395 Ε, αξιώσεις για αμοιβή εργασίας Σαββάτου, ποσού 1.593,28 Ε, αξιώσεις από διαφορές δώρων εορτών, ποσού 1.405,50 Ε, αξιώσεις για αποδοχές άδειας, προσαύξηση αποδοχών άδειας και επιδόματα άδειας, συνολικού ποσού 7.262,41 Ε, όπως αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς. Για τους λόγους αυτούς (και, επικουρικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού) ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο να καταβάλουν προς αυτόν το συνολικό ποσό των 19.095,47 Ε, εντόκως από τις δήλες ημέρες που αναφέρονται στην αγωγή ή, αλλιώς, από τη λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας (9.4.2010) ή, αλλιώς, από την ημερομηνία προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας Μ. (13.5.2010) ή, αλλιώς, από την επίδοση της προηγούμενης όμοιας αγωγής του (18.5.2010) ή, αλλιώς, από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε ως προς την ανωτέρω αγωγή, την οποία εκδίκασε κατά τη δικάσιμο της 11.3.2011 ερήμην της 1ης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την ήδη εκκαλούμενη απόφασή του με αριθμό 53/2011, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Ήδη ο ενάγων παραπονείται με την ένδικη έφεσή του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του στο σύνολό της.

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 671 §1 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που δίδονται ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη, μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση, για να ληφθούν υπόψη και να εκτιμηθούν οι ένορκες βεβαιώσεις από το δικαστήριο της ουσίας, όταν δικάζει με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αποτελεί η λήψη τους μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, ο οποίος τις επικαλείται και τις προσκομίζει. Ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδείξει ότι κλήτευσε νόμιμα και εμπρόθεσμα τον αντίδικό του, προκειμένου να παραστεί κατά τη λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη αυτών, οπότε είναι περιττή η απόδειξη της προηγούμενης κλήτευσής του. Την τήρηση της αναγκαίας αυτής προϋπόθεσης (της κλήτευσης) υποχρεούται να ερευνήσει το δικαστήριο ακόμη και αυτεπάγγελτα, διότι η έλλειψή της έχει ως συνέπεια το ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά είναι ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο, και δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη από το δικαστήριο, ούτε ως τεκμήριο, κατ’ εξαίρεση από τη γενική αρχή του άρθρου 671 §1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Η αντίθετη άποψη, δηλαδή η άποψη ότι μια τέτοια ένορκη βεβαίωση μπορεί να ληφθεί υπόψη ως τεκμήριο, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων, (βλ. ΑΠ 543/2010, ΑΠ 66/2009, ΑΠ 187/2008, ΑΠ 1877/2005 Ισοκράτης).

Στην επίδικη υπόθεση ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται με τους δύο πρώτους (1, 2) λόγους της ένδικης έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, διότι δεν έλαβε υπόψη του την υπ’ αριθμόν …/25.6.2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης Π.Δ. του Δ., η οποία διενεργήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, στις 5.7.2010, μολονότι αποδεικνύεται από τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς …/25.5.2010 του δικαστικού επιμελητή Γ. Μ. ότι οι εναγόμενοι κλήθηκαν νόμιμα, προκειμένου να παραστούν κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, και από προφανή παραδρομή αναγράφηκε στην ένορκη βεβαίωση η ημερομηνία 25.6.2010 ως ημερομηνία λήψης της. Από τη βεβαίωση με αριθμό πρωτοκόλλου … και ημερομηνία 2.5.2013, την οποία εξέδωσε ο αρμόδιος γραμματέας του Ειρηνοδικείου Βόλου και προσκόμισε ο ενάγων – εκκαλών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα, αποδεικνύεται άμεσα ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση (υπ’ αριθμόν …/25.6.2010) λήφθηκε στις 5.7.2010 και όχι στις 25.6.2010, όπως αναγράφηκε εσφαλμένα, από παραδρομή, στην πρώτη σελίδα του εντύπου της, αλλά στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε προσκομίσει παρόμοια απόδειξη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ώστε να αποδειχθεί ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση λήφθηκε στις 5.7.2010, ήτοι σε ημερομηνία, η οποία γνωστοποιήθηκε στους εναγομένους με κλήση του ενάγοντος που επιδόθηκε προς αυτούς νόμιμα και εμπρόθεσμα, και όχι στις 25.6.2010, ήτοι σε ημερομηνία, η οποία δεν γνωστοποιήθηκε στους εναγομένους και η οποία αναγράφηκε από παραδρομή στην πρώτη σελίδα του εντύπου της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη του την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, με την αιτιολογία ότι οι εναγόμενοι δεν κλήθηκαν να παραστούν κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης στις 25.6.2010, δεν έσφαλε, όπως παραπονείται ήδη ο ενάγων – εκκαλών με τους ανωτέρω λόγους έφεσης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη των ανωτέρω (με αριθμούς 1 και 2) λόγων της ένδικης έφεσης και των αντίστοιχων πρόσθετων λόγων έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμων.

V. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 ν. 765/1943, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑK (βλ. άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο, για να διαπιστώσει ότι συμμορφώνεται ο εργαζόμενος προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη, όταν ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του εξαιτίας των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του έναντι μισθού, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως πως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση του εργαζομένου, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση, και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, οι οποίοι μπορεί να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν οπωσδήποτε εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την πιο πάνω έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του εργαζομένου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη εξάρτησης, η οποία όμως δεν υφίσταται μόνο όταν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό στοιχείο, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον εργαζόμενο που υποβάλλεται σε αυτή συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει σε κάθε περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας. Μάλιστα, όταν συνδυάζεται με ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (βλ. ολΑΠ 28/2005 Δνη 2005. 721, ΑΠ 372/2014, ΑΠ 312/2011 Νόμος, ΑΠ 58/2010 ΔΕΕ 2010. 1221, ΑΠ 45/2010 ΔΕΕ 2010. 1333, ΑΠ 821/2006 Δνη 50. 146, ΑΠ 1686/2007 Δνη 50. 1037). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, ειδικότερα, αν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, κατά την παραπάνω έννοια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών ή η ασφάλιση στο ΙΚΑ (βλ. ΑΠ 71/2010 ΔΕΕ 2011. 93). Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ή σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας (ορισμένου ή αορίστου χρόνου) ή ως ανεξάρτητων υπηρεσιών αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ήτοι ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αφού εκτιμήσει τις συγκεκριμένες περιστάσεις, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της και σχηματίζει την περί αυτού κρίση του από το σύνολο των συνθηκών και περιστατικών που αποδεικνύονται, και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που τυχόν έχουν προσδώσει τα συμβαλλόμενα μέρη σε αυτή (βλ. ΑΠ 372/2014).

Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 §1-α του ν. 2639/1998, η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας και κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου «μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος Νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία καταρτίσεως των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολουμένου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της καταστάσεως αυτής, θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας». Με τις διατάξεις αυτές δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των ανωτέρω συμβάσεων, έτσι ώστε να ερμηνεύονται αυτές αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών στις περιπτώσεις της παρ. 1 ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση της παρ. 2, αλλά απλώς τόσο με τον όρο «τεκμαίρεται» της πρώτης παραγράφου όσο και με τον ταυτόσημο όρο «θεωρείται» της δεύτερης παραγράφου, καθιερώνονται μαχητά τεκμήρια υπέρ του ότι στην πρώτη περίπτωση δεν υποκρύπτεται στις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου συμφωνίες σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και στη δεύτερη περίπτωση ότι υποκρύπτεται τέτοια σύμβαση. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ άρθρο 338 §2 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 229/2011, ΑΠ 1508/2010, ΑΠ 2325/2009 Νόμος).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741 ΑΚ, 20 ΕμπΝ και 2 του β.δ. της 2/14.5.1835 «περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων», συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρία που δεν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 39, 42, 43, 44 του ΕμπΝ διατυπώσεις δημοσιότητας, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι», με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής. Έτσι, ισχύει η απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη των εταίρων και ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης, ο οποίος καθιερώνεται στην ομόρρυθμη εταιρία με τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ, κατά τον οποίο κάθε ομόρρυθμος εταίρος μπορεί μόνος του να δεσμεύει την εταιρία, συναλλασσόμενος μετά τρίτων υπό την εταιρική επωνυμία, ανεξάρτητα από τη σύμπραξη ή ακόμη και την εναντίωση των άλλων (βλ. ΕφΘεσ 669/2009 ΔΕΕ 2009. 799). Η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου επιτρέπεται στους ομόρρυθμους εταίρους να περιλάβουν στο καταστατικό ρυθμίσεις που παρεκκλίνουν από το Νόμο. Έτσι, μπορούν να ορίσουν ότι η εκπροσώπηση της εταιρίας θα γίνεται από περισσότερους, ενεργούντες χωριστά ή από κοινού. Εφόσον όμως η ομόρρυθμη εταιρία δεν υποβληθεί στις διατυπώσεις της δημοσιότητας, οι εταίροι δεν μπορούν να επικαλεστούν τις σχετικές καταστατικές ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 22 ΕμπΝ έναντι των τρίτων και ως εκ τούτου έναντι αυτών ισχύει, σε κάθε περίπτωση, ο κανόνας της ατομικής εκπροσώπησης (βλ. άρθρο 42 §3 ΕμπΝ, ΑΠ 36/2011 ΕΕμπΔ 2011. 362).

VΙ. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης Π. Δ. του Δ., τυπογράφου, γεννηθέντος κατά το έτος 1963, η οποία διενεργήθηκε νόμιμα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, στις 5.7.2010, μετά από αίτηση του ενάγοντος και προηγούμενη νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων του, (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς …/25.5.2010 του δικαστικού επιμελητή Γ. Μ.), και περιέχεται στο ομώνυμο έγγραφο με αριθμό … και (εσφαλμένη) ημερομηνία 25.6.2010 του Ειρηνοδικείου Βόλου, … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι 2ος, 4ος και 5η εναγόμενοι, Γ. Κ., Α. Κ. και Α. Κ., διατηρούν στην πόλη του Β. Μ. τρεις (3) χωριστές, ατομικές εκδοτικές επιχειρήσεις, (με την έννοια ότι καθεμία από αυτές αποτελεί σύνολο από πράγματα, δικαιώματα, πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, το οποίο αποτελεί οργανωμένη οικονομική ενότητα γύρω από το πρόσωπο του φορέα της και τείνει στην επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού, βλ. ΑΠ 942/2006 ΧρΙΔ 2006. 786), οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την έκδοση εφημερίδας, περιοδικών και εντύπων. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των ανωτέρω εναγομένων και, επίσης, της 3ης εναγομένης, Σ. Κ., υφίσταται de facto (εν τοις πράγμασι) ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Γ. Κ. – Σ. Κ. – Α. Κ. – Α. Κ. ΟΕ». Το γεγονός ότι στα έντυπα που εκδίδουν οι ανωτέρω εναγόμενοι, αναγράφεται η φράση «Όμιλος Κ.», δεν κρίνεται ως επαρκές, για να προσδώσει την ιδιότητα της de facto ομόρρυθμης εταιρίας στις τρεις χωριστές εκδοτικές επιχειρήσεις των ενα­γομένων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με στενή συγγενική σχέση, [οι 2ος και 3η εναγόμενοι είναι σύζυγοι μεταξύ τους και οι λοιποί (4ος και 5η) εναγόμενοι είναι τέκνα τους]. Συνεπώς, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συστήθηκε άτυπα ή υφίσταται ή λειτουργεί τέτοια ομόρρυθμη εταιρία, η οποία ενάγεται ήδη με την ένδικη αγωγή ως 1η εναγομένη, η διάδικος αυτή είναι ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο και ανύπαρκτη ως ένωση προσώπων, με συνέπεια να μη μπορεί να είναι διάδικος ούτε να παρίσταται ενώπιον Δικαστηρίου (βλ. άρθρα 62, 63 ΚΠολΔ). Το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της ένδικης αγωγής ως προς την 1η εναγομένη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα (ήτοι ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της 1ης εναγομένης ως νομικού προσώπου και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς αυτή), δεν έσφαλε, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη των αντίστοιχων λόγων της ένδικης έφεσης, ήτοι των λόγων έφεσης με αριθμούς 3, 4, 5, 6, 7, και των αντίστοιχων πρόσθετων λόγων έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η 3η εναγομένη, Σ. Κ., σύζυγος του 2ου εναγομένου (Γ. Κ.), φέρεται ως οικονομική διευθύντρια των ανωτέρω επιχειρήσεων και το όνομά της αναγράφεται στα έντυπα που εκδίδουν οι λοιποί εναγόμενοι (2ος, 4ος και 5η), ως όνομα οικονομικής διευθύντριας. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι η 3η εναγομένη είναι ιδιοκτήτρια (ή συνιδιοκτήτρια) κάποιας από τις ανωτέρω τρεις ατομικές εκδοτικές επιχειρήσεις ή ότι είναι εκδότρια κάποιου από τα έντυπα που εκδίδουν οι ανωτέρω επιχειρήσεις ή ότι υπήρξε οποτεδήποτε (στη διάρκεια του επίδικου χρονικού διαστήματος, ήτοι από 16.8.2008 έως 9.4.2010) εργοδότρια του ενάγοντος. Συνεπώς, αφού η 3η εναγομένη δεν υπήρξε εργοδότρια του ενάγοντος, δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει σ’ αυτόν τις επίδικες αποδοχές εργασίας αυτού. Το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της ένδικης αγωγής ως προς την 3η εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, (ήτοι ότι δεν αποδείχθηκε η ιδιότητα της 3ης εναγομένης ως εργοδότριας του ενάγοντος και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς αυτή), δεν έσφαλε, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου λόγου της ένδικης έφεσης, ήτοι του λόγου έφεσης με αριθμό 8 και του αντίστοιχου πρόσθετου λόγου έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Ο 2ος εναγόμενος, Γ. Κ., είναι ιδιοκτήτης και εκδότης διαφόρων εντύπων, τα οποία εκδίδονται στην πόλη του Β. και φέρουν τους διακριτικούς τίτλους «Β. Μ.» «Η.» κλπ. Ο 4ος εναγόμενος, Α. Κ. φέρεται ως ιδιοκτήτης και εκδότης άλλων εντύπων, τα οποία εκδίδονται στην πόλη του Β., ήτοι της εφημερίδας με τον διακριτικό τίτλο «Μ.» και των περιοδικών με τους διακριτικούς τίτλους «Μ.», «Δ.», «H.», «B.», «Γ.», «Γ.», «Ε.», «B.» κλπ. Η 5η εναγομένη, Α. Κ., φέρεται ως εκδό­τρια άλλων εντύπων, τα οποία εκδίδονται στην πόλη του Β. και φέρουν τους διακριτικούς τίτλους «H.», «Δ.», «Ε.», «Γ.», «B.» κλπ. Από τα έγγραφα (αντίγραφα φύλλων εφημερίδας και περιοδικών), τα οποία προσκόμισε ο ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με επίκληση, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων φέ­ρεται ως art director ή ως επιμελητής εξωφύλλου ή ως καλλιτεχνικός επιμελητής ή ως υπεύθυνος του Δημιουργικού Τμήματος των ανωτέρω εντύπων. Στη διάρκεια του έτους 2008 ο ενάγων, ο οποίος ήταν ήδη από τις 22.6.1993 πτυχιούχος της Σχολής Μαθητείας Η. Α. του ΟΑΕΔ με ειδικότητα Γραφικών Τεχνών και κατεύθυνση Φωτολιθογράφων, διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την 5η εναγόμενη, Α. Κ., θυγατέρα των 2ου και 3ης εναγομένων, Γ. και Σ. Κ.. Στις 16.8.2008 ο ενάγων κατάρτισε με τον 2ο εναγόμενο, Γ. Κ., ο οποίος ενεργούσε ατομικά, σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως γραφίστας στα ανωτέρω έντυπα, έναντι καθαρών αποδοχών 1.100 Ε ανά έκδοση περιοδικού, η οποία γινόταν μία φορά μηνιαίως. Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής της σύμβασης ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του, ως γραφίστας και ειδικότερα ως art director (τεχνικός διευθυντής), υπεύθυνος για το σχεδιασμό και την τεχνική επεξεργασία των ανωτέρω εντύπων. Σε εκτέλεση αυτής της σύμβασης, παραχωρήθηκε στον ε­νάγοντα ένα γραφείο στις κοινές εγκαταστάσεις των ανωτέρω ατομικών εκδοτικών επιχειρήσεων, όπου εγκατέστησε αυτός τα αναγκαία για τη διεκπεραίωση της εργασίας του μηχανήματά του (ήτοι κατάλληλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και ηλεκτρονικό υπολογιστή με αντίστοιχα ειδικά προγράμματα για την εκτέλεση γραφιστικών εργασιών, εκτυπωτή κλπ). Ως προς το χρόνο εργασίας του ενάγοντος δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, τεκμαίρεται όμως ότι ο ενάγων είχε υποχρέωση να απασχολείται στις κοινές εγκαταστάσεις των ανωτέρω τριών επιχειρήσεων επί 40 ώρες εβδομαδιαίως. Στη διάρκεια του χρόνου εργασίας του, ήτοι στη διάρκεια των ωρών, οπότε παρέμενε στις εγκαταστάσεις των ανωτέρω επιχειρήσεων, ο ενάγων δεν είχε τη δυνατότητα να διεκπεραιώνει γραφιστικές εργασίες υπέρ άλλων προσώπων, τα οποία δεν είχαν σχέση με τις ανωτέρω επιχειρήσεις. Επίσης, δεν είχε τη δυνατότητα να αναπτύσσει κατά την εκτέλεση της εργασίας του τόσο μεγάλη πρωτοβουλία, ώστε να υπερβαίνει ή να παραβλέπει τις γενικές ή ειδικές εντολές και οδηγίες του 2ου εναγομένου. Περαιτέρω, ο 2ος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος προς το ΙΚΑ και το ΤΕΑΜ, ποσού 176 Ε μηνιαίως. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι οι 4ος και 5η εναγόμενοι ανέλαβαν οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση έναντι του ενάγοντος ή ότι έδιδαν εντολές και οδηγίες στον ενάγοντα ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσης της συμφωνημένης εργασίας του. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω (4ος και 5η) εναγόμενοι είχαν ουσιαστικές αρμοδιότητες ως προς τη διευθέτηση των οικονομικών και λοιπών ζητημάτων που αντιμετώπιζαν οι αντίστοιχες εκδοτικές επιχειρήσεις τους, και, ειδικότερα, ότι μπορούσαν να ασκούν τέτοιες αρμοδιότητες αντίθετα προς τις γενικές εντολές και οδηγίες του πατέρα τους, 2ου εναγομένου, Γ. Κ.. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας ο 2ος εναγόμενος ενεργούσε όχι μόνο ατομικά αλλά και ως αντιπρόσωπος των εναγομένων τέκνων του (4ου και 5ης εναγομένων).

Ο ενάγων παρείχε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του στον 2ο εναγόμενο, στις θέσεις που αυτός (ο 2ος εναγόμενος) καθόριζε, συνεχώς μέχρι 9.4.2010, οπότε ο ενάγων αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς. Ο ενάγων αποδίδει την αποχώρηση από την εργασία του σε αντισυμβατική συμπεριφορά των αντιδίκων του, αλλά ως πλέον πιθανή αιτία αυτού του γεγονότος αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο η διάρρηξη του ερωτικού δεσμού που υπήρχε έως τότε μεταξύ του ενάγοντος και της 5ης εναγομένης. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε ότι οι 2ος, 4ος και 5η εναγόμενοι αξίωναν από τον ενάγοντα να παρέχει σε αυτούς υπερεργασία ή να εργάζεται στις εκδοτικές επιχειρήσεις τους στη διάρκεια του Σαββάτου. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο 2ος εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλλει στον ενάγοντα τα δώρα εορτών, τις αποδοχές άδειας και τα επιδόματα άδειας που δικαιούνταν αυτός να λάβει εξαιτίας της ανωτέρω εργασίας του. Στις 13.5.2010 η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος εμφανίστηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Μ. και ανέφερε ότι μεταξύ του ενάγοντος και των ήδη εναγομένων υφίσταται εργατική διαφορά, η οποία έχει ως αντικείμενο διαφορές μισθών, δώρα εορτών, αποδοχές και επιδόματα άδειας, αμοιβή για πρόσθετη εργασία και άλλες εργατικές αξιώσεις. Στις 17.5.2010 εμφανίστηκαν στον αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος και ο ήδη 2ος εναγόμενος, Γ. Κ., και πραγματοποιήθηκε συζήτηση της υπόθεσης. Στη διάρκεια της συζήτησης η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος πρόβαλε τις εργατικές αξιώσεις του ενάγοντος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής. Αντίθετα, ο Γ. Κ., αφού προσκόμισε ιδιόχειρο σημείωμα του τότε προσφεύγοντος (ήδη ενάγοντος), Α. Η., ανέφερε: ι) Ότι από το συγκεκριμένο ιδιόχειρο σημείωμα προκύπτει οφειλή αυτού (του Γ. Κ.) έναντι του αντιδίκου του, συνολικού ποσού 3.450 Ε, και ισχυρίστηκε ότι προς εξόφληση αυτής της οφειλής κατέβαλε ήδη στον αντίδικό του το ποσό των 1.500 Ε και ότι το υπόλοιπο ποσό των 1.950 Ε θα το καταβάλει εντός 15 ημερών, ιι) Ότι αυτός προσωπικά (ο Γ. Κ.) συμφώνησε τη συνεργασία με τον εργαζόμενο (ήδη ενάγοντα).

Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος, ήτοι οι αξιώσεις από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, ποσού 6.439,28 Ε, οι αξιώσεις για αμοιβή υπερεργασίας, ποσού 2.395 Ε, οι αξιώσεις για αμοιβή εργασίας Σαββάτου, ποσού 1.593,28 Ε, οι αξιώσεις από διαφορές δώρων εορτών, ποσού 1.405,50 Ε, οι αξιώσεις για αποδοχές άδειας, προσαύξηση αποδοχών άδειας και επιδόματα άδειας, συνολικού ποσού 7.262,41 Ε, δεν είναι ουσιαστικά βάσιμες. Αντίθετα, το Δικαστήριο σχημάτισε τη δικανική πεποίθηση ότι υφίσταται ουσιαστικά βάσιμη αξίωση του ενάγοντος εναντίον του 2ου εναγομένου, συνολικού ποσού 3.450 Ε, η οποία υπήρχε στις 17.5.2010, (όπως ομολόγησε ο 2ος εναγόμενος εξώδικα, ενώπιον του αρμόδιου υπαλλήλου του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Μ.), και δεν αποδείχθηκε ότι εξοφλήθηκε έκτοτε κατά ένα μέρος ή ολικά. Οι λοιποί εναγόμενοι, (ήτοι η 1η, 3η, 4ος και 5η εναγόμενοι), δεν έχουν υποχρέωση να καταβάλουν το ανωτέρω χρηματικό ποσό στον ενάγοντα, εις ολόκληρο με τον 2ο εναγόμενο, για όσους λόγους αναφέρθηκαν ανωτέρω λεπτομερώς, ήτοι διότι η 1η εναγομένη δεν υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (ούτε, συνεπώς, υπήρξε εργοδότρια του ενάγοντος) και οι λοιποί εναγόμενοι, (3η, 4ος και 5η εναγόμενοι), δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν εργοδότες του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ανωτέρω ζήτημα, (ήτοι ότι δεν αποδείχθηκε η σύναψη της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και, συνεπώς, οι αγωγικές αξιώσεις αποβαίνουν απορριπτέες), έσφαλε, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή των αντίστοιχων λόγων της ένδικης έφεσης, ήτοι των λόγων έφεσης με αριθμούς 9 έως 22, και των αντίστοιχων πρόσθετων λόγων έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών τα αντίθετα, ως ουσιαστικά βάσιμων. {…}