122/2015 ΜονΕφΛαρ (Παράδοση έργου- καταβολή αμοιβής – αγωγή εργολαβικής αμοιβής εκ σύμβασης έργου μεταξύ Δήμου και εργολάβου)

122/2015

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Τριαντάφυλλος Βούντας, Λεων. Γκότης

Παράδοση έργου η εκτέλεση και περιέλευσή του στην εξουσίαση του εργοδότη, εφόσον είναι το συμφωνηθέν και όχι εντελώς διαφορετικό.

Η αμοιβή μπορεί να ορισθεί κατ’ «αποκοπή», κατά μονάδα, βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, κατά χρονικές μονάδες και δη κατά ορισμένο ποσό ανά ώρα, σε ποσοστά ή και να αφεθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού.

Καταβολή αμοιβής κατά την παράδοση του έργου, ή κάθε τμήματος αν αυτή συμφωνήθηκε κατά τμήματα που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο.

Αγωγή εργολαβικής αμοιβής εκ σύμβασης έργου μεταξύ Δήμου και εργολάβου για συντήρηση αγροτικών δρόμων και καθαρισμό ρεμάτων δημοτικών διαμερισμάτων ως και μεταφορά αδρανών υλικών. Αοριστία λόγω μη σαφούς προσδιορισμού του έργου, ήτοι δεν καθορίζονται αριθμητικά πόσοι δρόμοι και ρέματα ανά διαμέρισμα συντηρήθηκαν και πόσος όγκος υλικών μεταφέρθηκε, μήτε η συμφωνηθείσα αμοιβή συντήρησης ανά δρόμο και ρέμα και μεταφοράς ανά κυβικό μέτρο υλικών, ούτε το διάστημα πραγματοποίησης κάθε τμήματος έργου.

{…} 5. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αγωγής, ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Η αμοιβή, μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ «αποκοπή», κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Εάν συμφωνήθηκε το σύστημα καθορισμού της αμοιβής κατά χρονικές μονάδες που αναφέρονται στη χρονική έκταση του αποτελέσματος και ειδικότερα στον προσδιορισμό αντί ορισμένου ποσού ανά ώρα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αμοιβή του εργολάβου, μετά την εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ωρών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή του με το συμφωνηθέν ανά ώρα ποσόν. Καταβάλλεται δε η αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 694 του ΑΚ, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος ή αυτοτελούς έργου. Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, όταν σ’ αυτήν περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη και ειδικότερα, όσον αφορά την αμοιβή που συμφωνήθηκε, πρέπει να αναφέρεται αν αυτή είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασίας και ποια είναι αυτή κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν (ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1255/2010, ΕφΛαμ 54/2013 Νόμος).

6. Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων ιστορεί τα εξής: Δυνάμει προφορικής συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ του αντιδημάρχου του εναγομένου Δήμου και του ενάγοντος, ο πρώτος ανέθεσε στο δεύτερο το έργο της συντήρησης των αγροτικών δρόμων του Δ.Δ Σ., Δ.Δ Ο. και Δ.Δ Π., καθώς επίσης τον καθαρισμό των ρεμάτων και τη μεταφορά αδρανών υλικών, για το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί το συνολικό ποσό των 36.220 Ε. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αόριστη, επειδή δεν προσδιορίζεται κατ’ αρχήν με σαφήνεια το συμφωνηθέν έργο, με την έννοια ότι δεν καθορίζονται αριθμητικά πόσοι αγροτικοί δρόμοι και πόσα ρέματα ανά δημοτικό διαμέρισμα συντηρήθηκαν και πόσος όγκος αδρανών υλικών μεταφέρθηκε με επιμέλεια του εργολάβου ενάγοντος, ενώ περαιτέρω δεν καθορίζεται η αριθμητική μονάδα καθορισμού της αμοιβής του ενάγοντος για το συμφωνηθέν έργο, δηλαδή το συμβατικώς καθορισθέν χρηματικό ποσό ως αμοιβή για καθένα από τα επιμέρους τμήματα του συνολικού έργου, δηλαδή ανά δρόμο και ανά ρέμα συντηρούμενο και ανά κυβικό μέτρο μεταφερόμενων αδρανών υλικών. Επίσης, δεν συγκεκριμενοποιείται το χρονικό διάστημα πραγματοποίησης κάθε τμήματος έργου και ποιο ήταν αυτό. Επίσης, το μη αναφερόμενο μέγεθος του παραχθέντος έργου, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, είναι απαραίτητο και καθοριστικό, ώστε σε συνδυασμό με την μονάδα αμοιβής ανά είδος εργασίας να μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο τούτο ο υπολογισμός της συνολικής αμοιβής, χωρίς να αναπληρώνεται η παραπάνω έλλειψη από την αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής της συνολικής αμοιβής για το σύνολο του έργου, όπως αυτό άκρως περιληπτικώς και γενικώς περιγράφεται.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή καταβολής αμοιβής της εργολαβικής αμοιβής έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ενώ αν εφάρμοζε προσηκόντως το νόμο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της παραπάνω αναφερθείσας αοριστίας. Συνεπώς το Δικαστήριο τούτο δύναται και υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως το ορισμένο της αγωγής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος εφέσεως, ενώ σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται δυσμενέστερη η θέση του εκκαλούντος. Έτσι πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η υπόθεση αλλά να απορριφθεί για τυπικούς λόγους η αγωγή και ειδικότερα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας…