71/2016 ΜονΕφΛαρ (μεταβίβαση επιχείρησης – υποκατάσταση εργοδότη)

71/2016

Πρόεδρος: Αναστασία Κουτσογιαννούλη

Δικηγόροι: Αμφιτρίτη Καραβίδα, Αλεξάνδρα Ιωάννου

 

Μεταβίβαση (αδιαφόρως τρόπου) επιχείρησης επί συνέχισης της δραστηριότητας από τρίτο αν δεν μεταβάλλεται η ταυτότητά της, με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή, όπως όταν διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και δικαιολογείται η υπό του νέου φορέα ανάληψη των εργασιακών σχέσεων, μη μεταβολή δε εκ του ότι ο διάδοχος πρόσθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα.

Αυτοδίκαιη υποκατάσταση νέου εργοδότη στη θέση του παλαιού ως προς τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, ανεξαρτήτως γνώσης ή συναίνεσης εργαζομένων. Στα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα περιλαμβάνονται και τα συνδεόμενα με την αρχαιότητα και υπηρεσιακή εξέλιξη μισθωτών και ο νέος εργοδότης πρέπει να προσμετρήσει το χρόνο προϋπηρεσίας στον προηγούμενο εργοδότη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, αλλά και όταν η γένεση ή έκταση δικαιωμάτων εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου εργασίας.

Αν οι όροι εργασίας και αμοιβής στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ρυθμίζονταν με Κανονισμό, ΣΣΕ ή ΔΑ, δέσμευση του νέου εργοδότη εξ αυτών, ενώ αν αυτός απασχολούσε δικό του προσωπικό πριν τη μεταβίβαση οι άνω όροι δεν επεκτείνονται αυτοδίκαια και στους μισθωτούς της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και δεν καθίστανται, χωρίς ρητή συμβατική παραπομπή, όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας αυτών.

Μεταβίβαση ατομικής επιχείρησης ως σύνολο σε συσταθείσα εταιρία που συνέχισε τη δραστηριότητα στον ίδιο χώρο χωρίς μεταβολή ταυτότητας, αδιαφόρως αν και η ατομική επιχείρηση συνέχισε τη λειτουργία στον ίδιο χώρο για ικανό διάστημα πιθανόν για φορολογικούς ή ασφ. λόγους.

Η επί μακρόν σταθερή καταβολή επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας συνιστά μισθό, έστω και αν δεν πληρούνταν στο πρόσωπο του μισθωτού οι προϋποθέσεις καταβολής.

 

{…} H μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, εφόσον δηλαδή συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα, η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση και διατηρεί αυτή, υπό τον νέο φορέα, την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή (ΟλΑΠ 5/1994 Δνη 35. 1252, ΑΠ 259/2006 Δνη 48. 1405, ΑΠ 564/2005 Δνη 48. 469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997. 747, ΑΠ 1364/1992 Δνη 35. 1311, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992. 136, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992. 125, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990. 722, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993. 456, ΑΠ 942/1992 Δνη 35. 1038, ΑΠ 602/1980 ΕΕργΔ 1980. 534, ΕφΑθ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989. 403, ΕφΠατρ 61/1988 ΕΕργΔ 1988. 971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989. 518). Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει. Αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλαιός εργοδότης χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο διάδοχός του αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και να είναι, υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Θα πρέπει, δηλαδή, η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση ή εκμετάλλευση να διατηρεί την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και, συνεπώς, δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα τοιαύτα (νέα μηχανήματα, εγκατάστασης, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς τον σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κλπ).                Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους διατάξεων του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Ο ίδιος κανόνας περιέχεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ. της 16/18.7.1920, προκύπτει δε και από το άρθρο 8 του ν. 3514/1928. Όμοιο κανόνα περιέχει το άρθρο 3 παρ. 2 του π.δ. 572/1988, με το οποίο η Ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε προς την οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ 77/187, το ως άνω δε π.δ. ήδη αντικαταστάθηκε από το π.δ. 178/2002 και το οποίο εκδόθηκε προκειμένου οι διατάξεις της αρχικής οδηγίας 77/187/ΕΟΚ να τροποποιηθούν με τις διατάξεις της νεότερης οδηγίας 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 και να ενσωματωθούν εκ νέου στην Ελληνική έννομη τάξη. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του ν. 2112/1920, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, εφόσον διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης και η οικονομική της δραστηριότητα, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στη θέση του παλαιού σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξαρτήτως και από οποιαδήποτε γνώση ή συναίνεση των εργαζομένων (ΟλΑΠ 5/1994 ό.π., ΑΠ 1002/2004 Δνη 46. 445, ΑΠ 1553/2002 Δνη 45. 1344, ΑΠ 1222/1998 ΕΕργΔ 1999. 983, ΕφΑθ 1113/2002 Δνη 2002. 808). Tότε θεωρείται ότι συνεχίζεται με τους ίδιους όρους και συνθήκες η σύμβαση εργασίας με το νέο εργοδότη με το περιεχόμενο που είχε κατά το χρόνο μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, χωρίς καμιά μεταβολή των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Μεταβιβάζεται δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό εργοδότη στο νέο. Συνεπώς, στα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα περιλαμβάνονται και αυτά που συνδέονται με την αρχαιότητα και την υπηρεσιακή εξέλιξη και διατηρούνται βαρύνοντα στην ίδια έκταση και το διάδοχο (ΑΠ 1181/1995 ΔΕΝ 53. 1130, ΑΠ 371/1979 ΕΕργΔ 38. 861, Ιω. Ληξουριώτη, σελ. 471, 478, 480, Ιω. Κουκιάδη, σελ. 315, 325). Έτσι, ο νέος εργοδότης οφείλει να προσμετρήσει το χρόνο προϋπηρεσίας στον προηγούμενο εργοδότη όχι μόνο για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως, αλλά σε κάθε περίπτωση που η γένεση ή η έκταση δικαιωμάτων των εργαζομένων εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου απασχολήσεως. Αν οι όροι εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων που ανήκαν στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, ρυθμίζονταν με Κανονισμό, Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., ο νέος εργοδότης δεσμεύεται από τις πηγές αυτές στην έκταση που δεσμευόταν και ο παλαιός εργοδότης. Στην περίπτωση δε που ο νέος εργοδότης απασχολούσε ήδη δικό του προσωπικό πριν από τη μεταβίβαση, οι κανονιστικές διατάξεις των Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που ρυθμίζουν τους όρους εργασίας και αμοιβής του προσωπικού αυτού, δεν επεκτείνονται αυτοδικαίως και στο προσωπικό της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε, και πολύ περισσότερο οι εν λόγω διατάξεις δεν καθίστανται, χωρίς ρητή συμβατική παραπομπή σ’ αυτές, όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εν λόγω εργαζομένων.

{…} Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που, όπως συνομολογείται, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος συνήψε στις 17.9.1987, στη Ν.Ι. Ν. Μ., με τον μη διάδικο Σ. Ι., ο ενάγων προσελήφθη από τον τελευταίο, προκειμένου ο ίδιος (ενάγων), ο οποίος είναι κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδήγησης Γ’ κατηγορίας, να εργαστεί ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων στην ατομική επιχείρηση εμφιάλωσης και εμπορίας, χονδρικώς και λιανικώς, βιομηχανικών και ιατρικών αερίων, σε υγρή και αέρια κατάσταση, που ο Σ. Ι. διατηρούσε στο 3° χιλιομετρικό σημείο της Π.Ε.Ο Β.-Λ., σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας που προβλέπονταν από τις οικείες Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. για τους ομοίως εργαζόμενους (οδηγούς) σε εμπορικές επιχειρήσεις. Έκτοτε, προσέφερε προσηκόντως και αδιαλείπτως τη συμφωνηθείσα εργασία του στον ανωτέρω επιχειρηματία. Εν τω μεταξύ, με την υπ’ αριθμ. …/4.10.2000 πράξη του Συμβολαιογράφου Ι. Γ., που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ’ αριθμ. …/30.10.2000 φύλλο του τεύχους Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της ΕτΚ, συστάθηκε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με συμβαλλόμενους τον προαναφερθέντα Σ. Ι. και τους υιούς του Σ. Ι. και Ι. Ι. και έδρα της εταιρίας την παραπάνω έδρα της προηγηθείσας ατομικής επιχείρησης, ήτοι το 3ο χιλιομετρικό σημείο της Π.Ε.Ο. Β.-Λ.. Η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας ανατέθηκε και στους τρεις συμβαλλόμενους εταίρους, ενώ στη συνέχεια με το υπ’ αριθμ. …/9.12.2010 συμβόλαιο, του συμβολαιογράφου Ι. Π., που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Βόλου, τροποποιήθηκε η πράξη σύστασης και απεχώρησε από την εταιρία ο Σ. Ι., παραμένοντας ως μόνος διαχειριστής ο Ι. Ι. (βλ. το υπ’ αριθμ. …/20.12.2010 φύλλο του τεύχους Α.Ε. και Ε.Π.Ε. της ΕτΚ).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Σ. Ι., με τη σύσταση της εναγομένης εταιρίας, μεταβίβασε σ’ αυτήν την μέχρι τότε ατομική του επιχείρηση ως σύνολο, δηλαδή με όλο τον εξοπλισμό και το προσωπικό του, στο οποίο ανήκε και ο ενάγων. Έκτοτε, η εναγομένη ανέλαβε και συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα, στον ίδιο χώρο, χωρίς καμία μεταβολή της ταυτότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, αφού αυτή περιήλθε στην εναγομένη ως φορέα της μονάδας, ασκούσα, έναντι των εργαζομένων, τα εργοδοτικά της καθήκοντα, διατηρήθηκε δε ο υφιστάμενος δεσμός ως σύνολο και συνεχίστηκε ως οικονομική μονάδα, επελθούσης κατά τον τρόπο αυτό μεταβίβασης της επιχείρησης και μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, κατά την έννοια των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος συνεχίσθηκε με τους ίδιους όρους και συνθήκες, στην εναγομένη δε εταιρία, ως διάδοχο και νέο εργοδότη, μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από την εργασιακή αυτή σχέση. Μάλιστα, ο αρχικός εργοδότης του ενάγοντος Σ. Ι., ο οποίος στην ως άνω εναγομένη εταιρία ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, στις 2.7.2001, προέβη σε έγγραφη δήλωση αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του ενάγοντος και κάθε άλλου δικαιώματος που πήγαζε από τη σχέση εξαρτημένης εργασίας του στην ατομική του επιχείρηση, με ημερομηνία πρόσληψης 17.9.1987 και με την ειδικότητα του οδηγού, κατ’ επιταγή του νομικού κανόνα, που αμέσως προαναφέρθηκε, επί μεταβίβασης σύμβασης εργασίας σε έτερο εργοδότη. Στο κείμενο δε της δήλωσης, την οποία σημειωτέον αυθημερόν απεδέχθη ο ενάγων, αναφέρει ότι «Η σχέση εργασίας του (ενν. ενάγοντος) με την προηγούμενη ατομική επιχείρηση δεν καταγγέλλεται, αλλά η εργασιακή σχέση με την μορφή της εξαρτημένης εργασίας θα συνεχισθεί με την εταιρία (μεταβίβαση προσωπικού) με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ή με όσα από την εργατική νομοθεσία προβλέπονται για την ειδικότητα του οδηγού» (βλ. την από 2.7.2011 δήλωση και αποδοχή).

Η εναγομένη συνομολογεί την προϋπηρεσία του ενάγοντος σε άλλον εργοδότη, όχι όμως και τη διαδοχή της επιχείρησης, ισχυριζόμενη ότι μεταξύ της ίδιας και του ενάγοντος καταρτίσθηκε μία νέα σύμβαση εργασίας, αφού η μέχρι τότε υφιστάμενη μεταξύ του ενάγοντος και του Σ. Ι. στην ατομική επιχείρηση του τελευταίου, είχε ήδη λήξει με την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος στις 29.6.2001 και την εκ νέου πρόσληψη αυτού από την ίδια την εναγομένη στις 2.7.2001, με την ειδικότητα του οδηγού φορτηγού (βλ. την αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού με ημερομηνία 3.7.2001, στην οποία, ο ενάγων δεν έχει υπογράψει στη θέση του αποχωρήσαντα, καθώς και την από 2.7.2001 αναγγελία πρόσληψης). Προς επίρρωση δε των ως άνω αναφερομένων εκθέτει ότι η ατομική επιχείρηση του Σ. Ι. συνέχισε να λειτουργεί και να έχει εισοδήματα, διέκοψε δε τη δραστηριότητά της το έτος 2006, ήτοι πέντε έτη μετά την πρόσληψη του ενάγοντος από την εναγομένη (βλ. την από 8.2.2006 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία της ΔΟΥ Ν. Ι. Β.). Πλην όμως, τα παραπάνω αντικρούονται από την ίδια τη δήλωση αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του ενάγοντος και κάθε άλλου δικαιώματος που πηγάζει από τη σχέση εξαρτημένης εργασίας του, που υπέγραψε ο Σ. Ι., δηλώνοντας ρητά ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος δεν καταγγέλλεται, αλλά ότι θα συνεχισθεί με τη νέα εταιρία με τη μεταβίβαση προσωπικού σ’ αυτήν. Άλλωστε, το γεγονός ότι η εναγομένη ήταν η διάδοχος εταιρία προκύπτει και από το ότι η εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος ελάμβανε χώρα στους ίδιους χώρους που στεγάζονταν και η αρχική ατομική επιχείρηση και το έργο εκτελείτο από τα ίδια τα πρόσωπα που εργάζονταν στην αρχική ατομική επιχείρηση (ουδέν έγγραφο προσκομίζεται για την πρόσληψη άλλου προσωπικού) και με την ίδια υλικοτεχνική υποδομή (ουδέν έγγραφο προσκομίζεται για την αγορά από την εναγομένη καινούργιων μηχανημάτων) και επομένως, η εναγομένη εξαρτάτο από την τεχνογνωσία, τις υποδομές και το ανθρώπινο δυναμικό της αρχικής ατομικής επιχείρησης. Και πράγματι ο αρχικός εργοδότης Σ. Ι. εξακολούθησε τη λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης στον ίδιο χώρο που αυτή στεγάζονταν και στον οποίο στεγάζονταν πλέον και η εναγομένη, για χρονικό διάστημα ακόμη πέντε ετών από την ημερομηνία πρόσληψης του ενάγοντος από την εναγομένη. Η συνέχιση όμως της λειτουργίας της έγινε πιθανόν για φορολογικούς ή ασφαλιστικούς λόγους (ο Σ. Ι. γεννήθηκε 1.10.1943, βλ. την από 8.2.2006 βεβαίωση διόρθωσης προσωπικών στοιχείων φυσικού προσώπου της παραπάνω ΔΟΥ), αφού αφενός δεν προκύπτει ότι για τις ανάγκες λειτουργίας αυτής προσέλαβε και απασχολούσε άλλο προσωπικό, ενώ αφετέρου από το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2005, προκύπτει ότι τα ετήσια ακαθάριστα εισοδήματά του από εμπορικές επιχειρήσεις ανέρχονταν μόλις στο ποσό των 10.485,17 Ε.

{…} Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της παρεχομένης εργασίας του στην εναγομένη, μετέφερε με τα ανωτέρω φορτηγά εμφιαλωμένα βιομηχανικά και ιατρικά αέρια, και καταβάλλονταν σ’ αυτόν επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Η εναγομένη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, στις οποίες δεν ανήκει ο ενάγων. Από τις προσκομιζόμενες όμως, μετ’ επικλήσεως εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας προκύπτει η σταθερή και ομοιόμορφη καταβολή του εν λόγω επιδόματος στον ενάγοντα. ΄Ετσι, ο ενάγων και στην περίπτωση ακόμη που δεν πληρούνταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις καταβολής του, ελάμβανε την παροχή αυτή, με αποκλειστική πρωτοβουλία της εναγομένης – εργοδότριας, «εξ απλής ελευθεριότητος», αποτελούσα η καταβαλλόμενη για πολύ χρόνο παροχή μισθό (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση αριθμ. 1215 σελ. 630) και επομένως, ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσης της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος {…}.