70/2016 ΜονΠρΛαρ (Τακτική) (διεκδικητική αγωγής ακινήτου – περιγραφή ακινήτου – χρησικτησία επί τμημάτων του κοινού)

70/2016

Πρόεδρος: Χρυσοβαλάντης Λέτσιος

Δικηγόροι: Χριστόφορος Ζαρκάδας, Βασ. Δημηνίκος

 

Συνταγματικότητα της απαίτησης για το ορισμένο αγωγής.

Επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, ανάγκη περιγραφής του κατά θέση, έκταση και όρια σε οποιοδήποτε σημείο του δικογράφου, χωρίς μνεία των σημείων του ορίζοντα και των πλευρικών διαστάσεων που θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Ορισμένη η αγωγή και όταν στο δικόγραφο ενσωματώνεται τοπογραφικό διάγραμμα.

Αοριστία αγωγής αφού, καίτοι το επίδικο είναι τμήμα μείζονος ακινήτου, στην αγωγή και στο ενσωματωμένο διάγραμμα αποτυπώνεται όλο το μείζον ακίνητο και όχι το διεκδικούμενο τμήμα που προσδιορίζεται χωρίς μνεία ορίων και πλευρικών διαστάσεων.

Αοριστία, ασάφεια και αντιφατικότητα αγωγής, αφού ενώ αναφέρεται σε διανοία κυρίου άσκηση πράξεων νομής, εννοώντας την διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας επί διακριτών τμημάτων του όλου ακινήτου, ακολούθως ομιλεί περί «καθορισμού της χρήσης του εξ αδιαιρέτου αγρού» και περί «χρήσης διαιρετών τμημάτων», αναφορά που παραπέμπει σε ενοχική μεταξύ συγκυρίων διαφορά για τα όρια χρήσης του κοινού ακινήτου, η οποία δεν προσήκει σε διεκδικητική αγωγή.

Απαράδεκτη η αγωγή και ως προς τα κονδύλια καρπών και ηθικής βλάβης που εξαρτώνται από τη διεκδίκηση του ακινήτου.

 

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία των άρθρων 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Το αίτημα της αγωγής δεν θεωρείται επαρκώς ορισμένο, όταν από το εισαγωγικό δικόγραφο δεν προκύπτει ανενδοίαστα η ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο, επί εμπράγματων αγωγών, αναφέρεται στο επίδικο κινητό ή ακίνητο πράγμα. Ήδη στην Πολιτική Δικονομία του 1834 (άρθρο 534) οριζόταν ρητώς η υποχρέωση ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς ώστε να μη παραμένει καμία απολύτως αμφιβολία όσον αφορά στην ταυτότητά του (πρβλ. Μπαλή Εμπράγματον Δίκαιον, έκδ. δ § 91 σελ. 218/219). Όμοια διάταξη δεν περιελήφθη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διότι θεωρήθηκε περιττή ενόψει του άρθρου 216 ΚΠολΔ. Γίνεται λοιπόν δεκτό ότι επαρκής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς υπάρχει, όταν δεν γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητάς του, ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγής και το δικαστήριο να τάξει τις επιβαλλόμενες αποδείξεις και να εκδώσει απόφαση δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης. Η απαίτηση για ακριβή περιγραφή του επιδίκου και συγκεκριμένα του πράγματος επί εμπράγματης αγωγής, δεν αποτελεί μια στείρα τυπολατρία ή ένα άνευ ουσίας αυτοσκοπό που θέτει προσκόμματα στην ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης. Αντιθέτως, εξυπηρετεί όλους τους παράγοντες της πολιτικής δίκης, εξισορροπεί τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των διαδίκων και διατρέχει όλα τα στάδιά της πολιτικής δίκης, δηλαδή την έγγραφη προδικασία, την απόδειξη, τα ένδικα μέσα (με την καθιέρωση και ειδικού λόγου αναίρεσης, σε περίπτωση μη απόρριψης αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, αν και δεν περιείχε τα κατά νόμο στοιχεία) και την αναγκαστική εκτέλεση. Η απαίτηση για το ορισμένο της αγωγής είναι απολύτως συμβατή με το κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα δικαστικής προστασίας και με το κατ’ άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (Ν.Δ. 53/1974), σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη λεγόμενη «δίκαιη δίκη» ενώπιον δικαστηρίου που θα αποφασίσει «επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως…» και το οποίο προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα την πλήρη περιγραφή και σαφή οριοθέτηση των υπό κρίση του δικαστηρίου αμφισβητήσεων. Ειδικότερα, στη διεκδικητική αγωγή ακινήτου, για την πληρότητα του δικογράφου, ο ενάγων οφείλει να περιγράψει το επίδικο κατά θέση, έκταση και όρια, σε οποιοδήποτε σημείο του δικογράφου, δηλαδή και με συνδυασμό του ιστορικού με το αιτητικό τμήμα του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη επίκλησης των σημείων του ορίζοντα και των πλευρικών διαστάσεων, διότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να προκύψουν και από τις αποδείξεις. Ορισμένη είναι η διεκδικητική αγωγή και όταν στο δικόγραφο ενσωματώνεται τοπογραφικό διάγραμμα του ακινήτου. Ανάγκη παράθεσης λεπτομερέστερων στοιχείων παρίσταται όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, διότι εμφιλοχωρεί σοβαρός κίνδυνος σύγχυσης με άλλα τμήματα του ίδιου ακινήτου. Η αοριστία του δικογράφου ως προς την περιγραφή του ακινήτου έχει ως δικονομική συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, διότι δημιουργείται σύγχυση και ασάφεια ως προς την ταυτότητα του επιδίκου. Η αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν αυτά δεν προσαρτώνται ήδη και στην αγωγή (ΑΠ 1347/2010, 503, 999/2009, 765/2008, 1582/2002 Νόμος· Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, τέταρτη έκδοση, 2006, σελ.66-68, Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο, δεύτερη έκδοση, 2010, παρ. 58 αριθμ. 23, σελ. 710)

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενό της διορθώθηκε παραδεκτώς με τις προτάσεις ως προς την αξία του επιδίκου, ο ενάγων Α. Μ. εκθέτει ότι με νομίμως μεταγεγραμμένη δήλωση αποδοχής κληρονομίας βάσει ιδιόγραφης διαθήκης του προηγούμενου συγκυρίου πατέρα του Ι. Μ., έγινε συγκύριος του ενός δευτέρου εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 1.084,24 τμ, συνολικής αγοραίας αξίας 50.000 Ε, κειμένου στη Β. Α. Νομού Λ., περιγραφόμενου ολόκληρου, κατά θέση, έκταση και όρια και εμφανιζόμενου στο από μηνός Νοεμβρίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Β. που έχει ενσωματωθεί στην αγωγή «ότι συγκύριος του υπόλοιπου ενός δευτέρου εξ αδιαιρέτου ήταν ο πατέρας του εναγομένου, Κ. Μ. και ότι με κοινή άτυπη συμφωνία των δικαιοπαρόχων των διαδίκων, Ι. και Κ. Μ., είχε κατανεμηθεί η χρήση του ακινήτου σε δύο ίσα διαιρετά τμήματα, εμβαδού 542,12 τμ το καθένα, και ο μεν δικαιοπάροχος του ενάγοντος έκανε χρήση του νότιου τμήματος, ο δε δικαιοπάροχος του εναγομένου έκανε χρήση του βόρειου τμήματος του ακινήτου» ότι το πρώτο δεκαήμερο Οκτωβρίου 2012 ο εναγόμενος χωρίς δικαίωμα εισήλθε στο «διαιρετό κατά χρήση» νότιο τμήμα και συνέλεξε τον ελαιόκαρπο των εκεί ελαιοδένδρων, προσβάλλοντας το δικαίωμα του ενάγοντος. Κατόπιν τούτου, ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί ως κύριος του νότιου διαιρετού τμήματος του ακινήτου, να διαταχθεί η απόδοση του τμήματος αυτού στον ενάγοντα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 3.000 Ε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ποσό 800 Ε που εισέπραξε από την πώληση ταυ ελαιοκάρπου, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά έξοδα. Η αγωγή εισάγεται αρμοδίως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατ’ άρθρα 14 παρ. 2, 22 και 29 ΚΠολΔ προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία. {…} Περαιτέρω, όμως, από την αυτεπάγγελτη υπό του δικαστηρίου επισκόπηση του δικογράφου (σχετικό ισχυρισμό πρόβαλε και ο εναγόμενος στις προτάσεις του, στη σελίδα 5), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής δεν περιλαμβάνει τα εκ του νόμου αναγκαία στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ορισμένη η αγωγή και παραδεκτώς να προχωρήσει το δικαστήριο στην ουσιαστική εξέτασή της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής, επίδικο είναι το νότιο διαιρετό τμήμα ενός ακινήτου (οικοπέδου) στη Β. Α., δηλαδή συγκεκριμένο τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου. Παρά ταύτα, στην αγωγή και μάλιστα αφ’ ενός στο ιστορικό και αιτητικό αυτής και αφ’ ετέρου στο ενσωματωμένο στη δεύτερη σελίδα τοπογραφικό διάγραμμα, περιγράφεται και αποτυπώνεται αντιστοίχως ολόκληρο το ακίνητο και όχι το διεκδικούμενο τμήμα του ακινήτου, το οποίο προσδιορίζεται μόνο κατά θέση και έκταση και δεν αναφέρονται καθόλου τα όριά του. Η μνεία του εμβαδού (542,12 τμ, που είναι το ήμισυ του συνολικού εμβαδού όλου του ακινήτου) και ο προσδιορισμός του επιδίκου ως «ευρισκόμενου στη νότια πλευρά του όλου ακινήτου», δεν επαρκούν ώστε να προσδιορισθεί με τη δέουσα ακρίβεια το αντικείμενο της αγωγής. Επειδή πρόκειται περί διεκδίκησης τμήματος ακινήτου, και όχι ιδανικού μεριδίου, όφειλε ο ενάγων να προσδιορίσει τα όρια του διεκδικούμενου τμήματος ακινήτου και τις πλευρικές διαστάσεις του, ώστε να είναι πλήρης η περιγραφή, να εκτιμηθούν οι αποδείξεις (σχετικά με τις οποίες πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά περί ελαιοδένδρων και αντίστοιχης με τον αριθμό αυτών εδαφικής επιφάνειας) και να αποτελεί η απόφαση σαφή και δεκτικό αναγκαστικής εκτέλεσης τίτλο, σε περίπτωση θετικής έκβασης της δίκης για τον ενάγοντα. Η αναγκαία αυτή περιγραφή μπορούσε να έχει γίνει με αναφορά στο τοπογραφικό διάγραμμα, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο τοπογραφικό αποτυπώνεται ολόκληρο το ακίνητο. Επομένως, η περιγραφή του επίδικου ακινήτου στην αγωγή είναι ανεπαρκής και ασαφής.

Εξ άλλου, το ιστορικό του δικογράφου χαρακτηρίζει η αντιφατικότητα, εξ αιτίας της οποίας καθίσταται ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, και για την κατωτέρω αιτία. Στην αρχή του δικογράφου ιστορείται ότι ο ενάγων κατέστη συγκύριος 1/2 εξ αδιαιρέτου (δηλ. ιδανικού μεριδίου) με τίτλο κτήσης την κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος στις 10.1.2011 πατρός του και δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/15.6.2012 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Ι.Τ.-Ζ., νομίμως μεταγεγραμμένης στον τόμο … και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α.. Εξακολουθεί λέγοντας ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοι αυτού και του εναγομένου, Ι. και Κ. Γ. Μ., ασκούσαν συγκεκριμένες πράξεις νομής σε δύο ίσα διαιρετά τμήματα του (τότε αγροτικού) επίδικου ακινήτου επί 30 και πλέον έτη και ότι ο δικός του δικαιοπάροχος ασκούσε τις πράξεις αυτές νομής με διάνοια κυρίου του νότιου διαιρετού τμήματος. Αντίθετα προς τον ισχυρισμό του εναγομένου, η διάνοια κυρίου, ως τεχνική νομική έννοια – anίmus rem sibi habendi -, εκφράζεται νομίμως στο συγκεκριμένο σημείο του δικογράφου με τις φράσεις: «…ώστε να προκύπτει αδιαμφισβήτητα η κυριότητα … στο διαιρετό αυτό τμήμα και να γνωρίζουν οι όμοροι ιδιοκτήτες ποιος είναι ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου (αγρού) και επίσης σε ποιον να απευθύνονται οι αγοραστές (έμποροι) των καρπών (ελιών), έτσι ώστε να καθίσταται πασιφανές ότι αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή έχει ο πατέρας μου στο διαιρετό αυτό τμήμα» (σελίδα 3η της αγωγής). Ενώ, όμως, έχει ήδη αναφερθεί στη διανοία κυρίου άσκηση πράξεων νομής και εννοεί την διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας επί διακριτών τμημάτων του όλου ακινήτου, αμέσως στη συνέχεια (σελίδα 4η του δικογράφου) ο ενάγων ομιλεί περί «καθορισμού της χρήσης του εξ αδιαιρέτου αγρού» και περί «χρήσης των διαιρετών τμημάτων». Η αναφορά αυτή παραπέμπει σε ενοχική μεταξύ συγκυρίων διαφορά για τα όρια χρήσης του κοινού ακινήτου, η οποία όμως δεν προσήκει σε διεκδικητική αγωγή, όπως είναι η κρινόμενη σύμφωνα με την κατάστρωση του αιτητικού και ιστορικού της. Ενδιάμεσα, στην τέταρτη σελίδα επανέρχεται στη διανοία κυρίου άσκηση πράξεων νομής, αλλά όχι όπως στη σελίδα 3 με διάνοια αποκλειστικού κυρίου επί διακριτού τμήματος του ακινήτου, αλλά «με διάνοια συγκυρίου και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ασκώντας επ’ αυτού (του διαιρετού τμήματος) τις αναφερόμενες αναλυτικά παραπάνω πράξεις νομής…». Οι έννοιες της άσκησης πράξεων νομής με διάνοια εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας και της άσκησης τέτοιων πράξεων με διάνοια κυρίου διαιρετού τμήματος, είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Στην 5η σελίδα του δικογράφου (πέμπτη παράγραφος) ιστορεί ο ενάγων, υποπίπτοντας στην ίδια αντίφαση όπως και παραπάνω, ότι «…ο εναγόμενος … γνώριζε ότι ήμουν συγκύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτού και δη του Νότιου τμήματος του όλου ακινήτου και ότι δεν είχε δικαίωμα στη νομή του» και ότι (στην τελευταία παράγραφο της ίδιας σελίδας) «…το επίδικο αυτό τμήμα, δηλαδή το ήμισυ του όλου ακινήτου και συγκεκριμένα το Νότιο τμήμα αυτού ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή σ’ εμένα και πρέπει να αναγνωρισθεί η κυριότητά μου πάνω σ’ αυτό και να διαταχθεί η απόδοσή του σε εμένα». Η κατά τα ανωτέρω εναλλαγή αντιφατικών και ασύμβατων μεταξύ τους πραγματικών περιστατικών (εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα, αποκλειστική κυριότητα του ενάγοντος σε διαιρετό τμήμα του ακινήτου, συμφωνία για χρήση απλώς διαιρετών τμημάτων του κοινού ακινήτου), τα οποία (εναλλασσόμενα πραγματικά περιστατικά) αλληλαποκλείονται και διαφοροποιούν τη νομική βάση και το θέμα απόδειξης, προσδίδει ασάφεια στο δικόγραφο της αγωγής, εξ αιτίας της οποίας, πέραν της έλλειψης περιγραφής του επιδίκου, είναι επιπροσθέτως απορριπτέα η αγωγή ως απαράδεκτη.

ΙΙΙ. Επομένως, δεδομένου και ότι τα κονδύλια των καρπών και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαρτώνται από τη διεκδίκηση του ακινήτου, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου ως απαράδεκτη…