82/2016 ΤρΕφΛαρ (απόδειξη δημοσίων εγγράφων – προσβολή εγγράφου ως πλαστού)

82/2016

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγήτρια: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Νικ. Εμμανουηλίδης, Αργυρούλα Τσακανίκα

 

Δημόσια έγγραφα τα συντασσόμενα κατά τους νόμιμους τύπους από λειτουργικά και καθ’ ύλην αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή ασκούντα δημόσια υπηρεσία. Πλήρης απόδειξή τους έναντι όλων ως προς τα επιχειρηθέντα από ή ενώπιον του συντάκτη τους αλλά δυνατότητα προσβολής ως πλαστών κατά τη νόμιμη διαδικασία.

Πλαστογραφία είτε με εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου, είτε με αλλοίωση γνησίου με εξάλειψη ή προσθήκη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Επί δημοσίου εγγράφου, πλαστογραφία και η διανοητική, ήτοι η υπό του συντάκτη ή εκδότη βεβαίωση ψευδών περιστατικών.

Προσβολή εγγράφου ως πλαστού με αγωγή, ένσταση, έφεση ή ανακοπή κατά δ/γής πληρωμής, ή και με τις προτάσεις αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, άλλως μόνο κατ’ ένσταση με τους περιορισμούς των 269 και 527 ΚΠολΔ, που ισχύουν και αν η πλαστογραφία αποδίδεται μεν σε ορισμένο πρόσωπο αλλά το αδίκημα παραγράφηκε.

Αγωγή αναγνώρισης πλαστότητας προικοσυμβολαίου λόγω του ότι σε αυτό συμβλήθηκε και ο τότε ανήλικος ενάγων ως προικοδότης, δίχως τήρηση νόμιμων διατυπώσεων ως προς την εκπροσώπηση και υπογραφή του. Κάλυψη άνω σχετικής ακυρότητας, καθόσον δεν προσβλήθηκε αφότου ενηλικιώθηκε. Ουσία αβάσιμη αγωγή, καθόσον ο ενάγων σε προηγούμενη δίκη επί αγωγής κυριότητας του νυν εναγόμενου δεν αμφισβήτησε το κύρος του προικοσυμβολαίου, δημιουργήσας έτσι βάσιμα πεποίθηση ότι δεν θα επιδιώξει ακύρωσή του.

 

{…} 2. Ο ενάγων, με την από 15.1.2005 (αριθ. κατάθ. 48/14.2.2007) αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1949 συμβολαίου συνεστήθη υπέρ της αδελφής του Μ. Κ., η οποία είναι δικαιοπάροχος του εναγομένου, προίκα επί του ειδικότερα περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου. Ότι η μητέρα του εναγομένου μεταβίβασε στον τελευταίο λόγω γονικής παροχής το επίδικο ακίνητο, μολονότι δεν είχε σχετικό δικαίωμα, διότι ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα αυτού, καθόσον το ανωτέρω προικοσυμβόλαιο είναι άκυρο ως πλαστό, καθόσον στο ανωτέρω συμβόλαιο φέρεται ψευδώς ότι συμβλήθηκε ο ίδιος (ενάγων), πλην όμως αυτός ούτε εκπροσωπήθηκε ούτε υπέγραψε σ’ αυτό ως προικοδότης, αλλά η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησε να αναγνωρισθεί η πλαστότητα του προρρηθέντος συμβολαίου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

3. Κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ «έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού». Δημόσια έγγραφα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι όσα έχουν συνταχθεί από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, εντός των ορίων της κατά λειτουργία, καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς του, μετά από τήρηση των νόμιμων τύπων. Ως νόμιμος τύπος νοούνται οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία δημοσίων εγγράφων, για δε το συμβολαιογραφικό έγγραφο ισχύουν τα οριζόμενα στα άρθρα 8-17 Ν. 670/1977. Η αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων διαφοροποιείται, με βάση το είδος των πραγματικών γεγονότων που αναφέρονται στα εν λόγω έγγραφα. Κατά την προαναφερθείσα διάταξη τα δημόσια έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξη απέναντι όλων ως προς τα γεγονότα που επιχειρήθηκαν από τον συντάκτη τους ή ενώπιόν του. Στα γεγονότα αυτά εντάσσονται οι βεβαιώσεις για τον τόπο και χρόνο σύνταξης του εγγράφου, για την εμφάνιση και παρουσία των μερών, για την ανάγνωση και παρουσία των μαρτύρων, για τη μέτρηση των χρημάτων ενώπιον του συμβολαιογράφου. Ως προς τα ανωτέρω γεγονότα δεν χωρεί ανταπόδειξη, αλλά παρέχεται μόνο δυνατότητα προσβολής των εγγράφων ως πλαστών κατά τη διαγραφομένη από το νόμο διαδικασία (άρθρα 460 επομ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η πλαστογραφία ενός εγγράφου μπορεί να συνίσταται είτε στην κατάρτιση αυτού, δηλαδή στην από την αρχή σύνθεση από τον δράστη εγγράφου που δεν υπήρχε πριν, εμφανιζόμενο ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο, είτε στην αλλοίωση της έννοιας γνησίου εγγράφου, που γίνεται με εξάλειψη ή προσθήκη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Προκειμένου δε περί δημοσίου εγγράφου, ως πλαστογραφία νοείται και η διανοητικού περιεχομένου, συνισταμένη στην εκ μέρους του συντάκτη ή εκδότη βεβαίωση ψευδών περιστατικών. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 461 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσβολή ενός εγγράφου ως πλαστού μπορεί να γίνει με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή κατ’ ένσταση, με το δικόγραφο της έφεσης ή την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ή και με τις προτάσεις εφόσον η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο. Αν όμως η πλαστογραφία δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού μπορεί να προταθεί μόνο κατ’ ένσταση και υπό τους περιορισμούς των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, τα ίδια δε ισχύουν και όταν η πλαστογραφία αποδίδεται μεν σε ορισμένο πρόσωπο πλην όμως το αδίκημα παρεγράφη (ΑΠ 1974/2008 Νόμος).

4. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1928 πέθανε χωρίς διαθήκη στο Β. ο Ι. Μ.. Αυτός κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Κ.χήρα Ι. Μ. και τα έξι τέκνα του Ρ. σύζυγο Γ. Ε., Φ. σύζυγο Μ. Φ.., Γ. Μ., Τ. σύζυγο Ε. Τ., Α. Μ., Γ. σύζυγο Κ. Ν. και Μ. σύζυγο Δ. Κ.. Με το υπ’ αριθμ. …/29.10.1949 προικοσύμφωνο, οι κληρονόμοι Γ. Μ. και Α. Μ. και η ίδια η Μ. Μ. σύζυγος Δ. Κ., συνέστησαν προς την τελευταία ως αδιατίμητη προίκα τα 9/28 εξ αδιαιρέτου ενός ελαιοπεριβόλου έκτασης δύο στρεμμάτων με είκοσι ελαιόδενδρα, που βρίσκεται στη θέση «Κ.-Α.» με όρια τις ιδιοκτησίες κληρονόμων Κ. Μ., Χ. Μ. και δρόμο. Οι Γ. και Α. Μ. ήσαν κατά το χρόνο κατάρτισης του παραπάνω συμβολαίου ανήλικοι και δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις ως προς αυτούς αναφορικά με την εκπροσώπησή τους και την υπογραφή του εν λόγω συμβολαίου. Η προκληθείσα από την παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων ως προς τους ανηλίκους ακυρότητα, ως σχετική, καλύφθηκε, καθόσον οι ανωτέρω προικοδότες δεν προσέβαλαν το συμβόλαιο συστάσεως προικός, αφότου κατέστησαν ενήλικοι, όπως έγινε δεκτό με την υπ’ αριθμ. 468/1999 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία κατέστη αμετάκλητη, καθόσον με την υπ’ αριθμ. 1407/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του ήδη ενάγοντος – εκκαλούντος.

Αναφορικά με τη μη προσβολή του κύρους του παραπάνω προικοσυμβολαίου, πρέπει να αναφερθεί ότι ο ενάγων ουδέποτε κατά το παρελθόν επιδίωξε την ακύρωσή του, ούτε με ένσταση, παρά μόνο με την ένδικη αγωγή για πρώτη φορά, η οποία ασκήθηκε εντός του έτους 2007. Συγκεκριμένα, ο ενάγων σε προγενέστερο πολυετή δικαστικό αγώνα, που προκλήθηκε κατόπιν άσκησης αγωγής του ήδη εναγόμενου το έτος 1995, με την οποία ο τελευταίος επεδίωξε την αναγνώριση της κυριότητάς του στο ως άνω ακίνητο, ισχυρίσθηκε μαζί με τους υπόλοιπους εναγόμενους, στα πλαίσια προβολής των αμυντικών ισχυρισμών τους, ότι η δικαιοπάροχος – μητέρα του εναγομένου, Μ., θυγατέρα Ι. Μ (και σύζυγος Δ. Κ.), υπέρ της οποίας συνεστήθη η προίκα, αντάλλαξε και γενικότερα ότι μεταβίβασε υπέρ του νυν ενάγοντος το προικώο και επίδικο, κατ’ εκείνο το δικαστικό αγώνα, ακίνητο και περαιτέρω αυτός (ενάγων) ισχυρίσθηκε ότι η υπέρ ης η προίκα παραιτήθηκε υπέρ του ήδη ενάγοντος της κυριότητας του προικώου, με το υπ’ αριθμ. …/1-11-1958 διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Π. Π., στο οποίο συμβλήθηκαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Ι. Μ., πλην της δικαιοπαρόχου του ήδη εναγομένου, Μ. Κ.. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί που προέβαλε ο ήδη ενάγων κρίθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι από το Εφετείο Λάρισας, το οποίο έκρινε ότι ο ήδη εναγόμενος είναι κύριος του προικώου ακινήτου. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται εν προκειμένω όχι όσον αναφορά το δεδικασμένο επί της αγωγής κυριότητας του ήδη εναγομένου, αλλά μόνο ενόψει του ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο ήδη ενάγων σε οποιοδήποτε στάδιο του δικαστικού αγώνα με αφορμή και αιτία την αγωγή κυριότητας που άσκησε ο ήδη εναγόμενος, αμφισβήτησε το κύρος του προικοσυμβολαίου. Ποτέ δηλαδή ο ήδη ενάγων καθ’ όλη τη διάρκεια του παραπάνω δικαστικού αγώνα δεν επικαλέστηκε ότι η συσταθείσα διά του παραπάνω προικοσυμβολαίου προίκα πάσχει από ακυρότητα λόγω πλημμελειών της εκπροσώπησης και υπογραφής του συμβολαίου αυτού, ώστε να μην είναι δυνατή η προσπόριση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου στη μητέρα του εναγομένου, υπέρ της οποίας συνεστήθη η προίκα επί του επιδίκου ακινήτου. Ως εκ του λόγου αυτού βάσιμα δημιουργήθηκε η πεποίθηση στον εναγόμενο – εφεσίβλητο ότι ο ενάγων δεν θα επιδιώξει την δικαστική ακύρωση του προικοσυμβολαίου με το οποίο η δικαιοπάροχος μητέρα του απέκτησε το προαναφερθέν ακίνητο, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη…