50/2016 ΤρΕφΛαρ (αμοιβή ή αποζημίωση μελών ΔΣ της ΑΕ)
50/2016[1]
Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης
Εισηγήτρια: Σοφία Καραγιάννη
Δικηγόροι: Δημ. Γίτσας – Πέτρος Δημοβέλης, Μαρία Γαλλιού
Καταβολή υπό ΑΕ στα μέλη του ΔΣ κάθε άλλης (εκτός της συμμετοχής στα κέρδη) αμοιβής ή αποζημίωσης μη οριζόμενης κατά ποσό στο καταστατικό, κατόπιν ειδικής απόφασης της τακτικής ΓΣ, όπως όταν ο καθορισμός της περιέχεται ως ειδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης και γίνεται αυτοτελής ψηφοφορία.
Δυνατότητα αμοιβής των συμβούλων με χρηματική ή μη παροχή κατά την παροχή υπηρεσιών, ως και μετά τη λήξη της θητείας ως αποζημίωση ή σύνταξη.
Αντιδιαστολή των άνω από τις συμβάσεις ΑΕ με μέλη του ΔΣ για τις οποίες, αν εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής, απαιτείται έγκριση ΓΣ.
Δυνατή συρροή στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του διοικ. συμβούλου και του υπαλλήλου της ΑΕ με εργασιακή σύμβαση, διό αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού ως συμβούλου μη ανάγκη έγκρισης της ΓΣ.
Παραβίαση των 173 και 200 ΑΚ αν το δικαστήριο δεν τα εφαρμόζει καίτοι διαπιστώνει κενό ή αμφιβολία, ή τα εφαρμόζει καίτοι δέχεται σαφήνεια της δικαιοπραξίας. Μη υποχρέωση δικαστηρίου να εξειδικεύσει τις αρχές καλής πίστης και μη δέσμευσή του εξ ισχυρισμών των διαδίκων, δυνάμενο να αντλήσει και στοιχεία εκτός της σύμβασης.
Απόφαση καταβολής στους συμβούλους αμοιβών με καθορισμό ανώτερου ορίου (πλαφόν) ποσού μη καθοριζόμενου στο καταστατικό χωρίς ορισμό ειδικότερα των προσώπων. Ασάφεια και ερμηνεία ότι αληθής βούληση δεν ήταν η παροχή ορισμένης αμοιβής στους συμβούλους, μη συγκεκρινοποιηθείσας.
{…} 2. Στο άρθρο 24 Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4237/1962, ορίζεται ότι «Παρ. 1. Πάσα επί των κερδών χορηγούμενη εις μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αμοιβή, δέον να λαμβάνεται εκ του απομένοντος υπολοίπου των καθαρών κερδών μετά την αφαίρεσιν των κρατήσεων διά τακτικού αποθεματικού και του απαιτουμένου ποσού προς διανομή του πρώτου μερίσματος υπέρ των μετόχων, ίσον τουλάχιστον προς 6% επί του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου», «παρ. 2. Πάσα ετέρα, μη καθοριζομένη κατά ποσόν υπό του καταστατικού, χορηγούμενη δε εξ οιουδήποτε λόγου εις συμβούλους αμοιβή ή αποζημίωση θεωρείται βαρύνουσα την εταιρίαν μόνον εάν εγκριθεί δι` ειδικής αποφάσεως της τακτικής γενικής συνελεύσεως. Αυτή δύναται να μειωθεί υπό του Δικαστηρίου εάν κατ’ αγαθήν κρίσιν είναι υπέρογκος και αντετάχθησαν κατά της ληφθείσης αποφάσεως μέτοχοι εκπροσωπούντες το 1/10 του εταιρικού κεφαλαίου». «παρ. 3. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζεται προκειμένου περί αμοιβών οφειλομένων εις μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δι’ υπηρεσίας αυτών παρεχομένας εις την Εταιρείαν επί τη βάσει ειδικής σχέσεως μισθώσεως εργασίας ή εντολής». Στο άρθρο 23α του Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών» ορίζεται ότι: «Παρ. 1: Δάνεια της εταιρίας προς ιδρυτάς μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, Γενικούς Διευθυντάς ή Διευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας συμπεριλαμβανομένου, ή συζύγους των ανωτέρω, ως και παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ` οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα, «παρ. 2: Οιαιδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρίας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγουμένης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντεντάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον 1/8 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αυτή δεν ισχύει προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχόμενης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρίας μετά των πελατών της».
Από τις διατάξεις αυτές, από τις οποίες οι μεν του άρθρου 23 θέτουν περιορισμούς στην μετά της εταιρίας δικαιοπρακτική συναλλαγή ορισμένων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα μέλη του ΔΣ, διότι τα πρόσωπα αυτά, λόγω της ιδιότητας και της θέσης τους στην εταιρία είναι δυνατόν να συντελέσουν αποφασιστικά στη σύναψη επιζήμιων για την εταιρία συμβάσεων προς «ίδιον όφελος», οι δε του άρθρου 24 ρυθμίζουν το εντελώς διάφορο θέμα της παροχής αμοιβών ή αποζημιώσεων μόνον στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις υπό την ιδιότητα αυτών παρεχόμενες υπηρεσίες (ΑΠ Ολ 32/1975), συνάγεται σαφώς ότι η ανώνυμη εταιρία μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση καταβολής στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οποιασδήποτε άλλης, δηλαδή εκτός της συμμετοχής τους στα κέρδη, μη καθοριζόμενης κατά ποσό στο καταστατικό αμοιβής ή αποζημιώσεως, που επιβαρύνουν την εταιρική περιουσία και καταβάλλονται όπως τα άλλα γενικά έξοδα ανεξάρτητα από την ύπαρξη κερδών ή ζημιών, μόνον με ειδική απόφαση της τακτικής γενικής συνελεύσεως (και όχι έκτακτης). Για να είναι δε ειδική η πιο πάνω απόφαση πρέπει ο καθορισμός της αμοιβής ή της αποζημίωσης να περιέχεται ως ειδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης και να διεξαχθεί σχετικά αυτοτελής ψηφοφορία. Η ανωτέρω αμοιβή των συμβούλων μπορεί να οφείλεται τόσο κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών τους, όσο και μετά το διάστημα αυτό, ως αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας τους και την αποχώρησή τους ή ως σύνταξη προς τον σύμβουλο ή προς μέλος της οικογενείας του και μπορεί να συνίσταται στην καταβολή οποιουδήποτε είδους αμοιβής ή αποζημίωσης, όπως πάγια αντιμισθία κλπ, αποζημίωση κατά συνεδρίαση, συμμετοχή στις πωλήσεις ή στις προμήθειες, καθώς και σε άλλες μη χρηματικές παροχές όπως στη χρήση αυτοκινήτου της εταιρίας, δωρεάν εισιτήρια (ΕφΑθ 2752/2011 ΔΕΕ 2011. 1147)) (Παμπούκη, Αμοιβή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, Αρμ 1982, 183). Κατά συνέπεια, η ανάληψη της πιο πάνω υποχρεώσεως της εταιρίας, σαφώς αντιδιαστέλλεται από τις συμβάσεις που συνάπτονται από την εταιρία με τα μέλη του ΔΣ της, για τις οποίες, εφόσον εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρίας, απαιτείται έγκριση της γενικής συνέλευσης (τακτικής ή έκτακτης) σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 23α Ν. 2190/1920 (ΑΠ 421/2000, Νόμος). Σημειωτέον ότι οι αμοιβές που μπορούν να παρέχονται στους συμβούλους της ανώνυμης εταιρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 κ.ν. 2190/1920 είναι δύο ειδών αμοιβές για την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, που δεν αντλούνται από την ίδια πηγή, η μία αντλείται από τα κέρδη της εταιρίας και η άλλη βαραίνει τα γενικά της έξοδα καθώς και η αμοιβή για τυχόν πρόσθετη ιδιότητά τους ως απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ή έργου, η οποία μπορεί να αντλείται από τα κέρδη της εταιρίας ή να βαραίνει τα γενικά έξοδα (Γ. Παμπούκη, ό.π. σελ 181). Έτσι, δεν αποκλείεται να συρρέουν στο ίδιο πρόσωπο και οι δύο ιδιότητες, δηλαδή του μέλους του δ.σ. και του υπαλλήλου της ανώνυμης εταιρείας με εργασιακή σύμβαση, όποτε μάλιστα, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του μισθωτού και ως διευθύνοντας συμβούλου, δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσης εργασιακής συμβάσεως με απόφαση της γενικής συνελεύσεως (ΑΠ 1364/1990 Δνη 1992. 796).
3. Από το άρθρο 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μπορεί δε και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά της απόφασης παραπονιέται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι αυτή ήταν αόριστη, μη νόμιμη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους παραπάνω λόγους, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα και δεν αρκεί απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ (ΑΠ 92/2015 Νόμος). Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο ενάγων ζητεί τις αμοιβές του έναντι της εταιρίας για τις υπηρεσίες του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας, αρκεί να γίνεται επίκληση ότι οι αμοιβές αυτές εγκρίθηκαν από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρίας με ειδική απόφασή της (ΕφΑθ 2752/2011 ό.π.).
Τέλος, το δικαστήριο παραβιάζει τους κανόνες που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, μολονότι διαπιστώνει, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Για τη διαμόρφωση σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών και πώς η σχετική δήλωση του ενός μέρους αναμενόταν να εκληφθεί από το άλλο μέρος. Έτσι, κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο. Το δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του κρίση, δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει και στοιχεία εκτός της σύμβασης που θα προταθούν από τους διαδίκους (ΑΠ 10/2011 Νόμος).
4. Με την από 15.12.2011 (αριθ. καταθ. 661/11) αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορούσε ότι είναι μέτοχος της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας που εδρεύει στη Λ. και έχει ως αντικείμενο τη διενέργεια επ’ αμοιβή εμπορευματικών μεταφορών. Ότι από 27.6.1995 και έως 30.6.2005 ήταν απλό μέλος και από 30.6.2005 έως 30.6.2010 διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, ενώ παραλλήλως συνδέεται με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δυνάμει της οποίας παρείχε καθημερινά την εργασία του υπαλλήλου γραφείου από 1.10.1993 έως 30.6.2011, οπότε και η εναγομένη κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση. Ότι με τις ειδικές αποφάσεις των κατ’ έτος τακτικών γενικών συνελεύσεων της εταιρίας εγκρίθηκαν οι αμοιβές, κατά το αναφερόμενο σ’ αυτές ποσό, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου με την μορφή της μηνιαίας αντιμισθίας, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 2190/1920 και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 του καταστατικού, βάσει του οποίου προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης αποζημίωσης στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας στο ποσό που θα ορίζεται από την τακτική γενική συνέλευση με ειδική απόφαση. Ότι, εντούτοις, η εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει τις εγκριθείσες αμοιβές λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του δ.σ αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 344.581,37 Ε για νομίμως εγκριθείσες αμοιβές λόγω της ιδιότητάς του ως μέλος του δ.σ. της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής που συζητήθηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 12/2014 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 24 § 2 κ.ν. 2190/1920 και 176 ΚΠολΔ, απορριπτομένων, σιγή, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής, ενώ κρίθηκαν ορισμένες και νόμιμες οι κατά δικονομική επικουρικότητα προβαλλόμενες ενστάσεις και ειδικότερα η ένσταση παραγραφής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2005, η ένσταση καταβολής (όπως και η αντένσταση του ενάγοντος περί καταβολής για άλλη αιτία) καθώς και η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος, και στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης της έρευνας των ενστάσεων ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων – εκκαλών άσκησε την υπό κρίση έφεση καθώς και τους πρόσθετους λόγους αναγόμενους στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω η υπό κρίση αγωγή, με το εκτιθέμενο στην υπό στοιχείο 4 σκέψη της παρούσας απόφασης περιεχόμενο και αίτημά της, ελέγχεται ορισμένη και νόμιμη – ερευνουμένου τούτου, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και αυτεπαγγέλτως, εφόσον με τους λόγους της εφέσεως προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση για το ότι απέρριψε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων – καθόσον το δικόγραφό της πληροί τους όρους των άρθρων 24 παρ. 2 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» και 216 του ΚΠολΔ σχετικά με την σαφή έκθεση των γεγονότων, που δικαιολογούν σύμφωνα με το νόμο την άσκησή της κατά της εναγομένης και θεμελιώνουν, αληθή υποτιθέμενων τούτων, στις ως άνω διατάξεις το αίτημα, αφού, με πληρότητα προσδιορίζονται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για το ορισμένο της ένδικης αξίωσης από την αιτία αυτή: α) η σχέση του ενάγοντος με την εναγόμενη εταιρία, ως μέλος και πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου για τα αναφερόμενα έτη, β) η πρόβλεψη στο άρθρου 19 του καταστατικού της εταιρίας για δυνατότητα αμοιβής στα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου μη καθοριζομένου του ποσού και γ) η έγκριση των αμοιβών αυτών, ως μελών του διοικητικού συμβουλίου, ομόφωνα, από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης, με ειδικές αποφάσεις τις οποίες αναφέρει κατά χρόνο και περιεχόμενο, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, με τον οποίο διατείνεται ότι είναι αόριστη η αγωγή διότι δεν υπάρχει καταστατική πρόβλεψη ούτε έχει ληφθεί απόφαση περί καταβολής αποζημίωσης στα μέλη του ΔΣ για την άσκηση των οργανικών τους καθηκόντων, άλλως διότι δεν αποδεικνύεται το ύψος της αιτούμενης κατ’ έτος αμοιβής.
5. Από την ανωμοτί κατάθεση … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/26.2.1977 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Β. Ν. που δημοσιεύτηκε νόμιμα, συνεστήθη ιδιότυπη εταιρία Εθνικών Μεταφορών η οποία διέπονταν από τις διατάξεις του νόμου 383/1976, με την επωνυμία «Ι. Σ. η Λ.» με εταίρους τους αδελφούς Α. Σ. του Β., Κ. Σ. του Β. και Δ. Σ. του Β., αυτοκινητιστές. Με το υπ’ αριθ. …/6.3.1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Η. Χ. Π., η εταιρία αυτή μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία Εθνικών Μεταφορών με την επωνυμία «Ε. Α.Ε.», με έδρα στο … χλμ. Λ.- Σ. και αντικείμενο τη διενέργεια αποκλειστικά και μόνον Εθνικών Μεταφορών αντί κομίστρων πάσης φύσεως εμπορευμάτων και υλικών με φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ.. Η διάρκειά της ορίστηκε για 50 έτη. Η διοίκηση και εκπροσώπησή της ανατέθηκε στο διοικητικό της συμβούλιο, αποτελούμενο από 3 έως 7 μέλη. Πρόκειται περί οικογενειακής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν συγγενείς (αδέλφια και ξαδέλφια). Ο ενάγων εισήλθε στην εναγόμενη εταιρία το έτος 1992, σε ηλικία 21 ετών, όταν κατάρτισε με την εναγομένη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας απασχολήθηκε ως υπάλληλος γραφείου με μηνιαίες αποδοχές για τις οποίες λάμβανε βεβαιώσεις κατ’ έτος από την εναγομένη, η οποία με τη σειρά της παρακρατούσε και στη συνέχεια απέδιδε τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές (ΙΚΑ), κατέβαλε τον ανάλογο Φ.Μ.Υ. και καταχωρούσε το σχετικό έξοδο στα οικεία βιβλία της. Από το 1995 έως 2005, εκτός από υπάλληλος της εναγόμενης, ο ενάγων ήταν και μέλος του δ.σ. αυτής, ενώ από το 2005 έως το 2010 διετέλεσε πρόεδρος του δ.σ.. Παραλλήλως με τις ως άνω ιδιότητές του ο ενάγων υπήρξε και εκμισθωτής της, καθόσον σύναψε με την εναγομένη τις από 1.7.2005 δύο έγγραφες συμβάσεις μίσθωσης, με τις οποίες εκμίσθωσε στην εταιρία δυο φορτηγά δημοσίας χρήσεως της κυριότητάς του, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από την τελευταία για τη διανομή, περισυλλογή και μεταφορά εμπορευμάτων, αντί μισθώματος καταβαλλομένου τμηματικά εντός μηνός βάσει των φορτωτικών εγγράφων. Η διάρκεια των συμβάσεων μισθώσεως ορίστηκε τριετής, από 1.7.2005 έως 30.6.2008 και συνεχίστηκε για άλλα τρία έτη έως 30.6.2011. Εν τω μεταξύ κατέστη και μέτοχος αυτής σε ποσοστό 33,32%. Συρρέουν δηλαδή στο πρόσωπο του ενάγοντος τέσσερεις ιδιότητες: του μετόχου, του εκμισθωτή, του υπαλλήλου και του μέλους του δ.σ. της εναγομένης.
Για τα μέλη του δ.σ. το άρθρο 19 του καταστατικού της εναγομένης όριζε επί λέξει: «Εις τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δύναται να χορηγηθή αποζημίωσις της οποίας το ποσόν ορίζεται υπό της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως δι’ ειδικής αποφάσεως». Σε εκτέλεση του όρου αυτού του καταστατικού, για πρώτη φορά το έτος 1995, συμπεριλήφθη σχετικό θέμα στις τακτικές ετήσιες γενικές συνελεύσεις της εταιρίας. Ειδικότερα με το 4ο θέμα της από 27.6.1995 Γενικής Ετήσιας Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας (ιδρυτών αυτής με 50.000 μετοχές ο καθένας τους) με τον τίτλο «έγκριση αμοιβών διοικητικού συμβουλίου για τη χρήση 1995» ορίστηκε: «Μετά από ολιγόλεπτη συζήτηση η Τακτική Γενική Συνέλευση ομόφωνα και παμψηφεί, δηλαδή με 150.000 ψήφους, ορίζει το ύψος των αμοιβών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να είναι έως 1.500.000 δραχμές για τη χρήση από 1.1 έως 31.12.1995, η οποία θα καταβληθεί εάν κριθεί αναγκαίο». Θέμα με το ίδιο περιεχόμενο που αφορούσε τις χρήσεις των αμέσως προηγούμενων ετών συμπεριελήφθη και στις αποφάσεις της Γενικής Τακτικής Συνέλευσης της εναγόμενης εταιρίας τα έτη 1997-1999 όπου η αμοιβή ορίστηκε μέχρι το ποσό των 500.000 δρχ. μηνιαίως, το έτος 2000 όπου η αμοιβή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίστηκε μέχρι 800.000 δρχ και το έτος 2001 που ορίστηκε μέχρι 500.000 δρχ για τον καθένα. Το έτος 2002 η αμοιβή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης ορίστηκε μέχρι 2.350 Ε. Για το ίδιο ποσό ορίστηκαν οι μηνιαίες αμοιβές για τον καθένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης στις τακτικές γενικές συνελεύσεις των ετών 2002 και 2003 ενώ τα έτη 2004 και 2005 ορίστηκε μέχρι 2.350 Ε και τα έτη 2006, 2007, 2008 μέχρι 2.500 Ε μηνιαίως για τον καθένα. Στη γενική τακτική συνέλευση του έτους 2009 οι αμοιβές των μελών ορίστηκαν μέχρι 5.000 Ε μηνιαίως στον καθένα. Στην τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης του έτους 2010 (30.6.2010), στο 5ο θέμα με τον τίτλο «έγκριση μισθών διοικητικού συμβουλίου για τη χρήση 2010», αναφέρεται ότι «ο Κ. Σ. πρότεινε τα μέλη του νέου ΔΣ να είναι αμοιβόμενα και οι αμοιβές να καθοριστούν από τη Γενική Συνέλευση. Ο Σ. Δ. εξέφρασε την αντίθεσή του και πρότεινε να υπάρχει αμοιβή μόνον για τον Πρόεδρο και το διευθύνοντα σύμβουλο ενώ ο Β. Δ. Σ. (ενάγων) εξέφρασε την άποψη να μην υπάρχει αμοιβή για κανένα μέλος του ΔΣ». Εν τέλει αποφασίστηκε «οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του Προέδρου και για τους δυο αντιπροέδρους θα ανέρχονται στις 6.000 Ε έκαστος. Για τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ θα ανέρχονται σε 2.300 Ε έκαστος». Το ίδιο περιεχόμενο είχε το αντίστοιχο θέμα της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης της 30.6.2011, κατά την οποία μειοψήφισαν οι μέτοχοι Δ. Β. Σ. (πατέρας του ενάγοντος) και ο ενάγων (Β. Δ. Σ.), δηλώνοντας ότι οι αμοιβές αυτές είναι υπερβολικές και σκοπό έχουν να απομειώσουν την κερδοφορία της εταιρίας σε βάρος των μετόχων, επιφυλάχθηκαν δε για τα περαιτέρω δικαιώματά τους. Οι κατ’ έτος ληφθείσες αυτές αποφάσεις της τακτικής γενικής συνέλευσης της εναγομένης αποτελούν αποφάσεις καταβολής στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης αμοιβών για τις υπό την ιδιότητα αυτή (του μέλους) παρεχόμενες υπηρεσίες, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, καθορίζοντας κατ’ ανώτερο όριο (πλαφόν) το ποσό της αμοιβής, το οποίο δεν είχε καθοριστεί στο καταστατικό, χωρίς να ορίζει ειδικότερα τα πρόσωπα. Ο καθορισμός της αμοιβής περιέχονταν ως ειδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης σε κάθε ετήσια τακτική γενική συνέλευση της εναγομένης και διεξάγονταν σχετικά μ’ αυτή αυτοτελής ψηφοφορία. Συνεπώς οι αποφάσεις αυτές, που ρυθμίζουν το θέμα της παροχής αμοιβών ή αποζημιώσεων στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις υπό την ιδιότητα αυτών παρεχόμενες υπηρεσίες, οι οποίες βαραίνουν τα γενικά έξοδα της εταιρίας και είναι ανεξάρτητα από τα κέρδη της, αποτελούν ειδικές αποφάσεις υπό την προεκτεθείσα έννοια της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2190/1920 και όχι εγκριτικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης του άρθρου 23α ν. 2190/1920 για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που σύναψε η εταιρία με τα μέλη του δ.σ., όπως αβασίμως διατείνεται η εναγόμενη. Εξάλλου, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντα προϋπήρχε του διορισμού του ως μέλος του δ.σ. της εναγομένης, και επομένως δεν απαιτούνταν έγκριση αυτής με απόφαση της γενικής συνελεύσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Αναφορικά όμως με το ποσό της αμοιβής καθώς και προς το πρόσωπο, οι αποφάσεις αυτές παρίστανται ασαφείς για τούτο και επιβάλλεται η προσφυγή από το δικαστήριο στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.
Όπως προκύπτει από τα ως άνω στοιχεία, οι αρχικοί μέτοχοι, λόγω και της στενής συγγενικής τους σχέσεως (αδέλφια) και τις αγαθές μεταξύ τους σχέσεις, δεν είχαν σκοπό να παράσχουν άμεσα αμοιβή στα μέλη του δ.σ. που τότε ήταν οι ίδιοι, η οποία να βαραίνει τα γενικά έξοδα της εταιρίας, πέραν της αμοιβής που αντλούσαν από τα κέρδη της εταιρίας. Για τούτο και στην αρχική πρόβλεψη στο καταστατικό αναφέρθηκαν στη «δυνατότητα» να απονεμηθεί τοιαύτη αμοιβή και, στη συνέχεια, στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση του 1995 στο αντίστοιχο θέμα συμπεριέλαβαν τη φράση «εφόσον κριθεί αναγκαίο». Έτσι ουδέποτε μερίμνησαν τόσο οι ίδιοι όσο και οι διάδοχοί τους να ενεργοποιήσουν και να συγκεκριμενοποιήσουν τις εν λόγω αποφάσεις έως το έτος 2010, όταν για πρώτη φορά στην τακτική γενική συνέλευση της 30.6.2010, και ενώ οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων είχαν διαρρηχθεί, ο ενάγων ήδη είχε παραιτηθεί από πρόεδρος του δ.σ. της εναγομένης και είχε δημιουργήσει ομοειδή ανταγωνιστική επιχείρηση, αφού έγινε συζήτηση μεταξύ των μετόχων περί αμοιβής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όρισαν τις αμοιβές των μελών του τότε δ.σ. σε συγκεκριμένο ύψος, κατά μήνα, για καθένα από τα μέλη της ανάλογα με τη θέση τους, παρά τις αντιρρήσεις του ενάγοντα. Μέχρι του χρονικού αυτού σημείου, δοθέντος του οικογενειακού χαρακτήρα της εταιρίας, η οποία παρότι τυπική εκ του νόμου δεν λειτουργούσε σύμφωνα με τους αυστηρούς όρους του νόμου και καταστατικού, όλοι οι μέτοχοι – και όχι μόνον τα μέλη του δ.σ., όπως κατέθεσε ο ίδιος ο ενάγων – λάμβαναν αμοιβή από τα κέρδη, το ύψος της οποίας δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί, η οποία είναι αμοιβή αντλούμενη από τα κέρδη της εταιρίας, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και διαφέρει από την ερευνόμενη αμοιβή στα μέλη του δ.σ. λόγω της ιδιότητάς τους αυτής η οποία βαραίνει τα έξοδα της εταιρίας. Για τούτο δεν κρίθηκε αναγκαία η καταβολή της τελευταίας αυτής αμοιβής στα μέλη του δ.σ. της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας και ούτε αυτή δόθηκε, ούτε αξιώθηκε όχι μόνο από τον ενάγοντα, αλλά και από κανένα άλλο μέλος του δ.σ. έως τη διατάραξη των σχέσεων των εταίρων το 2010. Ούτε καταχωρήθηκε στα βιβλία της εταιρίας τέτοιο έξοδο έως το 2010, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης Κ. Γ., οικονομικός διευθυντής αυτής, ο οποίος ως εκ της ιδιότητάς του έχει πλήρη γνώση του θέματος, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αμοιβές αυτές καταχωρούνται όπως και τα άλλα έξοδα της εταιρίας. Τα μόνα έξοδα που καταχωρήθηκαν στα βιβλία της εταιρίας, σχετικά με τον ενάγοντα, είναι ο μηνιαίος μισθός του ως υπαλλήλου και τα μισθώματα από την μίσθωση των Δ.Χ. αυτοκινήτων της ιδιοκτησίας του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί μη ειδικώς προσδιοριζόμενης αμοιβής των μελών του δ.σ. κατά ποσό και δικαιούχο πρόσωπο κατά ιδιότητα έως το έτος 2010, ενισχύεται από την μακρόχρονη παράλειψη του ενάγοντος για καταβολή σ’ αυτόν οποιαδήποτε ποσού ως τέτοια αμοιβή καθόλο το χρονικό διάστημα των 15 ετών που ήταν μέλος του δ.σ. και πρόεδρος αυτού και ως εκ της θέσεως του είχε τη δυνατότητα να κινήσει τις διαδικασίες προκειμένου να συγκεκριμενοποιήσει το ποσό της αμοιβής του και των αμοιβών των άλλων μελών του δ.σ. και να εισπράξει αυτή. Τα όσα αναφέρει ο μάρτυρας του ενάγοντος Κ. Κ. στην υπ’ αριθ. …/2013 ένορκη βεβαίωσή του, ότι μετά το 2010 ο ενάγων ήταν στενοχωρημένος διότι τα χρήματα που του όφειλε η εταιρία «δεν του τα κατέβαλε και συνεχώς μετέθετε το θέμα στο μέλλον» δεν κρίνεται πειστική.
Επομένως, από το περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, ερμηνευόμενων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων, που αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η αληθής βούληση των μελών της γενικής συνέλευσης της εναγομένης – μέλος της οποίας ήταν και ο ενάγων – δεν ήταν η παροχή συγκεκριμένης αμοιβής στα μέλη του για την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, η οποία να βαραίνει τα έξοδα της εταιρίας, για τούτο, αν και μπορούσε αυτή να συγκεκριμενοποιηθεί ως προς το ποσό και το πρόσωπο που τη δικαιούνταν ανάλογα με τη θέση του στο δ.σ., ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκε πριν το έτος 2010. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή ως θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 24 §2 κ.ν. 2190/1920 και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, και για το λόγο αυτόν πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), να απορριφθούν ως κατ’ ουσία αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι της ένδικης εφέσεως και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, παρελκούσης της έρευνας του δεύτερου πρόσθετου λόγου, ο οποίος στην ουσία απαντά στις ενστάσεις που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη και παραδεκτά επαναφέρει στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη…
[1] Βλ. την εκκαλουμένη ΠολΠρωτΛαρ 12/2014 Δικογρ 2014. 165.