485/2015 ΜΕφΛαρ (ισχύς αποφάσεων ασφ. μέτρων – δυνατότητα δικάζοντος την κύρια υπόθεση δικαστηρίου να τη μεταρρυθμίσει – ένορκες βεβαιώσεις χωρίς κλητευση αντιδίκου)

485/2015                                                                      

Πρόεδρος: Μαρία Τζέρμπου

Δικηγόροι: Αικατερίνη Κωστοπούλου, Δημ. Γούσης

 

Προσωρινή ισχύς αποφάσεων ασφ. μέτρων δίχως επιρροή στην κυρία δίκη και δυνατότητα ανάκλησής τους από το εκδόσαν δικαστήριο. Δυνατότητα δικάζοντος την κύρια υπόθεση δικαστηρίου, και του Εφετείου, κατόπιν αίτησης έχοντος έννομο συμφέρον διαδίκου υποβαλλόμενης είτε σε στάση δίκης για την εκκρεμή κυρία υπόθεση είτε και αυτοτελώς, και χωρίς ακόμη πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων), να μεταρρυθμίσει ή ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την διατάσσουσα ασφ. μέτρα απόφαση βάσει μόνον των στοιχείων της δικογραφίας, ελέγχοντας αν καθόν χρόνο καλείται να αποφανθεί θα διέτασσε το υπό ανάκληση μέτρο.

Στη διαδικασία ασφ. μέτρων επιτρεπτές ένορκες βεβαιώσεις και χωρίς κλήτευση αντιδίκου. Ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο οι νομότυπα ληφθείσες σε συγκεκριμένη δίκη ένορκες βεβαιώσεις, ενώ οι ληφθείσες εξ αφορμής άλλης δίκης αποτελούν  έγγραφα συνεκτιμώμενα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, οπότε αρκεί να βεβαιώνεται στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα και να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκε υπόψη και το έγγραφο της ένορκης βεβαίωσης

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 695 και 697 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κυρία δίκη και μπορεί να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις έχει εκδώσει ή από το δικαστήριο της κυρίας υποθέσεως. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 693 παρ. 3 και 697 του ιδίου κώδικα, το δικάζον την κυρία υπόθεση δικαστήριο, που μπορεί να είναι και το εφετείο, στο οποίο εκκρεμεί λόγω ασκήσεως εφέσεως, μπορεί ύστερα από αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κυρία υπόθεση, είτε και αυτοτελώς και χωρίς ακόμη πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων), να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφαση με βάση μόνον τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. ΑΠ 496/1992 ΝοΒ 20. 1305, ΕφΑθ 9337/1992, Δνη 24. 199, ΕφΑθ 9248/1990 Δνη 32. 1636, ΕφΑθ 10801/1990 Δνη 32. 1072, ΕφΑθ 8487/1985 Δνη 17. 382, ΕφΑθ 10769/1991 Δνη 36. 658, ΕφΑθ 929/1995 Δνη 38. 875). Και ναι μεν στο τελευταίο εδάφιο της διατάξεως των άρθρων 697 του ΚΠολΔ γίνεται λόγος μόνον για πολυμελές πρωτοδικείο, από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί επιχείρημα εξ αντιδιαστολής προς αποκλεισμό του εφετείου, ενόψει του ότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό στη νομολογία, το πρώτο εδάφιο της παραπάνω διάταξης δεν κάνει ουδεμία διάκριση (βλ. Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα, έκδ. 1985, παρ. 27, άρθρο 5, σελ. 100 επόμ.). Επομένως, αρμόδιο να δικάσει ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση είναι το εφετείο, αν εκκρεμεί σ’ αυτό η κυρία υπόθεση (βλ. ΑΠ 4321/1985 Δνη 26. 869 και σε Δνη 24. 1008 με σημ. Κ. Κωστοπούλου, ΑΠ 7995/1981 ΝοΒ 30. 75, ΑΠ 9248/1990 Δνη 1991. 1637, ΑΠ 18461/1983 ΕΕΝ 51. 782, ΕφΑθ 2360/2003 Δνη 2003. 992, ΕφΑθ.7394/2002 Δνη 2003. 816, ΕφΑθ 9229/1995 Δνη 38. 875, ΕφΑθ 7119/1977 Δνη 19. 103 και ΕφΑθ 7995/1981 ΝοΒ 30. 260). Ως κυρία υπόθεση σε σχέση με το ασφαλιστικό μέτρο θεωρείται γενικώς εκείνη της οποίας το αντικείμενο είναι το δικαίωμα προς εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο (βλ. ΕφΑθ 10801/1999 Δνη 32. 1072, ΕφΑθ 6589/1983 Δνη 25. 181). Με το υπόψη ένδικο βοήθημα δεν άγεται προς κρίση από το δικαστήριο η νομιμότητα και κατ` ακολουθίαν η ορθότητα της αποφάσεως που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο, αλλά η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού (βλ. ΕφΑθ 7119/1997 Δνη 19. 103, ΕφΑθ 548/1983 ΑρχΝ 35. 50). Το δικαστήριο δηλαδή της κυρίας δίκης θα ελέγξει αν κατά το χρόνο κατά τον οποίο καλείται να αποφανθεί, θα διέτασσε το υπό ανάκληση ασφαλιστικό μέτρο (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1973/1985 Δνη 26. 929, ΕφΑθ 5480/1983 ΑρχΝ 35. 50, ΕφΑθ 7592/1982, ΕφΑθ 5564/1981 Αρμ 36. 44, Εφ.Πειρ 698/1999 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ιστορούν ότι με την υπ’ αριθμ. 5/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) υποχρεώθηκαν αυτοί α/ να πάψουν κάθε ενεστώσα διατάραξη της συννομής των νυν καθών επί του αναφερομένου και περιγραφομένου στην ένδικη αίτηση και στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης επίδικου ακινήτου και β/ να την παραλείψουν στο μέλλον. Ότι οι νυν καθών η αίτηση όπως διέτασσε η ως άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων άσκησαν την με αριθμ. κατάθεσης 57/1.2.2013 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (τακτική διαδικασία) με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν ότι είναι συννομείς του επιδίκου ακινήτου και να απαγορευτεί στους εναγομένους νυν αιτούντες ή σε οποιοδήποτε τρίτον κάθε πράξη παρούσα ή μελλοντική η οποία τείνει στη διατάραξη με οποιονδήποτε τρόπο της νομής τους επί του περιγραφομένου σε αυτήν ακινήτου. Ότι με την ως άνω 139/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων – νυν καθών, οι οποίοι στη συνέχεια άσκησαν κατά της ως άνω απόφασης έφεση, που εκκρεμεί στο παρόν δικαστήριο. Ζητούν λοιπόν οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτησή τους, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, και επικείμενο κίνδυνο, την ανάκληση της υπ` αριθμό 5/2013 απόφασης του ειρηνοδικείου Βόλου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Επίσης ζητούν να καταδικαστούν οι καθών στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται αυτοτελώς, και χωρίς να γίνεται συγχρόνως συζήτηση επί κυρίας υποθέσεως και χωρίς ακόμη να είναι αναγκαία η επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων (βλ. ΑΠ 432/1985, Δνη 26. 1008, ΕφΑθ 10801/1990 Δνη 1991. 1072, ΕφΑθ 9337/1992, ΑΠ 496/1972 ΝοΒ 20. 1305, ΑΠ 4892/1975 ΝοΒ 24. 315,ΕφΘεσ 2217/2006) ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση των καθών κατά της υπ` αριθμ. 139/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων – νυν καθών για την οποία το παρόν δικαστήριο έχει, κατά τα προεκτεθέντα, αρμοδιότητα. Σημειωτέον ότι η αίτηση αυτή μπορεί να ασκηθεί διαρκούσης της εκκρεμοδικίας και σε περίπτωση μη ασκήσεως εφέσεως, η οποία συγχωρείται κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου, ακόμη δε και αν ασκήθηκε έφεση αρχικώς από τον ηττηθέντα στη δίκη διάδικο και απορρίφθηκε αυτή. (Π.Τζίφρας «Ασφ.Μέτρα» έκδοση τέταρτη, σελ. 410,411). Συνεπώς οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των καθών η αίτηση περί απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, η αίτηση στηρίζεται στις προεκτεθείσες διατάξεις και σε εκείνες των άρθρων 674, 984, 989 ΑΚ, 176 του ΚΠολΔ. Άρα είναι νόμιμη και πρέπει να εξεταστεί και από ουσιαστική άποψη.

Κατά τη διάταξη του άρθρ. 690§1 ΚΠολΔ, σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρ. 691§1 του ίδιου Κώδικα, που εισάγει στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εν μέρει το ανακριτικό σύστημα, συνδυαζόμενο πάντως και με το συζητητικό σύστημα (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σχηματισμό της κρίσης του και με την απόφασή του δέχεται ή απορρίπτει ολόκληρη ή εν μέρει την αίτηση. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι επιτρεπτή η λήψη υπόψη ένορκων βεβαιώσεων ανεξάρτητα από το αν έχει προηγουμένως κληθεί να παραστεί κατά τη σύνταξή τους ο αντίδικος του επιμεληθέντος τη σύνταξή τους, αφού αυτό επιβάλλει η ταχύτητα της όλης διαδικασίας που αποσκοπεί στην παροχή προσωρινής μόνον δικαστικής προστασίας με την έκδοση απόφασης προσωρινής αντίστοιχα ισχύος κατά το άρθρ. 695 ΚΠολΔ. (ΑΠ 1857/2011 Νόμος). Αποδεικτικό μέσο ιδιαίτερο από τους μάρτυρες και τα έγγραφα αποτελούν και οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων προσώπων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή (ΑΠ 24/2011). Αντίθετα οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να βεβαιώνεται στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και το έγγραφο της ένορκης βεβαιώσεως (ΑΠ 1288/2012, ΑΠ 187/2010) {…}.

Αφού κατά τα ανωτέρω πιθανολογήθηκε ότι οι καθών η αίτηση δεν ασκούσαν πράξεις νομής επί του επιδίκου κατά τον φερόμενο ως χρόνο διατάραξης της νομής τους από τους αιτούντες πρέπει να ανακληθεί η με αριθμό 5/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου βόλου, δεδομένου ότι προέκυψε κίνδυνος διότι οι καθών προβαίνουν σε διαμόρφωση του χώρου με κοπή δένδρων και παρέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο. Ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως της παραπάνω απόφασης και πρέπει η κρινόμενη με αριθμ. 5/2013 απόφαση του ειρηνοδικείου Βόλου που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να ανακληθεί …