454/2014 ΤρΕφΛαρ (δικαστικός κανονισμός χρήσης κοινού – μεταβίβαση μερίδας – εκκρεμοδικία)

454/2014

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης

Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα

Δικηγόροι: Ηλίας Νάνης

 

Δικαστικός κανονισμός της χρήσης κοινού επί αδυναμίας λήψης απόφασης από την πλειοψηφία (με βάση το μέγεθος των μερίδων) των κοινωνών. Μη δέσμευση δικαστηρίου από το αγωγικό αίτημα και ευχέρεια να κρίνει άλλον ως προσφορότερο τρόπο για τους κοινωνούς. Μετά τη δικ. ρύθμιση της χρήσης τροποποίησή της μόνο με συμφωνία όλων ή με νέα απόφαση επί μεταβολής συνθηκών. Η απόφαση κοινωνών ή δικαστηρίου δεσμεύει τους διαδόχους, αδιαφόρως γνώσης τους ή μη ως προς τον τρόπο διοίκησης.

Επί μεταβίβασης μερίδας κοινωνού μετά την εκκρεμοδικία, συνέχιση δίκης με τον αρχικό ως μη δικαιούχο διάδικο, δικαίωμα δε ειδικού διαδόχου για παρέμβαση, άλλως μη μη λήψη υπόψη προτάσεών του.

Αν οι προτεινόμενοι τρόποι χρήσης της κοινής εξοχικής κατοικίας κατατείνουν ουσιαστικά σε διανομή και απαιτούν ουσιώδεις κατασκευαστικές επεμβάσεις και δαπάνες, ρύθμιση περί εκ περιτροπής χρήσης ανά 6μηνο, με διαφοροποίηση ως προς το χρόνο έναρξης και λήξης του 6μήνου, ώστε καθένας να κάνει χρήση επί ένα μήνα το καλοκαίρι, εναλλάξ κατά τον Ιούλιο ή Αύγουστο.

 

{…} Από τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790 και 791 ΑΚ συνάγεται ότι όταν υπάρχει κοινωνία και για τον τρόπο διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού δεν είναι δυνατή η λήψη απόφασης από το σύνολο των κοινωνών ή την πλειοψηφία τους (σε σχέση με το μέγεθος των μερίδων τους στο κοινό), αποφασίζει το δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε κοινωνός. Η χρήση του κοινού αστικού ακινήτου (κατοικίας) αποτελεί πράξη τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης, κατά την έννοια του άρθρου 789 ΑΚ. Συνεπώς απαιτείται πλειοψηφία των κοινωνών που σχηματίζεται κατά την ίδια ανωτέρω διάταξη, με βάση το μέγεθος των μερίδων. Τέτοια πλειοψηφία όμως δεν δύναται να σχηματισθεί σε περίπτωση ύπαρξης δύο κοινωνών με ίσες μερίδες. Στην περίπτωση αυτή ο κανονισμός της χρήσης θα γίνει από το δικαστήριο, κατά το άρθρο 790 ΑΚ, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου κοινωνού, ο οποίος και υποδεικνύει τον κατά την κρίση του περισσότερο πρόσφορο και συμφέροντα τρόπο διοίκησης και διαχείρισης του κοινού, χωρίς όμως το δικαστήριο να δεσμεύεται από το αίτημα της αγωγής και αυτό μπορεί να προβεί, στα πλαίσια της ρυθμιστικής του παρέμβασης, στη λήψη άλλου μέτρου από εκείνο που προτείνεται (ΕφΑθ 4857/1999 ΔΕΕ 1999. 873, Σκούρας σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 790, αρ. 15 και εκεί αναφερόμενες παραπομπές, Ι. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, έκδ. Β’ παρ. 279), χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς, οφείλει όμως να μην παραβιάζει τις κείμενες διατάξεις των νόμων (π.χ. πολεοδομικές διατάξεις). Η ρύθμιση  αυτή, που δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος αλλά αποτελεί, όπως προεκτέθηκε, ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, η οποία αποσκοπεί στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες, του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος, ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, ήτοι εφόσον υφίσταται η κοινωνία και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με συμφωνία όλων των κοινωνών (και όχι της πλειοψηφίας αυτών) ή με νέα δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών (ΑΠ 1369/2008, ΑΠ 825/2004, ΑΠ 1118/1995 Νόμος). Τέλος, κατ’ άρθρο 791 ΑΚ, η απόφαση των κοινωνών ή του δικαστηρίου που καθορίζει τον τρόπο διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού δεσμεύει άμεσα τους ειδικούς και καθολικούς διαδόχους των κοινωνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερος τύπος, όπως στην περίπτωση της ΑΚ 1115 και πρόσθετες διατυπώσεις (π.χ. αναγγελία) και ανεξάρτητα αν αυτοί γνώριζαν ή υπαίτια αγνοούσαν τον τρόπο διοίκησης των δικαιοπαρόχων τους (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, ό.π. άρθρ. 791 IV, αρ. 4). Η τυχόν μεταβίβαση, π.χ. λόγω πωλήσεως, της μερίδας κάποιου κοινωνού επί του επικοίνου μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας επί της αγωγής καθορισμού της χρήσης του κοινού, δεν επιφέρει, κατ’ άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, αλλά η δίκη συνεχίζεται με τους ίδιους διαδίκους παρά την επελθούσα ουσιαστική μεταβολή και η εξουσία του απαλλοτριώσαντος για διεξαγωγή της δίκης παραμένει, ο οποίος ενεργεί ως μη δικαιούχος διάδικος. Στον ειδικό διάδοχο παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση στη σχετική δίκη (κύρια ή πρόσθετη, κατά την κρίση του). Αν, όμως, δεν ασκηθεί παρέμβαση ο  ειδικός διάδοχος δεν νομιμοποιείται να ενεργήσει οιαδήποτε διαδικαστική πράξη (Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 225 αρ. 2, αρ. 2, 12, 13).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις  ένορκες καταθέσεις … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι κατέστησαν συγκύριοι κατ’ ισομοιρία του κατωτέρω αναφερομένου  ακινήτου λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής αρχικά του κατά το έτος 2000 αποβιώσαντος πατέρα τους Κ. Γ. Μ. και ακολούθως της κατά το έτος 2004 αποβιωσάσης μητέρας τους Ζ. χας Κ. Μ., την κληρονομία των οποίων νομίμως αποδέχθηκαν και δη του μεν πατέρα τους  αμφότεροι με την  υπ’ αριθμ. …/12.5.2010 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Ε. Μ. – Τ., της δε μητέρας τους ο εκκαλών με την υπ’ αριθμ. …/8.8.2006 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Θ. Β. και η εφεσίβλητη με την ομοία υπ’ αριθμ. …/1.9.2005 πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο, εμβαδού 441,17 τμ, που βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Δ. της Δημοτικής Ενότητας Α. του Δήμου Π. Τ., μετά της επ’ αυτού οικίας και ορίζεται ανατολικά με κοινοτική οδό, δυτικά με την Ε.Ο. Τ. – Α., βόρεια με οικόπεδο ιδιοκτησίας Δ. Θ. και νότια με κοινοτικό ρυάκι και οχετό, εμφαίνεται δε υπό τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α στο από Οκτωβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Β. Π.. Το οικόπεδο είναι ιδιαίτερα επικλινές, με κλίση μεγαλύτερη του 25%, που αρχίζει από την εθνική οδό Τ.- Α. και κατηφορίζει προς το δημοτικό δρόμο, με συνέπεια το εμβαδόν του ισογείου να είναι το ήμισυ από το αντίστοιχο του πρώτου ορόφου, ενώ το υπόλοιπο είναι μπαζωμένο. Η υφιστάμενη σ’ αυτό παλαιά οικία είναι λιθόκτιστη και στο εμβαδού 54 τμ ισόγειο, υπάρχουν δύο δωμάτια και ένα χωλ, καθώς και μία αποθήκη, εμβαδού 20,53 τμ, και τον πρώτο όροφο, εμβαδού 107,45 τμ, που αποτελείται από τρία κύρια δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο και διάδρομο, όπως αυτά εμφαίνονται στις από Οκτωβρίου 2008 κατόψεις του ίδιου ως άνω τοπογράφου – μηχανικού.

Ο προτεινόμενος από τον εκκαλούντα τρόπος ρύθμισης της χρήσης του κοινού συνίσταται στον καθορισμό χρήσης τμημάτων του κοινού από καθένα κοινωνό, όχι όμως όπως αυτά μέχρι τώρα υφίστανται, αλλά όπως αυτά θα προκύψουν μετά από σημαντικές οικοδομικές εργασίες που θα πρέπει να γίνουν. Συγκεκριμένα προτείνει τη δημιουργία τοίχου τόσον στον πρώτο όροφο που θα διαχωρίσει το υπάρχον σαλόνι, όσον και στο ισόγειο, που θα διαχωρίσει το χωλ και επιπλέον τη δημιουργία στον πρώτο όροφο, στη θέση του υπάρχοντος βορειοδυτικού δωματίου, κουζίνας και μπάνιου καθώς και σωληνώσεων αποχέτευσης που θα καταλήγουν στην ήδη υπάρχοντα βόθρο, έτσι ώστε καθένας  κοινωνός να έχει στην αποκλειστική του χρήση ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο και ένα δωμάτιο που βρίσκεται στο ισόγειο διαγώνια σε σχέση με το δωμάτιο του πρώτου ορόφου, προκειμένου να έχουν αμφότεροι οι χρησιμοποιούμενοι από κάθε κοινωνό χώροι θέα και να εξισορροπηθούν οι δαπάνες που απαιτούνται για να καταστούν τα δύο χωρισμένα κατά χρήση τμήματα κατοικήσιμα (βλ. και την από Απριλίου 2010 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα μηχανικού Κ. Μ.).

Ο προταθείς από την εφεσίβλητη με τις κατατεθείσες προτάσεις της στην πρωτοβάθμια δίκη τρόπος ρύθμισης της χρήσης του επικοίνου, συνιστάμενος στη δημιουργία δύο αυτοτελών διαμερισμάτων, καθέτων ιδιοκτησιών σε οικόπεδο και κατοικία (βλ. την από 12.10.2009 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Λ.), προκειμένου αυτά να είναι λειτουργικά, προϋποθέτουν επίσης κατά λογική αναγκαιότητα την κατασκευή πρόσθετων  βοηθητικών χώρων (κουζίνας,  μπάνιου), αλλά και διαχωριστικών τοίχων.

Αμφότεροι οι ως άνω προτεινόμενοι από τους διαδίκους τρόποι ρύθμισης της χρήσης του κοινού ακινήτου, για να πραγματοποιηθούν ώστε να καταστούν λειτουργικοί οι χώροι του επικοίνου ακινήτου, απαιτούν κατασκευαστικές επεμβάσεις, οι οποίες ουσιαστικά κατατείνουν σε διανομή αυτού και απαιτούν σημαντικές δαπάνες, πέραν βεβαίως του ότι η δομική παρέμβαση στο κτίσμα, ενόψει της παλαιότητάς του, θέτει σε κίνδυνο τη στατικότητα αυτού. Εξάλλου, η κατασκευή εκτεταμένων προσθηκών ώστε να δημιουργηθούν χωριστά τμήματα, των οποίων θα κάνουν χρήση οι διάδικοι και οι οικογένειές τους, προϋποθέτει την έκδοση οικοδομικής άδειας, η οποία δεν θα είναι εφικτή, διότι η απόσταση του ακινήτου από τον Ε.Ο. Τ. – Α., που κατασκευάστηκε μεταγενέστερα, κατέστησε αυτό μη οικοδομήσιμο.

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη ότι οι προτεινόμενοι από τα διάδικα μέρη τρόποι χρήσης του επικοίνου κατατείνουν ουσιαστικά στη διανομή αυτού και απαιτούν για την πραγμάτωσή τους ουσιώδεις κατασκευαστικές επεμβάσεις και αντίστοιχα σημαντικές δαπάνες και  ότι ο μεν εκκαλών διαμένει μόνιμα στην Α., η δε εφεσίβλητη στα Τ. και ως εκ τούτου το συγκεκριμένο ακίνητο έχει το χαρακτήρα εξοχικής κατοικίας, κρίνεται ότι ο πλέον πρόσφορος και συμφέρων για αμφότερους τους διαδίκους αλλά και τις οικογένειες αυτών τρόπος χρήσης του κοινού είναι η εκ περιτροπής χρήση του από τον καθένα ανά εξάμηνο χρονικό διάστημα, όπως ορθά εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.

Περαιτέρω, όμως, ενόψει του ότι στην ανωτέρω ορεινή περιοχή, όπου κείται το επίδικο, η χρήση αυτού ως εξοχικής κατοικίας γίνεται κατά κύριο λόγο κατά τη διάρκεια του θέρους και δευτερευόντως κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και σε αμφότερους τους διαδίκους θα πρέπει να υφίσταται η δυνατότητα απόλαυσης αυτού κατά τη διάρκεια του θερινών τους διακοπών, κρίνεται ότι πλέον πρόσφορος και συμφέρων για αμφοτέρους τους διαδίκους τρόπος χρήσης του κοινού είναι η εκ περιτροπής χρήση του από τον καθένα, ανά εξάμηνο χρονικό διάστημα, με διαφοροποίηση όμως ως προς το χρόνο έναρξης και λήξης του εξάμηνου χρονικού διαστήματος, ώστε καθένας να έχει τη δυνατότητα επί ένα μήνα το καλοκαίρι, εναλλάξ κατά το μήνα Ιούλιο ή Αύγουστο, να κάνει χρήση αυτού. Είναι γεγονός ότι η λύση αυτή θα δημιουργεί δυσχέρειες στη μεταφορά κάθε φορά της σχετικής οικοσκευής καθενός και της οικογένειάς του, όπως ο εκκαλών υποστηρίζει, πλην η συγκεκριμένη δυσχέρεια, που καθένας των κοινωνών καλείται να αντιμετωπίζει  κατ’ έτος, αποτελεί το επιτίμιο της έλλειψης της σύμπνοιας και της αδυναμίας συνεννόησης αυτών αναφορικά με τον τρόπο χρήσης του επικοίνου.

Θα πρέπει, συνεπώς, εφόσον ο εκκαλών με την έφεσή του αξιώνει τον καθορισμό διάφορου τρόπου χρήσης του κοινού από αυτόν που καθορίστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού διακρατηθεί η αγωγή και ερευνηθεί από το δικαστήριο αυτό, να καθορισθεί η εκ περιτροπής χρήση του κοινού ακινήτου από τους διαδίκους ανά εξάμηνο ώστε κατά τα μονά έτη ο μεν ενάγων να κάνει χρήση αυτού κατά το από 1ης Φεβρουαρίου έως 31ης Ιουλίου χρονικό διάστημα και η εναγόμενη από 1ης Αυγούστου έως 31ης Ιανουαρίου και κατά τα ζυγά έτη το αντίθετο ο καθένας χρονικό διάστημα. Θα πρέπει, επίσης, να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρ. 764 παρ. 3, 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προτάσεις που ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατέθεσε ο μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας επί της προκειμένης αγωγής καταστάς ειδικός διάδοχος της εφεσίβλητης, ουδόλως λαμβάνονται υπόψη, εφόσον αυτός δεν παρενέβη στην προκειμένη δίκη…