440/2015 ΜΕφΛαρ (πρόγραμμα του ΟΑΕΔ προς κτήση εμπειρίας «stage» – μη εφαρμογή πδ 164/2004 – επί άκυρης σύμβασης εργασίας αναζήτηση αμοιβής κατά τον αδικ. πλουτισμό)

440/2015                                                                                                                         

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Βασ. Ασημακόπουλος, Βασ. Κωστής, Επιστήμη-Μαρία Μουστακάτου

 

Ορισμένου χρόνου η σύμβαση πρόσληψης υπαλλήλων στο πλαίσιο προγράμματος του ΟΑΕΔ προς κτήση εμπειρίας (συμβάσεις stage).

Μη εφαρμογή πδ 164/2004 (για απαγόρευση και όρους μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου) στις σχέσεις μαθητείας, ως και σε συμβάσεις του άνω προγράμματος.

Σύμβαση μαθητείας όταν το ένα μέρος αναλαμβάνει υποχρέωση να μεταδώσει στο άλλο εμπειρικές γνώσεις επαγγέλματος ή τέχνης με προέχον στοιχείο την παροχή εκπαίδευσης και αναλογική εφαρμογή των δ/ξεων περί εργασίας του ΑΚ, όχι όμως και της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις αποδοχές, την καταγγελία.

Επί σύμβασης εργασίας μαθητευόμενου, η εκμάθηση τέχνης επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της έναντι αμοιβής εργασίας ως προέχοντος σκοπού, εφαρμόζονται δε οι δ/ξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 Συντάγματος στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου έστω και αν καλύπτουν πάγιες διαρκείς ανάγκες, ούτε είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός τους ως αορίστου χρόνου, αφού ο εργοδότης δεν έχει πλέον ευχέρεια σύναψης τέτοιων συμβάσεων. Η ίση μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων προϋποθέτει ίδια προσόντα και εργασία υπό ίδιες συνθήκες και ίδιο νομικό καθεστώς.

Επί άκυρης σύμβασης εργασίας, ακόμη και εν γνώσει του μισθωτού, αναζήτηση αμοιβής κατά τον αδικ. πλουτισμό, των δε δώρων εορτών, αποδοχών και επιδόματος αδείας ευθέως εκ του νόμου.

 

{…} 4. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α’ και γ’ της οποίας ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α’ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση και στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 ΑΚ) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 126/2015 Νόμος, ΑΠ 885/2014).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998, «Ο ΟΑΕΔ μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ,, σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι.- Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολο του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. «Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.» (1). «Ο ΟΑΕΔ μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΔ, καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου. Για την ασφάλιση των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των προγραμμάτων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Εξάλλου, κατά το Π.Δ. 164/2004, με το οποίο έγινε «η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα GES, UNICE και CEEP (E.E.L. 175/10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (άρθρο 1), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. 2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 6 του άρθρου 11, το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται: α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)» (άρθρο 2). «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ» εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του» (άρθρο 5). «1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς» (άρθρο 6). «1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα» (άρθρο 7).

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Σύμβαση μαθητείας, εξάλλου, είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με την φύση και τον σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον η ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την μαθήτευσή του. Αντίθετα επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της συμβάσεως αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί «μετατροπή», αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 18/2006, ΑΠ 885/2014, ΑΠ 865/2014).

Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με τα νομικά πρόσωπα, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και- διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού εργοδότης βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου (ΑΠ 885/2014, ΑΠ 6/2014, ΑΠ 581/2009). Εξάλλου , η από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος επιβαλλόμενη αρχή της ίσης μισθολογικής μεταχείρισης των εργαζομένων, προϋποθέτει οι εργαζόμενοι αυτοί, αφενός μεν να έχουν τα ίδια προσόντα και να εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αφετέρου να τελούν κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας (ΑΠ 126/2015 ό.π., ΑΠ 885/2014).

5. Κατά το άρθρο 904 ΑΚ, «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Ακόμη σε περίπτωση άκυρης (για οποιονδήποτε λόγο) σύμβασης εργασίας, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, ο δε εργαζόμενος, για την εργασία που πρόσφερε, δικαιούται να ζητήσει, κατά τις αρχές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, την αμοιβή που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και τις ίδιες συνθήκες, έστω και αν ο μισθωτός γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας ΑΠ 126/2015 ό.π (ΑΠ 885/2014). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει ότι επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 126/2015 ό.π., ΑΠ 1073/2014, ΑΠ 1165/2012).

6. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή, με το εκτεθέν ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, για το λόγο ότι η σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, με το συμφωνητικό που υπέγραψαν, είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, σύμβαση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος STAGE, η οποία καταρτίσθηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2639/1998, προκειμένου να αποκτήσει ο ενάγων επαγγελματική κατάρτιση με θεωρητική και πρακτική ενημέρωση και εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και την απασχόληση με το αντικείμενο της συγκεκριμένης θέσης, και αποτελεί, ως εκ τούτου, γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας (ΑΠ 1676/2011, ΑΠ 1592/2009) και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 581/2009). Μη νόμιμη, όμως τυγχάνει η αγωγή και για το λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο 4 μείζονα πρόταση, και αληθών υποτιθέμενων των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική της βάση, δηλαδή και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι το είδος της έννομης σχέσης που συνδέει τους διαδίκους είναι στην πραγματικότητα αυτό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και όχι της σύμβασης μαθητείας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, καθώς και ότι με τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ο ενάγων στην πραγματικότητα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της λειτουργίας διοικητικών υπηρεσιών του εναγομένου, δεν ισχύει η αρχή της μη διάκρισης όπως επικαλείται ο ενάγων στην αγωγή του στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η εν λόγω σύμβαση δε μπορεί να θεωρηθεί ούτε κατ» ορθό νομικό χαρακτηρισμό ως σύμβαση αορίστου χρόνου, καθόσον έχει συναφθεί μετά την ισχύ του ΠΔ 164/2004 (19.7.2004), το οποίο, κατά ρητή επιταγή του, δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας (άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α) και με το οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της EE (που δεν αποτελεί πλέον άμεσα εφαρμοζόμενο δίκαιο), προβλέπει δε στο άρθρο 11 συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνο αυτών των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του και ήταν ενεργείς κατά το χρονικό αυτό σημείο και όχι αυτών που έχουν καταρτισθεί μεταγενέστερα, όπως εν προκειμένω, ενώ ως κύρωση για την κατάρτιση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται έκτοτε μετά την έναρξη της ισχύος του κατά παράβαση των ορισμών του, προβλέπει όχι τη μετατροπή τους σε αορίστου χρόνου αλλά την αυτοδίκαιη ακυρότητά τους, την καταβολή στον εργαζόμενο των αποδοχών του και αποζημίωση, καθώς και την ποινική και πειθαρχική ευθύνη των αρμοδίων.

Αντίθετα, η επίδικη σύμβαση έχει συναφθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ» ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως σύμβαση αορίστου χρόνου ή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, ακόμα και στην περίπτωση που κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εναγόμενο ν.π.δ.δ., στο οποίο προσέφερε τις υπηρεσίες του ο ενάγων, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και, συγκεκριμένα, κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του ΑΣΕΠ. Άλλωστε, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, τα προγράμματα απασχόλησης ανέργων, στα οποία συμμετείχε ο ενάγων, αφορούσαν σε πανελλαδική κλίμακα όλους τους αναφερόμενους στην παρ. Γ του άρθρου 25 του ν. 2639/2998 φορείς απασχόλησης και όχι μόνο το εναγόμενο και ότι η αρχική διάρκειά τους παρατάθηκε για ακόμη ένα 12μηνο όχι με πρωτοβουλία του εναγομένου, αλλά στα πλαίσια υλοποίησης της υπ’ αριθμόν 109/19/1.4.2006 απόφασης της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, με την οποία ορίσθηκε ότι προϋπόθεση συνέχισης συμμετοχής στο πρόγραμμα (STAGE) από κάθε ασκούμενο είναι η θετική αξιολόγησή του από τον προϊστάμενο του, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σύμβαση εργασίας, αλλά, όπως, άλλωστε, προαναφέρθηκε, για ανεξάρτητη σύμβαση μαθητείας, στην οποία ο ενάγων συμμετείχε με βάση τους όρους συμμετοχής και τις προϋποθέσεις που όριζε η ΥΑ 112392 ΦΕΚ Β 1813/2004, που εκδόθηκε κατ» εξουσιοδότηση του άρθρου 20 παρ. 15 του Ν. 2639/1998, για τη δυνατότητα υλοποίησης από το εναγόμενο προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (STAGE), η οποία μετά το πέρας των χρονικών ορίων των ως άνω προγραμμάτων, λύθηκε αυτοδικαίως. Συνεπώς, ο ενάγων δεν δικαιούται, με βάση την αρχή της μη διάκρισης, τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αφού δεν συνδεόταν, κατά τα προαναφερόμενα, με το εναγόμενο με σύμβαση εργασίας, αλλά με σύμβαση μαθητείας. Τα ίδια δεχόμενο και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω η αγωγή κατά τον επικουρικό αγωγικό ισχυρισμό της, περί υπάρξεως απλής σχέσης εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο, η σύμβαση αυτή λειτούργησε στην πραγματικότητα, ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και όχι μαθητείας και συνεπώς εδικαιούτο αυτός να λαμβάνει, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την αμοιβή που θα ελάμβανε άλλος, αντί αυτού εργαζόμενος, ασχολούμενος με έγκυρη σχέση εργασίας, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. Ια του Συντάγματος, 20 παρ. 15 του ν. 2639/1998, 648 επ. και 904, 905 επ. ΑΚ (βλ. ΑΠ 126/2015, ΑΠ 885/2014 Νόμος). Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή κατά το επικουρική της αυτή βάση ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και στη συνέχεια το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει επί της αγωγής ως προς την ανωτέρω βάση της, ώστε να κριθεί εάν αυτή είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη {…}.