438/2015 ΜΕφΛαρ (εργατικό ατύχημα ασφαλισμένου στο ΙΚΑ – ψυχική οδύνη – ευθύνη εργολάβου για λήψη μέτρων ασφαλείας)
438/2015
Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση
Δικηγόροι: Αλέξ. Χριστοδούλου, Αχιλ. Αργυρίου, Στυλ. Σταφυλάκης, Δημ. Νάρης
Επί παθόντος εξ εργατικού ατυχήματος ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, απαλλαγή εργοδότη από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, όχι όμως και για ικανοποίηση ψυχικής οδύνης εφόσον υπάρχει πταίσμα αυτού ή των προστηθέντων. Ο εργολάβος μη προστηθείς του εργοδότη, εκτός αν ο τελευταίος επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητά ή σιωπηρά, τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου με παροχή οδηγιών.
Ευθύνη εργολάβου για λήψη μέτρων ασφαλείας, μη αιρόμενη επί ανάθεσης τμήματος σε υπεργολάβο με οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά συνευθύνη τους. Μέτρα ασφαλείας στις οικοδομές. Επί μη ανάθεσης όλου του έργου σε ένα εργολάβο, υποχρέωση κυρίου του έργου για λήψη μέτρων ασφαλείας που υποδεικνύει ο επιβλέπων, εφόσον δεν αφορούν τμήματα που ανέλαβαν οι εργολάβοι. Θανατηφόρα πτώση υπεργολάβου από αφύλακτη οπή δαπέδου κτίσματος. Αποκλειστική υπαιτιότητα και συνευθύνη εις ολόκληρον εργολάβου, υπεργολάβων ως και επιβλέποντος μηχανικού που δεν ασφάλισαν την οπή με περιμετρικά σταθερά και στέρεα κιγκλιδώματα ή σιδηρά πλέγματα, αλλά με πρόχειρη ασταθή κατασκευή, ο δε επιβλέπων μηχανικός δεν υπέδειξε τα άνω μέτρα. Μη απόδειξη ότι ο θανών αφαίρεσε την πρόχειρη κατασκευή και μη συντέλεση στην πτώση το ότι έφερε νάρθηκα κάτω άκρου. Μη συντρέχον πταίσμα εκ της μη χρήσης κράνους στο θάνατο που θα επερχόταν και μόνο και εκ των κακώσεων στο θώρακα.
{…} Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2, 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ.1, 3 του ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24.7/25.8.1920 β.δ., συνάγεται ότι αν ο θανατωθείς από ατύχημα , που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, υπαγόταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση των καθολικών διαδόχων του. Οι τελευταίοι έχουν κατά του εργοδότη αξίωση για εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων υπ` αυτού προσώπων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 922 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Εξάλλου, από τα άρθρα 681, 688 – 691 και 698 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 3 και 5 του ν. 1396/1983, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου ή τμήματος του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο ή το τμήμα τούτου που ανέλαβαν. Από τις διατάξεις αυτές καθίσταται σαφές ότι σε αντίθεση με τον κύριο του έργου που δεν ευθύνεται ως προστήσας για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του εργολάβου, αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση ολόκληρου ή τμήματος του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος τούτου σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για την λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτόν του το δικαίωμα διευθύνσεως και επιβλέψεως του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο ή και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει την διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού. Και τούτο, διότι ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983, για την λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτελέσεως τμήματος του έργου σε υπεργολάβο με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επιβλέψεως και ελέγχου του υπεργολάβου ειδικά για τη λήψη και τήρηση των παραπάνω μέτρων (ΑΠ 797/2014, ΑΠ 1210|2006 Νόμος). Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1396/1983 «Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα», για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού θεωρείται, «…4) εργολάβος το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό…,5) υπεργολάβος, το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό…,7) επιβλέπων, το πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης».
Περαιτέρω, με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου (1396/1983) ορίζεται ότι, «Ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού, 3. Να εφαρμόζουν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος», με το άρθρο 4 ορίζεται, ότι «σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε ένα εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν να εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι» και με το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου ή τμήματος του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο ή το τμήμα τούτου που ανέλαβαν.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 111 του π.δ. 1073/1981 «Εργασίες αρμοδιότητος πολιτικού μηχανικού. Μέτρα Ασφαλείας» «Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος» ως και του Π.Δ/τος 778/1980, «περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών» εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας παρίστανται ανελλιπώς, καθ΄όλην την διάρκειαν ημερησίως εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων» και οι «οι υπεργολάβοι και εργολάβοι οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους για τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, κατά φάση εργασίας», και κατά το άρθρο 20 του π.δ. 778/1980, «Φωταγωγοί, φρέατα ανελκυστήρων και εν γένει ανοίγματα επί των δαπέδων, δέον όπως προστατεύονται είτε περιμετρικώς δι΄ανθεκτικών κιγκλιδωμάτων, ύψους τουλάχιστον ενός (1,00) μέτρου και θωρακίων ύψους δεκαπέντε εκατοστών (0,15) του μέτρου, είτε δια της πλήρους καλύψεως των δι΄αμετακίνητου στερεού σανιδώματος πάχους δύο και ημίσεως εκατοστών του μέτρου, ηλουμένου επί ανθεκτικού πλαισίου εκ ξύλινων λατακίων, είτε δια της τοποθετήσεως σιδηρού πλέγματος οπλισμού στερεουμένου εντός της πλακός κατά την κατασκευήν της». Αυτός που από δόλο ή αμέλεια παραβαίνει τις υποχρεώσεις που ανωτέρω ορίζονται για τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων σε οικοδομές, υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις, που προβλέπονται από τα άρθρα 117 του Π.Δ. 1073/1981 και 9 του Ν. 1396/1983.
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση του περιεχομένου των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη και εκκαλούσα, αντίστοιχα, ανώνυμη κατασκευαστική εταιρία, με την επωνυμία «Τ. Α.Ε.», ανέλαβε εργολαβικά το έργο κατασκευής ενός εμπορικού κέντρου με υπόγειους και βοηθητικούς χώρους και υπαίθριο χώρο στάθμευσης, στην Ε. του Δήμου Α. Δ. Ι., εργοδοσίας τότε της μη διαδίκου πλέον ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «Β. Τ. Α.Ε.», την οποία στη συνέχεια διαδέχθηκε ως καθολική διάδοχος η ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «H. Α.Ε.». Εκπρόσωπος της ανωτέρω κατασκευάστριας εταιρίας και εργοταξιάρχης του έργου ήταν ο πέμπτος εναγόμενος ήδη εφεσίβλητος και εκκαλών, αντίστοιχα, Σ. Κ. πολιτικός μηχανικός. Η δεύτερη εναγομένη, με την από 26.4.2010 έγγραφη σύμβαση έργου, ανέθεσε στην τρίτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «R. H. A.E.», υπεργολαβικά, την κατασκευή τμήματος του προαναφερθέντος έργου και ειδικότερα την προετοιμασία και διάστρωση του βιομηχανικού δαπέδου του κτιρίου, η οποία με τη σειρά της ανέθεσε στην τέταρτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «Τ. – Τ. Ο.Ε.» την κατασκευή του βιομηχανικού δαπέδου στο ισόγειο του κατασκευαζόμενου κτιρίου. Η τελευταία υπεργολάβος με τη σειρά της ανέθεσε εργολαβικά την εκτέλεση τμήματος του έργου στον Δ. Τ. του Β.. Στις 19.7.2010, οι εργαζόμενοι της τρίτης εναγομένης (R. H. A.E.), Η. Ι. και Σ. Ι., προετοίμασαν το χώρο όπου θα γινόταν η διάστρωση του βιομηχανικού δαπέδου με την χωροβάτηση του χώρου, την τοποθέτηση των ειδικών μεταλλικών αρμών και την επίστρωση του δαπέδου με νάϋλον. Την επόμενη ημέρα, 20.7.2010 και περί ώρα 08.30, ο Δ. Τ. ξεκίνησε την εκτέλεση του έργου που είχε αναλάβει, δηλαδή τις εργασίες για τη διάστρωση του βιομηχανικού δαπέδου στο ισόγειο του κτιρίου, ενώ στον ίδιο χώρο εργάζονταν και οι προαναφερθέντες εργαζόμενοι της τρίτης εναγομένης. Η διάστρωση του βιομηχανικού δαπέδου περιλαμβάνει τις ακόλουθες εργασίες: α. ρίψη σκυροδέματος, β. διαμόρφωση (ίσιωμα) αυτού με τη χρήση εργαλείου χειρός, γ. χρήση μηχανημάτων λέϊζερ, ρίψη χαλαζία και τέλος χρήση μηχανικών λειαντήρων. Μετά τη ρίψη του σκυροδέματος άπαντες οι ανωτέρω ξεκίνησαν να διαμορφώνουν – ισιώνουν το σκυρόδεμα με τη χρήση εργαλείου χειρός (τσουγκράνας). Κατά την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας ο Δ.Τ. έπεσε από απροστάτευτο κυκλικό άνοιγμα του δαπέδου, διαμέτρου 1,80 μέτρων, στο οποίο ήταν περιμετρικά ξυλότυπος ύψους περίπου 20 εκατοστών, που αποτελούσε το ύψος μέχρι το οποίο θα έφτανε το βιομηχανικό δάπεδο, το οποίο (άνοιγμα) προοριζόταν για την τοποθέτηση σταθερής κλίμακας, στο υπόγειο του κτιρίου, από ύψος 4,70 μέτρων, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα. Στην επέλευση του ανωτέρω αποτελέσματος δεν συνετέλεσε το γεγονός ότι ο θανών δεν φορούσε κράνος, διότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθμ. πρωτ. 553/3.9.2010 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, ο θανών πλην των κακώσεων στην κεφαλή υπέστη εγκάρσιο κάταγμα σώματος στέρνου, κατάγματα τρίτου έως και έβδομου δεξιού ημιθωρακίου, ενώ διαπιστώθηκε αιμοθώρακας σε αμφότερα τα ημιθωράκια και εκτεταμένη αιμορραγική διήθηση μεσοθωρακίου, οι δε κακώσεις αυτές που υπέστη στο θώρακά του, και στην επέλευση των οποίων ασφαλώς δεν συνετέλεσε το ότι δεν φορούσε κράνος, ήταν ικανές μόνες τους, να επιφέρουν το θάνατό του, έστω και αν δεν τραυματιζόταν καθόλου στο κεφάλι. Το εν λόγω άνοιγμα δεν είχε ασφαλισθεί έναντι του κινδύνου πτώσης, με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει το άρθρο 20 παρ. 1 του π.δ. 778/1980, ήτοι με την κατασκευή προστατευτικού περιμετρικού ανθεκτικού κιγκλιδώματος ύψους ενός (1,00) τουλάχιστον μέτρου και θωρακίων ύψους δεκαπέντε εκατοστών (0,15) του μέτρου, είτε με την πλήρη κάλυψη του με αμετακίνητο στερεό σανίδωμα πάχους δυόμισι εκατοστών του μέτρου ηλουμένου επί ανθεκτικού πλαισίου εκ ξύλινων λατακίων, είτε με την τοποθέτηση σιδερένιου πλέγματος οπλισμού στερεουμένου μέσα στην πλάκα κατά την κατασκευή της. Επίσης, το εν λόγω άνοιγμα δεν είχε ασφαλισθεί έναντι του παραπάνω κινδύνου, με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει το άρθρο 40 του π.δ. 1073/1981, δηλαδή με την περιμετρική κατασκευή στηθαίου με χειρολισθήρα ελάχιστου ύψους ενός μέτρου από το δάπεδο, σανίδα μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί), είτε με επικάλυψη ικανής αντοχής, είτε με την τοποθέτηση ανθεκτικού δικτυωτού πλέγματος, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ο οποίος θα απέτρεπε τον παραπάνω κίνδυνο. Το μόνο μέτρο ασφαλείας που είχε ληφθεί ήταν μία πρόχειρη περίφραξη με σιδερόβεργες περιμετρικά του ξυλοτύπου και σε απόσταση 25 εκατοστών περίπου από αυτόν και η σήμανση με ταινία, που κατά την ημέρα του ατυχήματος είχε αφαιρεθεί.
Η ως άνω πτώση του θανόντος και ο εντεύθεν θανατηφόρος τραυματισμός του οφείλεται σε αμέλεια των νομίμων εκπροσώπων των εναγομένων (δεύτερης, τρίτης και τέταρτης) εταιριών και του πέμπτου εναγομένου εργοταξιάρχη -επιβλέποντος μηχανικού, ο οποίος είχε προστηθεί στην εκτέλεση του ανωτέρω οικοδομικού έργου από τη δεύτερη εναγόμενη. Η αμέλειά τους οφείλεται στο ότι, ενώ εγνώριζαν την επικινδυνότητα εκ του ανοίγματος διαμέτρου 1,80 μέτρων στο δάπεδο του ισογείου χώρου του κτίσματος όπου κινούνταν όλοι όσοι εκτελούσαν διάφορες εργασίες δεν μερίμνησαν να τοποθετήσουν στο άνοιγμα περιμετρικώς ανθεκτικό κιγκλίδωμα ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου και θωράκιον ύψους 0,15 μέτρων, είτε πλήρη κάλυψη με αμετακίνητο στερεό σανίδωμα πάχους, 0,25 μέτρων καρφωμένο σε ανθεκτικό πλαίσιο από ξύλινα λατάκια είτε με την τοποθέτηση σιδηρού πλέγματος οπλισμού στερεωμένου μέσα στην πλάκα κατά την κατασκευή της, ο δε πέμπτος εναγόμενος, λόγω της ιδιότητάς του, ως εργοταξιάρχη του παραπάνω έργου, ήταν υποχρεωμένος να υποδείξει στην δεύτερη εναγομένη, την προστηθείσα και τους υποπροστηθέντες τη λήψη των ανωτέρω μέτρων. Συνυπεύθυνες είναι όλες οι ανωτέρω εναγόμενες εταιρίες αφού δεν προέβησαν στη λήψη των εν λόγω μέτρων, αφενός διότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 1396/1983 ορίζεται ότι, «Ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού» και αφετέρου διότι ευθύνονται για την αδικοπραξία των προστηθέντων τους και των υποπροστηθέντων τους, αντίστοιχα, τους οποίους χρησιμοποίησαν με τη βούληση της αρχικής προστήσασας, καθώς δεν αποδείχθηκε κάτι διαφορετικό (ούτε άλλωστε δεν προβλήθηκε περί του αντιθέτου ισχυρισμός από κανένα διάδικο) χωρίς να προσαπαιτείται να ασκούν έλεγχο ή να δίδουν οδηγίες και εντολές σ΄αυτούς (υποπροστηθέντες).
Οι εναγόμενες εταιρίες αμφισβητούν την ευθύνη τους και επιρρίπτουν την ευθύνη η μία στην άλλη, επικαλούμενες για τη ρύθμιση της ευθύνης της καθεμίας τα ιδιωτικά συμφωνητικά έργου και υπερεργολαβίας που έχουν συνάψει μεταξύ τους, όμως εν προκειμένω δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους (βλ. ΑΠ 1229/2013 Νόμος), γεγονός το οποίο είναι ζήτημα της μεταξύ τους αναγωγής, καθώς έναντι των εναγουσών συνευθύνονται όλοι οι προαναφερθέντες. Δεν αποδείχθηκε δε, ότι η πτώση του θανόντος οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα, αφού και εάν ακόμη είχε απομακρυνθεί κατά τον χρόνο του ατυχήματος το πρόχειρο κιγκλίδωμα που είχε τοποθετηθεί στον ανωτέρω άνοιγμα δεν αποδείχθηκε ότι αυτό αφαιρέθηκε από τον θανόντα, καθώς, εκτός από αυτόν, στο ίδιο σημείο κατά τον χρόνο του ατυχήματος εργάζονταν και οι εργαζόμενοι της τρίτης εναγομένης (R. H. A.E.), Η. Ι. και Σ. Ι., οι οποίο την προηγούμενη ημέρα είχαν προετοιμάσει το χώρο για τη διάστρωση, ο δε τρόπος ασφάλισης του ανοίγματος δεν ήταν ο προβλεπόμενος από τα άρθρα 20 παρ. 1 του π.δ. 778/1980 και 40 του π.δ. 1073/1981, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω, παρά μια πρόχειρη κατασκευή, την οποία μπορούσε εύκολα ο καθένας να αφαιρέσει. Ούτε, τέλος, αποδείχθηκε ότι στην πτώση του θανόντος συνετέλεσε το ότι αυτός κατά τον χρόνο του ατυχήματος έφερε νάρθηκα αριστερού κάτω άκρου (από το ύψος της σύστοιχης κατά γόνυ άρθρωσης και κάτω) όπως αναφέρεται στην 553/3.9.2010 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε αποκλειστικά υπαίτιες για το θάνατο του ανωτέρω τις ως άνω εναγόμενες εταιρίες και τον πέμπτο εναγόμενο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με όλους τους λόγους της έφεσης, των, εκ των εναγομένων, ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «Τ. Α.Ε.», και Σ. Κ., να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. {…}