437/2015 ΜΕφΛαρ (διακοπή παραγραφής – επανέγερση αγωγής – τελεσιδικία με σιωπηρή παραίτηση απο τα ένδικα μέσα – αναπροσαρμογή μισθώματος δυν . αρ. 288 και 388 ΑΚ)

437/2015                                                                  

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Αθαν. Χαρμάνης, Ειρήνη Κάππα – Βασ. Σοφιώτης

 

Παραγραφή (και αποσβεστική προθεσμία) διακοπείσα με αγωγή θεωρείται σα να μη διακόπηκε επί παραίτησης ή τελεσίδικης απόρριψης για λόγους δικονομικούς, επί επανέγερσης όμως αγωγής με ίδια ιστορική και νομική αιτία σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την πρώτη αγωγή.

Η απορρίψασα αγωγή ως αόριστη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και με παραίτηση από τα ένδικα μέσα η οποία, αν γίνει πριν την άσκηση αυτών οπότε υποδηλώνει αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπόκειται στο 297 ΚΠολΔ αλλά μπορεί να γίνει με κάθε τρόπο και σιωπηρά όπως επί άσκησης νέας αγωγής όμοιας με την απορριφθείσα προ της τελεσιδικίας της. Επί απόρριψης αγωγής για μη ουσιαστικούς λόγους δεν ανατρέπεται η διά της επίδοσης όχληση.

Διαπλαστικό το δικαίωμα αναπροσαρμογής μισθώματος κατά τα 288 ή 388 ΑΚ, η δε απόφαση ισχύει για το μέλλον, ήτοι από την επίδοση της αγωγής μέχρι τη συμπλήρωση της περιόδου για την οποία είχε με συμβατική αναπροσαρμογή ορισθεί μίσθωμα. Μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης υποχρέωση μισθωτή για καταβολή παλιού μισθώματος, άλλως υπερημερία του ως οφειλέτη και μη δικαίωμα προστασίας κατά τα άνω άρθρα.

{…} 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 279 του ίδιου Κώδικα, αναλόγως και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σα να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής «για λόγους μη ουσιαστικούς» νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που ανάγονται όχι στο υποστατό της αξίωσης, αλλά για δικονομικούς, οι οποίοι, δηλαδή, συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής, συνεπώς και η απόρριψη της ως αόριστης, ενώ ως «έγερση και πάλι» νοείται η εκ νέου έγερση αγωγής, στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 404/2008, ΑΠ 2074/2007 Νόμος). Καθίσταται δε, τελεσίδικη η πρωτόδικη οριστική απόφαση, που απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, εκτός άλλων περιπτώσεων, με την παραίτηση από τα ένδικα μέσα, η οποία, εφόσον έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ΄αυτής, γίνεται κατά το διαγραφόμενο στο άρθρ. 297 ΚΠολΔ του ιδίου κώδικα, ενώ εάν γίνει πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου, οπότε αφορά το δικαίωμα προς άσκηση του και υποδηλώνει στην ουσία αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπόκειται στη ρύθμιση του άρθ. 297 ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής από τον ενάγοντα έχουσας το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα με την προηγούμενη, που απορρίφθηκε ως αόριστη, συναγόμενης εντεύθεν αποδοχής της απορριπτικής απόφασης και παραίτησης από τα ένδικα μέσα κατ΄αυτής, με συνέπεια την τελεσιδικία της (βλ. ΑΕΔ 42/1990 Νόμος, ΟλΑΠ 1804/86 ΝοΒ 35. 1607, ΟλΑΠ 626/1980 ΝοΒ 28. 1981, ΑΠ 853/89 Δνη 32. 525). Σε κάθε δε περίπτωση η νέα αγωγή (έχουσα την ίδια ιστορική και νομική αιτία), μπορεί να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (βλ. ΑΠ 2074/07 ο.π.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ συνάγεται ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης οφειλής καθίσταται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση. Τέτοια ενέργεια (όχλησης) κατ΄άρθρα 215 και 221 ΚΠολΔ έχει και η επίδοση αγωγής με την οποία ζητείται η εκτέλεση της παροχής. Απορριφθείσης δε της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς – όπως απαραδέκτου λόγω αοριστίας – δεν ανατρέπονται τα εντεύθεν αποτελέσματα της, με αυτήν, γενομένης οχλήσεως, αλλά αυτή λειτουργεί ως εξώδικη όχληση (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 2045/2006 ΧρΙΔ 2007. 698).

4. Το δικαίωμα που απορρέει από τα άρθρα 388 και 288 ΑΚ για προσδιορισμό της παροχής ή αντιπαροχής που πρέπει να εκπληρωθεί και, ειδικότερα, για αναπροσαρμογή μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης. Κατ΄ακολουθία, ενόψει της ανωτέρω φύσης του το δικαίωμα αναπροσαρμογής δημιουργείται από την επίδοση της αγωγής και εφεξής για το μέλλον, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα (ανεξάρτητα αν πρόκειται για απλή αναγνώριση ή καταψήφιση αυτού) να είναι διαπλαστική και η αναπροσαρμογή να ισχύει όχι αναδρομικώς αλλά για το μέλλον, ήτοι από την επίδοση της αγωγής και στο εξής μέχρι τη συμπλήρωση της χρονικής περιόδου (συνήθως ετήσιας), για την οποία είχε με συμβατική αναπροσαρμογή ορισθεί κάποιο συγκεκριμένο μίσθωμα του οποίου ζητείται η μείωση ή η αύξηση (ΑΠ 1346/1993 Δνη 35. 1597, Παπαδάκης, αριθμ. 2727 επ. Κατράς, Πανδέκτης σελ. 72). Κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το παλιό μίσθωμα, άλλως καθίσταται υπερήμερος, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 342 ΑΚ. Δεν υποχρεούται δηλαδή (επί υψηλότερου αναπροσαρμοσμένου) ούτε δικαιούται (επί χαμηλότερου αναπροσαρμοσμένου) να καταβάλει κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το τυχόν αναπροσαρμοσμένο νέο μίσθωμα. Επομένως, αν μεν το καταβαλλόμενο μίσθωμα είναι μεγαλύτερο ο μισθωτής είναι υποχρεωμένος να το πληρώσει πριν από την τελεσιδικία και για το λόγο αυτό δεν γίνεται υπερήμερος, αν δε είναι μικρότερο ο μισθωτής δεν δικαιούται να το καταβάλει και ο εκμισθωτής να το δεχθεί με αντίστοιχες συνέπειες (Χαρ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων τ. 1ος, εκδ. 3η, παρ. 1984 όπου και παραπομπές σε ΑΠ 460/1980 ΝοΒ 27. 210, ΕφΠειρ 593/1981 ΑρχΝ 34. 316, ΕφΘεσ 827/1983 Αρμ 37. 574). Τέλος, κατά την ακολουθούμενη και από το παρόν δικαστήριο άποψη ο συμβαλλόμενος, ο οποίος βρίσκεται σε υπερημερία σχετικά με την εκπλήρωση της παροχής του κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η μεταβολή των συνθηκών, δεν έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί την προστασία τόσο του άρθρου 388 όσο και του άρθρου 288 του ΑΚ, γιατί η επέλευση των δυσμενών συνεπειών της υπερημερίας του τον βαρύνει (344 ΑΚ), δεδομένου ότι η διάταξη στηρίζεται στην καλή πίστη και προστατεύει μόνο τον καλόπιστο και όχι τον υπερήμερο-υπαίτιο οφειλέτη. Σε συνέπεια με την άποψη αυτή, ο μισθωτής δεν επιτρέπεται να ζητήσει αναπροσαρμογή του μισθώματος, αν από υπαιτιότητά του καθυστερεί την πληρωμή του κατά τον χρόνο μεταβολής των συνθηκών, καθόσον αυτός δεν μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, που δεν αναφέρονται στον κακόπιστο – υπερήμερο οφειλέτη (ΕφΑθ 7166/1978 Νόμος, Χαρ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων εκδ.1996, αρ. 2621).

{…} 6. Οι εναγόμενοι ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς αντίκρουση της αγωγής ισχυρίσθηκαν ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη διότι οι ενάγοντες είχαν ήδη ασκήσει, όπως και οι ίδιοι ιστορούν στην αγωγή τους, την υπ΄αριθμ. καταθ. 289/2010 αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, η οποία απορρίφθηκε λόγω αοριστίας με την υπ΄αριθμ. 98/5-9-2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και ενώ η απορριπτική αυτή απόφαση δεν είχε καταστεί τελεσίδικη άσκησαν απαραδέκτως την ένδικη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νομικά αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο 3 νομική σκέψη η νέα υπό κρίση αγωγή, έχουσα την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την τυπικώς απορριφθείσα (βλ. δικόγραφο της υπ΄αριθμ. 289/2010 αγωγής) μπορούσε να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη αγωγή, με συνέπεια, αφενός μεν να επέχει το προβλεπόμενο στο άρθρο 263 ΑΚ διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα από την άσκηση της προηγούμενης αγωγής, αφετέρου να διατηρεί η προηγούμενη αγωγή το χαρακτήρα της ως όχλησης. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής είναι απορριπτέα ως αβάσιμα {…}.