339/2015 (κύρος καταγγελίας εργοδότη – αναγκαία αποζημίωση, εκτός των περιοριστικά εξαιρούμενων περιπτώσεων – επίσχεση εργασίας – εργαζόμενοι σε αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις)

339/2015

Πρόεδρος: Χαρ. Μαυρίδης

Δικηγόροι: Αικατερίνη Γραμμενοπούλου, Ιωάν. Τσιάμπας

 

Για το κύρος καταγγελίας εργοδότη αναγκαία αποζημίωση, εκτός των περιοριστικά εξαιρούμενων περιπτώσεων (μήνυση για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Σχετική ακυρότητα υπέρ μισθωτού που μπορεί να παραιτηθεί ρητά ή σιωπηρά από το δικαίωμα προσβολής και μετά την αρχική ρητή επιφύλαξή του. Παραίτηση η σε εξοφλητική απόδειξη δήλωση αναγνώρισης ως έγκυρης της καταγγελίας, ως και η διεκδίκηση της αποζημίωσης απόλυσης. Εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία αξίωσης της αποζημίωσης λόγω απόλυσης αλλά και λόγω λύσης της σύμβασης κατά νομοθετική επιταγή εξαιτίας θέσης της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση.

Επίσχεση εργασίας επί ληξιπρόθεσμων αξιώσεων μισθωτού κατά εργοδότη με αποχή εκ της εργασίας μέχρι την υπό του εργοδότη καταβολή και δικαίωμα λήψης των κατά την αποχή αποδοχών χωρίς ανάγκη πραγματικής προσφοράς εργασίας. Μονομερής άτυπη η επίσχεση με εξώδικη, και προφορική, δήλωση ισχύουσα αφότου περιέλθει σε γνώση εργοδότη.

Κατά το χρόνο επίσχεσης μη δικαίωμα εργοδότη να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση και υπερημερία του εφόσον αποκρούει την προσφορά υπηρεσιών μισθωτού χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία.

Με το νόμο 4015/2011 αυτοδίκαιη μεταφορά στις νέες Συλλογικές Αγροτικές Οργανώσεις των εργαζομένων σε αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις που είναι σε ισχύ κατά τη δημοσίευση του νόμου. Επί άνω οργανώσεων που τίθενται σε εκκαθάριση ή διαγράφονται από το μητρώο δυνατότητα απορρόφησης μισθωτών από άλλες ενεργές, άλλως δυνατή ένταξη αυτών με αίτησή τους σε προγράμματα ειδικής επιδότησης.

Εκ του προϊόντος της εκκαθάρισης εξοφλούνται πρώτα τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς εργαζομένους και μετά σε λοιπούς δανειστές.

Η θέση ν.π. σε εκκαθάριση δεν επιφέρει αυτοδίκαιη λύση εργασιακών σχέσεων εκτός αν γίνει νόμιμη καταγγελία.

Μη παράλειψη εκκαλουμένης να εφαρμόσει τους ερμηνευτικούς κανόνες δικαιοπραξιών, αφού δεν δέχθηκε κενό ή αμφιβολία στη σύμβαση εργασίας ως προς το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης.

Λόγω νομοθετικής ρύθμισης, αντικειμενική αδυναμία της συνεταιριστικής οργάνωσης να λειτουργήσει και απασχολήσει τους εργαζόμενους, διό μη καταχρηστική η επίσχεση εργασίας αυτών.

 

{…} II. Με την από 19.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 802/19.9.13 αγωγή τους, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη, η οποία τελεί, πλέον, σε καθεστώς εκκαθάρισης. Ότι από τις αρχές του έτους 2011 η εναγόμενη καθυστερούσε να τους καταβάλει τις αποδοχές τους επί κάποιους μήνες, άλλοτε τους κατέβαλε έναντι μικρότερα από τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά, οι δε οφειλές της προς αυτούς αυξάνονταν συνεχώς. Ότι τελικά σταμάτησε να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους. Ότι με την από 17.1.2012 εξώδικη δήλωση τους οι πρώτος έως και τον δωδέκατο προέβησαν σε επίσχεση εργασίας και το ίδιο δικαίωμα άσκησαν στις 1.2.2013 ο δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος, και δέκατος πέμπτος από αυτούς. Ότι στις αρχές του μηνός Απριλίου 2013, κατά τις αναφερόμενες, ειδικότερα, ημερομηνίες, η εναγόμενη τους κοινοποίησε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους. Ότι η εναγόμενη δεν τους κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης, το επίδομα αδείας του έτους 2013, τις αποδοχές αδείας του έτους 2013 και το επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2013. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, ζητούσαν, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας τους με την εναγόμενη και, επικουρικά, σε περίπτωση που αυτές κριθούν άκυρες, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες {… μνεία αιτούμενων ποσών …}.

IV. Από τα άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 1 παρ. 5 του ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει έγγραφα και καταβληθεί στον μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται, άσχετα από τον λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις, περιοριστικά, αναγραφόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη (εκτός της συνισταμένης σε καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη) αιτία (ΑΠ 38/2004 Νόμος, ΕφΔωδ 136/2004 Νόμος). Η ακυρότητα, όμως, αυτή, τασσόμενη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική και, συνεπώς, ο μισθωτός μπορεί να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 ΑΚ) ρητά ή σιωπηρά από το δικαίωμα να την προβάλλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη. Στην περίπτωση που ο ακύρως απολυθείς μισθωτός ρητά επιφυλάχθηκε για κάθε νόμιμο δικαίωμά του, δεν αποκλείεται μεταγενέστερη σιωπηρή παραίτηση αυτού από του δικαιώματος προσβολής της ακυρότητας της καταγγελίας, εφόσον η παραίτηση αυτή συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο από σχετικές ενέργειες του απολυθέντος. Παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας συνιστούν, για παράδειγμα, η περιεχόμενη σε εξοφλητική απόδειξη δήλωση του εργαζόμενου ότι αναγνωρίζει ως έγκυρη και ισχυρή την καταγγελία, καθώς, επίσης, και η διεκδίκηση από τον εργαζόμενο, δικαστικά ή εξώδικα, της αποζημίωσης απόλυσης ή της συμπλήρωσης της, σε περίπτωση που καταβλήθηκε μικρότερη από τη νόμιμη (ΑΠ 811/2006 ΔΕΝ 2007. 229, ΑΠ 1900/2005 ΔΕΕ 2006. 815, ΑΠ 1671/1983 ΕΕργΔ 1984. 788). Η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας, πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να εγχειρισθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στον απολυόμενο, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του.

V. Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι: «πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον ν. 2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή το Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 αποζημιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποίηθη εντός εξαμήνου αφ’ ης κατέστη απαιτητή». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει σαφώς ότι η καθοριζόμενη εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία αφορά τόσο την αποζημίωση την οποία ο μισθωτός δικαιούται απευθείας από τον Ν. 2112/1920 ή το Β.Δ. της 16/18.7.1920, λόγω λύσης της εργασιακής του σύμβασης, κατόπιν καταγγελίας του εργοδότη, όσο και την αποζημίωση την οποία ο μισθωτός δικαιούται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955, λόγω λύσης της εργασιακής του σύμβασης, κατά νομοθετική επιταγή και χωρίς καταγγελία του εργοδότη, εξαιτίας θέσης της επιχείρησης του εργοδότη υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, διότι εν προκειμένω συντρέχει ο ίδιος νομικός λόγος, που συνίσταται στην ανάγκη ταχείας άρσης της σχετικής αβεβαιότητας στις σχέσεις μεταξύ των μερών και της μη δημιουργίας δυσβάστακτών και μη προβλεπόμενων συνεπειών για τον υπό ειδική εκκαθάριση τελούντα εργοδότη, ενόψει και του σκοπού της ειδικής εκκαθάρισης που αποβλέπει στο συμφέρον των δανειστών και, γενικότερα, στο δημόσιο συμφέρον, με την ταχεία και ασφαλή περάτωση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης (ΑΠ 801/2008). Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή περιγραφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψη της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατά δε το άρθρο 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται στις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου, στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ΑΚ, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη, σχετική με την παροχή της εργασίας του, δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλλει, δηλαδή, τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά, ενώ δεν απαιτείται η φυσική παρουσία του εργαζομένου στο χώρο εργασίας ούτε η πραγματική προσφορά των υπηρεσιών του και η απόκρουση αυτών από τον εργοδότη (ΑΠ 1209/1999 Νόμος, ΑΠ 1997/1995 ΕΕργΔ 55. 170, ΑΠ 1288/2003, ΕφΑθ 4682/2004, ΕφΑθ 2685/2006, ΜονΠρωτΑθ 1217/2013 Νόμος). Η επίσχεση εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, η οποία καταρτίζεται άτυπα, με μόνη τη δήλωση της βούλησης του οφειλέτη της εργασίας (μισθωτού), που μπορεί να γίνει με εξώδικη έγγραφη ή και προφορική δήλωση και ισχύει αφότου περιέλθει σε γνώση του δανειστή. Όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει λυμένη την σύμβαση εργασίας, και, εφόσον αποκρούει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (καταβολή αποζημίωσης και έγγραφη καταγγελία), καθίσταται υπερήμερος (ΑΠ 1412/1986 Δνη 1987. 1030, ΕφΑθ 605/2008 Νόμος, ΕφΑθ 1585/2005 Δνη 2006. 418). Η άσκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να γίνει εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε, διαφορετικά η άσκηση του είναι καταχρηστική και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Περαιτέρω, με την παρ. 9 του άρθρου 19 του Ν. 4015/2011 ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στους ΑΣ, στις ΕΑΣ, στις ΚΕ.Σ.Ε., στις Κ.Α.Σ.Ο και στις Συνεταιριστικές Εταιρείες, οι οποίες είναι σε ισχύ κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μεταφέρονται αυτοδίκαια στις Συλλογικές Αγροτικές Οργανώσεις, που θα προκύψουν από την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου. Επίσης, οι εργαζόμενοι σε ΣΑΟ που τίθενται σε εκκαθάριση ή διαγράφονται από το μητρώο και παύουν να λειτουργούν δύνανται να απορροφηθούν κατά προτεραιότητα από άλλες ενεργές ΣΑΟ. Όσοι εργαζόμενοι απολυθούν και δεν απορροφηθούν από τα νέα σχήματα που θα προκύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δύνανται με αίτηση τους να ενταχθούν σε προγράμματα ειδικής επιδότησης του ΟΑΕΔ, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Με την παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2810/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 61 παρ. 120 του ν. 4277/2014, ΦΕΚ Α 156/1.8.2014, προστέθηκε στο εν λόγω άρθρο η τελευταία κατωτέρω αναφερόμενη πρόταση, όπου ορίζεται ότι στην εκκαθάριση των Α.Σ. και Ε.Α.Σ, από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης, με την ακόλουθη σειρά: προηγείται η εξόφληση των οφειλών προς τους εργαζομένους και ακολουθεί η εξόφληση των λοιπών δανειστών. Στη συνέχεια εξοφλούνται οι προαιρετικές μερίδες. Το υπόλοιπο του ενεργητικού που απομένει διατίθεται, με απόφαση της γενικής συνέλευσης, αποκλειστικά για σκοπούς συνεταιριστικούς ή κοινωνικούς. Ουδέποτε διανέμεται στα μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομιάς {…}.

VII. Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη – εκκαλούσα, η οποία είναι τριτοβάθμια συνεταιριστική οργάνωση, με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ Λ. – Τ. – Α.», προσέλαβε τους ενάγοντες, προκειμένου να εργαστούν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με σύστημα πενθήμερης εργασίας, με τις κάτωθι ειδικότητες: Ο πρώτος ως υπάλληλος, με την ειδικότητα του τεχν. γεωπόνου, ο δεύτερος ως εργάτης, ο τρίτος ως εργάτης, ο τέταρτος ως υπάλληλος, με την ειδικότητα του εμπειροτεχνίτη, ο πέμπτος ως εργάτης, η έκτη ως εργάτρια, ο έβδομος ως εργάτης, ο όγδοος ως εργάτης, ο ένατος ως εργάτης, ο δέκατος ως υπάλληλος, ο ενδέκατος ως υπάλληλος, ο δωδέκατος ως υπάλληλος, ο δέκατος τρίτος ως υπάλληλος, ο δέκατος τέταρτος ως υπάλληλος, ο δέκατος πέμπτος ως υπάλληλος, ο δέκατος έκτος ως υπάλληλος και ο δέκατος έβδομος ως υπάλληλος. Οι προσλήψεις των εναγόντων έλαβαν χώρα από το έτος 1992 έως και το έτος 2008. Με την με αριθμό 146/25.2.2012 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης, αποφασίσθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4015/2011, η μετατροπή της εναγόμενης – εκκαλούσας σε Αγροτικό Συνεταιρισμό, πλην όμως η σχετική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, κυρίως κατόπιν της θέσης της Α. Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Στη συνέχεια, με την με αριθμό 147/17.11.2012 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης αποφασίσθηκε η θέση της σε καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 4015/2011 και στις 28.12.2012 ανέλαβαν τα καθήκοντα τους οι εκκαθαριστές Β. Κ. και Ν. Γ.. Στις 27.12.2012, η εκκαλούσα κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας των εφεσιβλήτων και κοινοποίησε την καταγγελία της σύμβασης σε κάθε ένα από αυτούς, συγκεκριμένα αυτή επιδόθηκε στους πρώτο και δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτη, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο, στις 8.4.2013, στον δέκατο, δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο, στις 12.4.2013, στον ενδέκατο, στον δωδέκατο και στον δέκατο πέμπτο στις 9.4.2013. Η εκκαλούσα, μέχρι και την συζήτηση της εφέσεως, καίτοι προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εφεσιβλήτων, οι συμβάσεις των οποίων με την περιέλευση σ ΄αυτούς των καταγγελιών λύθηκαν, δεν τους έχει καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης, ως όφειλε.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως της η εναγομένη – εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση φέρει ανεπαρκείς αιτιολογίες και στηρίζεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ήτοι σε ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εφαρμόζει, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των, η δε παραβίαση φέρεται ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή, και ότι, συνεπεία αυτών, αποδέχεται η εκκαλούμενη απόφαση ότι η εναγομένη – εκκαλούσα αναγνώρισε τα αιτούμενα ποσά αποζημίωσης απόλυσης ενός εκάστου των εναγόντων – εφεσιβλήτων, μέσω των καταγγελιών των συμβάσεων τους, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς τούτο και ότι όφειλε να προσδιορίσει αναλυτικά για τον καθένα, το ύψος της αποζημιώσεως εκάστου καθώς και των λοιπών κονδυλίων, διότι μη ορθά έγινε ο προσδιορισμός του ύψους του μισθού ενός εκάστου των εναγόντων – εργαζομένων, της αποζημίωσης απόλυσης, των αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας 2013 και του επιδόματος εορτών Πάσχα 2013, καθόσον τα ποσά της αποζημίωσης απόλυσης έπρεπε να εναρμονιστούν με τον ελάχιστο νόμιμο μηνιαίο μισθό ενός εκάστου, σύμφωνα με τον ν. 4015/2011 και με ημεροχρονολογία την 17.11.2012, οπότε και λύθηκε το νομικό πρόσωπο και τέθηκε σε εκκαθάριση και με βάση υπολογισμού, ως προς το ύψος των μικτών μηνιαίων μισθών, τις διατάξεις του ν. 4015/2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.4093/2012, με βάση τον χρόνο πρόσληψής τους και να επαναπροσδιορίσει τις συγκεκριμένες οφειλές προς τους εργαζόμενους. Επιπλέον ότι για το λόγο ότι δεν υφίσταται ούτε συνήφθη ποτέ μεταξύ τους καμία σύμβαση, με την οποία να αναγνωρίζει ρητά το συγκεκριμένο χρέος προς έκαστο των εναγόντων, με την έννοια του άρθρου 361 του ΑΚ ή 873 του ΑΚ, επιτρέπεται ο καθορισμός του ύψους της οφειλής με την επάνοδο των μερών στο ύψος της οφειλής. Επίσης ότι δεν υπήρξε κενό ή αμφιβολία από το Δικαστήριο, το οποίο όφειλε να εφαρμόσει τις γενικές διατάξεις του εργατικού δικαίου και την ισχύουσα νομοθεσία και δεν έπρεπε να προβεί σε ερμηνεία των συμβάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ.

Η νομιμότητα της απόλυσης των εκκαλούντων δεν αποτελούσε αντικείμενο της πρωτόδικης δίκης, καθόσον αξιώνονταν μόνον η καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία δικαιούνται οι εκκαλούντες. Η διάταξη του ν. 4015/2011, άρθρο 19 παρ 9, που ορίζει την τύχη των εργαζομένων σε ΣΑΟ, που τίθενται σε εκκαθάριση ή διαγράφονται από το μητρώο και παύουν να λειτουργούν, δεν καθιερώνει την μη καταβολή στους απολυθέντες της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, η οποία δεν οφείλεται, σύμφωνα και με όσα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη εκτίθενται, μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, από τις οποίες καμία δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 801/2008 Νόμος) και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν υφίσταται το επίδικο δικαίωμα της αποζημίωσης απόλυσης των εφεσιβλήτων, διότι η θέση της σε εκκαθάριση ήταν υποχρεωτική εκ του ν. 4015/2011 και η καταγγελία των συμβάσεων τους είναι νόμιμη, και ότι η τύχη τους ορίζεται από τον νόμο αυτό, προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι αβάσιμος, ενόψει του ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης η νομιμότητα της απόλυσης των εφεσιβλήτων, αλλά αξιώνεται μόνον η καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης. Η θέση του νομικού προσώπου σε εκκαθάριση δεν σημαίνει ότι αυτό παύει να υφίσταται (βλ. σχετ. Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 1997, σελ 254 επ., ΑΠ 1410/1996 Δνη 1997. 1107), ούτε επιφέρει αυτοδίκαιη λύση των υφιστάμενων εργασιακών σχέσεων, παρά μόνο αν λάβει χώρα έγγραφη καταγγελία με καταβολή της σχετικής αποζημίωσης (Ζερδελής, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2007 σελ. 1064, πρβλ και τη μη λύση των εργασιακών σχέσεων, λόγω θέσης του εργοδότη σε πτώχευση, σύμφωνα με την ρητή διάταξη του άρθρου 34 παρ 1 του Ν. 3588/2007) και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι από τις 17.11.2012, οπότε και τέθηκε σε εκκαθάριση αυτή, λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας των εφεσιβλήτων εργαζόμενων είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Ο υπολογισμός των αποδοχών των εφεσιβλήτων εργαζομένων κατά τον χρόνο της απόλυσης τους καθώς και το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης από τις 16.5.2012 γίνονταν με βάση τους ν. 4046/2012 και 4096/2012 και το ποσό των αποζημιώσεων υπολογίσθηκε με βάση τους μισθούς που διαμορφώθηκαν από τις διατάξεις των νόμων αυτών, και ελέγχονται ότι ανέρχονται στα ποσά που αναφέρονται στις καταγγελίες σύμβασης εργασίας, που υπολογίσθηκαν από την εκκαλούσα, βάσει των μισθών που ομοίως υπολογίζονταν από αυτήν και κοινοποιήθηκαν στους εφεσιβλήτους κατά τα ανωτέρω, αυτή δε την αποζημίωση απόλυσης αξιώνουν με την αγωγή τους οι ενάγοντες. Η εκκαλούσα αναγνώρισε τα ποσά της αποζημίωσης απόλυσης και, μάλιστα, σε χρονικό σημείο, που, όπως και η ίδια εκθέτει στις προτάσεις της, είχαν δημοσιευθεί οι ανωτέρω νόμοι και είχαν επέλθει με αυτές οι επικαλούμενες μεταβολές στις αποδοχές τους και στον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης και δεν δύναται αυτή να επανέλθει στο ύψος της συγκεκριμένης οφειλής της και να επαναπροσδιορίσει αυτήν (ΕφΠειρ 153/2011 Νόμος, ΑΠ 1017/2010, ΑΠ 678/2010 Νόμος, ΑΠ 232/2009 ΧρΙΔ 2010. 258) και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας είναι μη νόμιμος και απορριπτέος.

Με την κρίση του αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, παραλείποντας, όπως επικαλείται με τον πρώτο λόγο έφεσης, να εφαρμόσει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, αφού δεν δέχθηκε, έστω και έμμεσα, κενό ή αμφιβολία στην μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας ενός εκάστου των εργαζομένων, στο ύψος του δικαιούμενου μισθού, και κάθε άλλων παροχών, με βάση το χρόνο πρόσληψης ενός εκάστου, το νόμιμο ελάχιστο μηνιαίο μισθό, τα επιδόματα και το ύψος των επιδομάτων εκ των οποίων εξήχθη το ακριβές ύψος της δικαιούμενης αποζημίωσης απόλυσης και των λοιπών κονδυλίων, τα οποία όλα είχαν υπολογιστεί και αναγνωριστεί από την εκκαλούσα στις αναφερόμενες καταγγελίες σύμβασης εργασίας, που είχαν κοινοποιηθεί στους ενάγοντες, ούτε ετέθη θέμα διάγνωσης της αληθινής βούλησης των συμβληθέντων, ώστε να υφίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ούτε, εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, 1 και 3 ν. 2112/1920, 1 παρ 5 ν. 3198/1955, ν..4046/2012 και ν. 4096/2012, αλλά προέβη, απλώς, στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό και υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης και των λοιπών κονδυλίων ενός εκάστου, ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους συμβληθέντες, βάσει της σύμβασης εργασίας ενός εκάστου, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά και αποδειχθέντα ως άνω περιστατικά, που αφορούσαν το είδος της εργασίας ενός εκάστου των εναγόντων, το ύψος του δικαιούμενου μισθού, και κάθε άλλων παροχών με βάση το χρόνο πρόσληψης ενός εκάστου, το νόμιμο ελάχιστο μηνιαίο μισθό, τα επιδόματα και το ύψος των επιδομάτων, εκ των οποίων εξήχθη το ακριβές ύψος της δικαιούμενης αποζημίωσης απόλυσης και των λοιπών κονδυλίων, τα οποία όλα είχαν υπολογιστεί και αναγνωριστεί από την εκκαλούσα στις αναφερόμενες καταγγελίες σύμβασης εργασίας, που είχαν κοινοποιηθεί στους ενάγοντες, τα οποία ορθά υπήγαγε στις ως άνω διατάξεις για την εξαρτημένη εργασία, ενώ διέλαβε ως προς όλες αυτές πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και, ειδικότερα, ως προς τα κριτήρια του υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης και των λοιπών κονδυλίων των εφεσιβλήτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι υφίσταται το δικαίωμα αποζημίωσης απόλυσης των εφεσίβλητων – εργαζομένων στα ποσά που προσδιορίζονται για τον καθένα, στις ανωτέρω αναφερόμενες καταγγελίες συμβάσεως εργασίας, ορθώς υπήγαγε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στις νομικές διατάξεις, δεν έσφαλε και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της εφέσεως της εκκαλούσας – εναγόμενης, με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως της η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεων της στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κανόνα και ότι στο αιτιολογικό της δεν περιγράφονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου, σε ό,τι αφορά την προβληθείσα από την εκκαλούσα εναγόμενη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας των εφεσιβλήτων – εναγόντων, ως προβαλλόμενης αλυσιτελώς, ενώ έπρεπε να κρίνει πρωτίστως επί της ενστάσεως αυτής και, σε περίπτωση που την έκανε δεκτή, να μην επιδικάσει τα κονδύλια εντός του έτους 2013. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι άσκησαν νομότυπα το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας, με δήλωση τους προς την εκκαλούσα εργοδότρια, αφού συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, για την άσκηση του και η άσκηση του δικαιώματος αυτού έγινε για την εξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθεσμων αξιώσεων τους κατ΄ αυτής και, ιδιαίτερα, για την πληρωμή των δεδουλευμένων αποδοχών, δεδομένου ότι καθυστερούσε αυτές αδικαιολόγητα, ενώ και το ύψος των καθυστερούμενων αποδοχών ήταν σημαντικό και η χρονική καθυστέρηση πέραν των πέντε (5) μηνών αξιόλογη. Η εκκαλούσα, όπως εκθέτει και στις προτάσεις της, βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και παρουσίαζε πολύ μεγάλες οφειλές προς τρίτους και τα οικονομικά της προβλήματα εντάθηκαν το έτος 2011, όταν ήταν σχεδόν αδύνατη η συνέχιση της χρηματοδότησης της από την Α. Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, η οποία είναι και ενυπόθηκη δανείστρια της. Ήδη από τα τέλη του 2011 υπήρχε πραγματική αδυναμία αποδοχής της εργασίας των εργαζομένων από αυτήν. Ενόψει των ανωτέρω, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ΄ αριθμόν 146/25.2.2012 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εκκαλούσας, αποφασίσθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4015/2011, η μετατροπή της σε Συνεταιρισμό, πλην όμως η σχετική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε, κυρίως κατόπιν της θέσης της Α. Τράπεζας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Με την υπ΄ αριθμόν 147/17.11.2012 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εκκαλούσας, αποφασίσθηκε η θέση της σε καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 19 του Ν. 4015/2011 και στις 28.12.2012 ανέλαβαν τα καθήκοντα τους οι εκκαθαριστές Β. Κ. και Ν. Γ. Η εκκαλούσα δεν μπορούσε, αντικειμενικά, από το τέλος του 2011 να λειτουργήσει και να απασχολήσει τους εργαζόμενους της, ούτε και μετά την θέση της σε εκκαθάριση, έτσι ώστε σε καμία περίπτωση να μην μπορούν να απασχοληθούν σ΄ αυτήν οι εργαζόμενοι εφεσίβλητοι. Η πρόσδοση στην επίσχεση εργασίας του χαρακτηρισμού ως καταχρηστικής και, ως εκ τούτου, άκυρης, θα ασκούσε έννομη συνέπεια, αν κατά το κρίσιμο διάστημα θα μπορούσαν οι εφεσίβλητοι εργαζόμενοι να απασχοληθούν και δεν απασχολήθηκαν, λόγω της καταχρηστικής ασκήσεως του προς επίσχεση της εργασίας τους δικαιώματος, ενώ η εκκαλούσα παραδέχεται την αδυναμία απασχόλησης τους (ΑΠ 1041/1997). Η εκκαλούσα δεν υπέστη, ούτε μπορούσε να υποστεί, σημαντική ζημία, αφού τελούσε σε αντικειμενική αδυναμία να συνεχίσει την παραγωγική της δραστηριότητα και να απασχολήσει τους εργαζόμενους εφεσίβλητους. Η εκκαλούσα κατέστη υπερήμερη και είχε υποχρέωση, όσο διαρκούσε η υπερημερία της, δηλαδή όσο δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες αποδοχές, να πληρώσει στους εφεσίβλητους εργαζόμενους τις αποδοχές τους. Τα αιτήματα της ένδικης αγωγής δεν σχετίζονται με την επίσχεση εργασίας, την οποία αναφέρουν μεν διηγηματικά οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι στην αγωγή τους, χωρίς, όμως, να εξαρτούν αξιώσεις από την άσκηση του δικαιώματος αυτού και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι το δικαίωμα επίσχεσης των εφεσιβλήτων ασκήθηκε καταχρηστικά, διότι η αδυναμία καταβολής των μισθών οφείλεται σε απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές περιστάσεις και όχι σε υπαιτιότητα ή δυσπραγία της προβάλλεται αλυσιτελώς, και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από τους εφεσίβλητους εργαζόμενους, δεν έσφαλε και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της εφέσεως της εκκαλούσας – εναγόμενης, με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμος {…}.