316/2013 ΤριμΕφΛαρ (αναψηλάφηση – θάνατος διαδίκου – αποδεικτική ισχύς δικαστικής απόφασης επί έννομης σχέσης)
316/2013
Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας
Εισηγήτρια: Ευαγγελία Καρδάση
Δικηγόροι: Κων. Ευθυμίου, Χαράλ. Τσιρογιάννης
Στάδια δίκης αναψηλάφησης. Αναψηλάφηση απόφασης και όταν στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα. Αν το ψεύδος αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη ποινική απόφαση, άσκησή της σε εξήντα μέρες από το αμετάκλητο εφόσον έχει προηγουμένως επιδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, άλλως από την μεθύστερη επίδοση, σε κάθε δε περίπτωση απαράδεκτη μετά έτος από τη δημοσίευση της ποινικής απόφασης.
Επί θανάτου διαδίκου μετά το πέρας της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, απεύθυνση αίτησης αναψηλάφησης κατά κληρονόμων, άκυρη δε η απευθυνόμενη κατά θανόντος αν ο αιτών είχε λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο του θανάτου.
Αναγνώριση ψεύδους με αμετάκλητη ποινική απόφαση ή με αναγνωριστική πολιτική δίχως ανάγκη να αφορά όλο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης. Άνευ σημασίας ο λόγος ψευδούς κατάθεσης, αν αυτή έγινε σε δικαστήριο ή εκτός δίκης, ή αν εκτιμήθηκε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, πρέπει όμως να προκύπτει εκ της προσβαλλόμενης απόφασης ουσιώδης επίδρασή της στο σχηματισμό της κρίσης.
Η δικ. απόφαση έχει, έναντι πάντων, πλήρη αποδεικτική ισχύ για την ύπαρξη ή μη της κριθείσας έννομης σχέσης, αν δεν ανατράπηκε από τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών ή με προσβολή της ως πλαστής. Αν η τελεσίδικη απόφαση δεν εκφέρει γνώμη για έννομη σχέση που συνιστά αποδεικτέο γεγονός σε άλλη δίκη, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά δικαστικό τεκμήριο.
Τα πιστοποιητικά Δημάρχου για νομή και κατοχή ακινήτων, ελλείψει αρμοδιότητάς του, αποτελούν απλή βεβαίωση τρίτου για συναγωγή δικ. τεκμηρίων, αν δεν εκδόθηκαν χρήση σε δίκη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 538 επ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της αναψηλαφήσεως διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο το δικαστήριο εξετάζει το παραδεκτό της αναψηλαφήσεως, αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παραδεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της αναψηλαφήσεως, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητά τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο εξετάζει την ουσία της υποθέσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση (βλ. ΕφΑθ 15819/1989 Δνη 31. 1503). Εξάλλου, στο άρθρο 544 ΚΠολΔ απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι αναψηλαφήσεως (ΑΠ 1845/2005 Νόμος, 1688/1988 ΕΕΝ 1989. 121, 1740/1985 ΕΕΝ 1986. 645). Μεταξύ των άλλων, κατά το εν λόγω άρθρο επιτρέπεται αναψηλάφηση και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα… εφόσον το ψεύδος αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου (αριθ. 6 του άρθρου 544 ΚΠολΔ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 545 § 1, 3 δ’ και 5 εδ. β’ του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως, στην περίπτωση του αριθμ. 6 του άρθρου 544, της ψευδούς δηλαδή καταθέσεως μάρτυρα, είναι για τον κάτοικο ημεδαπής εξήντα (60) ημερών και αρχίζει από το αμετάκλητο της απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται η ψευδομαρτυρία, εφόσον έχει προηγουμένως επιδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αν αυτή δεν έχει προηγουμένως επιδοθεί από της επιδόσεώς της μετά το αμετάκλητο της αποφάσεως που αναγνωρίζει την ψευδομαρτυρία, η οποία επίδοση πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία. Σε κάθε περίπτωση όμως η αναψηλάφηση είναι απαράδεκτη μετά την παρέλευση ενός έτους από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου που αναγνώρισε την ψευδομαρτυρία. Η τελευταία αυτή ετήσια προθεσμία δεν αρχίζει πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. ΑΠ 1142/2003 Δνη 2005, 402, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ΕρμΚΠολΔ 545 αριθ. 9 και 13, σελ. 979). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 62, 73, 286 επ., 313 § 1 περ. δ’ ΚΠολΔ και 35 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της εν λόγω αποφάσεως ένδικα μέσα, επομένως και η αίτηση αναψηλαφήσεως, πρέπει να απευθύνονται κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, ενώ αν απευθύνονται κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο αιτών την αναψηλάφηση διάδικος είχε λάβει γνώση προτού ασκηθεί η αναψηλάφησή του, με οποιοδήποτε τρόπο, του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ’ αυτών την αναψηλάφηση. Η αναψηλάφηση συνεπώς που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο αιτών την αναψηλάφηση, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται αυτόκλητοι κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του καθ’ ου η αναψηλάφηση και προβάλλουν υπεράσπιση (βλ. ΟλΑΠ 27/1987 Δνη 1988. 573, ΑΠ 474/2006 ΝοΒ 2006. 1324, ΑΠ 868/2001 Δνη 2002. 719). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α’, 287 § 1, 290, 291, 292, 1710, 1711 και επ., 1813 και επ. και 1846 ΑΚ προκύπτει ότι τη δίκη που διακόπηκε βίαια από το θάνατο διαδίκου δικαιούνται να συνεχίσουν οι κληρονόμοι του, οι οποίοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, και ως εκ τούτου νομιμοποιούνται να τη συνεχίσουν με δήλωση που μπορεί να λάβει χώρα ακόμη και σιωπηρώς με κοινοποίηση κλήσεως για συζήτηση (βλ. ΑΠ 680/1996 Δνη 1996. 1562, ΕφΑθ 3119/1987 Δνη 1988. 1607, ΕφΑθ 7798/1984 Δνη 1985. 483). Δεν είναι δε αναγκαία για τη δήλωση επαναλήψεως της δίκης από τους κληρονόμους του θανόντος διαδίκου η παρέλευση της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 7798/1984 Δνη 1985. 483) ούτε η μεταγραφή της δηλώσεως αποδοχής (βλ. ΑΠ 1106/1988 Δνη 1991. 327), διότι ο κληρονόμος απλώς συνεχίζει τη δίκη που αφορά το δικαίωμα του αποβιώσαντος, η δε δήλωση επαναλήψεως ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας (βλ. ΑΠ 849/1998 ΝοΒ 2000. 41). Εφόσον δε, αποδεικνύεται ή δεν αμφισβητείται η ιδιότητα αυτού που επαναλαμβάνει τη δίκη ως κληρονόμου του αποβιώσαντος διαδίκου (βλ. ΟλΑΠ 22/2000 Δνη 2001. 56, ΑΠ 660/1988 Δνη 1989. 755), η δίκη συνεχίζεται κανονικά, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση με αντικείμενο τη δήλωση επαναλήψεως (βλ. ΕφΑθ 9772/1991 Αρμ 1992, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ 290 αριθ. 3, σελ. 582).
Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη από 19.7.2010 (και με αριθ. καταθ. 3/2010) αίτηση αναψηλαφήσεως κατά της 28/2007 οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ο αιτών, Ν. Σ., εκθέτει ότι, επί της αναφερομένης διεκδικητικής αγωγής που άσκησε η καθ’ ης η αίτηση, Π. χήρα Β.Κ., εναντίον του, εκδόθηκε η 319/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία δέχθηκε την αγωγή. Ότι κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης άσκησε έφεση, παραπονούμενος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ότι με την προσβαλλομένη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου η έφεσή του έγινε τυπικά δεκτή, αλλά απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν. Ότι το παρόν Δικαστήριο για να απορρίψει κατ’ ουσίαν την έφεση με την προσβαλλομένη απόφαση στηρίχθηκε στην κατάθεση του μάρτυρα Γ. Μ. που περιέχεται στα πρακτικά με τον ίδιο αριθμό με την άνω πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που επικυρώθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Ότι κατά του εν λόγω μάρτυρα υπέβαλε έγκληση με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα. Ότι επί της κατηγορίας αυτής εκδόθηκε αρχικά η καταδικαστική με αριθ. 476/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων και κατόπιν εφέσεως κατ’ αυτής η με αριθ. 676/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας που, ομοίως, τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών. Ότι η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη στις 16.7.2010, μετά την πάροδο απράκτου της κατ’ άρθρ. 473 ΚΠΔ προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως, και ως εκ τούτου αναγνωρίσθηκε αμετακλήτως το ψευδές της ανωτέρω καταθέσεως του μάρτυρα, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί ο αιτών, με το μοναδικό λόγο που περιέχεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναψηλαφήσεως, την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την εκ νέου έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, με σκοπό να γίνει δεκτή η προαναφερομένη έφεσή του και, εξαφανιζομένης της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του. Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση είναι παραδεκτή διότι: α) ασκείται κατά τελεσιδίκου αποφάσεως, που δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά ούτε και σε ανακοπή ερημοδικίας, β) ο εκκαλών έχει έννομο συμφέρον προς άσκησή της, εφόσον επιδιώκει την παραδοχή της απορριφθείσης με την προσβαλλομένη απόφαση έφεσής του και την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου του που έγινε δεκτή πρωτοδίκως, γ) ασκείται για λόγο από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 544 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα για το λόγο ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίχθηκε σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα, το ψεύδος της οποίας αναγνωρίσθηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, δ) ασκήθηκε εμπροθέσμως, και δη με κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 20.7.2010, (βλ. τη με αριθ. 3/20.7.2010 πράξη κατάθεσης του δικογράφου της αιτήσεως), εντός δηλαδή της προθεσμίας των εξήντα ημερών του άρθρου 545 ΚΠολΔ από την 16.7.2010 που κατέστη αμετάκλητη, με την πάροδο απράκτου της κατ’ άρθρο 473 ΚΠΔ προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως, η ως άνω με αριθ. 676/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ψευδορκία του ανωτέρω μάρτυρος, εφόσον είχε προηγηθεί η επίδοση στον αιτούντα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 20.3.2007, όπως τούτο προκύπτει από την …/20.3.2007 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας Χ.Κ.Τ.. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η καθ’ ης η αίτηση αναψηλαφήσεως, Π. χήρα Β. Κ., απεβίωσε προ της ασκήσεως αυτής, ήτοι στις 3.5.2008, όπως τούτο προκύπτει από την 12/2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου της που εξέδωσε ο ληξίαρχος του Δήμου Π.Τ.. Δεν προέκυψε, όμως, ότι γνωστοποιήθηκε ο θάνατός της στον αιτούντα ή ότι έλαβε αυτός γνώση τούτου καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο, και επομένως, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να θεωρηθεί ότι η κρινομένη αίτηση αναψηλαφήσεως ασκήθηκε παραδεκτώς και να χωρίσει η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους της αποβιώσασας. Εν τούτοις, μετά την άσκηση της αιτήσεως αναψηλαφήσεως και δη στις 24.7.2010 απεβίωσε και ο αιτών, Ν. Σ. (βλ. την …/26.7.2010 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Τ.) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του, Α. χήρα Ν.Σ., και τα τέκνα του Κ., Χ. και Χ. Σ., οι οποίοι ως υπεισελθόντες στη δικονομική του θέση νομίμως επανέλαβαν τη διακοπείσα λόγω του θανάτου του δίκη με την από 21.12.2011 (και με αριθ. καταθ. 1090/2011) κλήση τους προς συζήτηση της υπόθεσης. Την κλήση αυτή απηύθυναν κατά των φερομένων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας καθ’ ης η αίτηση αναψηλαφήσεως, ήτοι κατά των Θ., Α., Γ. και Μ. Κ. του Β.. Όμως, με τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη με αριθ. …/21.2.1986 δημόσια διαθήκη της ενώπιον του συμβ/φου Φ.Α., η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με το αριθ. 375/3.12.2008 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η αποβιώσασα καθ’ ης η αίτηση αναψηλαφήσεως, Π. Κ., εγκατέστησε κληρονόμο της στο ακίνητο που αποτελεί το αντικείμενο της ένδικης διεκδικητικής αγωγής τον τρίτο των καθ’ ων η κλήση υιό της, Γ. Κ. του Β. ο οποίος και αποδέχθηκε την κληρονομία της με την αριθ. 9073/2008 δήλωσή του ενώπιον του συμβ/φου Γ.Α., που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Επομένως, η κλήση απαραδέκτως στρέφεται κατά των λοιπών, πλην του Γ. Κ., καθ’ ων. Πρέπει, επομένως, η αίτηση αναψηλαφήσεως που φέρεται με την ως άνω κλήση προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του προεκτεθέντος μοναδικού λόγου της μεταξύ των ανωτέρω κληρονόμων του αρχικού αιτούντος, Ν. Σ., και του εκ των καθ’ ων η κλήση, Γ. Κ. του Β., ως εκ διαθήκης κληρονόμου της αρχικώς καθ’ ης η αίτηση, Π. Κ..
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 544 αριθ. 6 ΚΠολΔ «αναψηλάφηση επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, αν η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν». Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, γιατί και το εν μέρει ψευδές αυτής κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη με αναψηλάφηση απόφαση. Ο λόγος της ψευδούς κατάθεσης είναι αδιάφορος, αφού η διάταξη δεν διαλαμβάνει διακρίσεις, ενώ, εξάλλου, δεν έχει σημασία αν η κατάθεση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή εκτός δίκης, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, ούτε αν εκτιμήθηκε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Με τα δεδομένα αυτά, το επιλαμβανόμενο της ψευδορκίας δικαστήριο (ποινικό ή το δικάζον την κύρια πιο πάνω αναγνωριστική αγωγή) περιορίζεται στην αναγνώριση του ψεύδους της μαρτυρικής κατάθεσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα του διαδίκου που επιδίωξε την αναγνώριση της ψευδορκίας να ασκήσει στη συνέχεια αίτηση αναψηλάφησης και δεν επεκτείνει την έρευνα του στην επίδραση που είχε η ψευδής κατάθεση στην έκβαση της δίκης, αφού αυτό αποτελεί αντικείμενο έρευνας του μέλλοντος να δικάσει την αναψηλάφηση δικαστηρίου. Για τη θεμελίωση όμως κατά νόμο, του προαναφερόμενου λόγου αναψηλάφησης, πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση ότι η ψευδής κατάθεση του μάρτυρα είχε αποφασιστική επίδραση στο σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου που την εξέδωσε, να στηρίχθηκε δηλαδή το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αποκλειστικά στην εν λόγω κατάθεση (ΑΠ 1364/2005 Νόμος, ΕφΔυτΜακ 105/2007 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της αιτήσεως, ο αιτών ζήτησε, όπως προαναφέρθηκε, την αναψηλάφηση της προσβαλλομένης με αριθ. 28/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, διότι με την 676/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας που κατέστη αμετάκλητη, αναγνωρίσθηκε, ως ψευδής, η αναφερομένη κατάθεση του μάρτυρος, Γ. Μ., που περιέχεται στα πρακτικά με τον ίδιο αριθμό με την 319/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, στην οποία (κατάθεση) η προσβαλλομένη απόφαση στηρίχθηκε και επικύρωσε την τελευταία ως άνω απόφαση, αφού απέρριψε την κατ’ αυτής έφεση του αιτούντος. Ο λόγος παραδεκτά ασκήθηκε με την επίδικη αίτηση αναψηλαφήσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 545 § 1 και 3 εδ. δ του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, και είναι νόμιμος, αφού τα αναφερόμενα περιστατικά για τη θεμελίωσή του πληρούν το πραγματικό του υπ’ αριθ. 6 λόγου του άρθρου 544 ΚΠολΔ, στο οποίο απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι αναψηλαφήσεως. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία.
Κατά τις διατάξεις των § 1 και 2 του άρθρου 312 του ΚΠολΔ «Το περιεχόμενο της απόφασης αποτελεί πλήρη απόδειξη … για τη γνώμη που έχει εκφέρει το δικαστήριο». (παρ. 1). «Η κατά την § 1 αποδεικτική δύναμη του περιεχομένου της απόφασης μπορεί να ανατραπεί με το πρακτικό της συζήτησης ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής» (παρ. 1). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφερε σ’ αυτήν το δικαστήριο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης, εφόσον η αποδεικτική της δύναμη δεν ανετράπη από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης, στην οποία εκδόθηκε, ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής. Αν δε η τελεσίδικη απόφαση δεν εκφέρει γνώμη της έννομης σχέσης που συνιστά το αποδεικτέο γεγονός σε άλλη δίκη, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το γεγονός αυτό, αλλά η αποδεικτική της δύναμη είναι τέτοια με των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων (βλ. ΑΠ 650/2011 Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ήδη αποβιώσασα καθ’ ης η υπό κρίση αίτηση, Π. χήρα Β. Κ., με την από 2.9.2002 (και με αριθ. καταθ. 784/2002) αγωγή που άσκησε κατά του, ομοίως, αποβιώσαντος αιτούντος, Ν. Σ., επικαλουμένη αφενός παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος (κληρονομική διαδοχή και σύμβαση) και αφετέρου πρωτότυπο τρόπο κτήσεως (έκτακτη χρησικτησία), στον αναφερόμενο οικοπεδικό κλήρο, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της σ’ αυτόν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, που κατέλαβε τη νομή του, χωρίς τη θέλησή της, και την κατακρατεί παράνομα, να της τον αποδώσει. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 319/2004 οριστική απόφση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που δέχθηκε αυτήν κατ’ ουσίαν. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε ο αιτών έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, παραπονούμενος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζήτησε να εξαφανισθεί, προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί. Επί της εφέσεώς του εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η προσβαλλομένη με αριθ. 28/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δέχθηκε μεν τυπικά την έφεση, απέρριψε όμως αυτήν κατ’ ουσίαν. Στο πόρισμα και διατακτικό αυτό κατέληξε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως «Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3 και 395 ΚΠολΔ) πλην των προσκομιζομένων από τον εναγόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. ../1997 και …/1999 πιστοποιητικών του Προέδρου της Κοινότητας Φ. και του Δημάρχου Π., αντιστοίχως, που βεβαιώνουν περί της νομής και κατοχής επί των επιδίκων, που δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού δόθηκαν με σκοπό να χρησιμεύσουν στην παρούσα δίκη ως αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι δόθηκαν στα πλαίσια της αντιδικίας των διαδίκων αναφορικά με το επίδικο και ενόψει του ότι οι εκδόσαντες αυτές Πρόεδρος της Κοινότητος και Δήμαρχος δεν έχουν αρμοδιότητα να βεβαιώσουν ότι μέλος της Κοινότητας ή του Δήμου νέμεται ή κατέχει ορισμένο ακίνητο για κάποιο χρονικό διάστημα και επομένως το σχετικό πιστοποιητικό αυτών αποτελεί απλή βεβαίωση τρίτου, που εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δεν εκδόθηκε, πριν από τη δίκη είτε κατά τη διάρκεια αυτής, με σκοπό να χρησιμεύσει σ’ αυτήν ως αποδεικτικό μέσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω».
Πιο συγκεκριμένα, με την προσβαλλομένη απόφαση το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε ότι, το επίδικο ακίνητο, εκτάσεως 500 τμ, το οποίο συνορεύει ανατολικώς, επί πλευράς 30 μ., με επαρχιακό δρόμο Φ. Τ., δυτικώς, επί πλευράς 17,90 μ., με κοινοτική οδό και, επί πλευράς 23,10 μ., με το αριθ. 18 οικόπεδο, νοτίως, επί πλευράς 10,50 μ., με κοινόχρηστη κοινοτική έκταση και βορείως, επί πλευράς 13 μ., με οικοπεδική έκταση Χ.Λ., αποτελεί τμήμα του με αριθ. 19 οικοπεδικού κλήρου, εκτάσεως 728 τμ, όπως καθορίσθηκε στην οριστική διανομή του αγροκτήματος Β. του έτους 1933, ο οποίος βρίσκεται στο συνοικισμό Δ. του Δημοτικού Διαμερίσματος Φ. του Δήμου Π.Τ.. Ότι ο εν λόγω αγροτικός κλήρος παραχωρήθηκε με τις αριθ. 3/1923 και 76/1925 αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Τρικάλων και την αριθ. Ε/40316/1966 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας στο δικαιοπάροχο της καθ’ ης η αίτηση-ενάγουσας, Γ. Χ., υπέρ του οποίου εκδόθηκε και ο με αριθ. …/16.11.1966 τίτλος κυριότητος του Υπουργείου Γεωργίας που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. και αριθ. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τ.. Ότι αυτός απεβίωσε, στις 3.11.1942, χωρίς διαθήκη, και κληρονομήθηκε από τις τέσσερις αναφερόμενες θυγατέρες του, μεταξύ των οποίων και η καθ’ ης η αίτηση, οι οποίες υπεισήλθαν στην κληρονομία του με πρόθεση κληρονόμου. Ότι δυνάμει του με αριθ. …/21.2.1986 συμβολαίου του συμβ/φου Φ.Α., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. και αριθ. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τ., οι άνω αδελφές της καθ’ ης η αίτηση της μεταβίβασαν κατά κυριότητα, λόγω δωρεάς, τα ποσοστά τους εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, και ως εκ τούτου αυτή απέκτησε κατά κυριότητα το ¼ εξ αδιαιρέτου τούτου με κληρονομική διαδοχή και τα υπόλοιπα ¾ εξ αδιαιρέτου δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως δωρεάς. Ότι μέχρι το έτος 1987 η ενάγουσα ασκούσε πράξεις νομής στον επίδικο οικοπεδικό κλήρο, επιβλέποντας και επιτηρώντας αυτόν, όπως και οι δικαιοπάροχοί της, οι οποίοι μέχρι τις 23.5.1968 που άρχισε η ισχύς του ΑΝ 431/1968, εθεωρούντο κατ’ άρθρ. 79 § 2 του Αγροτικού Κώδικα (ΒΔ της 29.10/16.12.1949) πλασματικοί νομείς τούτου, ανεξαρτήτως της πραγματικής κατοχής τους επ’ αυτού. Ότι το έτος 1987, ο αιτών-εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της καθ’ ης η αίτηση να ασκήσει τη δέουσα επίβλεψη στο επίδικο, λόγω γήρατος, και τη μακρά απουσία στην αλλοδαπή (Γερμανία) του υιού της, Γ. Κ., απέβαλε αυτήν παρανόμως και χωρίς τη θέλησή της από τη νομή του επιδίκου και μέχρι το έτος 1999 άσκησε σ’ αυτό με διάνοια κυρίου ορισμένες διακατοχικές πράξεις, όπως επίβλεψη και συλλογή καρπών από τα λίγα οπωροφόρα δένδρα (συκιές, κυδωνιές και κορομηλιές) που υπήρχαν από παλαιά εντός αυτού μεταξύ της πυκνής και άγριας βλάστησης, από την οποία καλύπτονταν τούτο διαρκώς κατά το μεγαλύτερο μέρος του, εμφανίζοντας εικόνα εγκατάλειψης και χώρου εναπόθεσης σκουπιδιών. Τον Οκτώβριο, όμως, του έτους 1999, ο υιός της καθ’ ης η αίτηση, ο οποίος επέστρεψε από την αλλοδαπή, ανέλαβε το επίδικο για λογαριασμό της και, αφού το εκχέρσωσε, ισοπέδωσε και περιέφραξε, άρχισε να το χρησιμοποιεί ως χώρο στάθμευσης του λεωφορείου του, αποβάλλοντας τον αιτούντα από την επιλήψιμη νομή του σ’ αυτό.
Κατόπιν αυτού, οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αιτών, και δη 1) ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη νομή του δικαιοπαρόχου του, Κ. Σ., με άτυπη ανταλλαγή, στην οποία προήλθε το έτος 1935 με τον δικαιοπάροχο της καθ’ ης η αίτηση, Γ. Χ., που έλαβε στη νομή του άλλο ακίνητο, ήτοι το με αριθ. 43 οικόπεδο του Κ. Σ., ο οποίος έκτοτε νεμόταν το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και οι κληρονόμοι του μετά το θάνατό του, που έλαβε χώρα το έτος 1940, οι οποίοι κατόπιν άτυπης διανομής το έτος 1979 παρέδωσαν τη νομή του στον αιτούντα, ο οποίος απέκτησε κυριότητα σ’ αυτό, ως νεμόμενος τούτο συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου επί χρονικό διάστημα μείζον των 20 ετών και δια συνυπολογισμού στο χρόνο νομής του του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, και 2) ότι η ένδικη διεκδικητική αγωγή που άσκησε η καθ’ ης η αίτηση υπέκυψε στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΚΠΔ, κρίθηκαν απορριπτέοι με την προσβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου, καθ’ ο μέρος αναφέρονται στο μέχρι την 23.5.1968 χρονικό διάστημα που άρχισε να ισχύει ο ΑΝ 431/1968 κρίθηκαν ως μη νόμιμοι, καθόσον πριν από την ισχύ του εν λόγω νόμου ο δικαιοπάροχος της καθ’ ης η αίτηση, Γ. Χ., ως κληρούχος, ο οποίος είχε αποκατασταθεί κατά τον αγροτικό νόμο στον επίδικο αγροτικό κλήρο, όπως και οι κληρονόμοι του, λογίζονταν ως μόνοι καλής πίστεως νομείς τούτου, έστω και αν δεν τον είχαν πράγματι στην κατοχή τους, και ως εκ τούτου ο κλήρος δεν ήταν επιδεκτικός νομής από τρίτον, ο οποίος έτσι, πέραν του ότι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητά του με χρησικτησία, δεν μπορούσε και να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος την κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση της εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του αιτούντος, κατά το μέρος τους που ανάγεται στο μετά την 23.5.1968 χρονικό διάστημα, κρίθηκαν νόμιμοι, ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, όμως, κρίθηκαν απορριπτέοι, ως αβάσιμοι καθόσον έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε νομή τούτου και των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1968 έως το έτος 1987, αλλά ότι κατέλαβε αυτός το επίδικο ακίνητο το πρώτον κατά το έτος 1987, από του οποίου έως και το έτος 2002, που ασκήθηκε η αγωγή, παρεμβάλλεται χρονικό διάστημα μικρότερο των 20 ετών.
Κατ’ ακολουθίαν, ενόψει του ότι δέχθηκε τα ίδια και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων, με την εκκαλουμένη με αριθ. 319/2004 απόφασή του, με την οποία, αφού απέρριψε τους άνω ισχυρισμούς του εναγομένου – αιτούντος, δέχθηκε την αγωγή της ενάγουσας-καθ’ ης η αίτηση και, αναγνωρίζοντας αυτήν κυρία του επιδίκου ακινήτου, υποχρέωσε τον αιτούντα να της το αποδώσει, το Δικαστήριο τούτο απέρριψε με την προσβαλλόμενη με την αναψηλάφηση απόφαση την έφεση του τελευταίου. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, κατόπιν εγκλήσεως του αιτούντος, ασκήθηκε ποινική δίωξη για ψευδορκία κατά του Γ. Μ., σε σχέση με την κατάθεσή του ως μάρτυρα αποδείξεως της καθ’ ης η αίτηση, που περιέχεται στα πρακτικά με τον ίδιο αριθμό με την άνω με αριθ. 319/2004 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, λήφθηκε υπόψη και από το Δικαστήριο τούτο κατά την έκδοση σε δεύτερο βαθμό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επί της κατηγορίας εκδόθηκε η με αριθ. 476/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων που τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών. Κατόπιν εφέσεώς του δε, εκδόθηκε η με αριθ. 676/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας που, ομοίως, τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών. Πιο συγκεκριμένα, με την άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας που, όπως προεκτέθηκε, έχει καταστεί αμετάκλητη, ο ως άνω μάρτυρας, Γ. Μ. καταδικάσθηκε για ψευδορκία διότι την 21.4.2004 εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, και ειδικότερα κατέθεσε ότι «Άκουγα ότι το οικόπεδο ανήκε στο Γ. Χ.… όσο ήμουν πρόεδρος δεν είδα το Σ. μέσα. Πιο πριν δεν τον είδα». Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα που καταδικάσθηκε για ψευδορκία δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο τούτο για να εκδώσει την προσβαλλομένη απόφασή του. Η κατάθεση αυτή συνεκτιμήθηκε με τις καταθέσεις όλων των λοιπών μαρτύρων που εξετάσθηκαν τόσο στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε, όσο και στις προηγηθείσες δίκες για τη νομή του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου, που προσκόμισε κατόπιν επικλήσεως η καθ’ ης η αίτηση, ως εφεσίβλητη, με τις από 22.9.2006 προτάσεις της στην ίδια δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, οι οποίες προτάσεις μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται και στην παρούσα δίκη. Μεταξύ δε των ως άνω μαρτύρων περιλαμβάνεται και ο μάρτυρας, Ν.Μ., τέως Πρόεδρος της Κοινότητας Φ. Τ., ο οποίος εξεταζόμενος τόσο στο πλαίσο της δίκης επί αιτήσεως του νυν αιτούντος για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής επί του επιδίκου, όσο και στα πλαίσια της δίκης επί της ασκηθείσας εκ μέρους του τακτικής αγωγής νομής, κατέθεσε ότι, το επίδικο ήταν έλος, με βάτα, παλιούρια, άγρια δένδρα, φτελιάδια και πλατάνια, το οποίο, στερούμενο περιφράξεως, αποτελούσε χώρο απόρριψης σκουπιδιών, λόγω εγκατάλειψης. Όταν, όμως, το 1985 με 1986 επιχείρησε να το καθαρίσει, προκειμένου να κατασκευάσει στην περιοχή πλατεία, εμφανίσθηκε ο σύζυγος της καθ’ ης η αίτηση – ενάγουσας, Β.Κ., ο οποίος του γνωστοποίησε ότι έχει αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο κατόπιν παραχωρήσεως τούτου από τον πεθερό του, Γ.Χ., λόγω προικός (βλ. τις καταθέσεις του στα με αριθ. 483/23.11.1999 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Τρικάλων και στα με αριθ. 106/2001 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται και, ομοίως, επικαλέσθηκε, όπως προεκτέθηκε, η καθ’ ης η αίτηση, ως εφεσίβλητη, στις από 22.9.2006 προτάσεις της που νομοτύπως κατέθεσε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση). Πρέπει να σημειωθεί ότι και κατά του ως άνω μάρτυρος είχε υποβάλει ο αιτών-εναγόμενος έγκληση για ψευδορκία, σε σχέση με την κατάθεσή του στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ειρηνοδίκη Τρικάλων, με την 176/2008, όμως, απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων που μετ’ επικλήσεως προσκομίζεται, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, ο εν λόγω μάρτυρας αθωώθηκε (βλ. την ως άνω απόφαση που, επίσης, είχε επικαλεσθεί η καθ’ ης η αίτηση – εφεσίβλητη, με τις ανωτέρω προτάσεις της που είχε καταθέσει στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση). Εξάλλου, συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο, εκτός από τις μαρτυρικές καταθέσεις, και όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα και, επίσης, η με αριθ. 758/2001 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ναι μεν απέρριψε την έφεση κατά της αριθ. 106/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που δέχθηκε την τακτική αγωγή νομής του νυν αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου, έκρινε όμως, αφού αντικατέστησε τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως, ότι ο νυν αιτών ήταν επιλήψιμος νομέας του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος το έτος 1987 είχε αποβάλει από τη νομή της την νυν καθ’ ης η αίτηση και έκτοτε ασκούσε φυσική εξουσία σ’ αυτό, με διάνοια κυρίου, μέχρι το έτος 1999 που ο τότε εναγόμενος, Γ. Κ., υιός της καθ’ ης η αίτηση, επέστρεψε από την αλλοδαπή και ανέλαβε τη νομή του επιδίκου, αποβάλλοντας τον νυν αιτούντα από αυτήν.
Κατόπιν τούτων, με την προσβαλλομένη απόφαση το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε ότι και αληθής υποτιθέμενη ουδέποτε υλοποιήθηκε η επικαλουμένη εκ μέρους του νυν αιτούντος συμφωνία για περιέλευση της νομής του επιδίκου με αριθ. 19 οικοπεδικού κλήρου στους δικαιοπαρόχους του και, στη συνέχεια, στον ίδιο, κατόπιν ανταλλαγής του με τον 43 οικοπεδικό κλήρο, συμπέρασμα που θεμελίωσε επιπλέον τόσο στην απαγόρευση μεταβίβασης των οικοπεδικών κλήρων προ της 23.5.1968, όσο και στο γεγονός ότι οι αδελφές της καθ’ ης η αίτηση με το προεκτεθέν συμβόλαιο δωρεάς, που καταρτίσθηκε στις 21.2.1986, της μεταβίβασαν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους επί του αριθ. 19 οικοπεδικού κλήρου και όχι επί του αριθ. 43 τοιούτου, που θα έπρεπε να της είχαν μεταβιβάσει αν είχε πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή και είχε περιέλθει με αυτή στη νομή του δικαιοπαρόχου τους και, μετά το θάνατό του, στις ίδιες ο αριθ. 43 οικοπεδικός κλήρος. Τέλος, ενόψει του ότι ο νυν αιτών ισχυρίσθηκε, εκτός των άλλων, ότι μετά το θάνατο του πατρός του Κ. Σ., το 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου οικοπεδικού κλήρου περιήλθε εξ αδιαθέτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής, στην αποβιώσασα την 14.9.1976 αδελφή του, Ε. Τ., η οποία με την …/21.5.1976 δημόσια διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλιπε τούτο ως καταπίστευμα στη μητέρα τους, Χ.Σ., με καταπιστευματοδόχο τον αιτούντα, στον οποίο περιήλθε μετά το θάνατο της τελευταίας το έτος 1987, το Δικαστήριο τούτο, με την προσβαλλομένη απόφαση, έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι ο ισχυρισμός αυτός του αιτούντος δεν αποδείχθηκε, καθόσον δέχθηκε ότι δεν προκύπτει ταύτιση του επιδίκου με τα ακίνητα που σύμφωνα με τη διαθήκη αποτελούν το καταπίστευμα, δεδομένου ότι αυτά αναφέρονται αορίστως στη διαθήκη «ως οικόπεδο και λαχανόκηπος, κείμενα στο συνοικισμό Δ. της Κοινότητας Φ. Τ.», χωρίς άλλα προσδιοριστικά στοιχεία για την εξατομίκευσή τους. Κατ’ ακολουθίαν, η κατάθεση του ως άνω καταδικασθέντος για ψευδορκία μάρτυρος δεν είχε αποφασιστική επίδραση στο σχηματισμό της κρίσεως του Δικαστηρίου τούτου που εξέδωσε την αριθ. 28/2007 προσβαλλομένη με την αίτηση αναψηλαφήσεως απόφαση, καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτή δεν θα ήταν διαφορετική, χωρίς την εν λόγω κατάθεση. Πρέπει, επομένως, η αίτηση αναψηλαφήσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη…