27/2015 ΜονΕφΛαρ (ένσταση επιταγής «ευκολίας» – παραβίαση εγκυκλίου της τράπεζας δεν καθιστά αυτή κακόπιστη)

27/2015                                  

Πρόεδρος: Ερατώ Κολέση

Δικηγόροι: Γεώρ. Χατζηαναγνώστου, Ευάγ. Κατσαβός

 

Προσωπική η ένσταση της επιταγής «ευκολίας», που εκδίδεται χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα προς διευκόλυνση του λήπτη και θεμελιώνει την ένσταση περί αχρεωστήτου.

Οι εγκύκλιοι τραπεζών δεν δημιουργούν νομική δέσμευση για ενδελεχή έλεγχο των εσωτερικών σχέσεων ενεχυραστών και οφειλετών, η δε παραβίασή τους δεν καθιστά τη συμπεριφορά της τράπεζας κακόπιστη.

 

{…} Μεταξύ των προσωπικών ενστάσεων του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 συγκαταλέγεται και η ένσταση της χαριστικής (ή κατά χάριν) επιταγής ή της επιταγής «ευκολίας». Η επιταγή «ευκολίας» είναι επιταγή, η οποία εκδίδεται χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, κατά χάριν και προς διευκόλυνση του λήπτη ή του αρχικού οπισθογράφου της επιταγής (ανάλογα με το εάν ο λήπτης και ο εκδότης είναι ή όχι το ίδιο πρόσωπο) και η οποία θεμελιώνει την ένσταση περί αχρεωστήτου κατ’ άρθρο 904 ΑΚ, καθότι η υπογραφή μίας τέτοιας επιταγής δεν δημιουργεί κατά τη συμφωνία των μερών υποχρέωση για την πληρωμή της, ενώ ταυτόχρονα δεν συνιστά δωρεά. Όπως είναι προφανές ο λήπτης επιταγής, ο οποίος κατά την απόκτησή της γνωρίζει το χαρακτήρα αυτής ως «ευκολίας», θεωρείται κακόπιστος και η σχετική ένσταση μπορεί να προβληθεί καταλυτικά σε βάρος του από τον εκδότη. Το γεγονός εξ άλλου ότι οι τράπεζες, στο πλαίσιο της ασφαλούς λειτουργίας τους, εκτός από τη φερεγγυότητα του εκδότη και ανάλογα με τη σοβαρότητα και το ύψος της πίστωσης, προσπαθούν να ελέγχουν τη βασιμότητα και τη σπουδαιότητα της συναλλαγής, δεν καθιστά τη λήψη μίας επιταγής χωρίς να προηγηθεί τέτοιος έλεγχος κακόπιστη, καθώς αυτή η πρακτική αποσκοπεί πρωτίστως στη δική τους εξασφάλιση, συνιστάμενη στην ασφαλή αποπληρωμή των χορηγηθεισών πιστώσεων. Υπό την έννοια αυτή, οι σχετικές εγκύκλιοι που εκδίδουν οι τράπεζες και ενδεχομένως η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις οποίες παρέχονται οδηγίες για τον έλεγχο των επιταγών που προσκομίζονται ως κάλυμμα, σημειώνεται κατ’ αρχήν ότι δεν αποτελούν νόμο και δεν δημιουργούν νομική δέσμευση σε βάρος των τραπεζών να ζητούν συμβατικά έγγραφα ή τιμολόγια και να ελέγχουν ενδελεχώς τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ ενεχυραστών και οφειλετών των επιταγών, καθώς οι σχετικές εγκύκλιοι έχουν σχέση με την εσωτερική και κανονιστική μόνο λειτουργία των καταστημάτων των τραπεζών (βλ. ΕφΘεσ 1860/2011 αδημ., ΕφΛαμ 53/2012 ΕπισκΕμπΔ 2012. 735). Έτσι η τυχόν παραβίαση των εσωτερικών εγκυκλίων και οδηγιών σε καμία περίπτωση δεν αίρει την ευθύνη του εκδότη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την έκδοση της επιταγής, ούτε καθιστά τη συμπεριφορά της τράπεζας κακόπιστη, καθώς από αυτή δεν συνάγεται ούτε γνώση των ενστάσεων κατά του λήπτη της επιταγής, ούτε ότι η ενέργεια γίνεται προς βλάβη του λήπτη κατά το χρόνο κτήσης.

{…} Προέκυψε όμως περαιτέρω ότι κατά την λήψη της επιταγής οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας πραγματοποίησαν έλεγχο φερεγγυότητας της εκδότριας εταιρείας, και του αντικειμένου αυτής και με βάση τον έλεγχο αυτό εκτίμησε ότι η εκδότρια είναι φερέγγυα εταιρεία, ώστε είναι σε θέση να πληρώσει την επιταγή και από τη διασταύρωση των στοιχείων εκδότη και λήπτη, εκτίμησε ότι η έκδοσή της αντιστοιχούσε σε πραγματική συναλλαγή, θεωρώντας ότι η λήπτρια και κομίστρια των επιταγών πιστούχος εταιρεία προμηθεύθηκε προϊόντα της πρώτης εφεσίβλητης. Είναι γεγονός ότι η εκκαλούσα τράπεζα δεν ζήτησε να προσκομισθούν τιμολόγια ή άλλα παραστατικά που να αποδεικνύουν την υποκείμενη συναλλαγή, όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν υποχρεωτικό, όπως προαναφέρθηκε, ούτε εξ αυτού του λόγου και μόνο μπορεί να συναχθεί τυχόν κακή πίστη της εκκαλούσας τράπεζας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο οπισθογράφησης των επιταγών προς την εκκαλούσα τράπεζα λόγω ενεχύρου, η εκδότρια πρώτη εφεσίβλητη ήταν φερέγγυα εταιρεία και δεν παρουσίαζε δυσμενή στον Τειρεσία. Το γεγονός ότι η λήπτρια και οπισθογράφος των επιταγών εταιρεία «Μ. ΑΒΕΕ» μπορεί να είχε οικονομικές δυσκολίες και είχαν καταχωρηθεί δυσμενή της στον Τειρεσία, πράγμα που ήταν προφανώς σε γνώση της εκκαλούσας τράπεζας, καμία επίδραση δεν έχει στο εξεταζόμενο εδώ ζήτημα, καθώς η τυχόν μειωμένη φερεγγυότητα ενός οφειλέτη της τράπεζας δικαιολογεί ακριβώς την ανάγκη της τράπεζας να εξασφαλίσει την αποπληρωμή της με καλύμματα που προβλέπεται ότι θα αποπληρωθούν με βεβαιότητα. Τέτοια καλύμματα είναι επιταγές από φερέγγυους εκδότες, όπως εν προκειμένω η πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία. {…}.