249/2015 ΜονΕφΛαρ (αγωγή υπερωριών – αοριστία – άκυρη καταγγελία συμβ. εργασία)

249/2015                                            

Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Βασ. Κούτας, Κων. Τάσιος

 

Επί αγωγής εξ υπερωριών ανάγκη μνείας της διάρκειας ημερήσιας απασχόλης επί υπέρβασης του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, δυνατός δε προσδιορισμός των ωρών και κατά μέσο όρο ανά εβδομάδα ή μήνα. Αοριστία αγωγής επί μη μνείας των ωρών πραγματικής εργασίας ως φορτοεκφορτωτή προς (εκ)φόρτωση εμπορευμάτων από τα οχήματα και των ωρών απλής ετοιμότητας προς εργασία κατά τις οποίες μετακινούνταν ως ανενεργός συνοδηγός.

Επί άκυρης καταγγελίας επιδίκαση μισθών υπερημερίας για όσο χρόνο ο ενάγων μισθωτός επέδειξε ειλικρινή προθυμία για εργασία, όχι όμως για διάστημα καθό δεν υπήρχε δυνατότητα απασχόλησής του λόγω υγείας και καθό παρέμεινε άνεργος κατά τεκμήριο σκόπιμα, για να εισπράττει επίδομα ανεργίας και αποδοχές υπερημερίας, καταχρηστική δε η αξίωση αποδοχών ενόψει μικρού ύψους της αποζημίωσης απόλυσης σε σύγκριση με αυτές.

Συμψηφισμός ανταπαίτησης εργοδότη με δεδουλευμένες αποδοχές ως μη απολύτως αναγκαίες για διατροφή του ενάγοντος.

 

{…} Περαιτέρω, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει να αναφέρονται σε αυτή η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα συνάγονται οι ώρες εργασίας και, συνακόλουθα, οι ώρες υπερωριακής εργασίας. Οι ώρες εργασίας είναι δυνατό να προσδιορίζονται και κατά μέσο όρο ανά εβδομάδα ή ανά μήνα (βλ. ΑΠ 840/2003 ΕΕργΔ 2004. 347, ΑΠ 1371/2003 Νόμος).

Στην πιο πάνω αγωγή του ο ενάγων, Ζ. Τ., ιστόρησε τα εξής, μεταξύ άλλων: Ότι προσλήφθηκε από τον 1ο εναγόμενο, Ο. Σ., στη διάρκεια του Μαρτίου 1991, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να του παρέχει τις υπηρεσίες του ως φορτοεκφορτωτής, επί οκτώ ώρες ημερησίως, από ώρα 07.00’ έως ώρα 15.00’, έναντι του νόμιμου ημερομισθίου. Ότι από το έτος 2000 ο 1ος εναγόμενος μεταβίβασε την επιχείρησή του στο 2ο εναγόμενο, ο οποίος συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα του 1ου εναγομένου. Ότι ο ενάγων παρείχε την εργασία του επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, (Δευτέρα έως Παρασκευή), πολλές φορές και κατά το Σάββατο, ακόμη και πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως. Ότι στη διάρκεια του επίδικου χρονικού διαστήματος, ήτοι των μηνών των ετών 2009, 2008 και 2007, οι οποίοι αναφέρονται στην ένδικη αγωγή λεπτομερώς, ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά στην επιχείρηση του 2ου εναγομένου, επί 103 ώρες και 40’ κατά τους μήνες του έτους 2009, επί 346 ώρες και 05’ κατά τους μήνες του έτους 2008 και επί 544 ώρες και 30’ κατά τους μήνες του έτους 2007, και ότι, συνεπώς, δικαιούται να λάβει από τους αντιδίκους του, ως αποδοχές κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, το συνολικό ποσό των 15.091,96 Ε, το οποίο αναλύεται στην ένδικη αγωγή. Η ένδικη αγωγή, έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο, αποβαίνει αόριστη ως προς το ανωτέρω κονδύλιο (των αποδοχών υπερωρίας), διότι δεν αναφέρονται οι ώρες πραγματικής εργασίας του ενάγοντος ως φορτοεκφορτωτή, ήτοι οι ώρες φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων στα οχήματα των εναγομένων, και οι ώρες απλής ετοιμότητας αυτού προς παροχή εργασίας, όπως είναι οι ώρες, κατά τις οποίες μετακινούνταν τα οχήματα από πόλη σε πόλη, όπου γινόταν φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων. Αντίθετα, στην ένδικη αγωγή αναφέρονται ακόμη και οι ώρες της απλής αναμονής του ενάγοντος, οι οποίες δεν διευκρινίζονται, κατά τις οποίες ο ενάγων δέσμευε, απλώς, την ελευθερία του, χωρίς να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του σε διαρκή εγρήγορση και ετοιμότητα προς παροχή της συμφωνημένης εργασίας του (μη γνήσια ετοιμότητα παροχής εργασίας), ως ώρες εργασίας και υπερωριακής απασχόλησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το ανωτέρω ζήτημα, δεν έσφαλε και το γεγονός αυτό πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου λόγου έφεσης, ήτοι του λόγου έφεσης με αριθμό 1.2 της υπό στοιχείο Β ένδικης έφεσης (του ενάγοντος) ως ουσιαστικά αβάσιμου.

{…} Ο ενάγων συνέχισε να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία του στον 2ο εναγόμενο μέχρι τις 31.7.2009, οπότε ο 2ος εναγόμενος έπαψε να αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος. Στη συνέχεια ο 2ος εναγόμενος κατάγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος στις 6.8.2009, χωρίς όμως να του καταβάλει (συγχρόνως με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας) τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ειδικότερα, στο έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, το οποίο επέδωσε ο 2ος εναγόμενος στον ενάγοντα με δικαστικό επιμελητή, στο σημείο, όπου πρέπει να αναγράφεται το «ποσό αποζημίωσης», δεν αναγράφεται ποσό αποζημίωσης, αλλά αναγράφονται οι λέξεις «κατόπιν συζητήσεως». Το γεγονός ότι ο 2ος εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει στον ενάγοντα, συγχρόνως με την επίδοση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, καθιστά την καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης άκυρη και έχει ως συνέπεια την περιέλευση του 2ου εναγομένου σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των συμφωνημένων υπηρεσιών του ενάγοντος, αφού ο ενάγων δεν αποδέχτηκε την απρόσμενη καταγγελία και λύση της σύμβασης εργασίας του, αλλά επιθυμούσε να συνεχίσει να εργάζεται στην επιχείρηση του 2ου εναγομένου, ώσπου να συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία προς συνταξιοδότηση, και συνέχισε να εκδηλώνει προθυμία να προσφέρει στον 2ο εναγόμενο εργοδότη του τις υπηρεσίες του ως φορτοεκφορτωτής. Η περιέλευση του 2ου εναγομένου σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των συμφωνημένων υπηρεσιών του ενάγοντος, έχει ως συνέπεια την υποχρέωση του 2ου εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίας για όσο χρόνο ο ενάγων συνέχισε να εκδηλώνει ειλικρινή προθυμία να παράσχει στον 2ο εναγόμενο τις υπηρεσίες του ως φορτοεκφορτωτής. Η μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 1.865 Ε, εκ μέρους του 2ου εναγομένου προς τον ενάγοντα, η οποία διενεργήθηκε στις 30.10.2009, (δηλαδή μετά παρέλευση τριών μηνών περίπου από την ημέρα της απόλυσης), δεν καθιστά την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας έγκυρη. … Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως μισθούς υπερημερίας: α) από 1.8.2009 μέχρι την 27.10.2009 τις αποδοχές 54 ημερών εργασίας, συνολικού ποσού 2.943 Ε, και β) από 28.10.2009 μέχρι 31.7.2010 τις αποδοχές 162 ημερών εργασίας, συνολικού ποσού 8.829 Ε. Για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.8.2010 έως τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, η οποία διενεργήθηκε στις 5.5.2011, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι δεν πρέπει να επιδικαστούν αποδοχές υπερημερίας στον ενάγοντα, διότι: ι) Δεν αποδείχθηκε αναμφίβολα η κατάσταση υγείας του ενάγοντος και η δυνατότητα αυτού να παρέχει εργασία εργάτη – φορτοεκφορτωτή στον 2ο εναγόμενο ακόμη και τότε. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι πολύ ενωρίτερα, σχεδόν από το έτος 2004, ο ενάγων παραπονούνταν ότι πάσχει από πάθηση της καρδιάς του και επιδίωκε ελάφρυνση της εργασίας του. ιι) Το γεγονός ότι ο ενάγων παρέμεινε εντελώς άνεργος από 1.8.2009 έως 5.5.2011, μολονότι ισχυρίζεται ότι είχε τη δυνατότητα να παρέχει εργασία φορτοεκφορτωτή στον 2ο εναγόμενο, αποτελεί τεκμήριο ότι ο ενάγων παρέμεινε εκτός εργασίας σκόπιμα, για να εισπράττει το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ και να αξιώσει αποδοχές υπερημερίας από τον αντίδικό του, χωρίς να παρέχει αντίστοιχη εργασία. ιιι) Το γεγονός ότι η αποζημίωση απόλυσης, ποσού 1.865 Ε, την οποία κατέβαλε ο 2ος εναγόμενος και εισέπραξε ο ενάγων αναντίρρητα, (με την επιφύλαξη της ήδη ένδικης αγωγής του, με την οποία αξιώνει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.940,99 Ε), ήταν μικρού ποσού σε σύγκριση με τις επίδικες αποδοχές υπερημερίας, καθιστά την αξίωση του ενάγοντος για καταβολή αποδοχών υπερημερίας από 1.8.2010 έως 5.5.2011 αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως ισχυρίστηκε ο 2ος εναγόμενος βάσιμα.

{…} Επομένως, ο 2ος εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα: (…) Ως δεδουλευμένες αποδοχές εργασίας των ετών 2008 και 2009 ο 2ος εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 20.815,21 Ε. Από το ανωτέρω ποσό (των 20.815,52 Ε), το οποίο οφείλει ο 2ος εναγόμενος στον ενάγοντα ως δεδουλευμένες αποδοχές εργασίας, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 5.373 Ε, το οποίο εισέπραξε ο ενάγων από την εταιρία «Σ. ΑΒΕΕ» για λογαριασμό του 2ου εναγομένου, στις 3.11.2008, αλλά δεν απέδωσε στον 2ο εναγόμενο, όπως όφειλε, και, επίσης, το ποσό των 230 Ε, το οποίο εισέπραξε ο ενάγων από την Α. Κ. για λογαριασμό του 2ου εναγομένου, στις 27.3.2009, αλλά δεν απέδωσε στον 2ο εναγόμενο, όπως όφειλε. Η αφαίρεση των ανωτέρω ποσών από το συνολικό ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών εργασίας που οφείλει ο 2ος εναγόμενος στον ενάγοντα, δεν είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 664 §1 ΑΚ, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, διότι η αναδρομική καταβολή του ανωτέρω συνολικού ποσού δεδουλευμένων αποδοχών εργασίας δεν είναι απολύτως αναγκαία για τη διατροφή του ενάγοντος εργαζομένου και της οικογένειάς του. {…}