218/2015 ΜονΕφΛαρ (υποκατάσταση αναδόχου σε δημόσιο έργο – ρύθμιση σχέσεων εργολάβου με υπεργολάβο – εργατικό ατύχημα – ηθική βλάβη)

218/2015

Πρόεδρος: Ευαγγελία Γίτση

Δικηγόροι: Ιωάν. Μπαλασούλης, Μαρία Κακαράντζα, Νικολέτα Μπασδέκη, Βάϊα Σακελλαρίδη – Θωμάς Παπαλιάγκας

 

Επί δημοσίων έργων, υποκατάσταση αναδόχου από άλλον κατόπιν τήρησης νομίμων όρων και έγκρισης από το φορέα κατασκευής, άλλως κήρυξη έκπτωτου του αναδόχου. Υποκατάσταση μόνο κατά το στάδιο εκτέλεσης έργου μετά την υπογραφή της σύμβασης, με μεταβίβαση των εκ της εργολαβικής σύμβασης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε τρίτον που υπεισέρχεται στη μεταξύ φορέα του έργου και εργολάβου σχέση. Μη υποκατάσταση επί υπεργολαβίας, με την οποία ο εργολάβος αναθέτει με αμοιβή εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε τρίτο, μη συνδεόμενο διά νομικού δεσμού με τον εργοδότη. Επί μη νόμιμης υποκατάστασης, ρύθμιση σχέσεων υπεργολάβου και εργολάβου από το ν. 1396/83 (καθό συνευθύνη εργολάβου και υπεργολάβου έργου για λήψη μέτρων ασφαλείας) και όχι περί δημοσίων έργων.

Ηθική βλάβη παθόντος σε εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένου ή όχι στο ΙΚΑ, αν οφείλεται σε πταίσμα εργοδότη ή προστηθέντων. Υποχρέωση εργοδότη περί προστασίας από τη γενική δ/ξη του 662 ΑΚ και την ειδική εργατική νομοθεσία για μέτρα ασφάλειας στις οικοδομές.

Δημόσιο το έργο επέκτασης και αναβάθμισης της Λέσχης Σχολής Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας εντός αεροδρομίου Τατοίου), κύριος του οποίου είναι το Δημόσιο, που αποσκοπεί στην ασφάλεια της χώρας με τη λειτουργία του κτιρίου που έχει πολλές χρήσεις μεταξύ των οποίων και η σχολή υπαξιωματικών.

Μη υπαιτιότητα αναδόχου και υποκατάστατου αυτού λόγω τήρησης των δ/ξεων για πρόληψη ατυχημάτων με μελέτη ασφάλειας, ενδεδειγμένο εξοπλισμό και ειδικές πινακίδες για την υποχρέωση χρήσης του, ως και ορισμό τεχνικού ασφαλείας και επιβλέποντος μηχανικού.

Υπαιτιότητα υπεργολάβου, που παρέλειψε να υποδείξει στον υπ’ αυτού προσληφθέντα παθόντα να φέρει κράνος και αντιολισθητικά υποδήματα και να τοποθετήσει στο ικρίωμα μεταλλικό χειρολισθήρα.

Συνυπαιτιότητα παθόντος, καθόσον καίτοι έμπειρος και γνώστης του κινδύνου εκ της έλλειψης στο ικρίωμα περιμετρικών μέτρων, συνέχισε την εργασία δίχως εξοπλισμό.

 

{…} Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 5.7.2010 (αρ. κατ. 577/5.7.10) ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αγωγή του εξέθετε ότι η δευτέρα εναγομένη ανώνυμη τεχνική εταιρεία, νομίμως εκπροσωπουμένη από τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, είχε αναλάβει δυνάμει συμβάσεως έργου, που κατήρτισε με το Ελληνικό Δημόσιο, το έργο της επέκτασης – αναβάθμισης Λέσχης ΣΤΥΑ στο Αεροδρόμιου Τατοίου, στο οποίο επιβλέπουσα μηχανικός ήταν η δεκάτη τρίτη των εναγομένων. Ότι η ανωτέρω ανάδοχος, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού υπεργολαβικής σύμβασης, ανέθεσε στην πέμπτη εναγομένη κοινοπραξία, μέλη της οποίας ήταν η έκτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία – νομίμως εκπροσωπούμενη από τον έβδομο εναγόμενο – και η ογδόη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία – νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ένατο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο των εναγομένων -, να εκτελέσει υπεργολαβικώς τμήμα του όλου ως άνω έργου. Ότι η ανωτέρω υπεργολάβος κοινοπραξία, δυνάμει σύμβασης υπεργολαβίας που είχε καταρτίσει με τον πρώτο εναγόμενο, ανέθεσε σ’ αυτόν την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής ψευδοροφής στο αρχικό έργο. Ότι ο ίδιος (ενάγων) παρέχοντας την εργασία του στον πρώτο εναγόμενο κατά την εκτέλεση των τελευταίων αυτών εργασιών, από τη συγκλίνουσα υπαιτιότητα όλων των εναγομένων, που συνίστατο στη μη τήρηση των από το ΠΔ 778/1980 οριζόμενων μέτρων ασφαλείας, υπέστη, υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες συνθήκες, εργατικό ατύχημα, που είχε ως συνέπεια να τραυματιστεί και να καταστεί μερικώς ανάπηρος. Υπό τα ανωτέρω ιστορούμενα και μετά από νομότυπο εν μέρει περιορισμό του αιτήματός του σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ του ατυχήματος, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής το ποσό των 100.000 Ε και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται εις ολόκληρον να του καταβάλουν νομιμότοκα το ποσό 200.000 Ε. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αρ. 339/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τους δευτέρα, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη, έκτη, έβδομο, ογδόη, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο και δεκάτη τρίτη των εναγομένων και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο, τον οποίο υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα νομιμότοκα από της επιδόσεως αυτής το ποσό των 60.000 Ε. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα σε δημόσιο έργο και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων κατά το μέρος που δεν κρίθηκε η αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων στο εργατικό ατύχημα που υπέστη και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της ως προς όλους τους εναγομένους.

{…} Κατά το άρθρο 1 § 1, 3 του ν. 1418/1984 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2229/1994, δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας, που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων κλπ και γενικώς αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού, ενώ από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα όσα εκτελούνται από φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του κατά την έννοια του άρθρου 953 ΑΚ και δεν μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού, ως έργο δε νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή και συντήρηση και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση (ΕφΛαρ 345/2011, ΕφΘεσ 445/2009 Νόμος).

Περαιτέρω στο άρθρο 3 του ν. 1396/1983 ορίζεται, ότι ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1396/1983 οι διατάξεις του ως άνω νόμου δεν εφαρμόζονται στο δημόσια έργα, στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1418/1984 και του εκτελεστικού αυτού π.δ/τος 609/1985, όπως ισχύουν. Στο άρθρο 34 παρ. 4 του τελευταίου αυτού πδ ορίζεται ότι «Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση για την τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, των διατάξεων και κανονισμών για την πρόληψη ατυχημάτων στο προσωπικό του, ή στο προσωπικό του φορέα του έργου, ή σε οποιονδήποτε τρίτο και για τη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Σχετικά με τη λήψη μέτρων ασφαλείας είναι υποχρεωμένος να εκπονεί με ευθύνη του κάθε σχετική μελέτη (στατική ικριωμάτων, μελέτη προσωρινής σήμανσης έργων κλπ) και να λαμβάνει όλα τα σχετικά μέτρα.

Εξάλλου, με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, «περί δημοσίων έργων και ρυθμίσεων συναφών θεμάτων», όπως η παρ. 6 συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2229/1994, ορίζονται τα ακόλουθα: «Ή υποκατάσταση τρίτου στην κατασκευή µέρους ή όλου του δηµοσίου έργου απαγορεύεται χωρίς την έγκριση του φορέα της κατασκευής του έργου. Αν διαπιστωθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι έχει γίνει άµεση ή έµµεση υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση, ο κύριος του έργου – φορέας κατασκευής κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, µετά από γνώµη του αρµοδίου τεχνικού Συµβουλίου Δηµοσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης ο ανάδοχος ευθύνεται µαζί µε τον υποκατάστατο εις ολόκληρον προς τον κύριο του έργου, το προσωπικό του έργου και οποιονδήποτε τρίτο. Κατ’ εξαίρεση µπορεί να εγκριθεί η υποκατάσταση µε απαλλαγή του αναδόχου από την ευθύνη του προς τον κύριο του έργου, αν αυτό επιβάλλεται από το συµφέρον του έργου και ο ανάδοχος βρίσκεται σε προφανή αδυναµία να περατώσει το έργο. Με προεδρικό διάταγµα καθορίζονται τα προσόντα του υποκατάστατου, οι συνέπειες για τον ανάδοχο, η διαδικασία έγκρισης της υποκατάστασης, τα θέµατα που σχετίζονται µε την υποκατάσταση µέλους αναδόχου κοινοπραξίας και κάθε σχετική λεπτομέρεια». Σε εκτέλεση της διάταξης αυτής εκδόθηκε το π.δ. 609/1985, στο άρθρο 51 του οποίου ορίζεται: «1. Η υποκατάσταση άλλης εργοληπτικής επιχείρησης στην κατασκευή του έργου, σύµφωνα µε την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, προτείνεται από τη Διευθύνουσα υπηρεσία και εγκρίνεται από την Προϊστάμενη Αρχή. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση πρέπει η εργοληπτική επιχείρηση, που θα υποκαταστήσει τον ανάδοχο, να έχει τα ίδια προσόντα που απαιτήθηκαν για την ανάληψη του έργου από τον ανάδοχο και να παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα για την κατασκευή του έργου κατά την κρίση της προϊσταμένης Αρχής, που λαμβάνει υπόψη της και τα σχετικά στοιχεία του Μ.Ε.Ε.Π. 2. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη του αρχικού αναδόχου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 Ν. 1418/1984, στην αίτηση του αναδόχου προσδιορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο ζητείται η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη και η πιστοποίηση, μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται απ’ ευθείας στο νέο ανάδοχο. Με την απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή καθορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο καθορίζεται η υποκατάσταση, αν η υποκατάσταση δεν γίνεται για το σύνολο του έργου, η πιστοποίηση μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται στο νέο ανάδοχο, οι εγγυήσεις του νέου αναδόχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής ο υποκατάστατος του αναδόχου επέχει στο εξής θέση αναδόχου και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες για το σύνολο του έργου ή για τα τμήματα του έργου που προσδιορίζονται στην απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή του αρχικού αναδόχου. Επίσης, αναλαμβάνει και τις υποχρεώσεις του αρχικού αναδόχου προς το προσωπικό που εργάστηκε στο έργο τους τελευταίους τρεις μήνες. Οι εγγυήσεις επ’ ονόματι του αρχικού αναδόχου ή το μέρος τους, που ορίζεται με την εγκριτική απόφαση, αποδίδονται αφού προηγουμένως κατατεθούν νέες ισόποσες εγγυήσεις από το νέο ανάδοχο. Μόνο με την κατάθεση αυτή επέρχεται η απαλλαγή του αρχικού αναδόχου από την ευθύνη του. 3. Σε περίπτωση αναδόχου κοινοπραξίας, που την υποκατάσταση ζητεί μέλος της, απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών της κοινοπραξίας και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι προηγούμενες παράγραφοι».

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι προβλέπεται υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση στην εκτέλεση δημοσίου έργου, μόνο ύστερα από την τήρηση των προαναφερόμενων προϋποθέσεων και εφόσον εγκριθεί η υποκατάσταση από το φορέα κατασκευής του έργου, διαφορετικά ο τελευταίος κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, μετά από γνώμη του αρμοδίου Τεχνικού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση η υποκατάσταση προβλέπεται μόνο κατά το στάδιο εκτέλεσης του έργου, δηλαδή στο στάδιο που ακολουθεί την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου, όχι, όμως, και κατά το στάδιο που προηγείται της κατακύρωσης του διαγωνισμού (ΟλΣτΕ 971/1998). Περαιτέρω, με τον όρο «υποκατάσταση τρίτων» νοείται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εργολάβου από την εργολαβική σύμβαση σε τρίτον, όσον αφορά το όλον ή μέρος του αναληφθέντος έργου, κατά τρόπον ώστε να υπεισέρχεται ο τρίτος στη μεταξύ φορέα του έργου και εργολάβου σχέση. Συνεπώς, ως υποκατάσταση τρίτου, κατά την έννοια του άνω νόμου, δεν νοείται η υπεργολαβία, δηλαδή η σύμβαση με την οποία ο εργολάβος αναθέτει με αμοιβή την εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε τρίτον, ο οποίος δεν συνδέεται με νομικό δεσμό με τον εργοδότη, έναντι του οποίου μόνος υπεύθυνος για τις εκτελούμενες από τον εργολάβο εργασίες παραμένει ο εργολάβος (ΑΠ 119/2013, 570/2007 Νόμος). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει νόμιμη υποκατάσταση, οι σχέσεις υπεργολάβου και εργολάβου δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Επομένως, ως προς τις μεταξύ του υπεργολάβου και εργολάβου σχέσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1396/1983 (ΑΠ 139/2014, ΑΠ 119/2013, ΑΠ 570/2007 Νόμος).

Περαιτέρω, ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, διατηρεί κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά εν προκειμένω και η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων, αφού η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, κατά τα άρθρ. 299 και 932 ΑΚ, είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση ή από την ειδική αποζημίωση κατά το ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986 Νόμος). Η υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το κοινό δίκαιο, ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρο 914 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, όπως όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Τέτοια υποχρέωση προστασίας υπάρχει και για τον εργοδότη τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρο 662 ΑΚ, όσο και κυρίως από τις διατάξεις της ειδικής εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του ν. 1396/1983, που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφάλειας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα, παραπέμποντας μεταξύ άλλων και στα προβλεπόμενα με το π.δ. 1073/1981 μέτρα ασφάλειας. (ΑΠ 212/2014, ΑΠ 225/2014 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 17.9.2003 διεξήχθη δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου του έργου «Επέκταση – Αναβάθμιση Λέσχης Σχολής Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας στο Αεροδρόμιο Τατοΐου», στον οποίο, μεταξύ των άλλων, συμμετείχε η δευτέρα εναγομένη και ήδη δευτέρα εφεσίβλητη ανώνυμη κατασκευαστική εταιρεία με την επωνυμία «Κ. Κ. ΑΤΕ», – η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων Α. Σ. και Κ. Π. – και η οποία αναδείχθηκε ανάδοχος του έργου και σ’ αυτή κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας. Δυνάμει της υπ’ αρ. …/5.11.2004 έγγραφης εργολαβικής σύμβασης, η Πολεμική Αεροπορία, διά του νομίμου εκπροσώπου της, ανέθεσε στην δευτέρα εναγομένη και ήδη δευτέρα εφεσίβλητη την εκτέλεση του ανωτέρω έργου, το οποίο κατά την παρ. 1στ’ του προαναφερθέντος συμφωνητικού χρηματοδοτείται από πιστώσεις ΕΜΠΑΕ Π/Υ 2001-5 έτους 2004 και από το πρόγραμμα βελτίωσης προσωπικού και αναβάθμισης παραγωγικών σχολών, ενώ κατά την παρ. 1β’ η εκτέλεσή του θα διέπεται από τις διατάξεις του ν. 1418/84 περί δημοσίων έργων. Το ανωτέρω έργο της επέκτασης και αναβάθμισης της Λέσχης της Σχολής Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας στο Αεροδρόμιο Τατοΐου, κύριος του οποίου είναι το Ελληνικό Δημόσιο, κρίνεται ότι αποσκοπεί στην κάλυψη της βασικής ανάγκης του κοινωνικού συνόλου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ασφάλεια της χώρας, καθώς πρόκειται για επέκταση και αναβάθμιση κτιρίου, το οποίο εξυπηρετεί τη λειτουργία του αεροδρομίου του Τατοΐου, το οποίο έχει πολλές χρήσεις για την εθνική άμυνα, μεταξύ των οποίων και η σχολή εκπαίδευσης των τεχνικών υπαξιωματικών της Αεροπορίας, στις βασικές υποδομές της οποίας (σχολής) περιλαμβάνεται και λέσχη σίτισης των εκπαιδευομένων. Εξάλλου το ανωτέρω έργο, που αφορά στην αναβάθμιση υπάρχοντος κτιρίου και στη δημιουργία νέου (επέκταση του παλαιού), συνδέεται αναγκαίως με το έδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του κατά την έννοια του άρθρου 953 του ΑΚ, καθώς δεν μπορεί να αποχωριστεί από αυτό χωρίς ουσιώδη βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του και είναι τεχνικό έργο, καθ’ όσον για την εκτέλεση των εργασιών του απαιτούνται εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου προσωπικού. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το αναληφθέν έργο εμπίπτει στην έννοια του δημοσίου, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις του ν. 1418/84 και για το λόγο αυτό δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του ν. 1396/1983, ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης για εργατικά ατυχήματα, σύμφωνα και με τα αναγραφόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) έκρινε ότι το έργο είναι δημόσιο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης και αντέφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η ανάδοχος εταιρεία, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/84, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2940/2001, ήτοι διατηρώντας ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ποσού της ανωτέρω σύμβασής της με την κυρία του έργου, κατήρτισε στις 7.1.2005 με την πέμπτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη κοινοπραξία με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ Θ. ΑΤΕ – Β. ΑΤΕ», έγγραφη σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέθεσε στην ανωτέρω εναγομένη κοινοπραξία την κατασκευή του αναφερόμενου στον πίνακα εργασιών υπεργολαβίας μέρους του ανωτέρω εκτελούμενου έργου, ποσού 1.009.478,17 Ε, που δεν υπερβαίνει το 70% της αρχικής σύμβασης και στο οποίο περιλαμβάνεται και η κατασκευή ψευδοροφών και γυψοσανίδων. Η κυρία του έργου Πολεμική Αεροπορία με την κοινοποιηθείσα στην ανάδοχο στις 25.2.2005 απόφασή της ενέκρινε την προαναφερθείσα σύμβαση, η οποία υπό την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 51 του ΠΔ 609/1985 συνιστά περίπτωση υποκατάστασης άλλης της αναδόχου εργοληπτικής επιχείρησης στην κατασκευή του μέρους του έργου. Ήτοι στην προκειμένη περίπτωση έλαβε χώρα μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της δευτέρας εναγομένης αναδόχου εργολάβου από την εργολαβική σύμβαση στην πέμπτη εναγομένη Κοινοπραξία, όσον αφορά το μέρος του αναληφθέντος έργου, κατά τρόπον ώστε να υπεισέλθει  η τελευταία στη μεταξύ του φορέα του έργου και της εργολάβου – αναδόχου σχέση. Η ανωτέρω υποκατάσταση δεν έλαβε χώρα με απαλλαγή της αναδόχου από την ευθύνη της προς την κυρία του έργου, γεγονός το οποίο δεν επικαλούνται οι ανωτέρω διάδικοι, οπότε η αρχική ανάδοχος δευτέρα εναγομένη ευθύνεται εις ολόκληρον µαζί µε την πέμπτη εναγομένη υποκατάστατη προς την κυρία του έργου, το προσωπικό του έργου και οποιονδήποτε τρίτο δυνάμει των διατάξεων του ν. 1418/1984 και του εκτελεστικού αυτού π.δ/τος 609/1985, όπως ισχύουν και δη κατ’ άρθρο 34 παρ. 4 αυτού, υποχρεούμενες, σχετικά με τη λήψη μέτρων ασφαλείας να εκπονούν κάθε σχετική μελέτη και να λαμβάνουν όλα τα σχετικά μέτρα.

Στα πλαίσια των ανωτέρω υποχρεώσεων συνετάγη το προσκομιζόμενο σχέδιο ασφαλείας και υγείας κατ’ εφαρμογή του ΠΔ 305/1996 και ορίστηκε από την πέμπτη εναγομένη Κοινοπραξία ως επιβλέπων μηχανικός του έργου ο Κ. Λ. και τεχνικός ασφαλείας ο Σ. Σ., αμφότεροι επιφορτισμένοι με τη λήψη όλων των εκ του νόμου προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας, ενώ η δεκάτη τρίτη εναγομένη, η οποία αρχικά είχε ορισθεί ως εκπρόσωπος και αντίκλητος της αναδόχου εταιρείας «Κ. ΑΕ», κατόπιν εργάσθηκε ως τεχνική βοηθός του ανωτέρω επιβλέποντος μηχανικού. Η ανωτέρω κοινοπραξία με την εταιρική μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας που δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Λάρισας με αριθμό …/19.5.2005 είχε συσταθεί με το από 8.12.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των δυο τεχνικών ανωνύμων εταιρειών α) της έκτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «Θ. ΑΤΕΒΕ», νομίμως εκπροσωπούμενη από τον έβδομο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Δ. Λ., σύμφωνα με το από 1.7.2005 πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο καταχωρήθηκε νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ. …/3.8.2005 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ, και β) της ογδόης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «Β. ΑΤΕΒΕ», της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι ήταν οι ένατος, δέκατος, ενδέκατος και δωδέκατος των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων Ι. Ρ., Δ. Ν., Ι. Κ. και Γ. Ρ., σύμφωνα με το από 29.6.2006 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ. …/12.7.2006 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ.

Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι η πέμπτη εναγομένη, υποκατάστατη στην κατασκευή του μέρους του έργου, με το από 4.7.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό ανέθεσε στον πρώτο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Θ. Γ. έναντι αμοιβής την εκτέλεση συγκριμένης εργασίας – η οποία εμπεριέχεται στο μέρος του έργου στο οποίο υποκαταστάθηκε – και ειδικότερα της κατασκευής ψευδοροφών και επενδύσεων με γυψοσανίδα στο έργο της επέκτασης – αναβάθμισης λέσχης ΣΤΥΑ στο αεροδρόμιο Τατοΐου. Ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είχε προσλάβει μεταξύ άλλων και τον ενάγοντα, προκειμένου να παράσχει την εργασία του στο άνω έργο. Πριν από την ανάθεση των ανωτέρω εργασιών είχε επιλεγεί από τη δευτέρα και πέμπτη των εναγομένων, ο κατάλληλος εξοπλισμός εργασίας με βάση τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εργασίας, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων και είχαν τεθεί στη διάθεση αυτών κράνη, υποδήματα και ζώνες, ενώ με ειδικές πινακίδες είχε επισημανθεί στην είσοδο των κτιρίων η υποχρέωση χρήσης του εν λόγω εξοπλισμού, γεγονότα τα οποία συνομολογεί ο πρώτος εναγόμενος και εν όψει της μη ειδικής άρνησης του ενάγοντος ουδόλως αμφισβητούνται από αυτόν.

Στο πλαίσιο του ανωτέρω έργου στις 19.1.2007 ανετέθη από τον πρώτο εναγόμενο στον ενάγοντα η εργασία της – με τη χρήση ηλεκτρικού τρυπάνου – διάνοιξης οπών στην οροφή των αιθουσών του υπό ανακαίνιση κτιρίου, εργασία η οποία θα πραγματοποιούνταν επί κινητού μεταλλικού ικριώματος εν είδει πύργου κατά την ορολογία του έχοντος εφαρμογή ΠΔ 778/1980. Το ανωτέρω ικρίωμα, το οποίο συναρμολόγησε ο ενάγων μετά του εναγομένου και του ετέρου εργαζομένου Μ. Χ., είχε ύψος 2 μ., έφερε τροχούς με φρένα, ώστε να μετακινείται και να ακινητοποιείται στην επιθυμητή θέση, αποτελούνταν από δυο παράλληλα σωληνωτά πλαίσια συνδεδεμένα μεταξύ τους με σωλήνες τοποθετημένες χιαστί και πάνω στα πλαίσια, τα οποία σχημάτιζαν πύργο, τοποθετήθηκαν τέσσερα μαδέρια, δηλαδή κομμάτια ξύλου μεγάλου πάχους σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, πλάτους 1 μέτρου. Τα κινητά ικριώματα, επί των οποίων θα εργάζονταν ο ενάγων, έπρεπε να φέρουν κατ’ άρθρο 13 παρ. 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ 6 του ΠΔ 778/1980 μεταλλικό χειρολισθήρα σε ύψος ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και ράβδο μεσοδιαστήματος. Η επί του κινητού ικριώματος εργασία του ενάγοντος ξεκίνησε στην υπ’ αρ. 2 αίθουσα του κτιρίου, όπου το ύψος της οροφής ήταν 2,80 μ. και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη, αλλά ούτε και δυνατή η τοποθέτηση χειριλισθήρα. Από την ανωτέρω αίθουσα κατά τη διάρκεια των εργασιών διήλθε η δεκάτη τρίτη των εναγομένων Σ. Π., όχι υπό την ιδιότητα της επιβλέπουσας μηχανικού αλλά υπό την ιδιότητα της εκπροσώπου και αντικλήτου της αναδόχου εταιρείας δευτέρας εναγομένης με την επωνυμία «Κ. ΑΕ» και της τεχνικής βοηθού του επιβλέποντος μηχανικού Κ. Λ. της πέμπτης εναγομένης κοινοπραξίας και υποκατάστατης στο άνω τμήμα του όλου έργου, η οποία υπέδειξε την ανάγκη λήψης του μεταλλικού χειρολισθήρα στην περίπτωση εκτέλεσης εργασιών σε αίθουσα με υψηλότερη των 2,80 μ. οροφή.

Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος μετά του ενάγοντος και του ετέρου εργαζομένου προσήλθαν για την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας στην αίθουσα υπ’ αρ. 3 του κτιρίου, ύψους οροφής 3,80 μ., χωρίς προηγουμένως να τοποθετηθεί στο ικρίωμα ο μεταλλικός χειρολισθήρας σε ύψος ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και η ράβδος μεσοδιαστήματος. Κατά το χρόνο που ο ενάγων βρισκόταν επί του προαναφερόμενου ικριώματος, μη φορώντας το ειδικό προστατευτικό κράνος και τα αντιολισθητικά υποδήματα που του είχαν χορηγηθεί από την δευτέρα και πέμπτη των εναγομένων (ανάδοχο και υποκατάστατη) και η απαραίτητη χρήση αυτών είχε υποδειχθεί σ’ αυτόν με ειδικές πινακίδες, κινούμενος επί του δαπέδου εργασίας οπισθοβατώντας, στην προσπάθειά του να ανοίξει μια οπή επί της οροφής, έχασε την ισορροπία του και λόγω της έλλειψης περιμετρικών του ικριώματος μέτρων ασφαλείας, έπεσε προς τα πίσω από την μικρή πλευρά του πύργου, τραυματισθείς στο κεφάλι και στο θώρακα.

Υπό τα προαναφερόμενα δεν αποδεικνύεται υπαιτιότητα της δευτέρας έως και της δεκάτης τρίτης των εναγομένων στην επέλευση του ατυχήματος. Ειδικότερα, η δευτέρα ανάδοχος εταιρεία και η πέμπτη εναγομένη υποκατάστατη κατά τα προαναφερόμενα είχαν εκπληρώσει την από το άρθρο 34 παρ. 4 πδ 609/1985 υποχρέωση για την τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, των διατάξεων και κανονισμών για την πρόληψη ατυχημάτων στο προσωπικό, ή σε οποιονδήποτε τρίτο έχοντας εκπονήσει σχετική μελέτη ασφάλειας και έχοντας λάβει τα αναγκαία για την ασφάλεια των εργαζομένων μέτρα, θέτοντας στη διάθεση των τελευταίων όλο τον ενδεδειγμένο εξοπλισμό (κράνη, υποδήματα, ζώνες), επισημαίνοντας με ειδικές πινακίδες στην είσοδο των κτιρίων την υποχρέωση χρήσης του εν λόγω εξοπλισμού. Έτι δε και επιπλέον των ανωτέρω όρισαν τεχνικό ασφαλείας και επιβλέποντα μηχανικό, οι οποίοι αυτοπροσώπως αλλά και διά της εκπροσώπου αυτών δεκάτης τρίτης των εναγομένων επέβλεπαν διαρκώς και επιμελούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, όπως συνέβη την ημέρα του ατυχήματος, όπου η τελευταία υπέδειξε στο συνεργείο του πρώτου εναγομένου να τοποθετηθεί μεταλλικός χειρολισθήρας στο κινητό ικρίωμα, εφόσον θα συνέχιζαν να εργάζονται σε αίθουσα με ύψος οροφής πλέον των 3 μέτρων. Επομένως η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα ανωτέρω και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή για τον δεύτερο έως και το δωδέκατο των εναγομένων, καθώς και για την δεκάτη τρίτη των εναγομένων, η οποία κατά τα προεκτεθέντα δεν εκτέλεσε καθήκοντα επιβλέποντος μηχανικού ή τεχνικού ασφαλείας αλλά υπό την ιδιότητα της διακοσμήτριας και αντικλήτου της αναδόχου είχε εργασθεί ως τεχνικός βοηθός του επιβλέποντος μηχανικού Κ. Λ., δεν έσφαλε. Και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών τείνει να θεμελιώσει την υπαιτιότητα των ανωτέρω εναγομένων στην εν τοις πράγμασι μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας, επικαλούμενος ότι δεν αρκεί μόνο η ρηματική εντολή τήρησης αυτών, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, καθ’ όσον εκκινείται από την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω ευθύνονται κατά τις διατάξεις του ν. 1396/1983 και όχι κατ’ αυτές του ν. 1418/1984 και του πδ 609/1985. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση έφεση ως προς το δεύτερο έως και δεκάτη τρίτη των εφεσιβλήτων πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν τα μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, κατά τα προεκτεθέντα υπαίτιος στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος, η αμέλεια του οποίου συνίσταται στην παράλειψή του να λάβει πριν την έναρξη των εργασιών στην υπ’ αρ. 3 αίθουσα του κτιρίου τα εκ του νόμου οριζόμενα μέτρα ασφαλείας και ειδικότερα να υποδείξει στον ενάγοντα να φορέσει κράνος και αντιολισθητικά υποδήματα και να τοποθετήσει στο ικρίωμα μεταλλικό χειρολισθήρα σε ύψος ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και ράβδο μεσοδιαστήματος. Οι ανωτέρω δε παραλείψεις συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, καθ’ όσον αν ο εργαζόμενος έφερε τον προαναφερθέντα εξοπλισμό και αν υπήρχαν τα ανωτέρα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 6 του ΠΔ 778/1980 μέτρα ασφαλείας, θα είχε αποφευχθεί η πτώση του (ενάγοντος) επί του δαπέδου και ο τραυματισμός του. Ήδη δε ο πρώτος εναγόμενος με την υπ’ αρ. 1167/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας καταδικάστηκε για την προκληθείσα σε βάρος του ενάγοντος διά παραλείψεως τελεσθείσα σωματική βλάβη σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών.

Συνυπαίτιος όμως είναι και ο ενάγων, η αμέλεια του οποίου συνίσταται στο ότι ο ίδιος παρ’ ότι διέθετε ικανή εμπειρία στη συγκεκριμένη εργασία και γνώση του κινδύνου που απέρρεε από την έλλειψη στο ικρίωμα περιμετρικών προστατευτικών μέτρων, δεν διέκοψε την εργασία του, ώστε να τοποθετεί ο μεταλλικός χειρολισθήρας και η ράβδος μεσοδιαστήματος, αλλά συνέχισε να εργάζεται μη φέροντας τον αναγκαίο για την ασφάλειά του εξοπλισμό, κινούμενος μάλιστα προς τα πίσω, χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του στην εκτέλεση της εργασίας του, με κίνδυνο να υποστεί το ατύχημα, το οποίο εν τέλει υπέστη. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η συνυπαιτιότητα των ανωτέρω διαδίκων μερών στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος είναι για τον πρώτο εναγόμενο κατά ποσοστό 70% και για το παθόντα ενάγοντα κατά ποσοστό 30%. Επομένως είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο λόγος αντέφεσης, με τον οποίο ο αντεκκαλών αιτείται όπως καθορισθεί το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος – αντεφεσιβλήτου σε μεγαλύτερο αυτού του 50% που όρισε η εκκαλουμένη απόφαση. Επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι ο λόγος έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων και ήδη εκκαλών επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου και ήδη πρώτου εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος στο ένδικο ατύχημα. {…}