208/2016 ΜονΕφΛαρ (διαχείριση ΟΕ απο κοινού)

208/2016                                                                                           

Πρόεδρος: Αναστασία Κουτσογιαννούλη

Δικηγόροι: Εμμ. Παπαπαναγιώτου, Τρύφων Τσάτσαρος

 

Αν με το νόμιμα δημοσευθέν καταστατικό ΟΕ ανατέθηκε η διαχείριση  εταιρικών υποθέσεων σε πλείονες εταίρους που θα ενεργούν από κοινού, η ανάληψη υποχρεώσεων από τον ένα μόνο, χωρίς σύμπραξη λοιπών ή χωρίς τήρηση τυχόν άλλων όρων του καταστατικού, συνιστά υπέρβαση των ορίων διαχειριστικής εξουσίας και δεν δεσμεύει την εταιρία και τους λοιπούς εταίρους, εκτός αν η υπάρχει έγκριση, και άτυπη (σιωπηρή), έχουσα αναδρομική ενέργεια.

Απόδειξη ότι η ανακόπτουσα εταιρία όχι μόνο γνώριζε και συναινούσε στην έκδοση επιταγών από συνδιαχειριστή, αλλά και την ενέκρινε σιωπηρά μετά.

 

{…} 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22, 42 έως 44 ΕμπΝ, 68 παρ. 2, 70, 749, 211, 229, 231 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν με το καταστατικό της ομόρρυθμης εταιρίας που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ανατέθηκε η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων σε περισσότερους εταίρους που θα ενεργούν από κοινού, η ανάληψη υποχρεώσεων έναντι τρίτων επ’ ονόματι της εταιρίας από τον ένα μόνο διαχειριστή, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών ή χωρίς την τήρηση των τυχόν άλλων όρων που προβλέπει το καταστατικό, συνιστά υπέρβαση των ορίων της διαχειριστικής του εξουσίας και δεν δεσμεύει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας και τους λοιπούς εταίρους. (ΕφΘεσ 962/2009 Αρμ 2011. 447, ΕφΑθ 7369/2004 ΝοΒ 2005. 1447), εκτός αν η τελευταία εγκρίνει την επ’ ονόματί της πράξη του εταίρου της (ΑΠ 1520/2001, ΕφΠατρ 68/2003 ΔΕΕ 2004. 56). Η έγκριση αυτή της εταιρίας, η οποία έχει αναδρομική ενέργεια, εφόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 229 εδ. α’ ΑΚ δεν υποβάλλεται σε τύπο μπορεί να γίνει και σιωπηρώς με τρόπο όμως που να υποδηλώνει σαφώς τη βούλησή της (ΑΠ 1520/2001 ΔΕΕ 2002. 305, ΑΠ 1105/1996 ΕΕμπΔ ΜΗ. 300, ΕφΑθ 7369/2004 ό.π.)

4. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 24.6.1991 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Βόλου, με αύξοντα αριθμό …/25.6.1991, συστήθηκε η εκκαλούσα και ήδη ανακόπτουσα ομόρρυθμη εταιρία μεταξύ του Κ. Ε. του Γ. και της Σ.-Γ. Μ. του Χ., με την επωνυμία «Σ. και ΣΙΑ ΟΕ», έδρα την πόλη του Β. και σκοπό την εμπορία προϊόντων και εξαρτημάτων αλουμινίου – οικοδομικών εργαλείων και κάθε είδους που έχει σχέση με την οικοδομή. Διαχειριστές αυτής ορίσθηκαν και οι δύο ως άνω ομόρρυθμοι εταίροι. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του παραπάνω καταστατικού, το οποίο αφορά τη διαχείριση και εκπροσώπηση της ανακόπτουσας εταιρίας ορίζεται ότι: «Διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρίας ορίζονται και οι δύο εταίροι Κ. Ε. και Σ. Μ., οι οποίοι και οι δύο από κοινού αλλά και ο καθένας μόνος του εκπροσωπούν την εταιρία στις κάθε μορφής σχέσεις και συναλλαγές με οποιονδήποτε Οργανισμό και υπηρεσία, με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, Τράπεζες και κάθε Αρχή, αποκτούν δικαιώματα σε κάθε είδους πράγματα, εισπράττουν απαιτήσεις, αλληλογραφούν, παραλαμβάνουν κάθε είδους έγγραφα και επιστολές και επιταγές, εξοφλούν τιμολόγια και φορτωτικές και επιταγές, πωλούν εμπορεύματα, καταθέτουν ή αναλαμβάνουν χρήματα από οποιαδήποτε τράπεζα ή Οργανισμό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικό πρόσωπο, συνάπτουν φορτωτικές και κάθε τίτλο που μπορεί να οπισθογραφηθεί, οπισθογραφούν γραμμάτια που εκδίδονται σε διαταγή της εταιρίας καθώς και συναλλαγματικές και τίτλους και γενικά ενεργούν κάθε πράξη τακτικής διαχείρισης εκμετάλλευσης υπογράφοντας τα απαραίτητα έγγραφα και διορίζουν για την παράσταση στις Αρχές και τα Δικαστήρια πληρεξούσιους δικηγόρους και ανακαλούν αυτούς. Οι πιο πάνω διαχειριστές της εταιρίας έχουν το δικαίωμα όπως ενεργούντες από κοινού, συνάπτουν συμβάσεις κάθε είδους, προσλαμβάνουν και απολύουν προσωπικό, αγοράζουν εμπορεύματα, συνάπτουν πιστώσεις, δανείζουν χρήματα και εκδίδουν γραμμάτια σε διαταγή, αποδέχονται συναλλαγματικές, εκδίδουν επιταγές και οπισθογραφούν αυτές, ανοίγουν πιστώσεις με εγγύηση, αναλαμβάνουν δάνεια και κάνουν χρήση των πιστώσεων, παρέχουν εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητα, εκδίδουν εγγυητικές επιστολές για λογαριασμό τρίτων, εγγυώνται υπέρ τρίτων, προβαίνουν στη μίσθωση και χρήση χρηματοκιβωτίων και λύση μισθώσεων, συνάπτουν μισθώσεις. Όλες οι πράξεις αυτές θα υπογράφονται από τους διαχειριστές της εταιρίας όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο πάνω και θα δεσμεύουν την εταιρία μόνον όταν η υπογραφή τους τίθεται κάτω από την εταιρική επωνυμία. Σε περίπτωση που κάποιος από τους διαχειριστές και εκπροσώπους της εταιρίας είτε επειδή απουσιάζει είτε επειδή ασθενεί ή κωλύεται ή για οποιονδήποτε γενικά λόγο αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, μπορεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με εξουσιοδότηση της οποίας θα έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής να αναθέτει στον άλλο συμβαλλόμενο ομόρρυθμο εταίρο – διαχειριστή την επ’ ονόματί του και με την ιδιότητά του ως πληρεξουσίου διαχειριστού εκπροσώπου της εταιρίας την ενέργεια όλων των πράξεων διαχείρισης και διάθεσης που αναφέρονται με λεπτομέρεια στο άρθρο αυτό». Η ως άνω παρέκκλιση από τη νόμιμη ατομική διαχείριση των υποθέσεων της ανακόπτουσας ομόρρυθμης εταιρίας από τα ομόρρυθμα μέλη της (άρθρο 22 ΕμπΝ) είναι έγκυρη και ισχυρή έναντι των τρίτων, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, εφόσον το καταστατικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται αυτή, έχει δημοσιευθεί νόμιμα (άρθρο 42 ΕμπΝ).

Σύμφωνα, λοιπόν, με το από 24.6.1991 καταστατικό της ανακόπτουσας ομόρρυθμης εταιρίας, η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησής της είχε ανατεθεί και στους δύο εταίρους, ήτοι στον Κ. Ε. και στη Σ.-Γ. Μ., οι οποίοι αναφορικά με την ανάληψη υποχρεώσεων της εταιρίας από την έκδοση τραπεζικών επιταγών, μπορούσαν να δεσμεύουν την εταιρία θέτοντας την υπογραφή τους υπό την εταιρική επωνυμία και οι δύο από κοινού, χωρίς να αρκεί μόνο η υπογραφή του ενός εξ αυτών. Οι μεταγενέστερες δε τροποποιήσεις του καταστατικού, οι οποίες επίσης δημοσιεύθηκαν νόμιμα στα βιβλία εταιριών του ως άνω Πρωτοδικείου, αφορούν σε θέματα των σχέσεων της εταιρίας με τρίτους. Οι τροποποιήσεις δε αυτές είναι διάφορες των όρων της διαχείρισης και της εκπροσώπησης του νομικού της προσώπου, οι οποίοι (όροι) της αρχικής εταιρικής συμφωνίας διατηρήθηκαν σε ισχύ (βλ. τα από 1.11.2005, 1.10.2009 και 8.6.2010 καταστατικά τροποποίησης).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα εταιρία εξέδωσε στο Β. δώδεκα μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικού ποσού 296.300 Ε, πληρωτέες σε διαταγή της εφεσίβλητης – καθής η ανακοπή, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σε φωτοτυπία σώματα των επίδικων μεταχρονολογημένων επιταγών και συγκεκριμένα: (…). Οι επιταγές αυτές εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της ανακόπτουσας. Στη συνέχεια η καθής η ανακοπή – εφεσίβλητη πέτυχε την έκδοση της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 921/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου σε βάρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας, με την οποία διατάχθηκε να της καταβάλει, τα ποσά των επιταγών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σφραγίσεώς τους. Οι ως άνω επιταγές, παρά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του καταστατικού, που απαιτούσε για την ανάληψη υποχρεώσεων της εταιρίας από τραπεζικές επιταγές τη σύμπραξη (υπογραφή) αμφοτέρων των εταίρων στη θέση του εκδότη, εκδόθηκαν υπό την εταιρική επωνυμία μόνο με την υπογραφή ενός από τα μέλη και συνδιαχειριστές της εταιρίας, ήτοι του Κ. Ε..

Ισχυρίζεται η ανακόπτουσα ότι η έκδοση των επιταγών χωρίς τη σύμπραξη και της έτερης συνδιαχειρίστριας του νομικού της προσώπου, σύμφωνα με τη ρητή αναφορά περί αυτού στο νομίμως δημοσιευμένο καταστατικό της, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο γένεσης της ενοχής εκ των ενδίκων επιταγών, συνιστά υπέρβαση των ορίων της διαχειριστικής εξουσίας του Κ. Ε. και δεν υφίσταται νόμιμη δέσμευση της εταιρίας και του μη υπογράψαντος έτερου μέλους αυτής, για την ανάληψη της οφειλής από τις επίδικες επιταγές. Ωστόσο, παρά τη ρητή αμφισβήτηση της ανακόπτουσας για μη νόμιμη εκπροσώπησή της, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την πράξη της έκδοσης των επιταγών από τον συνδιαχειριστή της εταιρίας Κ. Ε., η ανακόπτουσα όχι μόνο την γνώριζε και συναινούσε, αλλά και την ενέκρινε σιωπηρώς μεταγενεστέρως. Άλλωστε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η καθής η ανακοπή, στα πλαίσια της λειτουργίας της σχέσης της με την ανακόπτουσα, εκτός από τις επίδικες επιταγές είχαν εκδοθεί υπό την εταιρική επωνυμία της τελευταίας και άλλες επιταγές, τις οποίες υπέγραφε ο ένας και μόνο διαχειριστής, ήτοι το πιο πάνω ομόρρυθμο μέλος της Κ. Ε. με την έγκριση όμως του άλλου μέλους – συνδιαχειρίστριας Σ.-Γ. Μ., η οποία ουδέποτε προέβαλε οποιαδήποτε αιτίαση ως προς τη νομιμότητα των επιταγών κατά την έκδοση και πληρωμή τους και συγκεκριμένα: (…). Οι παραπάνω επιταγές, αν και ομοίως εκδόθηκαν κατά παράβαση των όσων ορίζονται στον όρο 6 του καταστατικού της ανακόπτουσας, ήτοι μόνο με την υπογραφή του μέλους της και συνδιαχειριστή της Κ. Ε., εν τούτοις πληρώθηκαν από την ανακόπτουσα κατά την εμφάνισή τους.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και η σχετική καταστατική διάταξη προβλέπει ακόμη και αναγκαστική αναπλήρωση του για οποιονδήποτε λόγο κωλυομένου συνδιαχειριστή και μάλιστα αναπλήρωση με την εκπεφρασμένη διά εξουσιοδοτήσεως προηγούμενη ανάθεση της εντολής αναπληρώσεως, και όχι exlegem δηλαδή με απευθείας καταστατική ρύθμιση, η ανακόπτουσα, κατά την πληρωμή των παραπάνω επιταγών ουδέποτε αντέλεξε ή επικαλέσθηκε την έλλειψη της προς υπογραφή σχετικής εξουσίας του ως άνω συνδιαχειριστή. Άλλωστε και ο μάρτυρας της καθής, υπάλληλός της στο τμήμα πωλήσεων, έχοντας ιδία αντίληψη, ανέφερε σαφώς και ανενδοιάστως ότι οι επιταγές που εξέδιδε η ανακόπτουσα στα πλαίσια της εμπορικής τους συνεργασίας και πληρώνονταν κατά την εμφάνισή τους, έφεραν, υπό την εταιρική επωνυμία, πάντοτε, μόνο την υπογραφή του Κ. Ε., την ενέργεια δε αυτή η άλλη ομόρρυθμη εταίρος όχι μόνο γνώριζε αλλά και συναινούσε καθόσον ήταν παρούσα στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές.

Επομένως, εφόσον η ανακόπτουσα εταιρία όχι μόνο γνώριζε αλλά συναινούσε και ενέκρινε σιωπηρώς μεταγενεστέρως την εν λόγω πράξη της έκδοσης από τον ένα διαχειριστή της επιταγών, υπό την εταιρική επωνυμία, υπάρχει νόμιμη δέσμευση αυτής και εγκύρως εκδόθηκε με βάση τις επίδικες επιταγές η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος της, ο σχετικός δε περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής είναι ουσιαστικά αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε τα ίδια και απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο της ανακοπής επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και  εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους σχετικούς τέσσερις λόγους της έφεσής της που ανάγονται όλοι σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου (αναφορικά με τους όρους της συναίνεσης και έγκρισης) και κακή εκτίμηση των αποδείξεων είναι αβάσιμα και απορριπτέα…