176/2016 ΜονΕφΛαρ (αποκλειστική χρήση κοινού υπό κοινωνού – παρεμπόδιση σύγχρησης – δαπάνες συντήρησης)

176/2016                                                          

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Αθαν. Κερασαρίδης, Νικ. Πατσιαντάς

 

Επί αποκλειστικής χρήσης κοινού υπό κοινωνού οι λοιποί δικαιούνται, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, ανάλογη μερίδα από το όφελος που αποκόμισε ή εξοικονόμησε κατά τις δ/ξεις περί κοινωνίας, δυνατή όμως και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα ή και αδικοπρακτική αποζημιωτική τοιαύτη αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση ή τους απέβαλε από τη συννομή. Αδιάφορος ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε το κοινό, έστω και διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, αν αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση και έχει ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση του.

Επί επικείμενου κινδύνου δυνατή λήψη μέτρων αναγκαίων για συντήρηση κοινού, χωρίς συναίνεση λοιπών, μόνο προς αντιμετώπιση κινδύνου, όπως καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών.

Αξίωση κοινωνού για καταβληθέντα έξοδα πλέον της μερίδας του κατά των λοιπών, κατ’ αναλογία μερίδων τους, εκ της κοινωνίας, αν έγιναν κατόπιν απόφασης όλων ή της πλειοψηφίας ή του δικαστηρίου ή αν λήφθηκαν για αποτροπή κινδύνου, άλλως κατά τη διοίκηση αλλότριων ή τον αδικ. πλουτισμό.

Νόμω αβάσιμη αγωγή αδικοπραξίας με μνεία ότι ο εναγόμενος απλώς αρνείται εξώδικη διανομή και αξιοποίηση κοινού κατά τους κατά τον ενάγοντα τρόπους, χωρίς μνεία γιατί και πώς η άρνηση συνιστά παράνομη παρεμπόδιση σύγχρησης, καίτοι ο ενάγων συνομολογεί ότι έχει ελεύθερη πρόσβαση και χρήση.

Νόμω αβασιμο κονδύλιο αποζημίωσης για δαπάνες συντήρησης και επισκευής οροφοδιαμερίσματος κοινής οικοδομής, αφού πρόκειται για δαπάνες ανακαίνισης με πρωτοβουλία ενάγοντος χάριν προσωπικών αναγκών οίκησής του δίχως απόφαση κοινωνών ή κίνδυνο.

 

{…} 2. Η εκκαλούσα με την από 23.8.2010 (αριθμ. κατάθ. 366/24.8.2010) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επικαλέστηκε ότι αυτή και ο εναγόμενος αδελφός της είναι συγκύριοι κατά ίσα μέρη μίας οικοδομής, αποτελούμενη από ισόγειο και πρώτο όροφο, με ένα οροφοδιαμέρισμα σε κάθε όροφο, επαρκώς περιγραφόμενου του ενιαίου κοινού ακινήτου στην ένδικη αγωγή. Ότι ο εναγόμενος δεν συμφωνεί στην αυτούσια εξώδικη διανομή του ανωτέρω ακινήτου, ώστε η ίδια να λάβει το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, εμμένοντας αυτός στην λύση της ανοικοδόμησης του κοινού οικοπέδου με το σύστημα της αντιπαροχής, λύση όμως που κατά την βάσιμη εκτίμηση της ίδιας είναι ασύμφορη. Ότι ενόψει της μεταξύ τους ασυμφωνίας περί του τρόπου διανομής του κοινού ακινήτου, η οποία οφείλεται στη στείρα άρνηση του εναγομένου και την παθητική στάση αυτού, λιμνάζει επί δέκα έτη η οικονομική αξιοποίηση σε κάθε περίπτωση του κοινού ακινήτου, η οποία, με βάση τις εκτιμήσεις της, μπορεί να επέλθει με την προς τρίτους εκμίσθωση, λύση την οποία επίσης απορρίπτει αδικαιολόγητα ο εναγόμενος. Ότι αναμένοντας με υπομονή η ίδια τον εναγόμενο να αποκρυσταλλώσει άποψη για τη διανομή του κοινού ακινήτου, ανέκυψαν στεγαστικές ανάγκες, αρχικώς για τον σύζυγο της κόρης της και μετέπειτα της ιδίας, ώστε με τη συναίνεση του εναγομένου, τόσο ο γαμπρός της όσο και η ίδια μαζί με το σύζυγό της έκαναν χρήση του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, το οποίο ανακαινίσθηκε δύο φορές με δαπάνες της ιδίας, ενόψει της από την οικογένειά της χρήσης αυτού και ειδικότερα από το σύζυγο της κόρης της, ο οποίος διέμεινε σε αυτό από το έτος 2001 έως το έτος 2006 και μετά από την ίδια και το σύζυγό της για μερικούς μήνες και πιο ειδικά από το Δεκέμβριο του έτους 2007 έως το Μάρτιο του έτους 2008. Ότι τελικώς, λόγω δυσχέρειας χρήσης του πρώτου ορόφου από την κόρη της, επειδή αυτή αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα, καθόσον πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, αναγκάστηκε να προβεί στη μίσθωση «σύγχρονου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αγωγή, διαμερίσματος, επιλογή στην οποία «εξωθήθηκε» να προχωρήσει, λόγω της άρνησης του εναγομένου να συναινέσει στην από την ίδια προτεινόμενη διανομή του κοινού ακινήτου, αφού αν αυτός συναινούσε θα ελάμβανε στην κυριότητά της το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, το οποίο την εξυπηρετούσε, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί λόγω της καταβολής δαπάνης ενοικίου. Ότι η διαρκούσα μία δεκαετία άρνηση του εναγομένου περί των προτεινόμενων από την ίδια τρόπων διανομής, ή επωφελούς οικονομικής αξιοποίησης, συνιστά παράνομη συμπεριφορά, από την οποία η ίδια υφίσταται οικονομική ζημία, διότι εκ της παραπάνω συμπεριφοράς στερείται του δικαιώματός της να κάνει χρήση του κοινού ακινήτου και να απολαύσει των ωφελημάτων αυτού. Ισχυρίζεται δε ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου δικαιούται αποζημίωση για την αποκατάσταση της παρούσας θετικής και αποθετικής ζημίας της, αλλά και αυτής της μελλοντικής, η οποία συνολική ζημία ανέρχεται σε 41.138,87 Ε και επιμερίζεται αυτή κατά τα παρακάτω ποσά, τα οποία πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει, νομιμοτόκως, ο εναγόμενος, κατά το ιδανικό της μερίδιο εξειδικεύονται δε ως εξής: α) 29.163,97 Ε ως αποζημίωση συνεπεία διαφυγόντων κερδών από τη μη εκμίσθωση των κοινών ακινήτων, β) 2.275 Ε ως αποζημίωσή της λόγω δαπανών επισκευής του πρώτου ορόφου του κοινού ακινήτου, γ)  7.024,27 Ε  ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας της από την καταβολή ενοικίου για τη διαμονή της σε μισθωμένο οίκημα, και δ) το ποσό των 2.675,63 Ε λόγω της βεβαίας οικονομικής επιβάρυνσής της στο άμεσο μέλλον για την αναγκαία αποκατάσταση των οικοδομικών ζημιών της κοινής οικοδομής από την αχρησία και την μη αξιοποίηση. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 273/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που την απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη, δεχόμενο ότι ο εναγόμενος δεν προέβη σε αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση του κοινού ακινήτου κατ’ αποκλεισμό της ενάγουσας και συνακόλουθα δεν απέβαλε την ενάγουσα από την σύγχρηση του. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την πλήρη εξαφάνισή της, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

3.α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 785, 786, 787, 792 §2, 961, 962 1113 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού. Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρ. 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρ. 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού. Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 767/2014 Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 787 ΑΚ, κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση που κάποιος κοινωνός αποστερεί τον άλλο παρανόμως από τη χρήση του κοινού και την απόλαυση των από αυτό ωφελειών, όπως όταν αυθαιρέτως εμποδίζει τον συγκοινωνό στη χρήση του κοινού, ο κοινωνός που κάνει με τον τρόπο αυτόν αποκλειστική χρήση του πράγματος, υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, να αποζημιώσει τον βλαπτόμενο από την παραπάνω πράξη κοινωνό, λόγω αδικοπραξίας. Η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του βλαπτομένου (ΑΠ 362/2010 Νόμος).

3.β. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 788 ΑΚ, αν επίκειται κίνδυνος, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συντήρηση του πράγματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και δη αν υφίσταται αντικειμενικά κίνδυνος που απειλεί την υλική ή νομική υπόσταση του κοινού πράγματος, πράξεις διοίκησης τούτου μπορούν να διενεργηθούν και από κάθε κοινωνό ατομικά, κατ’ απόκλιση από την αρχή της «συλλογικής διοίκησης» που είναι ο κανόνας στην κοινωνία δικαιώματος κατ’ ιδανικά μέρη. Οι πράξεις όμως αυτές διοίκησης οριοθετούνται σε μία μορφή δραστηριότητας με συγκεκριμένο σκοπό, το σκοπό δηλαδή αντιμετώπισης του κινδύνου που απειλεί το κοινό, και ως εκ τούτου περιορίζονται στα κατάλληλα μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κοινού. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται κάθε υλικής και νομικής φύσεως πράξη, δικαστική ή εξώδικη που αποσκοπεί στη διατήρηση της ουσίας και της αξίας του πράγματος, όπως είναι και η καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών προς αποφυγή αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1160/2010 Νόμος). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ., 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει τα επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ’ ευθείας βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνεπεία αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριων ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 251/2014 Νόμος).

4. Από το σύνολο του περιεχομένου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα επιδιώκει την καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Με το παραπάνω περιεχόμενο όμως η ένδικη αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι ο εναγόμενος προέβη σε παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ αποκλειστική υπέρ του εαυτού του χρήση του κοινού ακινήτου, ούτε ότι αυτός απέβαλε την ίδια παρανόμως από τη συννομή του κοινού ακινήτου, ώστε αυτή να μην δύναται να κάνει σύγχρηση του όλου κοινού ακινήτου, αφού η ίδια ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή ότι ο εναγόμενος απλώς αρνείται να  συναινέσει στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου και συγκεκριμένα στην αυτούσια εξώδικη διανομή, δεδομένου ότι η ενάγουσα επιδιώκει να λάβει ένα από τα δύο οροφοδιαμερίσματα και κατά προτίμηση το οροφοδιαμέρισμα του ισογείου ορόφου, ενώ περαιτέρω αυτή αναφέρει ότι ο εναγόμενος αρνείται και την αξιοποίηση του κοινού ακινήτου κατά τους υποδεικνυόμενους από την ίδια τρόπους, χωρίς να εξηγεί αυτή (ενάγουσα) με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη άρνηση, εκδηλούμενη, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, άλλοτε με μία στείρα αρνητική διάθεση εξεύρεσης κοινώς αποδεκτής λύσης διανομής του κοινού ακινήτου και άλλοτε με μία παθητική στάση σιωπής στις προτάσεις της ιδίας περί του ενδεικνυόμενου τρόπου οικονομικής εκμετάλλευσης, συνιστά παράνομη παρεμπόδιση της εκ μέρους της σύγχρησης του ενιαίου κοινού ακινήτου. Με δεδομένο το γεγονός ότι για την θεμελίωση αδικοπραξίας και τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται από το άρθρο 914 ΑΚ: 1) η ύπαρξη ζημίας, 2) η ζημία να προξενήθηκε παράνομα από τον δράστη, 3) ο τελευταίος να είναι υπαίτιος από δόλο ή από αμέλεια, 4) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου δράστη να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψή του και 5) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψής του και της ζημίας, δηλαδή η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου να ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 292/2015, ΑΠ 493/2015 Νόμος), τα επικαλούμενα από την ενάγουσα γεγονότα δεν στοιχειοθετούν πράξη ή παράλειψη κατ’ αρχήν και περαιτέρω παράνομη πράξη ή παράλειψη που προκαλεί οικονομική ζημία στην ενάγουσα.

Περαιτέρω, ενόψει του ότι πράξη παράνομη συνιστά και η εκ μέρους ενός κοινωνού αυθαίρετη επέμβαση στο κοινό πράγμα που υπερβαίνει τα όρια της επιτρεπόμενης κατά το άρθρο 787 ΑΚ συγχρήσεως, ώστε να γεννάται αξίωση αποζημίωσης κατά των λοιπών κοινωνών κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, αν από αυτή προκαλείται ζημία (ΕφΑθ 6961/2003 Νόμος), με τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν γίνεται επίκληση αυθαίρετης ενέργειας επέμβασης του εναγομένου επί του κοινού ακινήτου, με την οποία να επέρχεται εις βάρος της ενάγουσας στέρηση της δυνατότητας σύγχρησης του κοινού ακινήτου. Ούτε γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ενάγων διατηρεί «κυριαρχικώς» κλειστό και ανεκμετάλλευτο το κοινό ακίνητο, με την έννοια ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εμποδίζεται η ενάγουσα στη σύγχρηση του κοινού ακινήτου. Αντιθέτως η ενάγουσα συνομολογεί ότι έχει ελεύθερη πρόσβαση στο όλο κοινό ακίνητο, και μάλιστα έχει κάνει χρήση για σημαντικό χρονικό διάστημα του πρώτου ορόφου τόσο η ίδια με τον σύζυγό της όσο και ο σύζυγος της κόρης της, ως μέλος της ευρύτερης οικογένειας αυτής.

Επίσης, ειδικότερα αναφορικά με το κονδύλιο καταβολής αποζημίωσης για δαπάνες συντήρησης και επισκευής του οροφοδιαμερίσματος του πρώτου ορόφου της κοινής οικοδομής, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν πρόκειται για δαπάνες συντήρησης του κοινού ακινήτου που πραγματοποιούνται από κάποιον από τους κοινωνούς κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 788-790 ΑΚ, αλλά πρόκειται για δαπάνες ανακαίνισης και εξωραϊσμού, στις οποίες προέβη η ενάγουσα με δική της πρωτοβουλία, προκειμένου το εν λόγω οροφοδιαμέρισμα να ανταποκρίνεται στις προσωπικές ανάγκες οίκησης της ιδίας και της οικογένειάς της. Άλλωστε η ενάγουσα δεν επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναζήτησης του παραπάνω κονδυλίου κατά το άρθρο794 ΑΚ, δηλαδή ότι πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, και συγκεκριμένα κατόπιν απόφασης μεταξύ αυτής και του εναγομένου ή ότι αυτό  αφορά μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, ώστε να δύναται το παρόν Δικαστήριο να εκτιμήσει, στα πλαίσια της ορθής και προσήκουσας εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής, ότι η ενάγουσα επιδιώκει την καταβολή της ανωτέρω επιμέρους αποζημίωσης ως δαπάνη που διενεργήθηκε στα πλαίσια της κοινωνίας δικαιώματος.

Το Πρωτοβάθμιο όμως Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, όπως όφειλε, αλλά την έκρινε νόμιμη και στο τέλος την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, αφού το Εφετείο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το νόμιμο της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), μπορεί να την απορρίψει ως νομικά αβάσιμη, έστω και αν η ενάγουσα εκκαλεί και παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψή της. Η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την εκκαλούσα – ενάγουσα εν σχέσει με την εκκαλουμένη και οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο διαφορετικές. Γι’ αυτό δεν αντικαθίστανται οι αιτιολογίες κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αλλά εξαφανίζεται η προσβαλλόμενη και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη. Συνεπώς, στη προκείμενη περίπτωση που η ενάγουσα – εκκαλούσα παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής, το δικαστήριο, αφού κάνει δεκτή την έφεσή της και από ουσιαστική άποψη, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και θα απορρίψει στη συνέχεια την αγωγή ως μη νόμιμη, όπως ορίζεται στο διατακτικό…