146/2016 ΜονΕφΛαρ (έγγραφη η συμφωνία εκχώρησης ποσοτήτων ποσόστωσης παραγωγής – προσύμφωνο – αθέτηση αυτού)

146/2016

Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Ελευθερια Σαργκάνη, Λεων. Γκότης

 

Για την έγκυρη προσωρινή ή οριστική εκχώρηση από μεμονωμένο παραγωγό σε άλλον, μερικά ή ολικά, των βεβαιωμένων ποσοτήτων ποσόστωσης παραγωγής (καπνού), αναγκαία, με ποινή ακυρότητας, έγγραφη συμφωνία των μερών, περιλαμβάνουσα παραπομπή στη βεβαίωση ποσόστωσης παραγωγής, και εμπρόθεσμη υποβολή για καταχώριση στην αρμόδια αρχή.

Καταρτισμένη σύμβαση το προσύμφωνο, που γεννά αγώγιμες υποχρεώσεις για σύμπραξη προς σύναψη της κύριας σύμβασης. Δυνατή από κάθε συμβληθέντα αγωγή καταδίκης του άλλου σε δήλωση βούλησης, που θεωρείται ότι έγινε όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη.

Δικαίωμα αγοραστή να διατηρήσει την εκ προσυμφώνου χορηγηθείσα νομή και κατοχή του πωληθέντος μέχρι τη νόμιμη λύση της εξ αυτού σύμβασης.

Επί αθέτησης υποχρέωσης για σύναψη οριστικής σύμβασης, εφόσον έχει τηρηθεί ο νόμιμος τύπος, αποζημίωση λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης.

Η μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας και του συστατικού τύπου για την οριστική σύμβαση σε προσύμφωνο εκχώρησης, λόγω πώλησης, ποσότητας ποσόστωσης παραγωγής (καπνού) καθιστά αυτό άκυρο, διό μη υποχρέωση σύμπραξης στην κατάρτιση οριστικής σύμβασης και μη αποζημίωση εξ αποθετικής ζημίας και ηθικής βλάβης.

 

{…} ΙΙΙ. Στο άρθρο 33 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2848/1998 της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1998 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2075/1992 όσον αφορά το καθεστώς των πριμοδοτήσεων, των ποσοστώσεων παραγωγής και της ειδικής ενίσχυσης που χορηγείται στις ομάδες παραγωγών στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, (βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθ. L 358 της 31.12.1998 σ. 0017 – 0042), ορίζονται τα εξής: «1. Στο ίδιο κράτος μέλος ένας μεμονωμένος παραγωγός μπορεί να εκχωρήσει σε έναν άλλο μεμονωμένο παραγωγό, είτε προσωρινά είτε οριστικά, ένα μέρος ή το σύνολο των ποσοτήτων που εγγράφονται στις βεβαιώσεις ποσόστωσης παραγωγής που του έχει χορηγηθεί, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) η βεβαίωση δεν καλύπτεται ακόμα από σύμβαση καλλιέργειας, β) ο δικαιούχος της εκχώρησης διαθέτει ήδη ποσόστωση παραγωγής για την εν λόγω ομάδα ποικιλίας, γ) η εκχώρηση αποτέλεσε αντικείμενο γραπτής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, και η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει την παραπομπή στη βεβαίωση ποσόστωσης παραγωγής, της οποίας ένα μέρος ή το σύνολο των ποσοτήτων που αναφέρονται σ’ αυτήν, είναι αντικείμενο εκχώρησης, δ) η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στο στοιχείο γ’ υποβλήθηκε για καταχώριση στην αρμόδια αρχή, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παρ. 3 του παρόντος κανονισμού, ε) το πρωτότυπο της βεβαίωσης ποσόστωσης παραγωγής, στο οποίο ένα μέρος ή το σύνολο των ποσοτήτων που αναφέρονται σ’ αυτήν αποτελούν αντικείμενο εκχώρησης, παραδίδεται στην αρμόδια αρχή τη στιγμή της υποβολής της συμφωνίας εκχώρησης, στ) εάν αυτός που εκχωρεί τη βεβαίωση ποσόστωσης αποτελεί μέλος ομάδας παραγωγών, για την εκχώρηση πρέπει να υπάρχει η άδεια της ομάδας, όταν ο δικαιούχος της εκχώρησης δεν είναι μέλος της ίδιας ομάδας παραγωγών. Η άδεια πρέπει να χορηγείται από την ομάδα παραγωγών στην περίπτωση που κανένα από τα μέλη της ομάδας δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσει τις ποσότητες που αποτελούν αντικείμενο εκχώρησης με τους παρεχόμενους όρους. Εάν η εκχώρηση πραγματοποιείται μεταξύ παραγωγών της ίδιας ομάδας παραγωγών, η ομάδα πρέπει να ενημερώνεται για την εκχώρηση, ζ) η οριστική εκχώρηση ισχύει αποκλειστικά για τους παραγωγούς που απέδειξαν ότι έχουν συνάψει συμβάσεις κατά τα τρία τελευταία έτη για τις ποσοστώσεις, τις οποίες αφορά η εκχώρηση. 2. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταχωρεί τη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ, εντός 20 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της, αφού έχει επαληθευθεί ότι πληρούνται ο όροι που αναφέρονται στα στοιχεία α, β, δ, ε, στ και ζ. Κατά την ίδια ημερομηνία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκδίδει: ι) στον δικαιούχο της εκχώρησης, συμπληρωματική βεβαίωση ποσόστωσης παραγωγής που αντιστοιχεί στις ποσότητες ποσόστωσης παραγωγής που αποτέλεσαν αντικείμενο της εκχώρησης, ιι) στον παραγωγό που εκχώρησε μόνον τμήμα των ποσοτήτων που αναφέρονται στη βεβαίωση ποσόστωσης, μια υποκατάσταση βεβαίωσης ποσόστωσης παραγωγής που αντιστοιχεί στις ποσότητες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εκχώρησης. 3. Οι εκχωρήσεις της ποσόστωσης παραγωγής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν μπορούν να αφορούν ποσότητες μικρότερες από 100 χιλιόγραμμα». Στη συνέχεια, με το άρθρο 1§4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2002 της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 2002 «για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2848/1998 όσον αφορά την αναγνώριση των ομάδων παραγωγών, το σύστημα δημοπράτησης, το εθνικό απόθεμα και τις συμφωνίες εκχώρησης στον τομέα του ακατέργαστου καπνού», ορίστηκαν τα εξής: «Στο άρθρο 33 παράγραφος 1, το στοιχείο δ’  αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «δ) η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στο στοιχείο γ’ υποβλήθηκε για καταχώρηση στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας τριάντα ημερών μετά την ημερομηνία εκδόσεως της βεβαιώσεως ποσοστώσεων».

Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι, για να εκχωρήσει έγκυρα ένας μεμονωμένος παραγωγός σε έναν άλλο μεμονωμένο παραγωγό, είτε προσωρινά είτε οριστικά, ένα μέρος ή το σύνολο των ποσοτήτων που εγγράφονται στις βεβαιώσεις ποσόστωσης παραγωγής (καπνού) που του έχει χορηγηθεί, πρέπει να τηρηθεί ορισμένη διαδικασία και, μεταξύ άλλων, πρέπει: ι) η εκχώρηση να αποτέλεσε αντικείμενο γραπτής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και η συμφωνία αυτή να περιλαμβάνει παραπομπή στη βεβαίωση ποσόστωσης παραγωγής, της οποίας ένα μέρος ή το σύνολο των ποσοτήτων που αναφέρονται σ’ αυτή είναι αντικείμενο εκχώρησης, ιι) η ανωτέρω γραπτή συμφωνία να υποβλήθηκε για καταχώριση στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Αν η ανωτέρω εκχώρηση δεν αποτέλεσε αντικείμενο γραπτής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών ή δεν υποβλήθηκε για καταχώριση στην αρμόδια αρχή εντός της ανωτέρω προθεσμίας, πάσχει από ακυρότητα και δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της νόμιμης εκχώρησης.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 166 ΑΚ καταρτισμένη σύμβαση αποτελεί και το προσύμφωνο, με το οποίο δημιουργείται τέλεια ενοχή, δηλαδή γεννώνται υποχρεώσεις και για τα δύο μέρη για τη σύναψη της κύριας σύμβασης, οι οποίες είναι αγώγιμες, και καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούται να ασκήσει αγωγή με αίτημα την καταδίκη του άλλου σε δήλωση βούλησης κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ, η οποία θεωρείται ότι έγινε, όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Η κύρια υποχρέωση που παράγεται από το προσύμφωνο είναι η υποχρέωση των μερών να συμπράξουν, για να καταρτιστεί η οριστική σύμβαση που σκοπείται με το προσύμφωνο. Στο αποτέλεσμα αυτό αποβλέπουν τα μέρη, δηλαδή στην εκπλήρωση του περιεχομένου του προσυμφώνου. Έτσι ο αγοραστής από το προσύμφωνο, στον οποίο παραδόθηκε, κατά την κατάρτιση αυτού, η νομή και κατοχή του πωληθέντος πράγματος με αιτία τη συμφωνημένη με το προσύμφωνο πώληση και με την αίρεση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης, δικαιούται έναντι του κυρίου – πωλητή να νέμεται και να κατέχει τούτο, μέχρι να λυθεί η σύμβαση από το προσύμφωνο με νόμιμο τρόπο (λ.χ. με υπαναχώρηση ή με αντίθετη συμφωνία). Η αθέτηση της υποχρέωσης για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, εφόσον έχει τηρηθεί ο τύπος που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί, μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση αποζημίωσης λόγω αδυναμίας προς εκπλήρωση της παροχής από την οριστική σύμβαση κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 380 κ.ε. ΑΚ.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 166 ΑΚ το προσύμφωνο υπόκειται στον τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Δικαιοπραξία, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη κατ’ άρθρο 159 ΑΚ και θεωρείται σαν να μην έγινε (βλ. άρθρο 180 AK). Έτσι, αφού κατά τα άρθρα 369 και 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου, στον ίδιο τύπο υποβάλλεται και το προσύμφωνο, το οποίο αφορά τέτοια σύμβαση (βλ. ΑΠ 1039/2015, ΑΠ 772/2014). Παρόμοια, αν για τη μεταβίβαση ενός δικαιώματος απαιτείται η σύνταξη εγγράφου, στον ίδιο τύπο υποβάλλεται και το προσύμφωνο, το οποίο αφορά τέτοια σύμβαση. Για να είναι έγκυρο το προσύμφωνο, πρέπει να υποβληθεί στο συστατικό τύπο, ο οποίος προβλέπεται για την οριστική σύμβαση και μπορεί να είναι ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό ή άλλο δημόσιο έγγραφο ή δήλωση ενώπιον Αρχής, για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση, αλλά, επίσης, να περιέχει όλους τους ουσιώδεις όρους της οριστικής σύμβασης. Κατά τα λοιπά οι δύο ανωτέρω συμβάσεις, (ήτοι το προσύμφωνο και η οριστική σύμβαση), είναι διακριτές και αυτοτελείς, και η ακυρότητα του προσυμφώνου, επειδή δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος ή για άλλη αιτία, δεν επιφέρει ακυρότητα της οριστικής σύμβασης, (η οποία μπορεί να καταρτιστεί χωρίς προσύμφωνο), αν έχει τηρηθεί γι’ αυτή ο νόμιμος τύπος και δεν πάσχει αυτή από ακυρότητα εξαιτίας άλλου λόγου (βλ. ΑΠ 772/2014).

Στην ένδικη αγωγή, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, ιστορούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη: Ότι στις 11.9.2002 οι ενάγοντες ήλθαν σε προφορική συμφωνία με τον 1ο εναγόμενο, προκειμένου αυτός, εκπροσωπώντας τη μητέρα του, Θ. Τ., και ενεργώντας για λογαριασμό αυτής, η οποία εμφανιζόταν ως η τυπική δικαιούχος ποσόστωσης 2.300 κιλών καπνού, να πωλήσει και να μεταβιβάσει στη 2η ενάγουσα την ως άνω ποσόστωση. Ότι η ανωτέρω συμφωνία έγινε προφορικά, με τη συναίνεση της 2ης εναγομένης. Ότι οι εναγόμενοι ανέλαβαν την ευθύνη να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να γίνει και η τυπική μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων καλλιέργειας καπνού στο όνομα της 2ης ενάγουσας. Ότι, περαιτέρω, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να καλλιεργούν οι ενάγοντες τα χωράφια και να  εισπράττουν την επιδότηση, ανεξάρτητα από το χρόνο, οπότε θα γινόταν τυπικά η μεταβίβαση των δικαιωμάτων καλλιέργειας καπνού. Ότι οι ενάγοντες εξόφλησαν ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης και εισέπρατταν τα χρήματα της επιδότησης μέχρι και το έτος 2005, αλλά από τα τέλη του έτους 2006 οι εναγόμενοι δήλωσαν ότι μετάνιωσαν και ότι θα χρησιμοποιήσουν την ποσόστωση για τον εαυτό τους. Ότι η εκπλήρωση της παροχής των εναγομένων, δηλαδή η μεταβίβαση των δικαιωμάτων (ποσόστωσης) καπνού, κατέστη και παραμένει ολικά αδύνατη από υπαιτιότητά τους και οι ενάγοντες δικαιούνται αποζημίωση προς αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας που έχουν υποστεί. Ότι, περαιτέρω, η ανωτέρω αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε στους ενάγοντες ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση σε αυτούς.

Από το ανωτέρω περιεχόμενο της ένδικης αγωγής προκύπτει αναμφίβολα ότι μεταξύ των διαδίκων, οι οποίοι επιθυμούσαν να εκχωρήσει η 2η εναγομένη στη 2η ενάγουσα, οριστικά, εξαιτίας πώλησης, την επίδικη ποσότητα ποσόστωσης παραγωγής (καπνού), δεν τήρησαν τη νόμιμη διαδικασία, αφού: ι) η εκχώρηση δεν αποτέλεσε αντικείμενο γραπτής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και ιι) η ανωτέρω γραπτή συμφωνία δεν υποβλήθηκε για καταχώριση στην αρμόδια Αρχή μέσα στη νόμιμη προθεσμία, αλλά, απλώς, κατάρτισαν μεταξύ τους προφορική συμφωνία ως προς τη μελλοντική κατάρτιση τυπικής συμφωνίας για την ανωτέρω εκχώρηση, ήτοι προσύμφωνο, το οποίο δεν υποβλήθηκε στο συστατικό τύπο που προβλέπεται για την οριστική σύμβαση, δηλαδή στον τύπο της γραπτής συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, η οποία έπρεπε να περιέχει τους ουσιώδεις όρους της οριστικής σύμβασης. Αφού κατά την κατάρτιση του επίδικου προσυμφώνου δεν τηρήθηκε ο τύπος της γραπτής συμφωνίας, το προσύμφωνο αυτό πάσχει από ακυρότητα, διότι δικαιοπραξία, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη κατ’ άρθρο 159 ΑΚ, και θεωρείται σαν να μην έγινε (βλ. άρθρο 180 AK).

Συνεπώς, από την επίδικη προφορική συμφωνία (προσύμφωνο) των διαδίκων δεν απορρέουν οι έννομες συνέπειες του έγκυρου προσυμφώνου, ήτοι δεν δημιουργείται υποχρέωση της 2ης εναγομένης να συμπράξει, για να καταρτιστεί η οριστική σύμβαση που σκοπήθηκε με το προσύμφωνο, δηλαδή η σύμβαση οριστικής εκχώρησης από τη 2η εναγομένη προς τη 2η ενάγουσα, εξαιτίας πώλησης, της επίδικης ποσότητας ποσόστωσης παραγωγής (καπνού), και η άρνηση της 2ης εναγομένης να συμπράξει, για να καταρτιστεί η ανωτέρω οριστική σύμβαση, δεν θεμελιώνει αξίωση των εναγόντων προς αποζημίωση εξαιτίας αποθετικής ζημίας τους και προς χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης τους. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η ένδικη αγωγή δεν είναι νομικά βάσιμη και πρέπει να απορριφθεί εξαιτίας αυτού του λόγου.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά, ήτοι ότι «εφόσον η 2η εναγομένη δήλωσε ότι δεν προτίθεται να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να εκχωρήσει το δικαίωμα επί των ποσοστώσεών της, κατέστη υπερήμερη, με συνέπεια οι ενάγοντες να έχουν δικαίωμα αποζημίωσης κατ’ άρθρο 383 ΑΚ», έσφαλε, όπως παραπονείται η 2η εναγομένη, ως εκκαλούσα, με την ένδικη έφεσή της, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή του αντίστοιχου λόγου έφεσης, ήτοι του 3ου λόγου της ένδικης έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς το τμήμα της που αφορά τη 2η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, και σε νέα εκδίκαση της ένδικης αγωγής ως προς τη 2η εναγομένη…