133/2016 ΜονΠρΛαρ (τακτική) (διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών – συμφωνία για υπαγωγή διαφορών σε συγκεκριμένο δικαστήριο αλλοδαπής πολιτείας)

133/2016 (τακτική)                           

Πρόεδρος: Χριστίνα Παπαγιάννη

Δικηγόροι: Φίλ. Σαμαράς – Στέφ. Παντζαρτζίδης, Νικ. Μπούτσικος

 

Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, αν υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητά τους κατά τις δ/ξεις περί γενικών ή ειδικών δωσιδικιών.

Έγκυρη συμφωνία μερών για υπαγωγή διαφορών με περιουσιακό αντικείμενο  σε συγκεκριμένο δικαστήριο αλλοδαπής πολιτείας, αν είναι έγγραφη ή προφορική με έγγραφη επιβεβαίωση και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση.

Μη έγκυρη συμφωνία αποκλεισμού της δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων, αφού το τιμολόγιο που περιέχει τέτοια ρήτρα για διαφορές εκ της σύμβασης πώλησης δεν φέρει υπογραφή εκπροσώπου της ενάγουσας, ενώ υπάρχει και τελεσίδικη απόφαση σε όμοια, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αγωγή της ενάγουσας που έκρινε ύπαρξη δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας ελληνικών δικαστηρίων.

 

{…} Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου (ΑΠ 59/1989 Δνη 31. 332). Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών ή ειδικών δωσιδικιών. Όμως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, επιτρέπεται συμφωνία των μερών για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, κατά την οποία μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας, αλλά για να είναι έγκυρη η συμφωνία αυτή πρέπει να είναι έγγραφη ή προφορική με έγγραφη επιβεβαίωση και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές (βλ. και άρθρο 23 του υπ’ αριθμ. 44/2001 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Το ανωτέρω έγγραφο, που περιλαμβάνει τη συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας, είναι συστατικό αυτής της συμφωνίας και όχι αποδεικτικό κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 203/1997 ΕΕμπΔ 1997. 321).

{…} Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι εδρεύει στη βιομηχανική περιοχή Λ. και έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητας αυτής την παραγωγή ακρυλικού φύλλου (plexyglass) και ότι στις 2.4.2009 κατήρτισε στην έδρα της με την εναγομένη εταιρία, που εδρεύει στη Γαλλία, σύμβαση πώλησης, με την οποία αγόρασε από την τελευταία ποσότητα 23.500 χιλ/μων υλικού «methylmethecrylate» (μεθακρυλικού μεθυλεντέρα), αντί τιμήματος 1,26 Ε ανά χιλ/μο, το οποίο παρέλαβε από την εναγομένη στις 5.5.2009 στις εγκαταστάσεις αυτής (ενάγουσας). Ότι η εναγομένη, κατά τις διαπραγματεύσεις, επέδειξε απατηλή συμπεριφορά έναντι της ενάγουσας και της απέκρυψε δολίως τα πραγματικά ελαττώματα, που εμφάνιζε η αγορασθείσα από την εναγομένη προαναφερόμενη πρώτη ύλη, ιδία ότι περιείχε μόνο 4 ppm της ουσίας της τοπανόλης, αντί 10-12 ppm, γεγονός που την καθιστούσε επικίνδυνη για χρήση. Ότι, όταν η ανωτέρω πρώτη ύλη τοποθετήθηκε στους αντιδραστήρες στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας, σημειώθηκε υπερβολική υπερθέρμανση σε αυτούς, που υπερέβη τους 140 βαθμού Κελσίου, με αποτέλεσμα την καταστροφή δύο (2) αντιδραστήρων και άλλων μηχανημάτων, που περιγράφονται στην αγωγή. Ότι συνεπεία της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα ζημιώθηκε 1) κατά το ποσό των 77.200 Ε, λόγω της καταστροφής των αναφερόμενων μηχανημάτων, 2) κατά το ποσό των 32.360 Ε, λόγω της απώλειας καθαρών κερδών για χρονικό διάστημα ενός μηνός, που θα λειτουργούσε το εργοστάσιο, 3) κατά το ποσό των 100.000 Ε, λόγω χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη εκ της δυσφήμησης, της μείωσης της φήμης και της οικονομικής ζημίας, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητά επικαλούμενη αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 209.500 Ε, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κυρίως μεν λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, που επέδειξε απέναντι στην ενάγουσα, επικουρικά δε εκ της σύμβασης πώλησης. Τέλος, η ενάγουσα ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί επιπλέον στα δικαστικά έξοδα.

Συνεπεία του ανωτέρω περιεχομένου και αιτημάτων της αγωγής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, καθότι όπως προαναφέρθηκε για να είναι έγκυρη η συμφωνία περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, πρέπει η συμφωνία να γίνει εγγράφως ή προφορικά μεν αλλά με έγγραφη επιβεβαίωση, γεγονότα τα οποία δεν συμβαίνουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθότι τα επικαλούμενο από την εναγομένη και προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. …/22.4.2009 τιμολόγιο, στο οπισθόφυλλο του οποίου υφίσταται ειδικός όρος με ρήτρα αποκλεισμού της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων από τις αναφυόμενες διαφορές της συγκεκριμένης σύμβασης πώλησης, δε φέρει την υπογραφή εκπροσώπου τινός της ενάγουσας, ούτε προσάγεται έγγραφη επιβεβαίωση της συμφωνίας. Παρεκτός τούτων πρέπει να σημειωθεί ότι επί της υπ’ αριθμ. κατάθ. 701/29.10.09 όμοιας, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία μεταξύ των αυτών διαδίκων, αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά της εναγομένης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 107/2011 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό ότι τα Δικαστήρια Λάρισας έχουν δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής και ήδη η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, αφού παρήλθε η προθεσμία άσκησης έφεσης κατ’ αυτής, καθότι παρήλθε τριετία (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την έκδοσή της στις 7.12.2010 και κανένας από τους διαδίκους δεν ισχυρίζεται το αντίθετο. Έτσι αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 10, 14 παρ. 2, 33, 35 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 914, 932, 345, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1, 176 ΚΠολΔ κατά την κύρια βάση της και 513, 534, 543 ΑΚ, κατά την επικουρική της βάση. {…}