110/2016 ΤρΕφΛαρ (ακυρότητα χαριστικής δικαιοπραξίας – χρηστά ήθη)

110/2016                                                                                                             

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγήτρια: Μαρία Τσιρωνίδου

Δικηγόροι: Αικατερίνη Ζωή – Τσιγάρα, Κων. Τσιάρας

 

Άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη δικαιοπραξία δεσμεύουσα υπερβολικά την ελευθερία άλλου ή αν κάποιος εκμεταλλεύεται ανάγκη, κουφότητα ή απειρία άλλου και πετυχαίνει για τον εαυτό του ή τρίτο περιουσιακά ωφελήματα φανερά δυσανάλογα προς την παροχή. Εφαρμογή τούτου (179 ΑΚ) μόνο σε επαχθείς αμφοτεροβαρείς δικαιοπραξίες περιουσιακού περιεχομένου και όχι σε χαριστικές. Εφαρμογή όμως 178 ΑΚ περί ακυρότητας δικαιοπραξίας αντιβαίνουσας στα χρηστά ήθη σε κάθε δικαιοπραξία, η δε αντίθεση κρίνεται εκ του περιεχομένου αυτής και των συνθηκών.

Η δωρεά είναι σύμβαση ενοχική, υποσχετική, χαριστική και ετεροβαρής, η δε διαθήκη δικαιοπραξία μονομερής, μη απευθυντέα, αιτία θανάτου.

Αντίθετη στα χρηστά ήθη τελευταία δ/ξη αν το τιμώμενο πρόσωπο είναι ανήθικο ή αισχρό, ή ο τρόπος κατάλειψης ή τα περιστατικά μαρτυρούν για το διαθέτη ηθική διαστροφή ή κατάπτωση, ή αν με τον τρόπο που έγινε συνιστά εκδήλωση αδικαιολόγητης περιφρόνησης προς εγγύτατα πρόσωπα της οικογένειάς του.

Η απεύθυνση πρωτόδικων προτάσεων κατά του αρχικώς ενάγοντος και όχι κατά των υπεισελθόντων στη θέση του κληρονόμων που συνεχίζουν τη δίκη δεν συνιστά πλασματική ερημοδικία, ούτε μη νόμιμη και μη προσήκουσα παράσταση στη συζήτηση, και δη όταν δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την ταυτότητα διαδίκων και την ιδιότητά τους ως κληρονόμων.

 

{…} ΙΙ. Ο αρχικώς ενάγων, Κ. Α., ο οποίος απεβίωσε την 30.6.2012, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του, ήδη εκκαλούντες, άσκησε κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων την από 1.3.2011 (αριθ. κατάθ. 64/11.3.2011) αγωγή του, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ισχυρίστηκε ότι με το υπ’ αριθμ. …/12.10.2010 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Κ. Κ., η Χ. χήρα Μ. Μ., αδελφή του (αρχικώς ενάγοντος), η οποία απεβίωσε την 11.11.2010, μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του κοινού ακινήτου τους (οικίας επί οικοπέδου εμβαδού 320 τμ περίπου, με αριθμό ΚΑΕΚ … του Κτηματολογικού Γραφείου Τ.), που βρίσκεται στα Τ. και επί της οδού Μ., στους εναγομένους και ήδη εφεσιβλήτους, από κοινού εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς. Ότι όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμ. 53/9.2.2011 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η ως άνω αδελφή του είχε συντάξει την υπ’ αριθμ. …/14.4.2009 δημόσια διαθήκη της ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με την οποία (διαθήκη) και εγκατέστησε τους εναγομένους ως κληρονόμους της κοινά και αδιαίρετα επί της ψιλής κυριότητας στο ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητάς της επι του ιδίου ως άνω ακινήτου. Ότι ο ενάγων και η αδελφή του κατοικούσαν στην κοινή τους οικία επι του ως άνω ακινήτου και ότι η συνδρομή του προς το πρόσωπό της ήταν διαρκής και αμέριστη, υλικά και ηθικά. Ότι κατά τον μήνα Ιούλιο του 2010 έλειψε με τη σύζυγό του σε θερινές διακοπές, συστήνοντας στην αδελφή του, που ήταν καρκινοπαθής (από πενταετίας), να προσλάβει οπωσδήποτε οικιακή βοηθό κατά τη διάρκεια της απουσίας τους και ότι κατά την επιστροφή του  διαπίστωσε ότι χρέη οικιακής βοηθού εκτελούσε η μητέρα των εναγομένων, ενώ έκτοτε η αδελφή του για πρώτη φορά εμφανιζόταν επιφυλακτική ή μάλλον εχθρική μαζί του. Ότι η αποβιώσασα αδελφή του προέβη στις ανωτέρω ενέργειες ύστερα από εξαναγκασμό, τεχνηέντως, με πειθώ, συμβουλές, προτροπές, παραινέσεις κτλ της μητέρας των εναγομένων, Β. Μ., η οποία από τα μέσα Ιουλίου του έτους 2010 περίπου βρισκόταν συνεχώς δίπλα της ως οικιακή βοηθός, εκμεταλλευθείσα απόλυτα τις εξασθενημένες σωματικές, πνευματικές, βουλητικές και ψυχονοητικές δυνάμεις της υπερήλικης καρκινοπαθούς, κατά τρόπο που αντιβαίνει στο περί ηθικής αίσθημα και στα χρηστά ήθη. Με βάση τα ανωτέρα περιστατικά και επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιωσάσης αδελφής του, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα ως αντίθετων στα χρηστά ήθη 1) του υπ’ αριθμ. …/12.10.2010 συμβολαίου  δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Κ. Κ. και 2) της υπ’ αριθμ. …/14.4.2009 δημόσιας διαθήκης της αδελφής του, Χ. χήρας Μ. Μ., την οποία συνέταξε η ως άνω συμβολαιογράφος, κατά το μέρος της εγκατάστασης των εναγομένων ως κληρονόμων της αδελφής του (που συνιστά αδικαιολόγητη περιφρόνηση της διαθέτη στα εγγύτατα πρόσωπα της οικογένειά της).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 126/29.10.2013 οριστική απόφασή του, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, διότι, όπως αναφέρεται σ’ αυτήν (απόφαση), ο αρχικώς ενάγων, δεν εξέθετε περιστατικά προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής, ήτοι των καθημερινών υπηρεσιών που πρόσφερε η μητέρα των εναγομένων στην ασθενή Χ. Μ., και της αντιπαροχής, ήτοι της μεταβίβασης του ποσοστού εξ αδιαιρέτου που ανήκε στην τελευταία, στους εναγομένους, ούτε άλλωστε ανέφερε και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει κουφότητα της θανούσας, ήτοι διαταραχή της νόησής της λόγω της ασθένειάς της, έτσι ώστε να κριθεί αν πρόκειται για καταπλεονεκτική, κατά τους ισχυρισμούς του, δικαιοπραξία κατ’ άρθρο 179 ΑΚ, καθώς επίσης και περιστατικά εκμετάλλευσης από την μητέρα των εναγομένων της κουφότητάς της, και καταδικάστηκαν οι ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται  σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά τους έξοδα.

ΙΙΙ. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 178 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη», ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας, κρίνεται από το περιεχόμενο της τελευταίας, ενόψει όχι μεμονωμένως της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο απέβλεψαν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που τη συνοδεύουν, με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας (βλ. ΑΠ 1618/2009 Νόμος). Κατά το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή.

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 179 εδ. β’ ΑΚ (για τις καταπλεονεκτικές – αισχροκερδείς δικαιοπραξίες) αποκλείεται η εφαρμογή της επί δικαιοπραξιών εκ των οποίων είτε δεν λαμβάνει χώρα ανταλλαγή παροχών, είτε η επίδοση περιουσίας γίνεται άνευ ανταλλάγματος, αφού στις περιπτώσεις αυτές δεν γεννάται ζήτημα προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, ήτοι η εφαρμογή της διάταξης εκτείνεται μόνο στις επαχθείς και αμφοτεροβαρείς δικαιοπραξίες περιουσιακού περιεχομένου, δηλαδή στις ανταλλακτικές συμβάσεις και όχι στις χαριστικές (βλ. ΑΠ 1121/2002, ΑΠ 727/1994 Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2001, άρθρ. 178, 179 σελ. 745 επ.). Η εφαρμογή όμως της διάταξης του άρθρου 178 ΑΚ εκτείνεται σε κάθε δικαιοπραξία (επαχθή, χαριστική, μονομερή, διμερή κ.λ.π.). Εξάλλου η δωρεά είναι σύμβαση ενοχική, υποσχετική, χαριστική και απόλυτα ετεροβαρής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2004, άρθρ. 496 σελ. 745 επ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ΑΚ, άρθρο 496 σελ. 8 επ.), η δε διαθήκη είναι δικαιοπραξία μονομερής, μη απευθυντέα, αιτία θανάτου, μη επιδεκτική αντιπροσώπευσης και αυστηρά τυπική (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ΑΚ έκδοση 1996, άρθρο 1712 σελ. 56-57). Μεταξύ των περιπτώσεων δικαιοπραξιών αντίθεσης στα χρηστά ήθη είναι η επιδίωξη ή πρόκληση με τη δικαιοπραξία ανήθικου αποτελέσματος, ο εξαναγκασμός προσώπου σε πράξη ή παράλειψη σε θέμα που η βούληση πρέπει να είναι ανεπηρέαστη από καταναγκασμό. Δεν αποκλείεται σε κάποια δικαιοπραξία, και χωρίς τους όρους του άρθρου 179 ΑΚ, να υπάρχει εκμετάλλευση του άλλου μέρους ή δέσμευση της βούλησης αυτού, υπό περιστάσεις και συνθήκες που να προσδίδουν σ’ αυτήν ανήθικο χαρακτήρα, οπότε είναι άκυρη κατά την γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ (βλ. ΕφΘεσ 201/1993 Νόμος). Εξάλλου προσκρούει στα χρηστά ήθη η τελευταία διάταξη όχι απλώς εκ του ότι το με αυτήν τιμώμενο πρόσωπο είναι ανήθικο ή αισχρό, αλλά όταν ο τρόπος της καταλείψεως ή τα συνοδεύοντα αυτήν περιστατικά μαρτυρούν για τον διαθέτη ηθική διαστροφή ή κατάπτωση ή πώρωση, καθώς επίσης και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τελευταία διάταξη με τον τρόπο που έγινε συνιστά εκδήλωση αδικαιολόγητης περιφρονήσεως προς εγγύτατα πρόσωπα της νόμιμης οικογένειας του διαθέτη (βλ. ΑΠ 825/2009 Νόμος).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή με το προεκτεθέν ιστορικό και αίτημα της αναγνώρισης ακυρότητας των δικαιοπραξιών (σύμβασης δωρεάς εν ζωή και διάταξης τελευταίας βούλησης) ως αντίθετων στα χρηστά ήθη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 178, 180, 496, 498, 1710,1712,1814 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι δεν εκτίθενται σ’ αυτήν περιστατικά προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κουφότητα της θανούσας αλλά και εκμετάλλευσης από την μητέρα των εναγομένων της κουφότητάς της, ώστε να κριθεί αν πρόκειται για καταπλεονεκτική (αισχροκερδή) δικαιοπραξία, έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (σχετικές διατάξεις που εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη στην παρ. ΙΙΙ της παρούσας νομική σκέψη), διότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. β’ ΑΚ για την αισχροκερδή δικαιοπραξία εκτείνεται μόνο στις ανταλλακτικές συμβάσεις, στις οποίες υπάρχει ανταλλαγή παροχών και αποκλείεται στις επίδικες δικαιοπραξίες και πρέπει κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης των εκκαλούντων, με τον οποίο παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την απόρριψη της αγωγής, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να ερευνηθεί η αγωγή του αρχικώς ενάγοντος (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

{…} VI. Σημειώνεται ότι ο επικουρικός λόγος της έφεσης, με τον οποίον οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση οι εναγόμενοι στον πρώτο βαθμό έπρεπε να δικαστούν ερήμην, διότι δεν συμμετείχαν στη δίκη με τον επιβαλλόμενο από το νόμο τρόπο (πλασματική ερημοδικία), με την έννοια της παράλειψης νομότυπης κατάθεσης προτάσεων, επικαλούμενοι ότι μετά την διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του αρχικού ενάγοντος (που συνέβη την 30.6.2012)  κατά την δικάσιμο της 8.10.2012, με γνωστοποίηση του λόγου αυτού της διακοπής από την πληρεξούσια δικηγόρο του προς τους αντιδίκους του (εναγομένους) και την εκούσια συνέχιση της δίκης από τους εν λόγω εκ διαθήκης κληρονόμους του με την προαναφερόμενη κλήση τους και συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο της 3.6.2013, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι εναγόμενοι κατά την τελευταία δικάσιμο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσαν τις προτάσεις τους κατά του αρχικώς ενάγοντος αντί να τις καταθέσουν κατά των υπεισελθόντων στη δικονομική του (αρχικού ενάγοντος) θέση, ανωτέρω κληρονόμων του εκ διαθήκης, και ήδη εκκαλούντων, ώστε δεν συμμετείχαν νόμιμα στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι λυσιτελής, δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (η οποία ήδη έχει εξαφανισθεί), πρέπει σε κάθε περίπτωση να απορριφθεί ο εν λόγω ισχυρισμός τους, που είχαν προβάλει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε, ως αβάσιμος, διότι το γεγονός ότι οι εναγόμενοι στρέφουν τις προτάσεις τους, που είχαν καταθέσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο την 6.9.2012, κατά του αρχικώς ενάγοντος και όχι κατά των κληρονόμων του, οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, δεν εντάσσεται μεταξύ των περιπτώσεων της πλασματικής ερημοδικίας (βλ. άρθρο 280 ΚΠολΔ), ούτε αποτελεί μη νόμιμη και μη προσήκουσα παράσταση των εναγομένων στην συζήτηση εκείνη, όταν μάλιστα δεν υπάρχει από τους τελευταίους αμφισβήτηση και αμφιβολία για την ταυτότητα των διαδίκων και την ιδιότητά τους ως υπεισελθόντων στην δικονομική θέση του αποβιώσαντος αρχικού ενάγοντος, κληρονόμων του εκ διαθήκης (βλ. άρθρο 118  ΚΠολΔ)…