106/2017 ΠολΠρΛαρ (έναρξη προθεσμίας αποποίησης – πλάνη)

106/2017                                                                             

Πρόεδρος: Δέσποινα Ρασιδάκη

Εισηγήτρια: Μαρία Τσάνα

Δικηγόροι: Αθανασία Κατσάβα, Ευδοκία Τρικάκη, Αναστασία Δουφέκα, Μιχ. Ραχαβέλιας

 

Γνώση επαγωγής η υπό του κληρονόμου γνώση του θανάτου, γνώση δε του λόγου επαγωγής η εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κλήση του στην κληρονομία.  

Έναρξη της 4μηνης προθεσμίας αποποίησης εξ αδιαθέτου κληρονομου από τη γνώση του θανάτου ή της αποποίησης προηγούμενα κληθέντος, η οποία συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και ανεπίδεκτη αίρεσης ή προθεσμίας.

Προσβολή της εκ παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης αποδοχής κληρονομίας λόγω πλάνης. Πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής κληρονομίας επί άγνοιας ως προς: α) το σύστημα κτήσης της κληρονομίας ή β) μόνο την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης ή τη νομική σημασία της παρόδου της άπρακτης.

Απόσβεση του δικαιώματος ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης σε 6 μήνες από την πάροδο της προθεσμίας αποποίησης, εκτός αν η πλάνη εξακολουθήσει οπότε το 6μηνο αρχίζει αφότου παρέλθει αυτή, και σε κάθε περίπτωση μετά 20 έτη από την αποδοχή.

Μετά την τελεσίδικη ακύρωση πλασματικής αποδοχής, ο κληρονόμος μπορεί να προβεί εμπρόθεσμα σε νομότυπη αποποίηση.

Αναγνωριστική αγωγή όχι για διαπίστωση πραγματικών περιστατικών αλλά για αναγνώριση της ύπαρξης ή μη έννομης σχέσης.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας της ΑΤΕ, θέση σε ειδική εκκαθάριση και μεταβίβαση συμβατικών σχέσεών της στη Τράπεζα Πειραιώς, πλην των οριζομένων στη σχετική απόφαση. Συμπληρωματική εφαρμογή ΠτωχΚωδ επί άνω εκκαθάρισης.

Μη αναστολή παρούσας δίκης αφού αντικείμενο δεν είναι η υπό των εναγόντων επιδίωξη απαίτησής τους κατά της ΑΤΕ, αλλά η παρεμπόδιση είσπραξης των απαιτήσεών της.

 

Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α’ και 1850 εδ. β’ ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Με την έννοια αυτή, όταν πρόκειται για διαδοχή εξ αδιαθέτου, οπότε ο δικαιολογητικός αυτής λόγος της συγγενικής σχέσης μεταξύ κληρονομούμενου και κληρονόμου είναι από την αρχή δεδομένος και γνωστός στον τελευταίο, η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση αρχίζει από τη γνώση του κληρονόμου του χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου συγγενούς του, εκτός συνδρομής μεταγενεστέρων της επαγωγής γεγονότων, με ενδεικτική αναφορά εκείνου της αποποίησης της κληρονομιάς. Στην περίπτωση αυτή της νομότυπης και εμπρόθεσμης αποποίησης της επαχθείσας στον κληρονόμο κληρονομιάς, η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή της κληρονομιάς αναιρείται, ως μη γενόμενη, και κατά συνέπεια επάγεται σ’ εκείνον ο οποίος θα εκκαλείτο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αν ο αποποιηθείς δεν ζούσε κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς του θανάτου του κληρονομούμενου, στον οποίο ανατρέχει η επαγωγή (ΑΚ 1856). Παρά ταύτα η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, μεταγενέστερο αυτού γεγονός με το οποίο συνδέεται η επαγωγή της κληρονομιάς (ΑΠ 1041/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 1087/2011 Νόμος). Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιοσδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β’ ΑΚ) . Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/2014 Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1857 εδ. β’ περ. α,  γ και δ του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1901 εδ. α’ ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς. Κατά τα άρθρα δε 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωση του δε συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δε θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς, που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δε συμφωνεί με τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε ο κληρονόμος αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη, μεταξύ βούλησης και δήλωσης, διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 3/1989 Δνη 989. 751, ΑΠ 189/2017 Νόμος). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ, που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομούμενου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς, και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Έτσι, ο κληρονόμος κατά την άνω διάταξη 1847 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της (ΑΠ 1087/2011 ό.π.). Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της προθεσμίας αποποίησης δεν υπάρχει δήλωση βούλησης του κληρονόμου για την αποδοχή της κληρονομιάς, ο νόμος όμως (άρθρο 1850 εδ. β’ ΑΚ), προς άρση της αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, αμαχήτως τεκμαίρει την αποδοχή. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ελαττώματος της (μη ρητώς ή σιωπηρώς δηλωθείσας) βούλησης και συνακόλουθα, ούτε ακύρωση είναι νοητή. Για την παράκαμψη των δογματικών αυτών αντιρρήσεων ο νόμος (άρθρο 1857 παρ. 4 ΑΚ) ορίζει ευθέως ότι η ακύρωση λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής χωρεί και επί πλασματικής αποδοχής (Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IX, Κληρονομικό Δίκαιο, αρθρ. 1857 αριθμ. 10 σελ. 560).

Εξάλλου, απαιτουμένης θετικής γνώσης της επαγωγής και του λόγου της και μη αρκούσης της υπαίτιας άγνοιας αυτής, η κίνηση της πιο πάνω προθεσμίας δεν άρχεται σε περίπτωση πλάνης του κληρονόμου ως προς την επαγωγή και το λόγο της, ως γεγονότων που αφετηριάζουν την εν λόγω προθεσμία. Ειδικότερα, η από τον κληρονόμο μη γνώση της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της εξ αιτίας άγνοιας ή εσφαλμένης γνώσης των νομικών ρυθμίσεων περί αποδοχής κληρονομιάς, αποτρέπει την έναρξη της κρίσιμης προθεσμίας. Τέλος, σύμφωνα με το αρθρ. 1857 παρ. 2 ΑΚ, η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο. Με βάση τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, κατά τις οποίες το δικαίωμα ακύρωσης ακυρώσιμης δικαιοπραξίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διετίας από της δικαιοπραξίας ή από την παρέλευση της πλάνης, απάτης ή απειλής, και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο εικοσαετίας από της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157) ,  το δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ. β’ και γ’, το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή (ΕφΛαρ 549/2011 Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ό.π. αρθρ. 1857, αριθ. 3, σελ. 559, Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, εκδ. 2010, §38, αριθ. 36, σελ. 652).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την κρινόμενη, από 29.4.2016, αγωγή τους ιστορούν ότι ο ετεροθαλής αδελφός τους, Ι. Κ. του Β. και της Σ., ο οποίος απεβίωσε στις 29.4.2015, χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομήθηκε από τους, μη διαδίκους, γνήσιους κατιόντες του, οι οποίοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά του πατρός τους, όπως έπραξε ακολούθως και ο μη διάδικος εγγονός αυτού, κατόπιν χορηγήσεως αδείας αποποιήσεως από το αρμόδιο προς τούτο Ειρηνοδικείο Λάρισας, με περαιτέρω συνέπεια να κληθούν οι ίδιοι, ως ετεροθαλείς αδελφοί, αλλά και η κοινή, μετά του αποβιώσαντος, μητέρα τους, από κοινού και κατ’ ισομοιρία. Ότι, μολονότι η μητέρα τους προέβη εμπροθέσμως, στις 22.3.2016, σε αποποίηση της επαχθείσας σε αυτή κληρονομιάς του αποβιώσαντος τέκνου της, οι ενάγοντες, ετεροθαλείς αδελφοί του, έχοντας την πλανημένη αντίληψη ότι δεν καλούνται από κοινού με τη μητέρα τους στη δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, αλλά μετά την αποποίηση αυτής (μητέρας τους), προέβησαν εκπρόθεσμα και δη την 1.4.2016 ο πρώτος και την 4.4.2016 οι λοιποί σε σχετική δήλωση αποποίησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου κληρονομιάς του αποβιώσαντος, η οποία προθεσμία (αποποίησης) είχε εκπνεύσει μόλις στις 27.3.2016. Ότι, ένεκα τούτου, άπαντες οι ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως ετεροθαλείς αδελφοί του αποβιώσαντος, αποδέχθηκαν σιωπηρώς, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του αδελφού τους, μολονότι δεν επιθυμούσαν την αποδοχή της για το λόγο ότι αυτή είναι κατάχρεη, λόγω άγνοιας αυτών σχετικά με τη διαδικασία αποποίησης, που έπρεπε να ακολουθήσουν, καθώς οι τελευταίοι αγνοούσαν ότι η αποποίηση της κληρονομιάς έπρεπε να γίνει εντός τετραμήνου από της αποποιήσεως των κληθέντων στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, ταυτόχρονα με τη μητέρα τους, μετά της οποίας καλούνται από κοινού και κατ’ ισομοιρίαν στη δεύτερη τάξη αυτής, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκαν μόλις στις 7.4.2016, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο. Ότι, λόγω παρέλευσης άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση (και παρά τις γενόμενες κατά τα ανωτέρω αποποιήσεις), θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του άνω κληρονομούμενου, κατ’ ισομοιρία. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενοι ότι η άνω πλάνη τους περί το δίκαιο είναι ουσιώδης κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή, ζητούν, με την αγωγή τους, την οποία στρέφουν κατά των εναγομένων – δανειστών της κληρονομιάς, την ακύρωση της αποδοχής, που κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έγινε λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αποποίησης, για ουσιώδη πλάνη τους, η οποία οφειλόταν στην προαναφερόμενη εσφαλμένη γνώση των νομικών ρυθμίσεων περί αποδοχής κληρονομιάς.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 18 παρ. 1 και 30 ΚΠολΔ) εισάγεται να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 157, 1813, 1814, 1847, 1850 και 1857 AK. Επισημαίνεται δε ότι: α) μετά την τελεσίδικη ακύρωση της πλασματικής αποδοχής, που έχει ως αποτέλεσμα η γενόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή που επήλθε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης να εξομοιούται προς αρχήθεν άκυρη (184 ΑΚ), ο κληρονόμος μπορεί να προβεί εμπρόθεσμα σε νομότυπη αποποίηση της κληρονομιάς (ΕφΑθ 128/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 10711/1991 Δνη 1995. 689), και β) με την αγωγή δεν ζητείται να αναγνωρισθεί ότι οι αναφερόμενες δηλώσεις αποποίησης κληρονομιάς είναι εμπρόθεσμες, έγκυρες και ισχυρές, οπότε και η αγωγή θα ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον με αυτή θα ζητούνταν η διαπίστωση απλών πραγματικών περιστατικών και όχι η αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας κάποιας έννομης σχέσης, συνδεόμενης κατά νόμο με τα περιστατικά αυτά, όπως απαιτείται, για να είναι παραδεκτή η κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνωριστική αγωγή, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τη δεύτερη εναγομένη απορριπτέα κρίνονται ερειδόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι, οι έχοντες έννομο συμφέρον ενάγοντες να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης, δεν περιορίζονται, με βάση τα στην αγωγή ιστορούμενα, στην υποβολή αιτήματος διαπίστωσης απλών πραγματικών περιστατικών, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ανωτέρω εναγομένη, αλλά προβαίνουν περαιτέρω σε καθορισμό των προσαπτόμενων από το δίκαιο συνεπειών, με μνεία των κανόνων στους οποίους υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 224/2007 ΧρΙΔ 2007. 622, ΑΠ 780/2007 Νόμος, ΑΠ 662/2002 Δνη 2003. 704).

Υπό τις ανωτέρω επισημάνσεις, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι οι διάδικοι μέσα στην οριζόμενη από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ προθεσμία των εκατό (100) ημερών, από την κατάθεση της αγωγής (στην οποία δεν συνυπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 άρθρο πρώτο παρ. 2 του ν. 4335/2015), κατέθεσαν παραδεκτά τις έγγραφες προτάσεις τους, προσκόμισαν δε (οι ενάγοντες) τις με υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Ε.Μ. (προς την 1η και 3η εναγόμενες), και του Τ. Χ. (για τη 2η εναγομένη), αντίστοιχα, καθώς και τις από 7.10.2016 (για τους ενάγοντες) και το υπ’ αριθμ. …2.11.2016 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο των Συμβολαιογράφων Ο. Γ. της πρώτης εναγομένης, την από 27.7.2016 ειδική έγγραφη εξουσιοδότηση της ειδικής εκκαθαρίστριας και νομίμου εκπροσώπου για τη δεύτερη, και την από 10.11.2016 ειδική εξουσιοδότηση της τρίτης εναγομένης, προς τους αναφερόμενους στην αρχή της παρούσας πληρεξουσίους δικηγόρους τους, χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 25 ΠτΚ, κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς της δεύτερης εναγομένης. Και τούτο διότι, ναι μεν με την υπ’ αριθμ. 27/2012 απόφαση της Επιτροπής πιστωτικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 2208/27.7.2012, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, και ταυτοχρόνως, με την απόφαση 27/2012 της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 2209/27.7.2012, μεταβιβάσθηκαν οι συμβατικές σχέσεις της ως άνω Τράπεζας στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, η οποία πλέον υποκαθίσταται για τις σχέσεις αυτές στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Αγροτικής Τράπεζας, πλην των αναφερομένων στην ως άνω απόφαση περιπτώσεων, που κατά βάση είναι οι συμβατικές σχέσεις στις οποίες υφίστανται καθυστερούμενες και επισφαλείς απαιτήσεις, ωστόσο η προκειμένη συμβατική σχέση της Αγροτικής Τράπεζας με τον οφειλέτη της (- κληρονομούμενο) δεν μεταβιβάσθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, αφού ουδόλως επικαλείται κάτι τέτοιο η εναγομένη. Τουναντίον, ιστορεί στις από 18.11.2016 έγγραφες προτάσεις της (που παραδεκτώς επισκοπούνται στο σημείο αυτό, προκειμένου να κριθεί εάν παραδεκτά χωρεί συζήτηση της κρινομένης αγωγής) και από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται το αντίθετο ότι η έννομη σχέση που συνδέει αυτή με τον ήδη αποβιώσαντα παρέμεινε στην ίδια. Σύμφωνα δε με το άρθρο 68 παρ. 2 του ν. 3601/2007 σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Όμως, αντικείμενο της προκειμένης δίκης δεν είναι η επιδίωξη από τρίτο και δη τους ενάγοντες απαιτήσεως τους κατά της Αγροτικής Τράπεζας ΑΕ (πρβλ. άρθρο 25 Πτ.Κ), όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η τελευταία, αλλά η διενέργεια δικαστικών ενεργειών προς παρεμπόδιση της είσπραξης των απαιτήσεων της περιουσίας της (πρβλ. άρθρα 73 παρ. ι, 17 παρ. 4 ΠτΚ). Επομένως, δεν υπάρχει ζήτημα αυτοδίκαιης αναστολής της προκειμένης διαδικασίας ούτε κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη (ΕφΛαρ 202/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Ι. Κ. του Β. και της Ε. (μολονότι στην υπ’ αριθμ. …/2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου της Δ.Ε. Λ. φέρεται ως όνομα της μητέρας αυτού «Σ.», εντούτοις από τα λοιπά προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες έγγραφα, προκύπτει ότι το αληθινό όνομα αυτής είναι «Ε.», μολονότι ουδέποτε έγινε σχετική διόρθωση της σχετικής ληξιαρχικής πράξης, όπως άλλωστε τούτο δεν αμφισβητείται ειδικά από τις εναγόμενες), κάτοικος εν ζωή Λ., ετεροθαλής αδελφός των εναγόντων εκ της μητρικής γραμμής, απεβίωσε αδιάθετος στη Λ. στις 29.4.2015 και στην κληρονομιά αυτού κλήθηκαν οι πλησιέστεροι συγγενείς αυτού, ήτοι οι κατιόντες του Ε. Κ.. του Ι. και της Σ., Α. Κ. του Ι. και της Σ., και Ε. Κ. του Ι. και της Σ.. Όλοι οι ανωτέρω με τις υπ’ αριθμ. …/20.8.2015 δηλώσεις τους, αντίστοιχα, ο καθένας ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Λάρισας αποποιήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του πατέρα τους, με αποτέλεσμα να κληθεί στη συνέχεια σ’ αυτή (κληρονομιά) σύμφωνα με την κατά ρίζες διαδοχή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1856 AK, το τέκνο της πιο πάνω αποποιηθείσας θυγατέρας του Ε. Κ., και εγγονός του αποβιώσαντος Ά. Β. του Π. και της Ε., ο οποίος, ομοίως, στις 27.11.2015, αποποιήθηκε την κληρονομιά, δυνάμει της με αριθμό 112/20.11.2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ενόψει δε του ότι όλοι συγγενείς του κληρονομουμένου που κλήθηκαν στην πρώτη τάξη, αποποιήθηκαν την κληρονομιά, κλήθηκαν στη συνέχεια ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, οι ευρισκόμενοι εν ζωή συγγενείς του από τη δεύτερη τάξη, κατ’ άρθρο 1814 AK, στην οποία καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου και οι αδελφοί αυτού, οι οποίοι κληρονομούν κατ’ ισομοιρία, και συνακόλουθα των ανωτέρω η προβλεπόμενη εκ του νόμου γι’ αυτούς τετράμηνη προθεσμία αποποίησης κινείτο από την επομένη της αποποίησης του προηγούμενου κληθέντος, που τους απέκλειε, και ήδη από την 28.11.2015.

Ωστόσο, από τα νόμιμα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ενάγοντες σχετικά έγγραφα προέκυψε ότι εκ των ανωτέρω κληρονόμων, που κλήθηκαν στη δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, μόνον η μητέρα του αποβιώσαντος Ε. Μ. αποποιήθηκε την επαχθείσα σε αυτή κληρονομιά του αποβιώσαντος υιού της, στις 22.3.2016, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. …/22.3.2016 εκθέσεως αποποιήσεως κληρονομιάς της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Λάρισας. Τουναντίον, οι ετεροθαλείς αδελφοί του αποβιώσαντος, ήδη ενάγοντες, έχοντας την πεποίθηση ότι μόνον από της αποποιήσεως της μητέρας τους άρχεται νέα γι’ αυτούς τετράμηνη προθεσμία αποποίησης, προσήλθαν στην αρμόδια Γραμματεία του Δικαστηρίου της κληρονομιάς, ο μεν Κ. Μ. την 1.4.2016, οι δε λοιποί στις 4.4.2014, προκειμένου να αποποιηθούν την επαχθείσα κληρονομιά του αδελφού τους, συνταχθέντων δε προς τούτο των υπ’ αριθμ. …/1.4.2016, και …/4.4.2016 σχετικών εκθέσεων αποποίησης της αυτής ως άνω Γραμματέως, παρότι η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης είχε ήδη εκπνεύσει για τους κληρονόμους της δεύτερης τάξης της κληρονομικής διαδοχής και δη τη μητέρα και τους αδελφούς του αποβιώσαντος στις 28.3.2016, αγνοώντας τις νομικές διατάξεις αναφορικά με την αποποίηση κληρονομιάς και πεπλανημένα πιστεύοντας ότι οι ίδιοι θα μπορούσαν να αποποιηθούν αυτή εντός τετραμήνου από την αποποίηση της μητέρας τους.

Άπαντες, δηλαδή, οι ενάγοντες, στο πρόσωπο των οποίων κρίνεται το στοιχείο της γνώσεως της επαγωγής της κληρονομιάς στους ίδιους και του λόγου αυτής, τελούσαν σε πλάνη ως προς το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας αποποιήσεως, καθόσον θεωρούσαν εσφαλμένα ότι η επαγωγή της κληρονομιάς του ως άνω αποβιώσαντος προς τους ίδιους θα γινόταν μετά την αποποίηση της μητέρας τους, η οποία και αποκλείει αυτούς στην ίδια τάξη της κληρονομικής διαδοχής, και ότι η αποποίηση της κληρονομιάς θα έπρεπε να γίνει από τους ίδιους μετά την αποποίηση της μητέρας τους. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ενώ μερίμνησαν η μητέρα τους να αποποιηθεί εμπροθέσμως την κληρονομιά του αποβιώσαντος τέκνου της, εντούτοις δεν μερίμνησαν ώστε ταυτόχρονα ή πάντως μέχρι την 28.3.2016 να προβούν σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς και για δικό τους λογαριασμό καθένας εξ αυτών, μαζί με την ανωτέρω αποποίηση. Έτσι, υπό την εσφαλμένη αυτή άποψη, οι ενάγοντες, θεωρώντας ότι από την επομένη της αποποίησης της μητέρας τους μπορούν να προβούν σε σχετική δήλωση εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών, εμφανίστηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Λάρισας και προέβησαν σε δήλωση αποποίησης της επαχθείσας σ’ αυτούς κληρονομιάς του εκ μητρός ετεροθαλούς αδελφού τους, μόλις πέντε και οκτώ ημέρες μετά, αντιστοίχως. Το γεγονός δε αυτό, ήτοι της εντός ολίγων μόλις ημερών ενέργειας των εναγόντων προς αποποίηση της κληρονομιάς, αγνοώντας το πλέγμα των νομικών διατάξεων, που καθορίζουν τα αφετηρία των προθεσμιών χρονικά σημεία, ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου περί πλάνης τους περί αυτών, και όχι περί του ύψους του παθητικού και των χρεών της κληρονομίας, κατά τους αβάσιμους προς τούτο ισχυρισμούς των εναγομένων, αφού εάν συνέβαινε τούτο τότε κατά λογική ακολουθία δεν θα προέβαινε σε αποποίηση της κληρονομιάς ούτε η μητέρα των εναγόντων.

Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι πράγματι οι ενάγοντες, στην ένδικη περίπτωση, τελούσαν σε νομική πλάνη, όπως βάσιμα ισχυρίζονται στην αγωγή τους και ως εκ τούτου συντρέχει λόγος ακύρωσης της εκ μέρους τους (πλασματικής) αποδοχής της κληρονομιάς, που έλαβε χώρα λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας, κατά τα προαναφερθέντα. Η πλάνη δε αυτή εξέλιπε μετά τις γενόμενες κατά τα ανωτέρω, και εκπρόθεσμες αποποιήσεις, και συνεχίστηκε έκτοτε μέχρι την 7.4.2016, αφού αυτοί, μετά τη δήλωση αποποίησης του ιδανικού μεριδίου τους επί της κληρονομιάς του ετεροθαλούς αδελφού τους, θεωρώντας τη δήλωση αυτή έγκυρη, πεπλανημένα πίστευαν ότι δεν είχε επαχθεί η κληρονομιά σ’ αυτούς, κατ’ ισομοιρία. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι το πρώτον πληροφορήθηκαν, κατά τον άνω χρόνο, το ύψος του παθητικού της κληρονομιαίας περιουσίας, αφού ουδέν αποδείχθηκε από τις εναγόμενες, ούτε οι τελευταίες προσκόμισαν κάποια κοινοποιηθείσα στους ενάγοντες πρόσκληση, ως κληρονόμους του αποβιώσαντος, να προσέλθουν προκειμένου να ενημερωθούν για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές σε βάρος αυτών και να προσκομίσουν στοιχεία για τυχόν εκ μέρους τους αποδοχή της κληρονομιάς. Από 7.4.2016, οπότε έπαυσε να υφίσταται η κατάσταση της νομικής πλάνης, υπό την οποία τελούσαν οι ενάγοντες και αποτελεί τον εναρκτήριο χρόνο της εξάμηνης παραγραφής, για την άσκηση του δικαιώματος τους ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, που έλαβε χώρα λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας, μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής παρήλθε χρόνος μικρότερος του εξαμήνου. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, και να ακυρωθεί, λόγω ουσιώδους πλάνης, η πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς, που επήλθε με την παρέλευση του τετραμήνου από την υποβολή των δηλώσεων αποποίησης, στις οποίες προέβησαν οι ενάγοντες – ετεροθαλείς αδελφοί του κληρονομουμένου…