106/2016 ΜονΕφΛαρ (διάκριση σύμβασης έργου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας – ευθύνη προστήσαντος)

106/2016                                                                                

Πρόεδρος: Μαρία Τζέρμπου

Δικηγόροι: Ευάγ. Σιώκατας, Νικ. Γκάλης

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αν τα μέρη αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και ο μισθωτός υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, αδιαφόρως τρόπου προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής ή δευτερευόντων στοιχείων όπως έκδοσης ΔΠΥ. Διάκρισή της από τη σύμβαση έργου, όπου δεν εφαρμόζεται το εργατικό δίκαιο αφού τα μέρη αποβλέπουν στην επίτευξη τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου επάγεται αυτόματη λύση της. Νομικός χαρακτηρισμός σύμβασης από το δικαστήριο.

Μίσθωση έργου η ένδικη σύμβαση αφού τα μέρη απέβλεψαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ήτοι σε εκφόρτωση του φορτηγού της εναγομένης, μετά την πραγμάτωση του οποίου θα επερχόταν αυτόματα λύση της, αδιαφόρως του αναγκαίου χρόνου για επίτευξή του.

Υποχρέωση, κατά την καλή πίστη, λήψης προστατευτικών μέτρων προς αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από δ/ξη νόμου.

Ευθύνη προστήσαντος εξ αδικοπραξίας προστηθέντος κατά την εκτέλεση ανατεθείσας υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση, ήτοι επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της αλλά κατά παράβαση των εντολών ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων.

Τραυματισμός ενάγοντος που ενώ επιχειρούσε φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων, ο οδηγός του φορτηγού απασφάλισε την καρότσα και έπεσαν με ορμή δέματα (παλέτες). Υπαιτιότητα υπαλλήλων της εναγομένης που είχε αναλάβει την ευθύνη συσκευασίας και φόρτωσης των εμπορευμάτων, αφού δεν έλαβαν μέτρα ασφαλούς πρόσδεσης με ιμάντες, ως και του οδηγού του φορτηγού της, που αν και γνώριζε ότι τα εμπορεύματα δεν ήταν δεμένα δεν στάθμευσε σε χώρο δίχως υψομετρική κλίση.

 

{…} Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την αγωγή του, την οποία απηύθυνε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά των εναγομένων Ζ. E. και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία F. AE, ισχυρίστηκε ότι στις 12.7.2010 προσελήφθη από τον πρώτο των εναγομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου τριών ωρών, προκειμένου να προβεί στην εκφόρτωση φορτίου (οικοδομικών υλικών) από το με αριθμό … φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης. Από αμέλεια δε των εναγομένων και των προστηθέντων αυτών οργάνων κατά την εκφόρτωση του ως άνω φορτίου υπέστη ατύχημα και προκλήθηκε ο αναφερόμενος στην αγωγή σοβαρός τραυματισμός του κάτω από τις συνθήκες που εκτίθενται λεπτομερώς στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο, να καταβάλλουν σαυτόν το συνολικό ποσό των 40.079,25 Ε, ως αποζημίωση για την θετική και αποθετική ζημία, που του προκάλεσε το ατύχημα, όπως το κάθε μερικότερο κονδύλιο περιγράφεται στην αγωγή, ως και για χρηματική ικανοποίηση λόγω του ατυχήματος. Τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την αρμόζουσα τακτική διαδικασία, χαρακτηρίζοντας ορθώς την επικαλούμενη στην αγωγή σύμβαση, ως έργου, και όχι ως εργασίας, όπως ισχυριζόταν ο ενάγων στην αγωγή του, και εκδόθηκε η με αριθμό 168/2013 εν μέρει οριστική απόφαση, και η με αριθμό 69/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Με τις ως άνω αποφάσεις η αγωγή απορρίφθηκε ως προς το πρώτο εναγόμενο, και έγινε δεκτή κατά ένα μέρος ως προς την δεύτερη εναγομένη, την οποία και υποχρέωσαν να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.920,29 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά των αποφάσεων αυτών άσκησε έφεση η δεύτερη εναγομένη, παραπονούμενη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανισθούν οι ως άνω αποφάσεις, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος – εφεσιβλήτου καθ’ ολοκληρία.

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθ. 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, κλπ. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 3 του Συντάγματος, και ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μετά από εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύονται στην συγκεκριμένη περίπτωση, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της σύμβασης, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος (AΠ 58/2015 Νόμος)

Στην προκειμένη περίπτωση, το παρόν δικαστήριο επανεκτιμώντας το περιεχόμενο της κρινόμενης αγωγής όπως εκτίθεται ανωτέρω κρίνει ότι ο ενάγων και ο πρώτος εναγόμενος δεν συνήψαν σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν απέβλεψαν στην παροχή εργασίας για ορισμένο χρόνο, ασχέτως του επιτεύγματος το οποίο θα επερχόταν στο χρόνο αυτό, αλλά σύμβαση έργου, αφού απέβλεψαν στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος, ήτοι την εκφόρτωση του φορτηγού της δεύτερης εναγομένης, μετά την πραγμάτωση του οποίου θα επερχόταν αυτόματα η λύση της συμβατικής σχέσης, αδιαφόρως του χρόνου που ήταν αναγκαίος για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού. Συνεπώς η αγωγή όπως εκτίθεται ανωτέρω είναι νόμιμη, και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 681,914, 922, 926, 71, 297, 298, 330 εδ. β’, 932, 346 ΑΚ, 314 ΠΚ και 176, 908 αριθμ 1 περ. δ’ ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του με τις αυτές ως άνω αιτιολογίες έκρινε το ίδιο, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με βάση τη διάταξη αυτήν απαιτείται επομένως, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας, εκτός από τη ζημία, η ζημία αυτή να προξενηθεί από το δράστη παράνομα, συγχρόνως όμως και υπαίτια, δηλαδή από δόλο ή αμέλεια (330 ΑΚ), η παράνομη δε συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και, τέλος, να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, το οποίο συμβαίνει όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 103/1985 Δνη 1985. 455, ΑΠ 1448/1980 ΝοΒ 29. 709). Η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με την ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) του δράστη δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωσή του, όταν ο παραλείψας ήταν υποχρεωμένος προς πράξη από το νόμο ή δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 366/2012 Νόμος, ΑΠ 239/2011 Επιδικία 2011. 270).

Περαιτέρω, για την κατάφαση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς απαιτείται επιπρόσθετα το στοιχείο της υπαιτιότητας και ως τέτοια νοείται η επιλήψιμη εκείνη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του ενόψει του προβλεπομένου ή δυνάμενου να προβλεφθεί «παράνομου» (αποδοκιμαζόμενου από το δίκαιο) αποτελέσματος της (βλ. Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό δίκαιο, γ’ τεύχος, σελ. 137). Ως τέτοια μορφή υπαιτιότητας νοείται και η αμέλεια, η οποία, κατ’ άρθρο 330 εδ. β’ ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο δράστης είτε δεν δείχνει την απαιτούμενη ένταση προσοχής, ώστε να προβλέψει ότι από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του θα επέλθει ένα παράνομο αποτέλεσμα και έτσι να αποφύγει αυτή τη συμπεριφορά ή να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει την επέλευση αυτού του αποτελέσματος, είτε, παρόλο ότι προβλέπει το ενδεχόμενο ενός τέτοιου αποτελέσματος, επιχειρεί ωστόσο την πράξη ή παράλειψη με την ανεπίτρεπτη και επιλήψιμη ελπίδα πως αυτό (αποτέλεσμα) δεν θα επέλθει χωρίς να πάρει κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή του, είτε γιατί τέτοια μέτρα δεν υπάρχουν, είτε γιατί, ενώ υπάρχουν και συνηθίζεται να παίρνονται, δεν τα γνωρίζει ο ίδιος, ή δεν είναι ικανός να τα πάρει, είτε τέλος, παρόλο που τα γνωρίζει και μπορεί να τα πάρει, αυτός τα παραμελεί. Ως μέτρο επιμελούς συμπεριφοράς αποτελεί κατά κρατούσα άποψη το πρότυπο του μέσου τυπικού εκπροσώπου του «κύκλου» (από άποψη επαγγέλματος, μόρφωσης, περιβάλλοντος, ηλικίας κλπ), στον οποίο ανήκει ο δράστης (ΑΠ 1427/1979 ΝοΒ 1980. 1036, ΕφΘεσ 274/1980 Αρμ 1980. 462). Σημειώνεται ότι αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη, να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012. 114).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, «προστηθείς» για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως «προστήσαντος» απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο ως άνω άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 363/2012 Νόμος).

{…} Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Ο πρώτος των εναγομένων τυγχάνει έμπορος οικοδομικών υλικών στην Ε. και η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας προϊόντων εξηλασμένης πολυστερίνης και πετροβάμβακα. Την 12.7.2010 και περί ώρα 14:30, το με αριθμό κυκλοφορίας … φορτηγό αυτοκίνητο της δεύτερης εναγομένης, οδηγούμενο από υπάλληλό της, στάθμευσε έξω από την επιχείρηση του πρώτου εναγομένου στην Ε., επί της οδού Π., αριθμ. …, για να του παραδώσει τα εμπορεύματα που είχε παραγγείλει ο πρώτος εναγόμενος και αναφέρονται αναλυτικά στο με αριθμό …/12.7.2010 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής. Έτσι ο πρώτος εναγόμενος προσέλαβε με σύμβαση έργου για τρεις ώρες τον ενάγοντα, προκειμένου αυτός να προβεί στην εκφόρτωση των εμπορευμάτων από το φορτηγό και την τοποθέτησή τους στην αποθήκη αυτού (πρώτου εναγομένου), Η μεταξύ τους σύμβαση, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ήταν σύμβαση έργου και όχι εργασίας όπως ισχυρίζεται και η εναγομένη. Τούτο προκύπτει σαφώς από το περιεχόμενο αυτής (της σύμβασης), αφού οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν με αυτήν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος (στην εκφόρτωση του εμπορεύματος), μετά το τέλος της οποίας συνεπάγεται αυτόματη λύση της σύμβασης. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης της εναγομένης που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω ο ενάγων προς εκτέλεση του ως άνω έργου πήγε στην πίσω πλευρά του οχήματος, προκειμένου να ξεκινήσει την φορτοεκφόρτωση του εμπορεύματος. Τότε ο οδηγός του φορτηγού απασφάλισε την «κουρτίνα» της καρότσας και πριν ο ενάγων προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, μεγάλος αριθμός δεμάτων (παλέτες) με εμπορεύματα, βάρους 10-15 κιλών το καθένα, έπεσαν με ορμή από το φορτηγό, καταπλάκωσαν τον ενάγοντα τραυματίζοντάς τον. Το εν λόγω ατύχημα και ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε αμέλεια των υπαλλήλων της δεύτερης εναγομένης, η οποία είχε αναλάβει την ευθύνη της συσκευασίας, φορτώσεως και στοιβασίας των εμπορευμάτων στο φορτηγό αυτοκίνητο. Ειδικότερα, οι ανωτέρω παρέλειψαν να λάβουν όλα εκείνα τα ενδεδειγμένα μέτρα ασφαλείας που συνδέονται με την μεταφορά εμπορευμάτων με το όχημα της εναγομένης, όπως είχαν υποχρέωση σύμφωνα με τα άρθρα 32 του ν. 2696/1999 σε συνδ. με το άρθρο 3 του ν. 3446/2006, που ρυθμίζουν καταρχήν τον τρόπο ασφαλούς πρόσδεσης των προς μεταφορά εμπορευμάτων και η οποία ελλείψει ειδικότερων προσδιορισμών εκτελείται με βάση τους κανόνες της επιστήμης και δη της φυσικής και της τεχνικής, και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, Και ειδικότερα παρέλειψαν να στερεώσουν με ιμάντες τα μεταφερόμενα εμπορεύματα κατά τρόπο που να μην μετακινούνται εύκολα, και να γίνεται με ασφάλεια η μεταφορά τους αλλά και η εκφόρτωσή τους, αλλά τα άφησαν ελεύθερα με αποτέλεσμα το κέντρο βάρους να μετακινηθεί κατά τη μεταφορά τους και τελικά μετά την αφαίρεση της κουρτίνας να καταπλακώσουν τον ενάγοντα. Περαιτέρω, και ο οδηγός του οχήματος της δεύτερης εναγομένης βαρύνεται με αμέλεια, διότι αν και γνώριζε ότι τα μεταφερόμενα εμπορεύματα δεν ήταν δεμένα και συνεπώς μπορούσαν να μετακινηθούν ακούσια, δεν μερίμνησε να σταθμεύσει σε χώρο δίχως υψομετρική διαφορά (κλίση), αλλά έπραξε ακριβώς το αντίθετο, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεσή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα τα εμπορεύματα μετά την απασφάλιση της κουρτίνας, λόγω της βαρύτητας, να μετακινηθούν και να καταπλακώσουν τον ενάγοντα. Η σωματική βλάβη που υπέστη ο ενάγων συνδέεται αιτιωδώς με την παραπάνω αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων της δεύτερης εναγομένης, η οποία πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί στις ανωτέρω ενέργειες, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη. Η συμπεριφορά τους δε αυτή υπολείπεται της συμπεριφοράς του μέσου συνετού υπαλλήλου και οδηγού εφόσον από τις ως άνω παραλείψεις αυτών ο κίνδυνος τραυματισμού κάποιου ατόμου κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν προβλέψιμος και παρόλα αυτά οι ανωτέρω προστηθέντες δεν ενήργησαν για να τον αποτρέψουν, όπως ευχερώς μπορούσαν να πράξουν. Ενώ ο ενάγων δεν αποδείχθηκε με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ότι βαρύνεται με κάποιο πταίσμα, καθώς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα συμβεί η μετατόπιση του φορτίου. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η σχετική ένσταση της δεύτερης εναγομένης περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας αυτού (ενάγοντος), την οποία πρότεινε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμη.{…}