105/2016 ΤρΕφΛαρ (αγωγή ακυρότητας διαθήκης – ομοδικία)

105/2016                                            

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη

Δικηγόροι: Θεόδ. Λαδόπουλος, Αντ. Μαργαρίτης, Αλκιβιάδης Ψάρρας

 

Έφεση νικήσαντος διαδίκου επί εννόμου συμφέροντος. Μη εκκλητές εσφαλμένες αιτιολογίες επί μη αντίστοιχων δ/ξεων στο διατακτικό.

Ανικανότητα σύνταξης διαθήκης των μη εχόντων συνείδηση πράξεων ή τελούντων σε ψυχική ή νοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη βούληση λόγω οργανοψυχικών παθήσεων. Έλλειψη συνείδησης επί αδυναμίας διάγνωσης της ουσίας και περιεχομένου της διαθήκης, χωρίς ανάγκη πλήρους έλλειψης.

Μη αναγκαστική ομοδικία των εκ διαθήκης κληρονόμων, όταν ενάγονται από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους για αναγνώριση ως άκυρης της διαθήκης λόγω ανικανότητας σύνταξης.

Επί απλής ομοδικίας κάθε ομόδικος μπορεί να προτείνει ισχυρισμούς που αντιφάσκουν με εκείνους ομοδίκων, η δε δικ. ομολογία ενός μη δεσμευτική για τους άλλους, ενώ δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η μη λήψη ομολογίας άλλου.

Μη έννομο συμφέρον εναγομένης – απλής ομοδίκου για έφεση αφού, καίτοι η αγωγή απορρίφθηκε και ως προς αυτή λόγω μη απόδειξης ανικανότητας σύνταξης της ένδικης διαθήκης, δεν παραπονείται ότι πρωτοδίκως είχε ομολογήσει αδυναμία του διαθέτη και άρα έπρεπε ως προς αυτήν να γίνει δεκτή η αγωγή.

Μη ακυρότητα πραγματογνωμοσύνης επί μη τήρησης της προθεσμίας υποβολής της, εκτός βλάβης.

Μη υποχρέωση απόφασης για ειδική μνεία και αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, δυνατή δε ξεχωριστή μνεία μερικών, αρκεί να προκύπτει από το περιεχόμενό της ότι συνεκτιμήθηκαν όλα.

Ελεύθερη εκτίμηση εκθέσεων τεχνικών συμβούλων.

Δικ. τεκμήρια οι καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, ως και ένορκες βεβαιώσεις χωρίς κλήτευση αντιδίκου ληφθείσες σε δίκη ασφ. μέτρων.

Ικανότητα σύνταξης ιδιόγραφης διαθήκης με συγκεκριμένη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, αδιαφόρως χρόνιων προβλημάτων υγείας του διαθέτη αφού ήταν εξαιρετικά ακμαίος διανοητικά, αδιάφορο δε το άγχος με συμπτώματα κατάθλιψης λόγω οικονομικών προβλημάτων που δεν συνιστούν άνοια ή πάθηση μειώνουσα τον καταλογισμό.

{…} 2. Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος και εκκαλών, επικαλούμενος την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα του Μ. Κ. του Ι., ο οποίος απεβίωσε στις 22.11.2004 στη Λ., κάτοικος όσο ζούσε Κ. με την ένδικη αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 11.11.2003 ιδιόγραφης διαθήκης του ως άνω αποβιώσαντος, που δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθ. 444/22.12.2004 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία τιμήθηκαν τόσο ο ίδιος όσο και αμφότεροι οι εναγόμενοι, αδελφός του και μητέρα του, για το λόγο ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξης της διαθήκης αυτής ο διαθέτης έπασχε από ψυχική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη βούλησή του και συγκεκριμένα από σημάδια παρανοϊκής σχιζοειδούς συμπεριφοράς, αγχώδη νεύρωση, καταθλιπτικές εκδηλώσεις, ορμονικές διαταραχές, οισοφαγική παλινδρόμηση, οστεοπόρωση και υποψία μεταστατικού όγκου στους σπονδύλους, ενώ έπαιρνε πολλαπλά φάρμακα και δεν ήταν έτσι σε θέση να αντισταθεί στην πίεση του πρώτου εναγομένου (αδελφού του) προς σύνταξη της επίμαχης διαθήκης. Επιπλέον, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι τυγχάνει ο ίδιος κληρονόμος του πατέρα του κατά το ποσοστό των 3/8 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς, που αντιστοιχεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε στην αρχή η υπ’ αριθ. 76/2009 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη από έναν πραγματογνώμονα νευρολόγο – ψυχίατρο για την διαπίστωση της ικανότητάς του ή μη προς σύνταξη της αναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 104/2013 οριστική απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής (αριθ. 104/2013) παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους ο ενάγων, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του, αλλά και η δεύτερη εναγομένη, επίσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή και να κηρυχθεί άκυρη η αναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη.

3. Κατά το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι, κατά δε το άρθρο 517 του ίδιου Κώδικα, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Εξάλλου για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον. Τούτο, όπως και οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, κρίνεται κατά το χρόνο της κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν ο διάδικος ηττάται με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ή αντίθετα γίνονται δεκτές οι αιτήσεις ή προτάσεις του αντιδίκου του (βλ. Σ. Σαμουήλ Η έφεση παρ. 303 και 313 επ. όπου και παραπομπές στη νομολογία). Ειδικότερα, ο διάδικος που νίκησε έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση, εφόσον επικαλεστεί ειδικό έννομο συμφέρον (άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. 17, σελ. 361). Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού. Όμως, οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος, με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις διαλαμβανόμενες στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εφέσεως, με σχετικό λόγο ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το κρίσιμο στοιχείο της αποφάσεως δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (βλ. ΑΠ 208/2015, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 1459/2000, ΑΠ 1307/1990, ΑΠ 405/1981 Νόμος). Εξάλλου, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση των ενδίκων μέσων εν γένει και ειδικότερα της εφέσεως, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. Μάλιστα, η προϋπόθεση αυτή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, κατ’ άρθρον 532 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 400/2004 Νόμος).

4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, η διαθήκη, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, στην οποία υπάγονται οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως είναι η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, η παράνοια και οι οργανοψυχικές παθήσεις, που οφείλονται σε παθαλογοανατομίες αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή άλλες εγκεφαλικές διαταραχές, όπως είναι οι ψυχώσεις της γεροντικής ηλικίας. Και στις δύο όμως πιο πάνω περιπτώσεις, για να κριθεί ένα πρόσωπο ανίκανο για τη σύνταξη διαθήκης, απαιτούνται δύο επιπλέον προϋποθέσεις: 1) η παρεμπόδιση του ελευθέρου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη εξαιτίας της διαταραχής και 2) η αποφασιστική επιρροή της βούλησής του, δηλαδή η σημαντική μείωση της ικανότητας αντικειμενικού ελέγχου της πραγματικότητας από το διαθέτη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 131 παρ. 1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 16 ν. 2447/1996, σύμφωνα με την οποία «η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του», προκύπτει ότι η προαναφερόμενη ακυρότητα υφίσταται και σε κάθε δήλωση βουλήσεως που πραγματοποιήθηκε υπό το κράτος των ανωτέρω καταστάσεων (ΑΠ 645/2015 Νόμος). Περαιτέρω, επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στην αναγκαστική ομοδικία, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν, ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Τέτοια όμως σχέση αναγκαστικής ομοδικίας και μάλιστα απορρέουσα εκ του ότι κατά τις συντρέχουσες περιστάσεις δεν δύνανται να υπάρξουν αντίθετες έναντι των ομοδίκων αποφάσεις, δεν ιδρύεται ανάμεσα στους εκ διαθήκης κληρονόμους, όταν ενάγονται από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους για την αναγνώριση ως άκυρης της διαθήκης, επειδή ο διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πραττομένων ή τη χρήση του λογικού, δεδομένου ότι υπάρχει μεν ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης ως προς όλους τους ομοδίκους, πλην όμως κατ’ ουσίαν η διαφορά αναφέρεται στο ανύπαρκτο του δικαιώματος των κληρονόμων και κληροδόχων, κατά την επί της διαθήκης θεμελίωσή του, και στο υπαρκτό του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται η νομική δυνατότητα της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων ως προς κάθε ενάγοντα ή εναγόμενο (ΟλΑΠ 902/1982, ΑΠ 385/2014 Νόμος). Τέλος, σχετικά με τη νομική φύση της ομολογίας (ΚΠολΔ 261, 352), η κρατούσα άποψη δέχεται ότι αυτή είναι αποδεικτικό μέσο (και όχι πράξη διάθεσης ή διαδικαστική πράξη παράλειψης της αμφισβήτησης του ομολογουμένου ισχυρισμού), που συνίσταται στην ανακοίνωση παράστασης (μαρτυρία) που έχει δεσμευτική αποδεικτική δύναμη και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος απόδειξης (βλ. ενδ. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. 8, σελ. 1590-2, Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αποδείξεως, σελ. 142). Στην απλή ομοδικία (άρθρα 74, 75 ΚΠολΔ), καθένας από τους απλούς ομοδίκους μπορεί να προτείνει ισχυρισμούς που αντιφάσκουν με ισχυρισμούς των ομοδίκων του και κατ’ επέκταση μπορεί να εκδοθεί απόφαση όμοια ή διάφορη κατά περιεχόμενο για κάθε ομόδικο, ακόμα και αντιφατική, λ.χ. όταν ο ένας ομόδικος αρνείται και ο άλλος ομολογεί το ίδιο πραγματικό περιστατικό (Μ. Γεωργιάδου σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, τ. 2Α, σελ. 116). Περαιτέρω, η δικαστική ομολογία του απλού ομοδίκου δεν είναι δεσμευτική για τους άλλους ομοδίκους, κατά το άρθρο 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, μπορεί όμως να στηρίξει τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου εις βάρος τους (ΑΠ 95/2014 Νόμος, ΑΠ 354/2001 Δνη 2002. 150), ενώ δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η μη λήψη από το δικαστήριο επικληθείσας ομολογίας άλλου ομοδίκου (ΑΠ 71/2005 Δ 2005. 1018).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 104/2013 απόφαση, αφού έγινε δεκτό, σε σχέση με το λόγο ακυρώσεως της ιδιόγραφης διαθήκης ότι «δεν προέκυψαν, επομένως, απ’ το σύνολο του αποδεικτικού υλικού σε συνδυασμό και με τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, στοιχεία που να καταδεικνύουν με βεβαιότητα ότι ο διαθέτης κατά το χρόνο που συνέταξε την επίμαχη διαθήκη βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή έπασχε από εγκεφαλική ατροφία (άνοια), κατάθλιψη ή αγχώδεις εκδηλώσεις σε βαθμό που να επηρεάζουν και συνακόλουθα να περιορίζουν αποφασιστικά τη βούλησή του», στη συνέχεια απορρίφθηκε η αγωγή και ως προς τους δύο εναγομένους. Συνεπώς, η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα στην α’ έφεση, είναι νικήσασα διάδικος και όχι ηττηθείσα και, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην μείζονα σκέψη, μόνο με την συνδρομή εννόμου συμφέροντος μπορεί να προσβάλλει την εκκαλουμένη. Τέτοιο όμως συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, με την έννοια που έχει εν προκειμένω, δεν επικαλείται. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα, με την έφεσή της δεν παραπονείται ότι παρότι πρωτοδίκως είχε ομολογήσει ότι «ο διαθέτης κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης του, βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή και έπασχε από εγκεφαλική άνοια, σε βαθμό που να περιορίζουν αποφασιστικά τη βούλησή του» και ως εκ τούτου ως προς αυτήν θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, με δεδομένο μάλιστα ότι συνδέεται με τον πρώτο εναγόμενο με το δικονομικό δεσμό της απλής ομοδικίας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε και ως προς αυτήν την αγωγή και κυρίως δεν ισχυρίζεται ότι το έννομο συμφέρον της συνίσταται στη μη δημιουργία δεδικασμένου, που επηρεάζει την αγωγή ακυρώσεως διαθήκης που άσκησε η ίδια, κάτι το οποίο ούτε επικαλείται άλλωστε. Συνεπώς η έφεσή της τυγχάνει απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς την συνδρομή εννόμου συμφέροντος, σαν τέτοια δε πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμηνεύτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, η έφεση του ενάγοντος είναι, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (533 παρ. 1, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Με την έφεση συνεκκαλείται και η υπ’ αριθμ. 76/2009 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ).

6. Η προθεσμία, την οποία, κατά το άρθρο 383 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζει το δικαστήριο, για την υποβολή της εγγράφου γνωμοδοτήσεως των πραγματογνωμόνων, αφού δεν τάσσεται από το νόμο, αλλά από το δικαστήριο, δεν είναι ανατρεπτική (ΑΠ 2034/2009 ΝοΒ 2010. 984), και, συνεπώς, η παραμέλησή της, με την υποβολή της ανωτέρω γνωμοδοτήσεως μετά την πάροδό της, δεν επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτής, εκτός εάν συντρέχει βλάβη (ΑΠ 195/2008 ΝοΒ 2009. 1655). Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν ενόψει των διατάξεων του άρθρου 151 ΚΠολΔ, για τις συνέπειες της παραμελήσεως νομίμου ή δικαστικής προθεσμίας, καθ’ όσον οι διατάξεις αυτές αναφέρονται σε πράξεις των διαδίκων και όχι τρίτων, όπως οι πραγματογνώμονες (ΕφΑθ 2390/2007, ΕφΙωαν 420/2006 Νόμος). Σε κάθε περίπτωση, ο διάδικος δεν πρέπει να στερείται του δικαιώματός του για ακρόαση, ήτοι του δικαιώματός του για αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1588/2008 ΝοΒ 2009. 1373).

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος – ενάγοντος περί ακυρότητας της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης της ιατρού πραγματογνώμονα Α. Θ., επειδή υποβλήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας, την οποία είχε ορίσει για την υποβολή της η ανωτέρω 199/2010 απόφασή του, με την οποία αντικαταστάθηκε ο διορισθείς με την υπ’ αριθμ. 76/2009 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας, με την οποία διατάχθηκε η διενέργειά της, λαμβάνοντάς την, αντιθέτως, υπόψη κατά το σχηματισμό της κρίσεώς του, σωστά τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενόψει μάλιστα του ότι ο εκκαλών – ενάγων δεν επικαλέστηκε βλάβη. Γι’ αυτό ο περί του αντιθέτου συναφής λόγος της έφεσής του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, συνεκτιμά ελεύθερα όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Και έχει μεν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, να αιτιολογήσει την απόφασή του, ν’ αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάμει ειδική μνεία και ξεχωριστή αξιολόγηση για καθένα από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη. Τα πιο πάνω βέβαια, δεν του αποκλείουν τη δυνατότητα να μνημονεύσει και να εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να είναι απολύτως βέβαιο, από το περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίσθηκαν νόμιμα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έγγραφες εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, με τις οποίες διατυπώνουν τις γνώμες τους για την γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αποτελούν έγγραφα που εκτιμώνται ως τεκμήρια ελεύθερα από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη (ΟλΑΠ 848/1981, ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 426/2005, ΑΠ 209/2001 Νόμος). Τέλος, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 ΚΠολΔ, ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων. Δεδομένου δε ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν σε άλλη δίκη (πολιτική ή ποινική) ή ένορκες βεβαιώσεις που δεν ελήφθησαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερες κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων στα οποία αυτές περιέχονται, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 254/2013 Νόμος).

8. Από τις ένορκες καταθέσεις … απ’ τις προσκομιζόμενες με επίκληση απ’ τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. …/13.6.2001 ένορκες βεβαιώσεις του Σ. Σ. και Χ. Ν., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θ. Β., που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης (διοικητικής) δίκης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με όλα τα έγγραφα … μεταξύ των οποίων και οι από 9.1.2009 και 10.1.2009 ψυχιατρικές γνωμοδοτήσεις των ψυχιάτρων Α. Δ. και Π. Β. αντίστοιχα, που προσκομίζονται με επίκληση απ’ τον ενάγοντα και λαμβάνονται υπόψη ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια σύμφωνα με το άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και τη ψυχιατρική γνωμοδότηση της ορισθείσας με την υπ’ αριθμ. 199/2010 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονα, σε αντικατάσταση του ορισθέντος με την υπ’ αριθμ. 76/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονα, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με τη με αριθμό 12/12.10.2010 έκθεση κατάθεσης πραγματογνωμοσύνης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Καρδίτσας, η οποία εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρ. 387 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Στις 22.11.2004 απεβίωσε στη Λ. ο Μ. Κ. του Ι. και της Β., πατέρας του ενάγοντος – ήδη εκκαλούντος και του πρώτου εναγομένου – ήδη πρώτου εφεσιβλήτου και σύζυγος της δεύτερης εναγομένης – ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, κάτοικος εν ζωή Κ.. Στις 11.11.2003 ο Μ. Κ. είχε συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία όριζε μεταξύ άλλων τα εξής: «…1) Από τις 1147 μετοχές που έχω στην ΑΕ Κ. Ι. Κ. αφήνω α) τις 947 στον υιό μου Γ., β) 100 στη σύζυγό μου, γ) 100 στον υιό μου Ι., 2) το ποσοστό επί της πατρικής μου οικίας (105/245) μετά του οικοπέδου διανέμω ως εξής: α) στη σύζυγό μου τα 2/8, β) στο γιο μου Ι. τα 3/8 και γ) στο γιο μου Γ. τα 3/8, 3) την οικία μετά του οικοπέδου (τέρμα της οδού Κ. Κ.) συνολικής έκτασης περίπου 750 τμ αφήνω εξ ημισείας στη σύζυγό μου και τον υιό μου Γ., με την παράκληση να μην προβούν στην πώληση αυτού, γιατί πρόκειται για παλιό οικόπεδο και παλιά οικία της οικογένειας Κ., 4) το οικόπεδο στο ίδιο χωριό Κ. Ι. με την ονομασία Γ. και τον Μ. στη θέση Α. επίσης εξ ημισείας στη σύζυγό μου και τον υιό μου, Γ., διότι ο υιός μου Ι., επανειλημμένα έχει εκφράσει την απαρέσκειά του για το καλέντζι και εν γένει τα αναφερόμενα ακίνητα. Τελειώνοντας επισημαίνω ότι στον υιό μου Ι. ήδη έχω δώσει αρκετά χρήματα από τον Ιανουάριο 2000 κι εντεύθεν…». Η ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του με το υπ’ αριθμ. 444/22.12.2004 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας.

Περαιτέρω και όσον αφορά στην κατάσταση της υγείας του άνω διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο Μ. Κ. το 1983 είχε εμφανίσει καρκίνο του επιφάρυγγα (ρινοφάρυγγα: ανώτερο τμήμα του φάρυγγα στη βάση του κρανίου), για τον οποίο έλαβε θεραπεία με τη μορφή της ακτινοβολίας της πάσχουσας περιοχής σε νοσοκομείο της Σουηδίας. Αποτέλεσμα της θεραπείας αυτής, πέρα απ’ τον τοπικό περιορισμό της νόσου, υπήρξε μία σειρά μετακτινικών επιπλοκών, οι οποίες απασχόλησαν την υγεία καθ’ όλη τη μετέπειτα πορεία της ζωής του με επίταση την τελευταία 5ετία. Από τη στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου μέχρι το τέλος της ζωής του, ο διαθέτης βρισκόταν συχνά σε ιατρική παρακολούθηση για την αντιμετώπιση σειράς σωματικών προβλημάτων υγείας, όπως απώλεια επιπέδου συνείδησης, ορθοστατική υπόταση, υποθυρεοειδισμός, οστεοπόρωση, μυϊκή αδυναμία, ξηροστομία, δυσφαγία – δυσκαταποσία, βαρηκοΐα, λοιμώξεις αναπνευστικού, δύσπνοια κ.ά.. Το χρονικό διάστημα που συνέταξε τη διαθήκη τα προβλήματα υγείας του είχαν οξυνθεί. Από τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως αυτά αξιολογήθηκαν και απ’ την πραγματογνώμονα ιατρό Α. Θ., και δη τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών του διαθέτη, τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε, σε συνδυασμό και με τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί, δεν προκύπτει ότι ο άνω διαθέτης έπασχε από κατάθλιψη ή αγχώδη διαταραχή, σε τέτοιο βαθμό, που να επηρεάζεται η βούλησή του. Ομοίως, από τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών του, τόσο πριν όσο και μετά τη σύνταξη της διαθήκης, δεν προκύπτει διάγνωση για την ύπαρξη έκπτωσης της εγκεφαλικής λειτουργίας ή άνοιας, ήτοι τέτοιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας, που να επηρεάζει τη βουλητική ικανότητα του διαθέτη. Η άνοια δε, σύμφωνα με την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της άνω ψυχιάτρου, είναι μία κατάσταση που δεν υποστρέφεται και δε βελτιώνεται, αλλά αντίθετα επιδεινώνεται με το πέρας του χρόνου, άρα η λήψη σκευασμάτων που σκοπό έχουν την καθυστέρηση της εξέλιξής της θα πρέπει να είναι συνεχής και σταθερή από την έναρξη της διάγνωσης αυτής έως και πολύ αργότερα, συχνά δε εφ’ όρου ζωής, πράγμα που δε συνέβαινε στην περίπτωση του Μ. Κ.. Ειδικότερα, τόσο ο πραγματογνώμονας Δ., όσο και η δικαστική πραγματογνώμονας Θ., αποδέχονται ότι εάν ο διαθέτης Μ. Κ. έπασχε από άνοια, αυτή θα ήταν μια μη αναστρέψιμος και συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση, προς αντιμετώπιση της οποίας θα υπήρχε συνεχής συνταγογράφηση ειδικών φαρμάκων. Συνέπεια αυτού θα ήταν η συνεχής και πλέον εμφανής με την πάροδο του χρόνου αδυναμία του διαθέτη να λειτουργήσει «λογικά», κατάσταση η οποία θα διαπιστωνόταν οπωσδήποτε σε κάποια από τις εξετάσεις στις οποίες υποβαλλόταν αυτός τόσο πριν τη σύνταξη της διαθήκης του που έλαβε χώρα την 11.11.2003, όσο και κατόπιν και μέχρι το θάνατό του την 22.11.2004. Αντιθέτως, όταν εξετάστηκε α) την 30.9.2004 στο θεραπευτήριο των Α.«M.H.» από νευρολόγο, διαπιστώθηκε επίπεδο συνείδησης «κατά φύση», δηλαδή απολύτως φυσιολογικό, β) την 1.10.2004 στο άνω θεραπευτήριο σε MRI εγκεφάλου, διαπιστώθηκε γενική εικόνα καλή, χωρίς να υπάρχει ζώνη παθολογικής ενίσχυσης, γ) στο θεραπευτήριο Υ. την 25-26.4.1999 διαπιστώθηκε γενικά καλή λειτουργία και επικοινωνία, δ) από το 251 ΓΝΑ, κατά τη νοσηλεία του από την είσοδό του την 17.11.2003 (έξι δηλαδή ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης του) μέχρι την 5.12.2003, οπότε έλαβε εξιτήριο, διαπιστώθηκε στη μεν νευρολογική του εξέταση «κατά φύση», δηλαδή φυσιολογικά, στη δε ψυχιατρική εκτίμηση «αγχώδεις εκδηλώσεις επιδεινούμενες από το πρόβλημα υγείας του καθώς και οικογενειακά προβλήματα» και ε) την 18.8.2004 και την 15.9.2004, δηλαδή μετά τη σύνταξη της διαθήκης και λίγους μήνες πριν το θάνατό του κατά τις εξετάσεις του από το νευρολόγο – ψυχίατρο Α. Κ., διαπιστώθηκε «μελαγχολία» και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Σε βεβαίωση μάλιστα που χορηγεί ο άνω την 30.10.2008, αναφέρεται πλέον της μελαγχολίας, ικανού βαθμού κατάθλιψη, βραδυψυχισμός (δηλαδή αρχή ανταπόκριση του κεντρικού νευρικού συστήματος, με επίπτωση στην ομιλία και στις κινήσεις), σωματικού τύπου λειτουργικά ενοχλήματα κλπ, αλλά όχι άνοια, παραληρηματικές ιδέες και οποιαδήποτε ένδειξη έλλειψης ικανότητας χρήσεως του λογικού, έστω και ως αποτέλεσμα των παραπάνω.

Από τα προαναφερθέντα, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε διαπίστωσης εμφανιζόμενης άνοιας οποιασδήποτε μορφής, παρόλες τις συνεχείς και ενδελεχείς εξετάσεις που υποβλήθηκε, προκύπτει ότι ο διαθέτης είχε εμφανίσει προβλήματα άγχους εξ αιτίας της ασθένειάς του και της εξελίξεώς της, αλλά και λόγω οικογενειακών προβλημάτων, που επιδεινώθηκαν σε μελαγχολία δύο μήνες πριν το θάνατό του, αφού φυσικά αυτός αντιλαμβανόταν ότι πλησίαζε ο θάνατός του, πλην όμως αυτά δεν σημαίνουν ότι εμφάνιζε αδυναμία χρήσεως του λογικού του, αλλά αντιθέτως ότι αντιμετώπιζε την εξέλιξη αυτή με περίσκεψη. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την απουσία συνταγογράφησης φαρμάκων σχετιζομένων με την άνοια ή με παρόμοια κατάσταση μόνιμης ή παροδικής έλλειψης χρήσης του λογικού, καταδεικνύουν ότι ο διαθέτης Μ. Κ. είχε πλήρη συνείδηση του γεγονότος συντάξεως διαθήκης, καθώς και των αποτελεσμάτων αυτής, ιδίως όσον αφορά τη διοίκηση της εταιρίας «Κ. Ι. Κ. ΑΕ» και για το λόγο αυτό προέβη σε διαφορετική κατανομή των μετοχών της εταιρίας αυτής σε σχέση με το πώς κατένειμε τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία. Δεν προέκυψαν, επομένως, απ’ το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό και με τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, στοιχεία που να καταδεικνύουν με βεβαιότητα ότι ο διαθέτης κατά το χρόνο που συνέταξε την επίμαχη διαθήκη βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή έπασχε από εγκεφαλική ατροφία (άνοια), κατάθλιψη ή αγχώδεις εκδηλώσεις σε βαθμό που να επηρεάζουν και συνακόλουθα να περιορίζουν αποφασιστικά τη βούλησή του. Απεναντίας, απ’ το περιεχόμενο της διαθήκης του άνω διαθέτη συνάγεται ότι, ο τελευταίος κατά το χρόνο σύνταξής της αναγνώριζε ότι συντάσσει διαθήκη («συντάσσω τη Διαθήκη μου»), αισθανόταν ότι είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος («έχω πλήρη διαύγεια πνεύματος»), γνώριζε τα φυσικά πρόσωπα που είχαν δικαίωμα στην περιουσία του, προσδιόρισε συγκεκριμένα ποσοστά κληρονομιάς στον κάθε δικαιούχο επί της υπάρχουσας κατά το χρόνο εκείνο περιουσίας του, ενώ περαιτέρω δικαιολογούσε τον τρόπο που διένειμε την περιουσία του και το λόγο που δεν άφησε στον υιό του Ι. μερίδιο σε κάποια απ’ τα ακίνητά του. Τέλος, απ’ το περιεχόμενο της διαθήκης καταφαίνεται ότι ο διαθέτης παρότρυνε και συμβούλευσε τα προσφιλή του πρόσωπα και εκδήλωσε αισθήματα αγάπης προς αυτά με τα λόγια «Εύχομαι σε όλους καλή υγεία κι επιπλέον στα παιδιά μου προκοπή, ευημερία και καλή τύχη και να είναι όλοι τους αγαπημένοι και τα παιδιά να προσέχουν τη μητέρα τους και να μην ξεχνούν (τα παιδιά) ότι παν μέτρον άριστον γενικά στη ζωή τους». Τούτο κάθε άλλο παρά σε άνθρωπο που δεν έχει την ικανότητα σύνταξης έγκυρης διαθήκης λόγω ψυχικών και διανοητικών διαταραχών που επηρεάζουν αποφασιστικά τη βούλησή του, προσιδιάζει.

Εν προκειμένω, ο διαθέτης Μ. Κ., ζώντας με τη σύζυγό του – δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη Β. Κ., με την οποία ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος, αποφάσισε να προβεί σε σύνταξη διαθήκης, από το κείμενο της οποίας προκύπτει ότι έχει προβεί σε συγκεκριμένη και ακριβή διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων, έχοντας πλήρη γνώση αυτών και της αξίας τους και με πλήρη αιτιολογία για την κατανομή αυτών, ιδίως όσον αφορά τον ενάγοντα – εκκαλούντα Ι. Κ.. Συντάχθηκε δε η διαθήκη αυτή με το χέρι του, με το συνήθη γραφικό του χαρακτήρα, με πλήρη ειρμό σκέψεως και αιτιολογία. Ενδεικτικό είναι ότι και τα αδέλφια του διαθέτη Α. και Κ. Κ., μη τιμώμενα από τη διαθήκη πρόσωπα και μη εξαρτώντα οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δίκης, αλλά αντιθέτως ενδιαφερόμενοι να περιφρουρήσουν την αληθινή θέλησή του, βεβαίωσαν ενόρκως (βλ. τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις) περί της επαρκούς πνευματικής διαύγειάς του και των λόγων που τον ώθησαν να προβεί στη σύνταξη της διαθήκης με αυτό το περιεχόμενο. Ανεξαρτήτως, επομένως, των χρόνιων προβλημάτων υγείας του διαθέτη Μ. Κ., προερχόμενα από παλαιό καρκίνο φάρυγγος, αυτός ετύγχανε εξαιρετικά ακμαίος διανοητικά μέχρι και τις τελευταίες ημέρες πριν το θάνατό του. Φυσικά, λόγω της κατάστασης της υγείας του, αλλά και λόγω έντονων οικονομικών ζητημάτων που αντιμετώπισε η εταιρία «Κ. Ι. Κ. ΑΕ» στην οποία συμμετείχε τόσο μετοχικά όσο και διοικητικά, εμφάνιζε ιδιαίτερο άγχος με συμπτώματα κατάθλιψης, πράγμα φυσικά που είναι εντελώς διαφορετικό από την ισχυριζόμενη από τον ενάγοντα – εκκαλούντα άνοια. Το γεγονός της εμφάνισης αγχωδών και καταθλιπτικών εκδηλώσεων μάλιστα διαπιστώθηκε από τους ιατρούς του 251 ΓΝΑ σε ενδελεχείς εξετάσεις του που έλαβαν χώρα το διάστημα της εκεί νοσηλείας του από 17.11.2003, δηλαδή λίγες μόλις ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης του την 11.11.2003, όπου αναφέρεται μάλιστα σαφώς ότι αυτή προέρχεται από οικογενειακά προβλήματα και προβλήματα υγείας. Το θέμα της απλής κατάθλιψης – και όχι άνοιας ή άλλης ψυχικής πάθησης που μειώνει την ικανότητα για καταλογισμό – διαπιστώθηκε και πάλι το μήνα Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2004, δηλαδή δύο μήνες πριν το θάνατό του, από τον εξετάσαντα αυτόν νευρολόγο – ψυχίατρο Α. Κ.. Τα άνω δεν ανατρέπονται από όσα ισχυρίζεται και επικαλείται ο ενάγων – εκκαλών. Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις που επικαλείται ο τελευταίος σχετικά με την ικανότητα του Μ. Κ. να εργασθεί ως χημικός μηχανικός και αφορούσαν αίτημά του για συνταξιοδότηση από το ΤΣΜΕΔΕ (το ασφαλιστικό ταμείο των μηχανικών), καταφανώς αφορά την απασχόλησή του ως χημικού μηχανικού και μάλιστα σε εργοστάσιο σιτηρών με πολλά αιωρούμενα σωματίδια. Ακόμη και η δεύτερη εναγομένη – σύζυγός του Β., αλλά και ο ίδιος ο ενάγων – εκκαλών παραδέχονται ότι ο Μ. Κ. ασχολούνταν ενεργά με τη διοίκηση της εταιρίας, πράγμα που επιβεβαιώθηκε και από την κατάθεση του μάρτυρα του πρώτου εναγομένου, αλλά και την ανωμοτί εξέταση της Β. Κ.. Εξάλλου η όλη ζωή του Μ. Κ., τα γραπτά του, οι ενέργειές του μέχρι και το θάνατό του, το πώς αντιμετώπιζε την ασθένειά του επικοινωνώντας με γράμματα με ογκολογικές κλινικές του εξωτερικού κλπ, σε χρόνο μεταγενέστερο της αίτησης συνταξιοδότησής του, καταδεικνύουν ότι επρόκειτο για ασφαλιστική και όχι πραγματική αδυναμία, συνδεόμενη μόνον με τη δραστηριότητά του ως χημικού μηχανικού και όχι ως μέλους της διοίκησης της εταιρίας. Οι εκτιμήσεις, τέλος, των ιατρών που παρακολούθησαν και εξέτασαν το Μ. Κ. και όσα αυτοί διαπίστωσαν, καθώς και όσα αυτοί δεν διαπίστωσαν να υπάρχουν (δηλαδή άνοια, παραληρηματική συμπεριφορά, εμμονές ή κάποια άλλη σοβαρή ψυχική ασθένεια, όπως βαρεία κατάθλιψη που να καθιστά αυτόν ανίκανο για συγκροτημένη σκέψη), παρόλες τις λεπτομερείς εξετάσεις, καταδεικνύουν ότι αυτός ετύγχανε πλήρως ικανός προς σύνταξη διαθήκης. Οι γνωματεύσεις των ιατρών – ψυχιάτρων Α. Δ. και Π. Β., που προσκομίζονται με επίκληση απ’ τον ενάγοντα, οι οποίοι, επιχειρώντας να θεμελιώσουν ισχυρισμό πνευματικής αδυναμίας του Μ. Κ., ερμηνεύουν πιθανές εξελίξεις χωρίς να υπάρχει συμπτωματολογία και έρχονται σε αντίθεση με όσα οι ίδιοι αποδέχονται ως βασικούς κανόνες ερμηνείας διαθήκης (π.χ. η ψυχιατρική γνωμοδότηση του Δ.). Όσον αφορά δε την κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρος του ενάγοντος, αυτή δεν κρίνεται πειστική, ενόψει του ότι ο τελευταίος είδε για ελάχιστα λεπτά το διαθέτη σε μια κατάσταση προφανώς άσχημη γι’ αυτόν (στο νοσοκομείο με πόνους) και παρόλη την έλλειψη εμπειρίας του προέβη σε ψυχιατρική εκτίμηση για την ικανότητα του Μ. Κ. να συντάξει διαθήκη, χωρίς να γνωρίζει καν τι απαιτείται από το νόμο γι΄ αυτό. Περαιτέρω, το σύνολο του ιατρικού ιστορικού του Μ. Κ. καθώς και η λήψη φαρμάκων εκ μέρους του σε βάθος χρόνου, καταδεικνύουν ότι αυτός δεν έπασχε από κάποια ασθένεια που να περιόριζε έστω τη χρήση του λογικού του, πολλώ μάλλον ότι αυτός δεν ετύγχανε ικανός κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του. Αντιθέτως, η απουσία εξειδικευμένης σχετικής φαρμακευτικής αγωγής και το ότι ουδέποτε διαπιστώθηκε από όσους γιατρούς τον εξέτασαν κάτι «βαρύτερο» από κατάθλιψη και μάλιστα ελαφράς μορφής με αγχώδεις εκδηλώσεις και μελαγχολία, καταδεικνύει ότι αυτός ετύγχανε απολύτως ικανός για σύνταξη διαθήκης. Το άνω δεν ανατρέπεται από τα έγγραφα και ιατρικά πιστοποιητικά που επικαλέσθηκε ο ενάγων – εκκαλών, από τα οποία προκύπτει μεν ότι ο διαθέτης Μ. Κ. είχε ψυχολογική επιβάρυνση από την ασθένειά του, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει ότι αυτός ετύγχανε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ευάλωτος σε πιέσεις και υποβολές, εξάλλου ο διαθέτης συμβίωνε με την 2η εναγομένη – εφεσίβλητη – σύζυγό του, με την οποία ετύγχανε ιδιαίτερα συνδεδεμένος και ουσιαστικά εξαρτώμενος από αυτή τους τελευταίους μήνες της ζωής του, η οποία τον στήριζε σε όλες τις νοσηλείες του.

9. Με βάση τα παραπάνω, δεν αποδεικνύεται η έλλειψη συνείδησης των πράξεων του διαθέτη ή οποιαδήποτε άλλη ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, κατά τον χρόνο σύνταξης της από 11.11.2003 ιδιόγραφης διαθήκης, τουναντίον, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο σύνταξης της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης ο διαθέτης ήταν ικανός προς σύνταξη αυτής και δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1719 αρ. 3 ΑΚ περιπτώσεις, που συνεπάγονται ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης και συνεπώς η τελευταία είναι έγκυρη. Επομένως, η ένδικη αγωγή, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 11.11.2003 ιδιόγραφης διαθήκης του Μ. Κ., είναι ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και η σωρευόμενη αγωγή αναγνώρισης του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου επί της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη. Εφόσον τα ίδια είπε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και την ομολογία της 2ης εναγομένης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών με την έφεσή του είναι αβάσιμα και απορριπτέα…