103/2016 ΤρΕφΛαρ (αδικοπρακτική απάτη – μη απαραίτητη η σύνδεση ζημίας με ωφέλεια του δράστη – αναγκαίος δόλος επί απο κοινού τέλεση – παραγραφή χρη,ατιστηριακών συναλλαγών – συρροή συμβατικής με αδικοπρακτική ευθύνη)

103/2016                                

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγήτρια: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Ιωάν. Πούλιος, Δημ. Κατσαρός

 

Επί αδικοπρακτικής απάτης, η ψευδής παράσταση μπορεί να αφορά μελλοντικό γεγονός ή απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, χωρίς ανάγκη σύνδεσης της ζημίας με ωφέλεια του δράστη αφού μπορεί να αφορά και τρίτον. Αδιάφορο το είδος πλάνης, αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης ή πράξης.

Επί από κοινού τελούμενης απάτης, αναγκαίος κοινός δόλος και σύμπραξη είτε ο καθένας πραγματώνει όλη την αντικειμενική υπόσταση είτε το αδίκημα τελείται με επιμέρους πράξεις συμμετόχων, μη ανάγκη δε εξειδίκευσης ενεργειών καθενός.

Χρηματιστηριακή συναλλαγή κάθε αγοραπωλησία κατά τη νομοθεσία χρηματιστηρίων ως και κάθε δικαιοπραξία συναφής με εκτέλεση αυτής. Παρεπόμενη χρηματιστηριακή συναλλαγή η σύμβαση παραγγελίας (γνωστή ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών) με αντικείμενο υποχρέωση του χρηματιστή να εκτελέσει την παραγγελία του πελάτη με κατάρτιση κύριας αγοραπωλησίας έναντι αμοιβής του και τιμήματος χρεογράφων, η οποία συνιστά σύμβαση εμπορικής παραγγελίας με εφαρμογή των περί εντολής δ/ξεων.

Ενιαύσια παραγραφή κάθε χρηματιστηριακής συναλλαγής.

Συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης αν το βιοτικό γεγονός και χωρίς τη σύμβαση θα ήταν παράνομο ως αντίθετο στα χρηστά ήθη ή στο καθήκον του μη υπαιτίως ζημούν άλλον.

Αδικοπραξία εναγομένων, που πρότειναν στον ενάγοντα να επενδύσει σε αγορά παραγώγων πετρελαίου, διαβεβαιώνοντας ότι επρόκειτο για εξαιρετικά επωφελή και ασφαλή επένδυση αν γινόταν άμεσα και ήταν μεγάλου κεφαλαίου και ότι αυτοί είχαν μεγάλη ακίνητη περιουσία ενώ, προς κάμψη επιφυλάξεων, του παρέδωσαν ατελή συναλλαγματική.

 

{…} 3.α. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελούμενου από την πράξη. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση ή επιχειρείται η πράξη. Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημιάς αυτής, αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση δε της από κοινού τελούμενης απάτης, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 45 ΠΚ, αντικειμενικά μεν απαιτείται σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως της απάτης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 2149/2014, ΑΠ 359/2012 Νομος).

{…} 4. Στη προκειμένη περίπτωση ο ενάγων Σ. Μ. με την από 13.1.2009 (αριθ. κατάθ. 20/2009) αγωγή του ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, Α. Ν. και Ν. Π., από κοινού και με κοινή απόφαση, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο όφελος, έβλαψαν την περιουσία του, πείθοντας αυτόν σε πράξη με την εν γνώσει αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων. Ειδικότερα με τον ως άνω σκοπό, οι εναγόμενοι απέκρυψαν αθέμιτα απ’ αυτόν (ενάγοντα) το γεγονός ότι δεν είχαν την πρόθεση να επενδύσουν επωφελώς τα χρήματα που τους έδωσε ο ίδιος, ο οποίος «υπέκυψε» στις διαβεβαιώσεις αυτών (εναγομένων) ότι αυτοί θα επενδύσουν με αποδοτικό τρόπο τα χρήματά του, ώστε να αποφασίσει ο ίδιος να δώσει στους εναγομένους, Α. Ν. και Ν. Π., ήδη εκκαλούντα, το ποσό των 120.000 Ε, προκειμένου να τοποθετηθεί αυτό επωφελώς και πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να επενδυθεί στην αγορά παραγώγων πετρελαίου, το οποίο εξανεμίστηκε στο σύνολό του, με συνέπεια να ζημιωθεί αυτός (ενάγων), εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων κατά το παραπάνω ποσό. Τέλος, ισχυρίζεται, ότι από την πιο πάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλλουν ως αποζημίωση λόγω της αδικοπραξίας, με το νόμιμο τόκο, το παραπάνω ποσό (120.000 Ε) και το ποσό των 29.958 Ε, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά για τις δύο παραπάνω αιτίες το ποσό των 149.958 Ε, άλλως το ποσό των 120.000 Ε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επίσης ο ενάγων ζήτησε να διαταχθεί προσωπική κράτηση των εναγομένων ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας. Η παραπάνω αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 926, 932, 330, 481, 346 ΑΚ, 386, 27 και 45 ΠΚ και ως προς το παρεπόμενο αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης αυτό είναι νόμιμο, στηριζόμενο στο άρθρο 1047 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Η επικουρική βάση όμως της αγωγής, θεμελιούμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα λόγω της επιβοηθητικής φύσεως της συγκεκριμένης αγωγικής αξίωσης (αδικαιολόγητου πλουτισμού), αφού ο ενάγων επιδιώκει την καταβολή του ποσού των 120.000 Ε με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, μόνον εφόσον δεν ευδοκιμήσει η κύρια βάση της αγωγής. Περαιτέρω, η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο για το αντικείμενο της διαφοράς τέλος δικαστικού ενσήμου. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια η αγωγή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

5.α. Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 3632/1928 χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακώς και έχουν ως αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα, μεταξύ των οποίων, κατά το άρθρο 17 παρ. παρ. 1-3 του ν. 3632/1928, συγκαταλέγονται χρεόγραφα, μετοχές ή και ομολογίες. Στο άρθρο 16 του ίδιου νόμου καθορίζονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, μεταξύ των οποίων αναφέρονται οι αγοραπωλησίες χρηματιστηριακών πραγμάτων, καθώς και όλες οι παρεπόμενες δικαιοπραξίες, που σχετίζονται με τις κύριες χρηματιστηριακές συμβάσεις (ε’ περίπτωση του άρθρου 16 του ως άνω ν. 3632/1928). Με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 1806/1988, που αντικατέστησε το παραπάνω άρθρο 16 του ν. 3632/1928, ορίστηκε ότι χρηματιστηριακή συναλλαγή θεωρείται κάθε αγοραπωλησία που καταρτίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί χρηματιστηρίων, καθώς (περ. γ’) και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση αγοραπωλησίας χρηματιστηριακών πραγμάτων και αξιών. Στην τελευταία αυτή κατηγορία των χρηματιστηριακών συναλλαγών (παρεπόμενων – συναφών) υπάγεται και η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Η ανωτέρω σύμβαση (χρηματιστηριακή παραγγελία) έχει ως αντικείμενο αφενός την ανάληψη από τον χρηματιστή της υποχρέωσης να εκτελέσει, με την κατάρτιση κύριας χρηματιστηριακής σύμβασης, την παραγγελία (εντολή) του πελάτη για αγορά ή πώληση χρεογράφων (χρηματιστηριακών πραγμάτων) και αφετέρου την ανάληψη από τον πελάτη της υποχρέωσης να καταβάλει στον χρηματιστή τη συμφωνηθείσα αμοιβή (προμήθεια) για την εκτέλεση της χρηματιστηριακής συναλλαγής, καθώς και το τίμημα των χρεογράφων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της συναλλαγής. Η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής, η οποία είναι γνωστή στη χρηματιστηριακή πρακτική ως σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας κατά τα άρθρα 90 επ. του ΕΝ, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επ. του ΑΚ, της οποίας αποτελεί ειδικότερη μορφή (ΑΠ 707/2009, ΕφΑθ 1133/2011 Νόμος). Κατά δε το άρθρο 15 παρ. 6 ν. 3632/1928 «πάσα αξίωση πηγάζουσα εκ χρηματιστηριακής συναλλαγής παραγράφεται μετά πάροδον έτους καθ` ο συνήφθη η συναλλαγή», η οποία καταλαμβάνει όχι μόνο τις κύριες χρηματιστηριακές συναλλαγές (άρθρο 20 παρ. 1 ν. 1806/1988), αλλά και τις συναφείς ή παρεπόμενες, όπως είναι και η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας (ΕφΑθ 5353/2010 Νόμος).

5.β. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών υποστηρίζει ότι η αξίωση του ενάγοντος, ως πηγάζουσα από χρηματιστηριακή σύμβαση, έχει υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ. 6 ν. 3632/1928. Ο λόγος όμως αυτός δεν είναι νόμιμος, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος, καθώς με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ενάγων επιδιώκει την καταβολή αποζημίωσης με βάση τις διατάξειςπερί αδικοπραξίας και ούτε υποτυπωδώς ο ενάγων δεν υποστηρίζει ότι συνήφθη μεταξύ αυτού και των εναγομένων σύμβαση χρηματιστηριακής συναλλαγής, ούτε σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής, ούτε επιδιώκει την καταβολή του αγωγικού ποσού ως εκ της λειτουργίας σύμβασης χρηματιστηριακής συναλλαγής ή της σύμβασης παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής.

6.α. Περαιτέρω, η αθέτηση της συμβάσεως καθ’ εαυτήν δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία. Βεβαίως, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση ενοχής εν γένει. Μερικές φορές, όμως, είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει, όταν το βιοτικό γεγονός και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομο, ως αντίθετο προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 ΑΚ της μη προκλήσεως δηλαδή υπαιτίως ζημίας σε άλλον, ή εφόσον θα ήταν καθεαυτό αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, κατ’ άρθρο 919 ΑΚ. Πρόκειται, δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί και αδικοπραξία χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις περί πωλήσεως και η δεύτερη στην αδικοπραξία με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 1115/2015, ΑΠ 292/2015, ΑΠ 1381/2013 Νόμος).

6.β. Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται, ότι δεν είναι νόμιμη η ένδικη αγωγή, διότι ο ενάγων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 614/2006 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με βάση ισόποση, της επικαλούμενης – επίδικης οικονομικής ζημίας, επιταγή, η οποία δόθηκε προς εξασφάλιση του ποσού των 120.000 Ε, με την οποία διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε ο συνεναγόμενός του Α. Ν. αλλά και ο «ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Τ.», εις ολόκληρον ο καθένας τους, να καταβάλουν το ποσό των 120.000 Ε στον ενάγοντα. Ο παραπάνω λόγος όμως δεν είναι νόμιμος, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, διότι επί συρροής αξιώσεων, όπως εν προκειμένω, μόνο η εξ ολοκλήρου ικανοποίηση της μίας αξιώσεως επιφέρει την απόσβεση και της άλλης, γεγονός που ουδόλως, ούτε καν ακροθιγώς, επικαλείται εν προκειμένω ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ο οποίος απλώς υποστηρίζει, ότι η έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής συνιστά ικανοποίηση της ένδικης αξιώσεως.

7. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Α. Ν. και τον εκκαλούντα Ν. Π.από το έτος 1990. Το έτος 2004 αυτοί του γνωστοποίησαν ότι ασχολούνται με το Χρηματιστήριο και σχετικές με αυτό επενδύσεις. Η κοινωνική γνωριμία και φιλία μεταξύ των ανωτέρω έλαβε και τη μορφή της οικονομικής συνεργασίας το έτος 2004. Εντός του έτους 2004 και πιο συγκεκριμένα μέχρι και τον Οκτώβριο του αυτού έτους ο ενάγων παρέδωσε στους ανωτέρω διάφορα ποσά για επένδυση και έλαβε την υποσχεθείσα από αυτούς απόδοση. Στη συνέχεια και ειδικότερα το Δεκέμβριο του 2004 οι Α. Ν. και Ν. Π. πρότειναν στον ενάγοντα να επενδύσει άμεσα στην αγορά παραγώγων πετρελαίου, διαβεβαιώνοντάς τον ότι επρόκειτο για μία εξαιρετικά επωφελή από οικονομική άποψη επένδυση με σίγουρη απόδοση κέρδους και ταυτόχρονα συνέστησαν στον ενάγοντα να αποφασίσει άμεσα την σχετική επένδυση, γιατί αυτή θα ήταν για λίγο ακόμα καιρό επικερδής, και επιπλέον διευκρίνισαν ότι απαιτούμενη προϋπόθεση της συγκεκριμένης επένδυσης ήταν η επένδυση μεγάλου κεφαλαίου, της τάξης των 150.000 Ε. Ο ενάγων, δελεασθείς από τις κατηγορηματικές δηλώσεις και διαβεβαιώσεις αυτών περί αποδοτικής επένδυσης, τους έδωσε προς επένδυση στις αρχές Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 20.000 Ε. Οι Α. Ν. και Ν. Π., ενόψει των επιφυλάξεων και της διστακτικότητας του ενάγοντος, ο οποίος προβληματίστηκε για το «απαιτούμενο» για την επένδυση μεγάλο ποσό, τον διαβεβαίωσαν ότι σε κάθε περίπτωση η επένδυσή του ήταν εξασφαλισμένη, αφού και οι δύο είχαν μεγάλη ακίνητη περιουσία. Περαιτέρω, οι ανωτέρω, προκειμένου να κάμψουν την διστακτικότητα του ενάγοντος, του παρέδωσαν μία συναλλαγματική, ποσού 100.000 Ε, λήξεως 29.12.2004, ατελή βέβαια, ως προς την υπογραφή του εκδότη, που ωστόσο όμως, λόγω των μακροχρόνιων φιλικών σχέσεων, συνετέλεσε στο να καμφθούν οι επιφυλάξεις του ενάγοντος, ο οποίος πεισθείς στις διαβεβαιώσεις αυτών, τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, εμπιστευόταν λόγω φιλίας, περί ασφαλούς και αποδοτικής επένδυσης, παρέδωσε σ’ αυτούς στα τέλη Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 100.000 Ε, δηλαδή συνολικά 120.000 Ε. Οι Α. Ν. και Ν. Π. διαβεβαίωσαν τον ενάγοντα ότι η επένδυση θα του απέφερε μέχρι τις 10.3.2005 κέρδος 40.000 Ε και έτσι αυτός θα εισέπραττε συνολικά 160.000 Ε. Προκειμένου δε να πείσουν τον ενάγοντα περί της αδιαμφισβήτητης είσπραξης του ποσού αυτού και προς το σκοπό διευκόλυνσης της καταβολής του, ο Α. Ν. εξέδωσε σε διαταγή του ενάγοντος την υπ’ αριθμ. … ισόποση επιταγή της Λ. Τράπεζας, με ημερομηνία εκδόσεως 10.3.2005. Η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπροθέσμως προς πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα. Ο ενάγων, ανήσυχος λόγω της μη πληρωμής της επιταγής, απευθύνθηκε στους Α. Ν. και Ν. Π., οι οποίοι του συνέστησαν να μην ανησυχεί, διότι «…τα χρήματα ήταν μπλοκαρισμένα σε τράπεζα του εξωτερικού…». Στις επίμονες και συνεχείς ενοχλήσεις του ενάγοντος, οι ανωτέρω κωλυσιεργούσαν και στα πλαίσια της τακτικής καθυστέρησης χορήγησαν στα τέλη Νοεμβρίου 2005 στον ενάγοντα μία νέα συναλλαγματική, ποσού 190.000 Ε, λήξεως στις 24.1.2006 και αποδοχής μίας αλλοδαπής εταιρείας, με έδρα το Λουξεμβούργο, η οποία επίσης ήταν ατελής ως προς τα στοιχεία του τόπου έκδοσης και πληρωμής, ανεξάρτητα από τη δυσχέρεια δικαστικής επιδίωξης πληρωμής του ποσού αυτής κατά του αλλοδαπού αποδέκτη. Ο ενάγων, θορυβημένος από την εξέλιξη αυτή, συνέχισε να ενοχλεί τους Α. Ν. και Ν. Π., οι οποίοι στις αρχές του έτους 2006 του μεταβίβασαν με οπισθογράφηση μία (μεταχρονολογημένη) επιταγή της Σ. Τράπεζας Τ. με αριθμό … ποσού 120.000 Ε, (όσο και το ποσό επένδυσης του ενάγοντος), εκδόσεως της ποδοσφαιρικής ομάδας του Αθλητικού Ομίλου Τ. με ημερομηνία εκδόσεως στις 14.6.2006. Συγκεκριμένα ο εναγόμενος Ν. Π. ως πρόεδρος του παραπάνω αθλητικού σωματείου υπέγραψε την ανωτέρω επιταγή, η οποία ήταν σε διαταγή του Α. Ν., ο οποίος με τη σειρά του την οπισθογράφησε στον ενάγοντα, που επέστρεψε την πρώτη χορηγηθείσα σ’ αυτόν επιταγή, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν πληρώθηκε, επειδή ήταν ακάλυπτη. Ο ενάγων με βάση την παραπάνω, δεύτερη κατά σειρά, επιταγή υπέβαλε αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 614/2006 διαταγή πληρωμής κατά του ανωτέρω αθλητικού σωματείου και του Α. Ν., ο οποίος, ενώ αρχικώς διέθετε αξιόχρεη ακίνητη περιουσία, ήδη στερείται παντελώς ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην έχει εισπράξει την απαίτησή του.

Έναντι των αγωγικών ισχυρισμών ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών Ν. Π., ενώ αρχικά υποστηρίζει ότι η συναλλαγή με τον ενάγοντα απορρέει από χρηματιστηριακή συναλλαγή και έχει υποκύψει σε παραγραφή, στη συνέχεια αρνείται την αγωγή και διατείνεται ότι δεν είχε χρηματιστηριακού περιεχομένου συναλλαγή με τον ενάγοντα για την επένδυση χρημάτων, ο οποίος ισχυρίζεται ότι σε κάθε περίπτωση είναι έμπειρος επενδυτής, λόγω της ενασχόλησης με επενδύσεις κατά το παρελθόν, οπότε και ελάμβανε παραστατικά έγγραφα, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε ποτέ να πέσει θύμα απάτης. Προς απόδειξη των ισχυρισμών περί επενδυτικής εμπειρίας του ενάγοντος, ο εναγόμενος Ν. Π. προσκομίζει φωτοτυπίες παραστατικών από επενδύσεις του ενάγοντος στο παρελθόν. Το γεγονός ότι ο ενάγων έλαβε στο παρελθόν παραστατικά έγγραφα, δηλωτικά και αποδεικτικά της επένδυσης, στην οποία προέβαινε κάθε φορά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη – ερευνώμενη περίπτωση ο τελευταίος έπεσε θύμα απάτης και των δύο, Α. Ν. και Ν. Π., οι οποίοι προδήλως «προλείαναν» το έδαφος τεχνηέντως, όπως μετ’ επιτάσεως ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά της υπ΄αριθμ. 614/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με βάση την απλήρωτη επιταγή, ισόποση με την υποτιθέμενη επένδυσή του ενάγοντος, ο Α. Ν. άσκησε την από 27.12.2006 (κατάθ. δικογρ. 986/29.12.06) ανακοπή, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε του δικογράφου αυτής (κατά τη δικάσιμο της 7.2.2008), γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν ο ανακόπτων είχε επιχειρήματα ακύρωσης της διαταγής πληρωμής ή αν κινδύνευε αδίκως η περιουσία του. Εξάλλου ο βασικός ισχυρισμός του ενάγοντος περί εξαπάτησής του από τους εναγόμενους αποδεικνύεται πλήρως και από τις με ημερομηνία 9.3.2009 προανακριτικές καταθέσεις, αλλά και τις από 18.6.2010 ενώπιον του Ανακριτή Λάρισας καταθέσεις των μαρτύρων Α. Κ. και Γ. Α., οι οποίοι εξετάστηκαν στα πλαίσια άσκησης ποινικής δίωξης κατά των εναγομένων για απάτη, πράξη για την οποία παραπέμφθηκαν να δικαστούν με το υπ’ αριθμ. 185/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, παραπομπή που κατέστη αμετάκλητη, λόγω απόρριψης έφεσης κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος. Τέλος, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών Ν. Π., αρνούμενος τους ισχυρισμούς του ενάγοντος περί εξαπάτησής του και οικονομικής ζημίας του, υποστηρίζει ότι η μόνη συναλλαγή που πραγματοποίησε με τον ενάγοντα απορρέει από ένα δάνειο ποσού 15.000 Ε, που έλαβε από τον ενάγοντα για την αντιμετώπιση των αναγκών της ποδοσφαιρικής ομάδας «Αθλητικός Όμιλος Τ.», της οποίας ήταν πρόεδρος, το οποίο θα απέδιδε έντοκα καταβάλλοντας το ποσό των 20.000 Ε, το οποίο έχει ήδη εξοφλήσει. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών εφεύρε προδήλως τον ισχυρισμό περί δανείου, ισόποσου με το ποσό των 20.000 Ε που δόθηκε αρχικά από τον ενάγοντα, για να συσκοτίσει την επιμέρους αυτή δοσοληψία, εκλαμβάνοντας αυτός εσφαλμένα ότι ο ενάγων εμπλέκει τον ίδιο μόνο στο συγκεκριμένο ποσό, πλην όμως από το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων δεν διαχωρίζει την ανάμειξη των δύο, Α. Ν. και Ν. Π. στην επίδικη συναλλαγή, αλλά αντιθέτως εκθέτει ότι και οι δύο από κοινού τον εξαπάτησαν και από κοινού εισέπραξαν το ποσό των 120.000 Ε.

Η παραπάνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των ανωτέρω, που συνιστά και αστική απάτη σε βάρος του ενάγοντος, πέραν της περιουσιακής ζημίας του τελευταίου, προκάλεσε σ` αυτόν και ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, ένεκα των οποίων αυτός υπέστη και ηθική βλάβη. Για την αποκατάσταση αυτής, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας του πταίσματος του εναγομένου, της έκτασης της ζημίας του ενάγοντος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ενάγοντος και εναγομένου, Ν. Π., και των εν γένει περιστάσεων τελέσεως του αδικήματος, πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 3.000 Ε. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή…