337/2015 ΤριμΕφΛάρ (Επί χρησιδανείου υποχρέωση χρησάμενου σε απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη, άλλως υπερημερία του και αποζημίωση του χρήστη για θετική ζημία ως και διαφυγόν κέρδος εκ της μη εκμετάλλευσής του. Δικαίωμα κυρίου του πράγματος – χρήστη να ασκήσει διεκδικητική αγωγή, αλλά και ενοχική εκ του χρησιδανείου με μνεία της σύμβασης και της λήξης))

337/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγήτρια: Πολυξένη Κυπαρίσση Δικηγόροι: Μαρία Μάνη, Κων. Χατζόπουλος, Αντ. Τίγκας

Επί χρησιδανείου υποχρέωση χρησάμενου σε απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη, άλλως υπερημερία του και αποζημίωση του χρήστη για θετική ζημία ως και διαφυγόν κέρδος εκ της μη εκμετάλλευσής του. Δικαίωμα κυρίου του πράγματος – χρήστη να ασκήσει διεκδικητική αγωγή, αλλά και ενοχική εκ του χρησιδανείου με μνεία της σύμβασης και της λήξης. Μη δυνατή επιδίκαση μη ή πλέον των αιτηθέντων, άλλως αναίρεση. Λόγοι έφεσης για νομικά ή πραγματικά σφάλματα της εκκαλουμένης, όπως παραβάσεις δικονομικών ορισμών που μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης. Υπερημερία Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ως προς την απόδοση χρησιδανεισθέντος ακινήτου εκ πταίσματός της αφού, καίτοι γνώριζε το χρόνο λήξης του χρησιδανείου και την εναντίωση των χρηστών – εναγόντων στην εξακολούθηση, δεν μερίμνησε έγκαιρα για μεταστέγαση του δημοτικού σχολείου. Αποδυνάμωση και μη εφαρμογή ρυμοτομικού σχεδίου περί δέσμευσης του ένδικου ακινήτου ως χώρου ανέγερσης κτιρίων κοινής ωφέλειας, ενόψει απόφασης διοικ. δικαστηρίου περί υποχρεωτικής άρσης της δέσμευσής του λόγω παρόδου χρόνου υπέρτερου του εύλογου.

{…} Aπό τις διατάξεις των άρθρων 810, 816 και 817 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση χρησιδανείου έχει ως περιεχόμενο την εκ μέρους του χρήστη παραχώρηση της χρήσης του κινητού ή ακινήτου πράγματος χωρίς αντάλλαγμα στον χρησάμενο, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, που μπορεί να συναφθεί είτε για αόριστο είτε για ορισμένο χρόνο (βλ. ΑΠ 1913/2008). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 του ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 810 μέχρι 819 του ίδιου Κώδικα για το χρησιδάνειο, προκύπτει ότι ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, σε περίπτωση που έχει αυτό δοθεί ως χρησιδάνειο δικαιούται μετά την λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοση του πράγματος τόσο τη διεκδικητική αγωγή, όσο και την ενοχική αγωγή εκ του χρησιδανείου. Σε περίπτωση δε επιλογής άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση χρησιδανείου, στο δικόγραφο αυτής πρέπει να αναφέρεται η σύμβαση χρησιδανείου και η λήξη αυτής κατά νόμιμο τρόπο (βλ. ΟλΑΠ 170/2003, ΑΠ 958/2004, ΑΠ 757/2008). Σε περίπτωση μη επιστροφής του χρησιδανεισθέντος πράγματος κατά την ορισθείσα ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση κατά τα άρθρα 341 παρ. 1 και 343 παρ. 1 ΑΚ. Η αποζημίωση δε αυτή είναι δυνατό να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας, όσο και του διαφυγόντος κέρδους του χρήστη. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, η αποζημίωση που οφείλεται, είτε από αδικοπραξία είτε από τη σύμβαση, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία) (βλ. ΑΠ 449/2014). Εάν το χρησιδάνειο αφορά ακίνητο και ο χρησάμενος δεν απέδωσε αυτό κατά τη λήξη του, ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει ως αποζημίωση το διαφυγόν κέρδος, ήτοι εκείνο που με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδοκούσε να λάβει από την εκμετάλλευση του ακινήτου του από την ημέρα που έπρεπε να του επιστραφεί (άρθρο 298 ΑΚ), όπως είναι τα μισθώματα που θα ελάμβανε από την εκμίσθωσή του (βλ. ΕφΠειρ 113/1994 Δνη 35. 1725).

Στην προκειμένη περίπτωση με τις από 22.10.2008 και 2.6.2008 και με αριθμ. κατ. 1090/2008 και 719/2009 αγωγές τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες -εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι με την αρχικώς εναγόμενη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. κατήρτισαν σύμβαση χρησιδανείου του περιγραφομένου στις ανωτέρω αγωγές τμήματος ενός οικοπέδου τους, εκτάσεως 1.726,65 τμ μετά του επ’ αυτού κτίσματός του, συγκυριότητας της πρώτης εξ αυτών κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και καθενός εκ των λοιπών κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου, ότι κατά τη λήξη του ανωτέρω χρησιδανείου στις 30.6.2007 η εναγομένη δεν τους απέδωσε το χρησιδανεισθέν ακίνητό, τους ζήτησαν δε για την ανωτέρω αιτία, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει κατά το ανήκον σ’ αυτούς ποσοστό εξ αδιαιρέτου με την πρώτη το συνολικό ποσό των 150.000 Ε ως αποζημίωση χρήσης για την από την καθυστέρηση απόδοσης ζημία τους, συνισταμένη στα απωλεσθέντα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1.7.2007 μέχρι 31.10.2008 και με τη δεύτερη το συνολικό ποσό των 70.000 Ε ως αποζημίωση χρήσης για την από την καθυστέρηση απόδοσης ζημία τους, συνισταμένη στα απωλεσθέντα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1.11.2008 μέχρι 31.5.2009, νομιμοτόκως αμφότερα τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής. Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία ορθά κρίθηκε ότι αφορούν διαφορά ιδιωτικού δικαίου που δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του νόμου 1406/1983 ιδίως του άρθρου 1 παρ. 2 στοιχ. η’ , 2 παρ. 2 και 9 παρ. 1 στοιχ. γ’ και 2 αυτού, με τα οποία καθιερώνεται η δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για διαφορές από αδικοπραξία των οργάνων των ΟΤΑ (άρθρα 105 – 106 ΕισΝΑΚ) από 11.6.1985 (βλ. και ΕφΠατρ 263/2008), αφού η περιγραφόμενη στις ανωτέρω αγωγές παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της αρχικώς εναγομένης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ. φέρεται να τελέσθηκε στα πλαίσια σύμβασης χρησιδανείου, η οποία έληξε και κατά συνέπεια η τελευταία είχε υποχρέωση να αποδώσει στους ενάγοντες το χρησιδανεισθέν πράγμα, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. με τις προτάσεις της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επίσης με την εκκαλουμένη ορθά κρίθηκε ότι οι ανωτέρω αγωγές είναι ορισμένες, εφόσον περιέχουν όλα τα κατά νόμο στοιχεία για το ορισμένο αυτών (τη σύμβαση χρησιδανείου, τη λήξη αυτής, την παρακράτηση του χρησιδανεισθέντος μετά τη λήξη της σύμβασης, ζημία), όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. με τον πρώτο λόγο της από 16.2.2010 και με αριθμ. κατ. 23/17.2.2010 (αριθμ. κατ. 198/21.2.2014) έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με την εκκαλουμένη έγιναν εν μέρει δεκτές ως ουσία βάσιμες οι ανωτέρω αγωγές, κατά της απόφασης δε αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που αναφέρουν σ’ αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, οι εκκαλούντες της από 12.2.2010 και με αριθμ. κατ. 21/12.2.10 (αριθμ. κατ. 200/24.2.10) έφεσης να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνουν δεκτές οι αγωγές τους στο σύνολό τους και η εκκαλούσα της από 16.2.2010 και με αριθμ. κατ. 23/17.2.10 (αριθμ. κατ. 198/21.2.14) έφεσης να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθούν οι ανωτέρω αγωγές στο σύνολό τους.

Από τα άρθρα 68 και 106 ΚΠολΔ προκύπτει ότι εκτός από τις θεσπιζόμενες από το νόμο ειδικές αποκλίσεις, τα πολιτικά Δικαστήρια δεν παρέχουν έννομη προστασία αυτεπαγγέλτως αλλά, μόνον ύστερα από την υποβολή εκ μέρους των διαδίκων σχετικής αίτησης. Η προστασία αυτή περιορίζεται στα όρια που καθορίζει η εκάστοτε υποβαλλόμενη αίτηση, χωρίς ο Δικαστής να μπορεί να τα υπερβεί. Έτσι δεν μπορεί να επιδικάσει κάτι που δεν έχει ζητηθεί ή άλλο από εκείνο που έχει ζητηθεί ή πέρα από εκείνο που ζήτησαν οι διάδικοι, γιατί αλλιώς θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 207/1971 ΝοΒ 23. 1037, ΕφΑθ 8324/1985 Δνη 27. 133). Λόγοι δε έφεσης (άρθρο 520 ΚΠολΔ) μπορεί να είναι και παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, αναφερόμενα σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τέτοια σφάλματα αποτελούν και οι παραβάσεις δικονομικών ορισμών που μπορούν, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης εναντίον της (βλ. ΕφΑθ 7553/1979 Δνη 20. 689 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κρίνοντας επί της από 22.10.2008 και με αριθμ. κατ. 1090/08 αγωγής επεδίκασε στους ενάγοντες κατά τα ανήκοντα σ’ αυτούς ποσοστά συγκυριότητας του αναφερομένου σ’ αυτή ακινήτου αποζημίωση χρήσης για δεκαπέντε μήνες του χρονικού διαστήματος από Ιούλιο 2007 μέχρι και Μάιο του έτους 2009, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημά τους, δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και ο περί του αντιθέτου τελευταίος λόγος της από 12.2.2010 και με αριθμ. κατ. 21/12.2.10 (αριθμ. κατ. 200/24.2.10) έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των από 1.4.1974 και 13.3.1976 ιδιωτικών συμφωνητικών μισθώσεως και μετά την τήρηση των νομίμων διαδικασιών, η πρώτη ενάγουσα Ε. χήρα Β. Κ. και ο δικαιοπάροχος των λοιπών εναγόντων Ι.Χ. εκμίσθωσαν στο Ελληνικό Δημόσιο μια οικοπεδική έκταση 2.500 τμ, της οποίας ήταν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρίαν, μετά των επ’ αυτής κτισμάτων, ήτοι ενός ισογείου οικοδομήματος κεραμοσκεπούς και λιθόκτιστου (διδακτηρίου) αποτελούμενου από εννέα αίθουσες διαστάσεων 7 Χ 7 μ., ενός WC, διαδρόμου και χώρου διαστάσεων 2 X 2 μ., συνολικού εμβαδού 800 τμ περίπου και μιας αποθήκης διαστάσεων 4 Χ 4 μ. περίπου για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου Τ.. Η ανωτέρω έκταση βρίσκεται στα Τ. και περικλείεται από τις οδούς Φ., Π., Π. και Τ., αποτελεί δε τμήμα ενός ευρύτερου ακινήτου των ως άνω εκμισθωτών συνολικής έκτασης 4.065,89 τμ, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από 10.11.2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Π. σε τρία τμήματα (A, Β και Γ), εμβαδού το καθένα από αυτά 2.000 τμ, 1698,03 τμ και 367,86 τμ αντίστοιχα. Η πρώτη ενάγουσα κατέστη συγκυρία του ανωτέρω ακινήτου κατά το προαναφερόμενο ποσοστό δυνάμει των αριθμ. …/1955, …/1956 και ../1987 συμβολαίων των συμβολαιογράφων Α. Κ. και Β. Μ., που νόμιμα μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τ. στους τόμους … και στους αριθμούς …, αντίστοιχα. Με το υπ’ αριθμ. …/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Β. Μ., που μεταγράφτηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Τ. στον τόμο … με αριθμό …, ο ανωτέρω εκμισθωτής Ι. Χ. μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, το ιδανικό μερίδιο συγκυριότητάς του εξ αδιαιρέτου στο μίσθιο ακίνητο στους δεύτερη, τρίτη, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων, κατ’ ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί έγιναν συγκύριοι του μισθίου ακινήτου κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου ο καθένας και υπεισήλθαν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από την προαναφερόμενη σύμβαση μίσθωσης. Επίσης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού μισθωτή Ελληνικού Δημοσίου υπεισήλθε ως μισθώτρια η αρχικώς εναγομένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2218/1994 και πδ161/2000. Η μίσθωση αυτή έληξε, μετά από καταγγελία των εναγόντων – εκμισθωτών, στις 31.10.2003.

Με την υπ’ αριθμ. 142/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτής έφεσης με την υπ’ αριθμ. 534/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η Nομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. υποχρεώθηκε να αποδώσει στους εκμισθωτές τη χρήση του μισθίου ακινήτου, στο οποίο και εγκαταστάθηκαν οι ενάγοντες αφού προηγουμένως έγινε σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση και δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/22.6.2006 έκθεσης βιαίας αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή Ν. Τ.. Επειδή όμως η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ., έως τον ως άνω χρόνο αποβολής της από το μίσθιο (22.6.2006), δεν είχε προβεί στις ενέργειες εκείνες που ήταν αναγκαίες για την εξεύρεση χώρου προς στέγαση του ως άνω δημοτικού σχολείου, μέσω της προβλεπόμενης διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού που ορίζεται στο ΠΔ 242/1996, ο χρόνος δε που μεσολαβούσε μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (2006), κατά την οποία άρχιζε το νέο σχολικό έτος, δεν επαρκούσε προς τούτο, αναγκάστηκε να απευθυνθεί εκ νέου στους ενάγοντες και τους ζήτησε, λόγω κατεπείγοντος, να της εκμισθώσουν, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, για χρονικό διάστημα 6 μηνών, το ανωτέρω ακίνητο, ενόψει και του ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Τ. είχε αποφασίσει ομόφωνα, με την υπ’ αριθμ. …/6.7.2006 απόφασή του, την αναγκαστική απαλλοτρίωσή του και εκκρεμούσε απόφαση του ίδιου Δημοτικού Συμβουλίου, μετά την από 28.7.2006 εισήγηση του Διευθυντή του Δήμου, για απευθείας εξαγορά αυτού, αντί τιμήματος που θα καθόριζε το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, για την οριστική επίλυση του στεγαστικού προβλήματος του ως άνω δημοτικού σχολείου. Έτσι την 1.8.2006 συνήφθη μεταξύ των εναγόντων και της αρχικώς εναγομένης, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον Νομάρχη, σύμβαση μίσθωσης, για την οποία συντάχθηκε το με ίδια χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, με την οποία οι ενάγοντες εκμίσθωσαν στην ανωτέρω εναγομένη τμήμα της παραπάνω οικοπεδικής έκτασης 2.000 τμ, μετά των επ’ αυτής κτισμάτων για τη στέγαση του ως άνω σχολείου, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2006 έως 31.1.2007, αντί μισθώματος 5.000 Ε μηνιαίως. Στο ως άνω συμφωνητικό μνημονεύτηκαν οι προαναφερόμενοι λόγοι, που επέβαλαν την κατάρτιση της βραχυχρόνιας αυτής μίσθωσης, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 16 παρ. 2α του ΠΔ 242/1996, ήτοι η κατεπείγουσα ανάγκη στέγασης του δημοτικού σχολείου λόγω της έναρξης του νέου σχολικού έτους και η επικείμενη εξαγορά του επιδίκου ακινήτου από τον Δήμο Τ., ενώ συμφωνήθηκε η καταβολή εκ μέρους της εναγομένης αποζημίωσης χρήσης ύψους 5.000 μηνιαίως σε περίπτωση που παρέμενε στη χρήση του μισθίου μέχρι την 30.6.2007 και η καταβολή αποζημίωσης χρήσης προσδιοριζόμενη επί του καταβληθέντος κατά το προηγούμενο μισθωτικό διάστημα μηνιαίου μισθώματος προσαυξημένη ως εξαναγκαστικό μέσο (ποινική ρήτρα) σε ποσοστό 30% σε περίπτωση που παρέμενε στη χρήση του μισθίου και μετά την ανωτέρω ημερομηνία και για κάθε έτος. Με το ίδιο συμφωνητικό καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και σύμβαση χρησιδανείου, με την οποία οι ενάγοντες παραχώρησαν στην αρχικώς εναγομένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση τμήματος του προαναφερόμενου ακινήτου τους, έκτασης κατά την αναγραφή στο συμφωνητικό 1.726,65 τμ και κατά ακριβέστερη καταμέτρηση 1.698,03 τμ, μετά του επ’ αυτής κτιρίου εμβαδού 400 τμ περίπου, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του δημοτικού σχολείου Τ.. Η διάρκεια του χρησιδανείου αυτού συμφωνήθηκε για ένδεκα μήνες, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.8.2006 έως 30.6.2007 και με τη ρητή υποχρέωση εκ μέρους της χρησάμενης – εναγομένης να αποδώσει την έκταση αυτή τους χρήστες – ενάγοντες με τη λήξη του χρησιδανείου, ήτοι την 30.6.2007. Το χρησιδανεισθέν τμήμα του ακινήτου αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα και αποτελεί το τμήμα Β του όλου οικοπέδου, περικλείεται από τα στοιχεία Α-Β-2-7-29-28-27-Α και συνορεύει βορείως με ιδιοκτησία αγνώστου, νοτίως με την οδό Φ., ανατολικώς με την μισθωμένη έκταση των 2.000 τμ και δυτικώς με υπόλοιπη έκταση του ιδίου ακινήτου εμβαδού 367,86 τμ (τμήμα Γ).

Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. έκανε χρήση του χρησιδανεισθέντος ακινήτου των εναγόντων κατά το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα, κατά τη λήξη όμως της σύμβασης χρησιδανείου δεν το απέδωσε στους ενάγοντες και συνέχισε να το χρησιμοποιεί παρά τη θέληση των εναγόντων, η οποία είχε ήδη εκφρασθεί με την από 19.6.2007 εξώδικη πρόσκληση που της απηύθυναν οι ενάγοντες προς απόδοσή του κατά τη λήξη του ορισθέντος με τη σύμβαση χρόνου. Ακολούθως, οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την από 7.6.2008 και με αριθ. κατ. 616/2008 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστούν συννομείς του ακινήτου και να υποχρεωθεί η εναγομένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. να τους αποδώσει το παραπάνω ακίνητό τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 191/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία υποχρεώθηκε η εναγομένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. να τους το αποδώσει, ενώ με την υπ’ αριθμ. …/19.6.2009 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή Ν. Τ. έγινε η εκτέλεση της απόφασης αυτής και οι ενάγοντες εγκαταστάθηκαν στο ακίνητό τους. Η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων κατέστη ήδη αμετάκλητη, καθόσον δεν ασκήθηκε κατ’ αυτής κανένα ένδικο μέσο.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. κατέχοντας και χρησιμοποιώντας το ανωτέρω ακίνητο των 1.698,03 τμ μετά τη λήξη του χρησιδανείου κατέστη υπερήμερη περί την απόδοσή του και η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε πταίσμα των αρμοδίων οργάνων της, τα οποία μολονότι γνώριζαν το χρόνο λήξης του χρησιδανείου αυτού και ότι οι ενάγοντες πριν από τη λήξη του είχαν εναντιωθεί στην εξακολούθηση της παραμονής της στο χρησιδανεισθέν ακίνητο, αφού της είχαν επιδώσει την από 19.6.2007 εξώδικη πρόσκληση προς απόδοσή του κατά τη λήξη του ορισθέντος με τη σύμβαση χρόνου (βλ. προσκομιζόμενη με ημερομηνία 19.6.2007 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση και την υπ’ αριθμ. …/20.6.07 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ν. Τ.), δεν μερίμνησαν έγκαιρα ως όφειλαν για την μεταστέγαση του δημοτικού σχολείου που εξυπηρετούσε το συγκεκριμένο οικοπεδικό τμήμα και την απόδοση αυτού στους ενάγοντες. Με τον τρόπο αυτόν οι ενάγοντες στερήθηκαν από υπαιτιότητα της εναγομένης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης τη χρήση της ιδιοκτησίας τους, αφού κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα εκμίσθωναν το συγκεκριμένο οικοπεδικό τμήμα μετά του επ’ αυτού κτιρίου του σε τρίτους λαμβάνοντας μισθώματα μετά τη λήξη του χρησιδανείου. Συνεπώς, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης περί ελλείψεως πταίσματος στην καθυστέρηση απόδοσης του χρησιδανεισθέντος ακινήτου, γι’ αυτό και ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της από 16.2.2010 και με αριθμ. κατ. 23/17.2.10 (αριθμ. κατ. 198/21.2.14) έφεσης της εκκαλούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ολόκληρο το οικόπεδο των εναγόντων, ήτοι η έκταση των 4.065,89 τμ, με την αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Τ., η οποία εγκρίθηκε με την αριθμ. …/1988 απόφαση του Νομάρχη Τ. (ΦΕΚ 640/5.9.1988, τ. Δ’), καθορίστηκε ως χώρος για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας. Το τμήμα της ιδιοκτησίας τους των 2.000 τμ, που είχαν μισθώσει όπως προαναφέρθηκε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2006 έως 31.1.2007, είχε καθοριστεί ως χώρος τοπικού εμπορικού και πολιτιστικού κέντρου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας τους, ήτοι αυτό των 1.698,03 τμ, το οποίο είχαν χρησιδανείσει στη Ν.Α. Τ. και αυτό των 367,86 τμ, είχαν καθοριστεί ως χώρος βρεφικού σταθμού και νηπιαγωγείου (βλ. το αριθμ. πρωτ. …/2007 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας Τ. με το συνημμένο διάγραμμα, που απεικονίζει την ιδιοκτησία των εναγόντων με την αναγραφή των επιτρεπόμενων χρήσεων). Ο καθορισμός αυτός είχε ως συνέπεια την απαγόρευση διάθεσης του ακινήτου των εναγόντων για άλλο σκοπό. Επειδή έκτοτε δεν ακολούθησε κάποια ενέργεια της διοίκησης για την προώθηση της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, οι ενάγοντες υπέβαλαν προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ. αίτηση με την οποία ζητούσαν την άρση της νομικής και οικονομικής δέσμευσης της ιδιοκτησίας τους, τον αποχαρακτηρισμό της έκτασης αυτής ως χώρου για την ανέγερση κοινωφελών κτιρίων και την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς μετά την άπρακτη παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας από την υποβολή της, ήτοι την 9.1.2004. Κατά της σιωπηρής αυτής άρνησης της Διοίκησης να αποφανθεί στη αίτησή τους οι ενάγοντες άσκησαν την από 1.3.2004 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων, επί της προσφυγής δε αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 377/2005 απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι από την επιβολή της δέσμευσης του ακινήτου των εναγόντων μέχρι την υποβολή της αίτησής τους για άρση της δέσμευσης αυτής παρήλθε χρονικό διάστημα 15 ετών, που υπερβαίνει τα εύλογα όρια εντός των οποίων θα ήταν συνταγματικά ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας των και συνεπώς η άρση του επιβληθέντος βάρους ήταν υποχρεωτική για τη Διοίκηση και ακυρώθηκε η άρνηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ. να αποχαρακτηρίσει το δεσμευμένο ακίνητο των εναγόντων ως χώρου για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας, η υπόθεση δε αναπέμφθηκε στη Διοίκηση προκειμένου να άρει τον χαρακτηρισμό αυτό με τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου. Σημειωτέον ότι κατά της προαναφερόμενης απόφασης ασκήθηκε εκ μέρους του εναγομένου η από 13.2.2006 έφεση, η οποία όμως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ’ αριθμ. 314/22.5.2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής απόφασης το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Τ. με την υπ’ αριθμ. …/20.3.2008 απόφασή του αποφάσισε την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της έκτασης των 2.000 τμ, την οποία οι ενάγοντες είχαν εκμισθώσει κατά τα ανωτέρω στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Τ., ενώ το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγόντων, στο οποίο περιλαμβάνεται η προπεριγραφείσα χρησιδανεισθείσα έκταση, με την ίδια απόφαση αποχαρακτηρίσθηκε από χώρος Νηπιαγωγείου, Βρεφικού Σταθμού, Τοπικού Εμπορικού και Πολιτιστικού Κέντρου. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. …/24.2.2009 απόφαση του Νομάρχη Τ., με την οποία πλέον τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως Τ. προς συμμόρφωση με την προαναφερόμενη με αριθμό 377/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων.

Ωστόσο, η έκδοση της ως άνω δικαστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου διοικητικού δικαστηρίου Τρικάλων την 30.11.2005, που βεβαιώνει την άρση της δέσμευσης της ιδιοκτησίας των εναγόντων, είχε ως συνέπεια την αποδυνάμωση του ρυμοτομικού σχεδίου, κατά το μέρος αυτό που έθιγε την ιδιοκτησία των εναγόντων. Κατά συνέπεια μετά και την έκδοση της ως άνω δικαστικής απόφασης το ρυμοτομικό σχέδιο δεν ήταν δυνατό πλέον να εφαρμοσθεί κατά το μέρος που καθόριζε το ακίνητο των εναγόντων ως χώρο για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας (βλ. και ΣτΕ 2663/2000). Συνεπώς ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.7.2007 έως 31.5.2009 δεν υφίστατο πολεοδομική δέσμευση για την ανέγερση εντός του ακινήτου των εναγόντων κτιρίων κοινής ωφέλειας, γι’ αυτό και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της από 16.2.2010 και με αριθμ. κατ. 23/17.2.10 (αριθμ. κατ. 198/21.2.14) έφεσης της εκκαλούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. {…}