332/2015 ΠεντΕφΛάρ (Αρμοδιότητα ΠεντΕφ επί διαφορών εκ σύμβασης εκπόνησης μελέτης με ΟΤΑ. Κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών μέσων κατά τη συζήτηση)
332/2015 Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγήτρια: Ευαγγελία Μήλιου Δικηγόροι: Στέφ. Κυριαζόπουλος, Κίμων Κυριακού
Αρμοδιότητα ΠεντΕφ επί διαφορών εκ σύμβασης εκπόνησης μελέτης με ΟΤΑ. Κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών μέσων κατά τη συζήτηση.
Έκδοση απόφασης κατά πιθανολόγηση και άμεση εκτελεστότητά της. Ισχύς των άνω και επί αξιώσεων αδικ. πλουτισμού εκ της εκτέλεσης έργου με προφορική και άρα άκυρη σύμβαση.
Μετά το ν. 3481/06 μη ανάγκη ενδικοφανούς προδικασίας επί αγωγής στην οποία δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικ. πράξης ή παράλειψης. Μη δέσμευση δικαστηρίου της παραπομπής πριν την τελεσιδικία της παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας απόφασης. Δυνατή κλήση για συζήτηση παραπεμφθείσας αγωγής πριν την άνω τελεσιδικία, δυνάμενη να θεωρηθεί ως σιωπηρή αποδοχή και παραίτηση από το δικαίωμα έφεσης, όπως τέτοια θεωρείται και η από τον αντίδικο του καλούντος παράσταση στο δικαστήριο της παραπομπής χωρίς προβολή ένστασης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1418/1984 «τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνι- κού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής του λαού», κατά δε την διάταξη της παρ. 3 του αυτού άρθρου «από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση». Σύμβαση δε για την εκτέλεση δημοσίων έργων είναι η, εξ επαχθούς αιτίας, έγγραφη συμφωνία, που καταρτίζεται μεταξύ του εργοδότη ή του φορέα κατασκευής του έργου και του αναδόχου για την κατασκευή του έργου με το προαναφερόμενο περιεχόμενο (ΑΠ 845/2009 Νόμος).
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 2 εδ. α’ του Ν. 1418/1984, οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) Α’ και Β’ βαθμού. Εξάλλου, κατά μεν τις δικονομικού χαρακτήρος διατάξεις του άρθρου 13 του ως άνω Νόμου (1418/1984) και ήδη 77 του Ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων», με τον τίτλο «Δικαστική επίλυση διαφορών», αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων, που προκύπτει από την κατασκευή δημοσίου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής, είναι το διοικητικό ή πολιτικό Εφετείο της περιφερείας, στην οποία εκτελείται το έργο (παρ. 1 και 2), το οποίο, κατά το άρθρο 64 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ συγκροτείται από πέντε Δικαστές.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, καθώς και εκείνων των άρθρου 2 παρ. 1 και 41 παρ. 14 του Ν. 3316/05, που αναφέρονται στην σύναψη και εκτέλεση όλων των δημοσίων συμβάσεων ανεξαρτήτως αξίας για την εκπόνηση μελετών και παροχή λοιπών υπηρεσιών μηχανικού και άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων για λογαριασμό του Δημοσίου, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ, ή λοιπών Οργανισμών του Δημοσίου, προκύπτει ότι οι διαφορές που προκύπτουν από σύμβαση για την εκπόνηση μελέτης, που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση του κοινού και που εκτελείται χάριν ΟΤΑ, ο οποίος είναι κύριος αυτού, υπάγονται στη δικαιοδοσία του Πενταμελούς Πολιτικού Εφετείου της περιφέρειας που βρίσκεται το έργο (ΕφΘεσ 445/2009 Νόμος).
Η ως άνω εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου συνδέεται και με διαφοροποίηση της διαδικασίας, με ιδιαιτέρως σημαντικού περιεχομένου δικονομικές ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 13 παρ. 4 εδ. α’ και β’ του Ν. 1418/1984 και 77 παρ. 4 εδ. α’ και β’ του Ν. 3669/2008). Η συζήτηση και η διεξαγωγή της αποδείξεως ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο, ανεξαρτήτως από την δικαιοδοσία στην οποία υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ιδίων Δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρείται στα πρακτικά και επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου ή Προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές (ΑΠ 1499/2009 Νόμος).
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προσφυγή ή αγωγή, που αναφέρεται σε διαφορά από δημόσια έργα, εκδικάζεται από το Εφετείο κατά την προαναφερόμενη ταχεία διαδικασία, η οποία ομοιάζει με αυτή των ασφαλιστικών μέτρων, αφού για την έκδοση της αποφάσεως αρκεί πιθανολόγηση, και, επομένως, η κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων μπορεί να γίνει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως (ΑΠ 1028/2007 Νόμος). Η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου και αντίστοιχα η προβλεπόμενη ειδική διαδικασία καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννιούνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, όπως συμβαίνει όταν η σύμβαση κατά παράβαση του αρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 καταρτίστηκε προφορικά, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συντρέχει συνεπώς ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1056/2014 Νόμος).
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Ν. 1418/1984, το οποίο προσετέθη με την παρ. 3 περ. α’ του άρθρου 4 του Ν. 3481/2006 (ΦΕΚ Α’ 162/2.8.2006) «Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης». Περαιτέρω, σε περίπτωση παραπομπής, το Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση δεν δεσμεύεται πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, αλλά δικαιούται και υποχρεούται να εξετάσει κι αυτό την ύπαρξη αρμοδιότητάς του. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει κώλυμα για την εισαγωγή με κλήση της αγωγής που παραπέμφθηκε προς συζήτηση πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης. Η εισαγωγή δε με κλήση της υπόθεσης στο Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης και κατά συνέπεια σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα της έφεσης (ΑΠ 321/1989 ΝοΒ 38. 1182). Το ίδιο ισχύει και για τον αντίδικο του καλούντος, ο οποίος παρίσταται στην συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής και δεν προβάλλει ένσταση περί της μη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, με τις, από και υπ’ αριθμ. καταθ. 1824 και 1823/27.12.2012 αγωγές, που τις άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ισχυρίσθηκε ότι μεταξύ αυτής και των εναγομένων Δήμων (ΟΤΑ) Ο. και Σ., στην θέση των οποίων υπεισήλθε αυτοδικαίως ο Δήμος Ε., καταρτίσθηκαν προφορικά, συμβάσεις εκπόνησης μελέτης και συγκρότησης σχετικού φακέλου για την πιστοποίηση και απόκτηση σημάτων από τον ΕΛΟΤ και το Υπουργείου Εσωτερικών για την ένταξη στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα «Διαμόρφωση παιδικών χαρών». Ότι η αμοιβή της συμφωνήθηκε στο ποσό των 5.000 Ε πλέον ΦΠΑ για κάθε παιδική χαρά και ότι εκτέλεσε το έργο προσηκόντως και παρέδωσε τις σχετικές μελέτες – φακέλους για τέσσερις παιδικές χαρές όσον αφορά τον πρώην Δήμο Ο. και για πέντε παιδικές χαρές όσον αφορά τον πρώην Δήμο Σ., αλλά οι τελευταίοι και ήδη ο Δήμος Ε. εξακολουθεί να της οφείλει την αμοιβή της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει το ποσό των 24.600 Ε, για κάθε μία από τις δύο αγωγές, νομιμότοκα από την 1.9.2010 (στην περίπτωση του Δήμου πρώην Ο.) και από τον Ιούνιο του 2010 (στην περίπτωση του Δήμου Σ.), άλλως από την επίδοση της αγωγής της, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.
Επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητας των εν λόγω συμβάσεων, επειδή καταρτίστηκαν προφορικά και χωρίς τη διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει τα ως άνω ποσά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επικαλούμενη ότι κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, συνεκδικάζοντας τις αγωγές αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 340/2013 οριστική του απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο να τις δικάσει και τις παρέπεμψε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην (και κατά τόπον) αρμοδίου. Ήδη, με τις 598 και 599/2014 αιτήσεις της ενάγουσας, νομίμως φέρονται προς συζήτηση οι δύο αγωγές ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 230 ΚΠολΔ), οι οποίες ως συναφείς και υπαγόμενες στην ίδια διαδικασία συνεκδικάζονται (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Το δικαστήριο δε τούτο έχει δικαιοδοσία, καθόσον με βάση τα ιστορούμενα στις αγωγές, δεν συνάγεται ότι θεσπίζεται με τις επίδικες συμβάσεις εκπόνησης μελετών, που συνήφθησαν ατύπως και προφορικώς, εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του εναγομένου ΟΤΑ βάσει ρητρών, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και θέτουν τον τελευταίο συμβαλλόμενο σε υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλομένης του, ενάγουσας και όπως προαναφέρθηκε είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (ως Δικαστήριο της περιφέρειας, στην οποία εκτελέσθηκαν τα επίδικα έργα) να τις δικάσει, αφού πρόκειται για αγωγές, που αφορούν την απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου Δήμου από την εκτέλεση των αναφερομένων έργων – μελετών.
Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει τελεσιδικία της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, όμως η, εκ μέρους της ενάγουσας, εισαγωγή της υποθέσεως με αιτήσεις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την μη προβολή ένστασης (περί της μη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης) εκ μέρους του εναγομένου, θεωρούνται ως σιωπηρή αποδοχή αμφοτέρων της παραπεμπτικής αποφάσεως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην έγγραφη προσθήκη αντίκρουση, που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η ενάγουσα, πέντε ημέρες μετά την συζήτηση της υπόθεσης, υποστηρίζει για πρώτη φορά ότι αρμόδιο Δικαστήριο καθ’ ύλην είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, δηλαδή εκείνο της παραπομπής. Περαιτέρω, οι αγωγές είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις προμνησθείσες διατάξεις, εκτός από το περί προσωρινής εκτελεστότητας παρεπόμενο αίτημα αυτών, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η απόφαση, που εκδίδει το παρόν Δικαστήριο είναι αμέσως εκτελεστή (βλ. σχετ. ΑΠ 1499/2009 Nόμος). {…}


