324/2015 ΤριμΕφΛάρ (Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού επί αμέλειας και ελαφράς αν δεν ενήργησε κατά θεμελιώδεις αρχές ιατρικής επιστήμης, εκτός αν ενήργησε όπως ο μέσος επιμελής ιατρός υπό ίδιες συνθήκες και με ίδια μέσα)

324/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγητής: Σπυρ. Μελάς Δικηγόροι: Χρυσή Βροντάκη, Θεόφιλος Κώτσιου, Ιωάν. Παπακωνσταντίνου

Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού επί αμέλειας και ελαφράς αν δεν ενήργησε κατά θεμελιώδεις αρχές ιατρικής επιστήμης, εκτός αν ενήργησε όπως ο μέσος επιμελής ιατρός υπό ίδιες συνθήκες και με ίδια μέσα. Ρύθμιση ιατρικής ευθύνης και με το νόμο προστασίας καταναλωτών και δη αφενός μεν για θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία αμέλειας»), αφετέρου δε για νόθο αντικειμενική ευθύνη οπότε ο ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει την παροχή υπηρεσιών, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο, όχι όμως και τη ζημιογόνα πράξη, ο δε ιατρός προς απαλλαγή του την ανυπαρξία παρανομίας και υπαιτιότητας ή αιτιώδους συνδέσμου ή τη συνδρομή λόγου άρσης της ευθύνης. Αγωγή κατά παθολογοανατόμου για εσφαλμένη διάγνωση ύπαρξης όγκου που οδήγησε σε χημειοθεραπείες, ενώ αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για μη τυπικό κυτταρικό νευρίνωμα. Δυνατή διατύπωση πλειόνων απόψεων για την αξιολόγηση του ίδιου υλικού αφού υπεισέρχεται ο υποκειμενικός παράγοντας. Απόδειξη ότι στη διάγνωση του εναγομένου θα κατέληγε πιθανότατα και ο μέσος συνετός ιατρός, αφού βάσει ευρημάτων οι πιθανότητες κακοήθειας είναι ο κανόνας και η ιατρική είναι πιθανολογική και όχι οντολογική επιστήμη.

{…} 5. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του -, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του.

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί Κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και, ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1270/1989, 230/1978).

Την ευθύνη αυτή του ιατρού, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει και η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β’), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ.α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β’) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5).

Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια.Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1693/2013 Νόμος).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 8 Μαρτίου 2001, η ενάγουσα, ηλικίας τότε 45 ετών, προσήλθε στο Γενικό Νοσοκομείο Λ. για να υποβληθεί σε γυναικολογικές εξετάσεις, όπου διαπιστώθηκε ή ύπαρξη ενός όγκου διαμέτρου 5,5 cm στην οπισθοπεριτοναϊκή περιοχή της πυέλου. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και αφαιρέθηκε ο όγκος. Ο όγκος αυτός προσκομίστηκε από συγγενείς ή φίλους της εκκαλούσας και πάντως όχι κατά παραπομπή από το Νοσοκομείο, στο ιδιωτικό ιατρείο του εναγόμενου, ο οποίος είχε αποκτήσει την ειδικότητα του παθολογοανατόμου και από δεκαετίας περίπου εξειδικεύεται στις ιστολογικές εξετάσεις. Ο εναγόμενος, αφού εξέτασε ιστολογικώς το εύρημα, συνέταξε ιστολογική έκθεση, στην οποία αναφέρει ότι: «η ιστολογική εξέταση έδειξε ότι πρόκειται για μεσεγχυματική εξεργασία με αυξημένη κυτταροβρίθεια που αποτελείται από ατρακτοειδή κύτταρα διατασσόμενα ενίοτε σε στροβιλλώδεις σχηματισμούς (storiform pattern). Οι κυτταρικοί χαρακτήρες είναι σε αρκετές θέσεις καλοήθεις μορφολογικά, συχνά όμως παρατηρούνται έντονες κυτταρικές ατυπίες με παρουσία ευμεγεθών ή ιδιαίτερα ευμεγεθών (bizzare) πυρήνων. Σημειούται ακόμη η παρουσία εκτεταμένων αθροίσεων αφρωδών ιστοκυττάρων, λεμφοκυτταρικών διηθήσεων και διατεταμένων αγγείων στο στρώμα», καταλήγοντας μετά την μικροσκοπική αυτή περιγραφή στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για «ιστολογική εικόνα κακοήθους ινώδους ιστιοκυττώματος (malignant fibrous histiocytoma) του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου.». Η ενάγουσα εξήλθε από το ως άνω Γενικό Νοσοκομείο Λ. στις 16.3.2001 και της συνεστήθη περαιτέρω έλεγχος και παρακολούθηση σε ογκολογική κλινική για χημειοθεραπεία. Προς τούτο νοσηλεύτηκε κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2001 έως 11.4.2001 στο Περιφερειακό Νοσοκομείο Α. «Ο Α. Σ.». Στο νοσοκομείο αυτό, χωρίς να επανεξετασθεί το υλικό της βιοψίας, η εκκαλούσα υποβλήθηκε, μετά τον αναγκαίο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο, στον πρώτο κύκλο συμπληρωματικής χημειοθεραπείας με το πενθήμερο σχήμα MAID και σε διαδοχικές εισαγωγές υποβλήθηκε συνολικά σε έξι κύκλους θεραπείας, ο τελευταίος των οποίων έγινε από 26.7.2001 έως 6.8.2001 και ο έλεγχος που έγινε έδειξε ότι η νόσος δεν είχε δώσει υποτροπή. Ακολούθησε μια ακόμα νοσηλεία από 9.8.2001 έως 14.8.2001, λόγω έντονης μυελοκαταστολής, η οποία αντιμετωπίστηκε με αντιβίωση, αυξητικούς παράγοντες και μεταγγίσεις, συνεστήθη δε σ’ αυτήν μετά την έξοδό της να υποβάλλεται περιοδικώς σε εργαστηριακό – απεικονιστικό έλεγχο. Στις 16.11.2001, ήτοι μετά παρέλευση τριμήνου περίπου από την ολοκλήρωση των κύκλων χημειοθεραπείας, επισκέφθηκε το παθολογοανατομικό τμήμα του Περιφερειακού Νοσοκομείου Π. «Τ.», ζητώντας την ανασκόπηση του υλικού βιοψίας, (πλακίδια και κύβοι παραφίνης) που έλαβε από τον εναγόμενο, προκειμένου να έχει μια δεύτερη ιατρική άποψη. Το υλικό εξετάσθηκε από το Διευθυντή του τμήματος Παθολογοανατομίας του ανωτέρω νοσοκομείου I. Ε., ο οποίος συνέταξε σχετική ιστολογική έκθεση, στην οποία αναφέρει ότι «συμφωνούμε με την περιγραφή των μικροσκοπικών χαρακτηρισμών της νεοπλασματικής επεξεργασίας από την αξιολόγηση των οποίων εγείρεται διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα μεταξύ όγκου από έλυτρα περιφερικών νεύρων, όγκου της ομάδας των ινωδών ιστιοκυττωμάτων και όγκου εκ λείων μυϊκών ινών. Τα ιστοχημικά και ανοσοϊστοχημικά ωστόσο ευρήματα (αρνητική PAS, θετική βιμεντίνη, αρνητική ακτίνη, αρνητική δεσμίνη, αρνητική CD34), είναι συνηγορητικά όγκου από έλυτρα των περιφερικών νεύρων. Ειδικότερα σημειώνεται η παρουσία θέσεων με εμφάνιση σβανώματος με εκφυλιστικές αλλοιώσεις (ancient schwannoma) και η ύπαρξη περιοχών κυτταροβριθούς σβανώματος. Επειδή η βιολογική συμπεριφορά του τελευταίου, παρά τον διαπιστωθέντα χαμηλό μιτωτικό δείκτη, είναι δύσκολο να καθοριστεί, θεωρούμε χρήσιμη την εξέταση του υλικού από εξειδικευμένο κέντρο». Κατόπιν της άποψης αυτής για εξέταση του υλικού από εξειδικευμένο κέντρο, εστάλησαν οι πρωτότυπες διαφάνειες των χρώσεων αυτού (υλικού) στην Ιατρική Σχολή HARVARD στο B. & W. HOSPITAL, που βρίσκεται στη Βοστώνη της Πολιτείας Μασσαχουσέτης, στις ΗΠΑ, όπου εξετάσθηκαν από το Διευθυντή της Χειρουργικής Παθολογίας του ανωτέρω νοσοκομείου C. D. M. F., ο οποίος θεωρείται αυθεντία στα νεοπλασματικά των μαλακών μορίων. Ο τελευταίος με την από 14 Δεκεμβρίου επιστολή του, απευθυνόμενος προς τον ιατρό I. Ε., αναφέρει ότι: «Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας ότι πρόκειται για καλοήθες νεόπλασμα του περινευρίου και ότι κατά φαινόμενα είναι ένα τυπικό κυτταρικό νευρίνωμα (σβάνωμα). Κακώσεις αυτού του είδους εμφανίζονται συνήθως στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο ή στο μεσοθωράκιο και παρουσιάζουν συχνά εκφυλιστική πυρηνική ατυπία παρόμοια με αυτή παλαιού νευρινώματος. Η συγκεκριμένη κάκωση όμως είναι κατά το πλείστον πολύ πιο κυτταρική με δεσμιδωτή εμφάνιση συμβατή με νεόπλασμα λείου μυός. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ανοσοχρώσεις σας δείχνουν έντονα και διάχυτα θετική πρωτεΐνη S-100 στην πλειοψηφία των κυττάρων του όγκου -πολύ περισσότερο από ότι θα περίμενε κανείς στην περίπτωση κακοήθους περιφερειακού όγκου του περινευρίου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν καμία ένδειξη πιθανής κακοήθειας. Ο κίνδυνος τυπικής υποτροπής είναι μικρός».

Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι για τη νόσο της καλούσας υπήρξαν τρεις γνωματεύσεις – διαγνώσεις, εκ των οποίων η δεύτερη μάλιστα δεν είναι οριστική αλλά τελεί υπό επιφύλαξη, γι αυτό και το δείγμα της βιοψίας στέλλεται στην Ιατρική Σχολή HARVARD στο B. & W. HOSPITAL, που βρίσκεται στη Βοστώνη της Πολιτείας Μασσαχουσέτης, στις ΗΠΑ. Ενώ μάλιστα ο καθηγητής C. D. M. F. έχει εκδόσει την ως άνω γνωμάτευσή του η εκκαλούσα προσήλθε στις 30.1.2002 στην Υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ η οποία, προκειμένου να ανεύρει εργασία στον ΟΑΕΔ, την έκρινε ανάπηρη σε ποσοστό 80% για τον αφαιρεθέντα όγκο και την χημειοθεραπεία στην οποία είχε υποβληθεί. Ανεξαρτήτως τούτων και ανεξαρτήτως του ποια γνωμάτευση είναι εγκυρότερη και ποια διάγνωση πλησιάζει προς την αλήθεια (από πουθενά δεν προκύπτει ότι η δεύτερη διάγνωση είναι ορθότερη της πρώτης) το ζήτημα είναι αν ο καθ ου η κλήση – εφεσίβλητος κατά τη διενέργεια της αυτοψίας και την εξαγωγή του πορίσματος -συμπεράσματός του τήρησε τους κανόνες επιμέλειας του επαγγέλματός του (lege artis).

Ο καθ’ ου η κλήση εφεσίβλητος εναγόμενος απέδειξε ότι τήρησε όλους τους κανόνες επιμέλειας για τη διενέργεια της εξέτασης. Ειδικότερα δεν αποδείχτηκε κακή και πλημμελής λειτουργία των μηχανημάτων που διαθέτει στο βιοχημικό εργαστήριο του, ούτε η ανωτέρω διάγνωση του οφείλεται σε σύγχυση των εξετάσεων της ενάγουσας με τις εξετάσεις άλλης ασθενούς. Δεν αποδείχτηκε σφάλμα από απροσεξία στην έκθεση του εναγομένου. Περί τούτου είναι σαφείς και κατηγορηματικοί τόσον ο ιατρός Ε. «συμφωνούμε με την περιγραφή των μικροσκοπικών χαρακτηρισμών της νεοπλασματικής επεξεργασίας» όσο και οι μάρτυρες που αναφέρονται στην συνέχεια και δεν τίθεται κανένα ζήτημα αμέλειας. Ο Γ.Κ. – καθηγητής Παθολογικής ανατομικής του Πανεπιστημίου Θ. και Διευθυντής του Παθολογοανατομικού εργαστηρίου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου καταθέτει ενόρκως: «Περιγράφει τον όγκο λεπτομερώς, βρίσκει τα στοιχεία τα οποία εμφανίζει ο όγκος και καταλήγει σένα συμπέρασμα». Ο μάρτυρας Γ. Κ., τακτικός καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Θ., Διευθυντής εργαστηρίου Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής ανατομικής βεβαιώνει ενόρκως: «ο κ.Σ. περιγράφει λεπτομερώς όλα τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του νεοπλάσματος…».

Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι για την αξιολόγηση του ίδιου υλικού δεν αποκλείεται να διατυπωθούν περισσότερες απόψεις, διότι στην αξιολόγηση υπεισέρχεται ο υποκειμενικός παράγοντας και αυτή δεν υπακούει σε μαθηματικά πρότυπα ακριβείας. Ο Γ. Κ. καταθέτει «…έχει στοιχεία ατυπίας και γι’αυτό μιμείται – έχει μεγάλους πυρήνες, κάνει μιτώσεις, μπορεί να κάνει νεκρώσεις, μπορεί να μοιάζει παρά πολύ με σάρκωμα και είναι πιθανόν ένας παθολογοανατόμος καλός και όχι αμελής να καταλήξει σε αυτή τη διάγνωση με αυτά τα δεδομένα» και … «αν εγώ ήμουν στη θέση του κ. Σ. με βάση αυτά τα ευρήματα υπάρχει ένα σημαντικό ενδεχόμενο να είχα καταλήξει σε μια διάγνωση η οποία να γέρνει προς μια κακοήθεια, προς επιθετική συμπεριφορά, διότι αυτό μιμείται». Ο μάρτυρας Π.Χ. βεβαιώνει ενόρκως: «…προφανώς η παρουσία μικροσκοπικών χαρακτηριστικών που μιμούνταν κακοήθεια οδήγησε τον κ. Σ. σε διαφορετική αξιολόγηση του περιστατικού από ό,τι οι παθολογανατόμοι που το εξέτασαν στη συνέχεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κ. Σ. δεν έκανε το καλύτερο που μπορούσε (lege artis) κατά τη διενέργεια της διαγνωστικής διαδικασίας». Ο ίδιος μάρτυρας καταθέτει «… Υπήρχαν δύο μικροσκοπικά χαρακτηριστικά (κυτταροβρίθεια και πυρηνική ατυπία), τα οποία παρατηρούνται συνηθέστερα σε κακοήθεις παρά σε καλοήθεις όγκους. Η συνδυασμένη παρουσία τους, η οποία είναι πολύ ασυνήθης σε καλοήθεις όγκους, θα μπορούσε εύκολα να οδηγεί τον μέσο παθολογοανατόμο στην πιθανότητα της κακοήθειας … Πρόκειται για σπάνια περίπτωση όγκου, ο οποίος έχει χαρακτηριστικά που μιμούνται κακοήθεια αλλά συμπεριφέρεται καλοήθως». Ο Γ. Κ. βεβαιώνει ενόρκως: «ο κ. Σ. περιγράφει λεπτομερώς όλα τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του νεοπλάσματος και λαμβάνοντας υπόψη του την κυτταροβρίθεια και τις περιοχές με μεγάλους άτυπους πυρήνες, μορφολογικά χαρακτηριστικά που απαντώνται συχνότερα σε νεοπλάσματα με επιθετικότερη βιολογική συμπεριφορά» και κατατάσσει τον όγκο «στην κατηγορία των κακοήθων ινωδών ιστοκυστωμάτων που είναι και το συχνότερο νεόπλασμα μ’ αυτήν τη μορφολογία σε αυτήν την περιοχή». Από τα προαναφερθέντα αποδείχτηκε ότι τα ευρήματα αυτά συνηγορούσαν στη διάγνωση κακοήθους όγκου και ότι ο μέσος συνετός ιατρός με πολλές πιθανότητες θα κατέληγε στην ίδια διάγνωση. Η αξιολόγηση συνεπώς των ευρημάτων δεν οφείλεται σε επιστημονική ανεπάρκεια εφεσίβλητου ή αμέλειά του περί την εφαρμογή των κανόνων της επιστήμης του, αλλά αποτελεί την επιστημονική του κρίση και κρίνεται δικαιολογημένη.

Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι τα ευρήματα αυτά δεν δημιούργησαν αμφιβολία στον εφεσίβλητο – εναγόμενο, ο οποίος έκρινε ότι δεν υφίσταται ζήτημα διαφορικής διάγνωσης, διότι, με τα ευρήματα αυτά στην συγκεκριμένη περιοχή, οι πιθανότητες κακοήθειας είναι ο κανόνας και η ιατρική είναι πιθανολογική και όχι οντολογική ή δεοντολογική επιστήμη. Η αξιολόγηση τους από τον καθηγητή Ε. έγινε έξω από τα πλαίσια της υποχρέωσης άμεσης λήψης της διαγνωστικής απόφασης του εφεσίβλητου, αφού η εκκαλούσα είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπεία και ενώ είχαν παρέλθει μήνες από την αξιολόγηση του εφεσίβλητου, οπότε είχαν ανακύψει νεότερα δεδομένα για την ιδιότητα του όγκου ως καλοήθους ή κακοήθους, αφού ο όγκος δεν είχε επεκταθεί, ούτε είχε εκδηλωθεί υποτροπή. Εύλογα λοιπόν ο καθηγητής Ε. έθεσε ζήτημα διαφορικής διάγνωσης. Παρά ταύτα και υπό αυτές τις συνθήκες επιφυλάχτηκε να αποφασίσει για τη φύση του όγκου και απευθύνθηκε στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο. Τέτοια στοιχεία ο εφεσίβλητος δεν διέθετε, αλλά αντίθετα είχε ευρήματα που συνηγορούσαν για κακοήθη όγκο, η επιβράδυνση της αντιμετώπισης του οποίου πιθανόν να απέβαινε μοιραία για την εκκαλούσα. Εις επίρρωση των προαναφερθέντων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στο Νοσοκομείο Ά. Σ. δεν διατυπώθηκε καμία επιφύλαξη για τη διάγνωση του εφεσίβλητου. Δηλ. η περιγραφή του όγκου, ως προς την ακρίβεια της οποίας δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση, αξιολογήθηκε ότι σημαίνει κακοήθη όγκο και προχώρησε στην χορήγηση της χημειοθεραπείας.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ), σε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό κατέληξε και πρέπει να απορριφθούν οι περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμοι…