317/2015 ΤριμΕφΛάρ (Αγωγή αναγνώρισης σύμβασης εργασίας, ως έχουσα αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα, υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του ΜονΠρωτ, ενώ αγωγή για καταψήφιση ποσού υπάγεται σε αυτό ή στο Ειρ/κείο βάσει του αιτούμενου ποσού)

317/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγητής: Σπυρ. Μελάς Δικηγόροι: Όλγα Χαριτίδου, Χρ. Καλίας

Αγωγή αναγνώρισης σύμβασης εργασίας, ως έχουσα αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα, υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του ΜονΠρωτ, ενώ αγωγή για καταψήφιση ποσού υπάγεται σε αυτό ή στο Ειρ/κείο βάσει του αιτούμενου ποσού. Διαφορετικά αντικείμενα δίκης τα διαφορετικά αιτήματα, έστω και αν προέρχονται από την ίδια έννομη σχέση.Αρμοδιότητα λόγω συναφείας μεταξύ παρεπομένων της κυρίας υπόθεσης, αλλά και επί συναφών κύριων δικών όπως όταν το αντικείμενό τους εντάσσεται στην ίδια έννομη σχέση ή βιοτικό συμβάν ή συνδέεται με το δεσμό της προδικαστικότητας. Επί εξαφάνισης εκκαλουμένης λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου παραπομπή από το Εφετείο στο αρμόδιο, ενώ επί εξαφάνισης λόγω κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικάσαντος και αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου, ευχέρεια αυτού για παραπομπή της υπόθεσης ή για εκδίκασή της από το ίδιο κατ’ ουσίαν. Αν όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε εσφαλμένα εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παρέπεμψε την αγωγή, η απόφασή του, αν εκκληθεί ή και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της αρμοδιότητας, εξαφανίζεται και δικάζεται υποχρεωτικά από το Εφετείο.

{…} 3. Από τις διατάξεις των άρθρων 14 §1 α και 2, 16 §2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (άρθρ. 10 ΚΠολΔ 8.2.2006) δυνάμει της ΥΑ 125804/2003 (ΦΕΚ 1072 Β’/1.8.03) ορίζεται ότι α) στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται οι αποτιμητές σε χρήμα διαφορές που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000€, ενώ στην αρμοδιότητα των μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 12.000€… 2. όλες οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους που ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές καθώς και οι αποτιμητές σε χρήμα των οποίων η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 12.000€ υπάγονται στην αρμοδιότητα των μονομελών Πρωτοδικείων. Έτσι αγωγές με τις οποίες ζητείται η αναγνώριση της συμβάσεως εργασίας, ως διαφορές των οποίων το αντικείμενο δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, υπάγονται στην (εξαιρετική) αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Αντίθετα αγωγές με τις οποίες ζητείται η κατάψηφιση ποσού υπάγονται είτε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου είτε στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, με κριτήριο το αιτούμενο ποσό.

Περαιτέρω από το άρθρο 216 §1 ΚΠολΔ που ορίζει ως αναγκαία στοιχεία της αγωγής την ιστορική βάση, η οποία πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι το αντικείμενο της δίκης, με βάση το ισχύον ελληνικό δίκαιο που υιοθετεί τη θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού της ιστορικής βάσης της αγωγής, υπό την εξελιγμένη μορφή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου, προσδιορίζεται τόσο από την ιστορική βάση της αγωγής όσο και από το αντίστοιχο αίτημα, ως ισοδύναμα στοιχεία του. Έτσι δύο διαφορετικά αιτήματα, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια έννομη σχέση, απαρτίζουν δυο διαφορετικά αντικείμενα δίκης. Σε μια τέτοια περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων του ενός αιτημάτων τίθεται το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο οποίο εισάγονται, όταν το ένα από αυτά αυτοτελώς θα μπορούσε να υπαχθεί στην αρμοδιότητα κατώτερου ιεραρχικά Δικαστηρίου. Τη λύση στο ζήτημα αυτό δίδει το άρθρο 31 ΚΠολΔ, από τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του οποίου συνάγεται ότι στοιχειοθετείται λόγω συνάφειας η υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όχι μόνο μεταξύ παρεπομένων της κυρίας υπόθεσης υποθέσεων αρμοδιότητάς του, αλλά και επί κυρίων δικών που είναι συναφείς μεταξύ τους, κατά παρέκκλιση του κανόνα του άρθρου 218 §1 ΚΠολΔ, εφόσον η ρύθμιση της ΚΠολΔ 31 §2 και 3 κατισχύει ενόψει του ειδικότερου χαρακτήρα της. Έτσι, οι κύριες δίκες είναι συναφείς αν τα δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο των δικών βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια ουσιαστική έννομη σχέση ή το ένα από τα υπό διάγνωση δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης του άλλου υπό διάγνωση δικαιώματος ή το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί την κοινή ιστορική βάση των περισσοτέρων αγωγών. Ειδικότερα γίνεται δεκτό ότι στοιχειοθετείται δωσιδικία της 31 §3 ΚΠολΔ ως προς δίκες οι οποίες εφόσον εξελίσσονται χωριστά θα οδηγούσαν ενδεχομένως σε ασυμβίβαστα μεταξύ τους αποτελέσματα, όπως όταν το αντικείμενο της δίκης στις πλείονες δίκες εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση ή συνδέεται με το δεσμό της προδικαστικότητας ή απορρέει από το ίδιο βιοτικό συμβάν ή αφορά το ίδιο αντικείμενο. Η κατάφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων της αντικειμενικής σώρευσης με το 31 §3 παρουσιάζεται συνεπέστερη ερμηνευτικά.

Περαιτέρω, από την παρ. 1 του άρθρου 535 ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 άρθρ. 16 ν. 2915/2001 ΦΕΚ Α’ 106/29.5.01 (έναρξη ισχύος από 1.1.2002 – άρθρ.15 Ν. 2943/2001) ορίζεται «1. Αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν.». Περαιτέρω, από την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται «Αν η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46. Αν πρόκειται για κατά τόπον αναρμοδιότητα και κριθεί αρμόδιο άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο δικάζει την έφεση, αυτό μπορεί ή να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή να την κρατήσει και να την δικάσει κατ’ ουσίαν». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε αγωγή χωρίς να είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και η απόφασή του προσβληθεί με έφεση και εξαφανιστεί, τότε η υπόθεση παραπέμπεται υποχρεωτικά στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46, ενώ αν εξαφανιστεί επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο και αρμόδιο είναι άλλο δικαστήριο που υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, τότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την ευχέρεια είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο ή να την κρατήσει και να τη δικάσει κατ’ ουσίαν. Αν όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε εσφαλμένα εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παρέπεμψε την αγωγή στο κατ’ αυτό αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο, τότε η απόφασή του, αν προσβληθεί με λόγο έφεσης ή κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας από το Εφετείο, εξαφανίζεται δυνάμει της πρώτης του άρθρου 535 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρατεί υποχρεωτικά την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν, μη δυνάμενο να την παραπέμψει στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Τούτο διότι από την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 535, πριν την κατά τα ως άνω αντικατάστασή της προβλεπόταν ότι «αν το Δικαστήριο είχε αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία, σε αντίθετη περίπτωση μπορεί ή να την αναπέμψει στο Δικαστήριο που έχει εκδόσει την προσβαλλομένη απόφαση ή σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του ή να την κρατήσει και να την δικάσει κατ’ ουσίαν». Δηλ. ενώ στην περίπτωση της εξαφάνισης της απόφασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 535 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της, αν η αγωγή δεν είχε δικαστεί κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να αναπέμψει την υπόθεση στο εκδόν αυτήν Δικαστήριο ή σε άλλο ομοιόβαθμο ή να την κρατήσει και να τη δικάσει, υπό την ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 535 ΚΠολΔ σε περίπτωση εξαφάνισης της απόφασης, ακόμη και αν δεν έχει αποφανθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο επί της ουσίας, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση υποχρεωτικά και την δικάζει κατ’ ουσίαν.

Εν προκειμένω με την προαναφερθείσα αγωγή τους οι καλούντες ισχυρίστηκαν ότι η συνδέουσα αυτούς με τον εφεσίβλητο σύμβαση είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 και ότι δυνάμει της συμβάσεως που τους συνέδεε με τον εφεσίβλητο παρείχαν την εργασία τους χωρίς να τους καταβληθούν οι αποδοχές αδείας, τα επιδόματα αδείας και τα δώρα εορτών που αναφέρουν, χωρίς να τους καταβληθεί η προσαύξηση για νυκτερινή εργασία και για εργασία κατά την Κυριακή. Ζήτησαν λοιπόν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε ένα από αυτούς το ποσό των 11.849,38€ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Στην αγωγή περιλαμβάνονται δύο αιτήματα συνδεόμενα αντίστοιχα με δύο ιστορικές βάσεις της αγωγής. Το ένα αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση ότι η συνδέουσα αυτούς με τον εφεσίβλητο σύμβαση είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 και το δεύτερο αίτημα είναι να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ένα το ποσό των 11.849,38€ για τις προαναφερόμενες αιτίες. Αντικειμενικά δηλ. στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται δύο αγωγές. Το αίτημα της πρώτης δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, ως εκ τούτου η πρώτη αγωγή υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Αντίθετα το αίτημα της δεύτερης υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Επειδή όμως τα δύο αιτήματα εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή υπάγεται λόγω ποσού στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου έφεσης, το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει την αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη και πρέπει να εξετάσει αυτή περαιτέρω κατ’ ουσίαν. {…}


320/2015

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγήτρια: Ευαγγελία Μήλιου Δικηγόροι: Ελένη Άγγου, Θεόδ. Δαλακούρας, Ελένη Καματέρη, Αναστασία Κουκουτιανού, Απόστ. Γκέκας

Επί αίτησης οριστικής (και όχι προσωρινής) αποζημίωσης απαλλοτρίωσης αναφορικά με την αναβολή της συζήτησης και την εκ νέου κλήτευση ή μη των απόντων διαδίκων εφαρμογή του 226 παρ. 4 ΚΠολΔ (καθό η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων). Μη επιτρεπτή ανακοπή ερημοδικίας κατά απόφασης οριστικής αποζημίωσης.

1. Όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αρ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ν. Φ. και τις υπ’ αρ. … των δικαστικών επιμελητών Σ. Μ. και Ι. Γ. που προσκομίζει και επικαλείται το αιτούν, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19.9.14, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους, με αύξοντες αριθμούς στην αίτηση, 2, 6, 16, 17, 18, 19, 20 καθών, προκειμένου να παραστούν κατά την συζήτηση της υπόθεσης. Οι τελευταίοι όμως δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου και ενόψει του ότι κατ’ άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση προς όλους τους διαδίκους, δεν απαιτείται νέα κλήτευσή τους για την τελευταία αυτή δικάσιμο. Πρέπει επομένως να δικαστούν ερήμην, το δικαστήριο ωστόσο θα προχωρήσει στην έρευνα της αίτησης σα να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 19 παρ. 7 εδ. 4 Κ.Α.Α.Α.). Σημειώνεται ότι το παρόν δικαστήριο δεν ερευνά αν στην αρχική δικάσιμο παραστάθηκαν οι ήδη απόντες διάδικοι ή, στην περίπτωση που απουσίαζαν, αν διατάχθηκε από το δικαστήριο η παράλειψη της εκ νέου κλήτευσής τους, επειδή στη δίκη για τον οριστικό προσδιορισμό τιμής μονάδας, αναφορικά με την αναβολή της συζήτησης και την εκ νέου κλήτευση ή μη των απόντων διαδίκων, εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Α.Α.Α., η διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφού η παρ. 6 του άρθρου 20 για τη διαδικασία που εφαρμόζεται στον οριστικό προσδιορισμό αποζημίωσης, δεν παραπέμπει και στην παρ. 6 του άρθρου 19, κατά την οποία στον προσωρινό προσδιορισμό αποζημίωσης ερευνάται για τους απόντες διαδίκους στην μετ’ αναβολή συζήτηση, αν στην αρχική δικάσιμο είχε διαταχθεί ή μη επανάληψη της νέας κλήτευσής τους. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται διότι κατά της απόφασης αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 18 παρ. 1 ν. 2882/2001).