296/2015 ΤριμΕφΛάρ (Απαράδεκτη δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης και του αυτού εφεσίβλητου, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου, ακόμη και όταν η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη))

296/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγήτρια: Σοφία Πανουτσακοπούλου Δικηγόροι: Κων. Αδάμος, Ηλίας Μπλάνης, Μιχ. Χαβάκης

Απαράδεκτη δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης και του αυτού εφεσίβλητου, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου, ακόμη και όταν η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Επί έφεσης κατά οριστικής απόφασης θεωρείται ότι έχουν συμπροσβληθεί και οι προεκδοθείσες μη οριστικές, και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους. Αγωγή αποζημίωσης για στέρηση διατροφής της συζύγου θανόντος εκ τροχαίου ατυχήματος, ως και ψυχικής οδύνης. Έκδοση πρώτης απόφασης που απέρριψε ως αόριστο το κονδύλιο διατροφής και διέταξε αποδείξεις για την ψυχική οδύνη, ακολούθως δε έκδοση δεύτερης απόφασης που έκανε εν μέρει δεκτή την ψυχική οδύνη. Άσκηση έφεσης κατά αμφοτέρων των άνω αποφάσεων και έκδοση εφετειακής απόφασης που την απέρριψε ως απαράδεκτη ως προς τις οριστικές δ/ξεις της πρώτης απόφασης, ενώ την έκανε δεκτή κατά τα λοιπά. Απαράδεκτη δεύτερη έφεση κατά της (ήδη εκκληθείσας) πρώτης απόφασης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, απαγορεύεται η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις, τότε το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπάγγελτα. Σκοπός της πρώτης από τις πιο πάνω διατάξεις είναι η αποφυγή κατακερματισμού της δίκης και της επιβράδυνσης της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντος διαδίκου. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 514 ΚΠολΔ είναι: α) να πρόκειται για άσκηση δεύτερης έφεσης, β) με τη δεύτερη έφεση να πλήττεται η ίδια απόφαση, η οποία επλήγη με την πρώτη έφεση και γ) να πρόκειται για έφεση, που ασκείται κατά του αυτού διαδίκου, ως εφεσιβλήτου, κατά του οποίου ασκήθηκε η πρώτη έφεση. Πρέπει να σημειωθεί πως ταυτότητα διαδίκου μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έφεσης υπάρχει και όταν η πρώτη έφεση υπογράφεται από ορισμένο πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ η δεύτερη (έφεση) από άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο και τούτο γιατί παρόλη τη διαφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου ο διάδικος παραμένει ο ίδιος και στις δύο εφέσεις του. Η απαγόρευση της άσκησης δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης ισχύει και στην περίπτωση που η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθόσον η παραδοχή της αντίθετης άποψης όχι μόνο αντίκειται στη σαφή διατύπωση του άρθρου 514 ΚΠολΔ, αλλά και στον περαιτέρω σκοπό αυτού, αφού – στην αντίθετη περίπτωση – θα είχε ως αναγκαία συνέπεια την απαράδεκτη επιβράδυνση στην επέλευση των εξαρτημένων από την τελεσιδικία αποτελεσμάτων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας (ΚΠολΔ 321, 904 § 2 εδ. α’), αν ο ηττημένος στον πρώτο βαθμό διάδικος είχε το δικαίωμα να ασκεί επανειλημμένα απαραδέκτως το ένδικο μέσο της έφεσης. Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 αρ. 2 ΚΠολΔ «αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση, θεωρείται ότι έχουν προσβληθεί μαζί και οι μη οριστικές που είχαν προηγουμένως εκδοθεί, και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους».

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα, ενεργούσα για την ίδια και για το ανήλικο τέκνο της Α., εκθέτει ότι μετά από αγωγή αυτής και άλλων εναγόντων (οι οποίοι στη συνέχεια παραιτήθηκαν από την αγωγή) με την οποία ζητείτο αποζημίωση από τους εναγομένους για τον θάνατο του συζύγου της ενάγουσας και πατέρα του τέκνου της σε τροχαίο ατύχημα που προκλήθηκε με υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγού αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, ασφαλισμένου στην τρίτη εναγομένη, εκδόθηκαν οι εκκαλούμενες 341/2002 και 469/2003 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Με την πρώτη από αυτές απορρίφθηκαν ως αόριστα τα κονδύλια της αγωγής περί διατροφής της ενάγουσας και του ανηλίκου τέκνου της, διετάχθησαν δε αποδείξεις για το κονδύλι της αγωγής περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Με την δεύτερη ως άνω απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος (ως προς το εν λόγω κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης). Όπως επίσης εκτίθεται στην κρινομένη έφεση η εκκαλούσα – ενάγουσα άσκησε έφεση κατά των ως άνω αποφάσεων επί της οποίας εκδόθηκε η 840/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή της κατά το σκέλος που με αυτήν (την έφεση) προσβάλλονταν οι οριστικές διατάξεις της πρώτης απόφασης (341/2002), ενώ την έκανε δεκτή κατά τα λοιπά της αιτήματα.

Υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά η κρινόμενη έφεση της ενάγουσας είναι απαράδεκτη αφού στρέφεται κατά απόφασης η οποία σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας έχει ήδη προσβληθεί με την προηγούμενη έφεσή της και για την οποία έχει εκδοθεί η προαναφερομένη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου με το προαναφερόμενο διατακτικό. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί η υπό κρίση (δεύτερη) έφεση ως απαράδεκτη σύμφωνα και με τη βάσιμη περί τούτου ένσταση των εφεσιβλήτων…