305/2015 ΤριμΕφΛάρ (Καταψηφιστική αγωγή αναγνωρισθέντος ως δικαιούχου της τελεσιδίκως κριθείσας αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, κατά την τακτική διαδικασία στο αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού δικαστήριο, δίχως έρευνα της δυνατότητας ολοκλήρωσης της απαλλοτρίωσης ή της υπαιτιότητας του υπόχρεου αποζημίωσης)
305/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγητής: Νικ. Πουλάκης Δικηγόροι: Επιστήμη – Μαρία Μουστακάτου, Κων. Ευθυμίου, Λεων. Φλωράτος
Καταψηφιστική αγωγή αναγνωρισθέντος ως δικαιούχου της τελεσιδίκως κριθείσας αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, κατά την τακτική διαδικασία στο αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού δικαστήριο, δίχως έρευνα της δυνατότητας ολοκλήρωσης της απαλλοτρίωσης ή της υπαιτιότητας του υπόχρεου αποζημίωσης. Δεδικασμένο έναντι πάντων εκ της απόφασης αναγνώρισης δικαιούχου. Συντέλεση απαλλοτρίωσης με καταβολή αποζημίωσης. Κατά το 11 του ν.δ. 797/1971 αυτοδίκαιη άρση απαλλοτρίωσης λόγω μη συντέλεσής της σε 18 μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινής ή απευθείας οριστικής αποζημίωσης, εκτός αν ο καθού η απαλλοτρίωση εντός έτους από την πάροδο άνω προθεσμίας υποβάλει δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί διατήρησή της. Κατά το 11 ν. 2882/2001 επί άπρακτης παρόδου των προθεσμιών κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει δικαστικά βεβαίωση της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα. Η πάροδος 18μηνης προθεσμίας δεν αποκλείει την υποχρέωση αποζημίωσης ούτε επιφέρει απόσβεση της αξίωσης του δικαιούχου που δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδίκασής της, εφόσον δεν εκδόθηκε ανακλητική ή βεβαιωτική πράξη της διοίκησης ή δικ. απόφαση. Με το ν. 4024/2011 υποχρέωση της διοίκησης προς έκδοση βεβαιωτικής πράξης για αυτοδίκαιη άρση απαλλοτρίωσης και, προς διατήρηση αυτής, υποχρέωση θιγόμενου ιδιοκτήτη για υποβολή αίτησης. Εφαρμογή νέας ρύθμισης από 27.10.2011 χωρίς αναδρομική εφαρμογή, επί δε απαλλοτριώσεων αυτεπάγγελτα αρθεισών δυνατή υποβολή άνω αίτησης μέχρι 31.12.2012. Εφαρμογή από το Εφετείο του κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης νόμου, εκτός επί αναδρομικής ισχύος νέου νόμου. Νόμω αβάσιμη ένσταση κατάχρησης δικαιώματος αν τα θεμελιωτικά περιστατικά ανάγονται σε χρόνο πριν τη γέννηση του ένδικου δικαιώματος ή μετά την άσκηση της αγωγής. Ο περιορισμός δικηγορικής αμοιβής στο ποσό των 293€ στις δίκες με το Δημόσιο δεν ισχύει μόνο επί καθορισμού αποζημίωσης και αναγνώρισης δικαιούχων και όχι επί αγωγή καταβολής της ήδη ορισθείσας αποζημίωσης κατά την τακτική διαδικασία.
{…} 2. Οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) με την αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά του εκκαλούντος, ισχυρίσθηκαν ότι είναι συγκύριοι, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών, του λεπτομερώς περιγραφομένου, κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, που βρίσκεται στη Λ. Ότι με την υπ’ αριθμ. …/24.5.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο με δαπάνη του εναγομένου το ανωτέρω ακίνητο, ιδιοκτησίας τους, για λόγους κοινής ωφέλειας και ειδικότερα για την απόκτηση γηπέδου, προκειμένου να ανεγερθούν εργοταξιακές εγκαταστάσεις για τις ανάγκες της ΔΕΣΕ Περιφέρειας Θεσσαλίας. Ότι για τον καθορισμό της αποζημίωσης εκδόθηκαν, αφενός μεν η υπ’ αριθμ. 271/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, δυνάμει της οποίας η προσωρινή τιμή μονάδας καθορίστηκε στο ποσό των 75€/τ.μ., αφετέρου δε η υπ’ αριθμ. 520/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας στο ποσό των 80€/τ.μ. Για τους λόγους αυτούς ζήτησαν αφετέρου μεν να αναγνωριστούν συνδικαιούχοι της καθορισθείσας οριστικώς αποζημίωσης, λόγω απαλλοτριώσεως του προπεριγραφέντος οικοπέδου, κατά το αναφερόμενο για κάθε ένα ποσοστό συγκυριότητας σ’ αυτό και αφετέρου να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει ως αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης σε έκαστο των τριών πρώτων εξ αυτών 123.493,92€, σε έκαστο των τέταρτου και πέμπτου 61.746,96€, στην έκτη 41.164,64€ και στον έβδομο 82.329,28€, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 36/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την έκτη ενάγουσα και καθ’ ολοκληρία δεκτή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες. Το εναγόμενο με την έφεσή του προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας να εξαφανισθεί και να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.
{…} 4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 4 του Συντάγματος και των άρθρων 7, 9 παρ. 4, 10 παρ. 1, 2, 18, και 26 παρ. 1, 2, 11 εδ. τελευτ., 12 του ν.2882/2001, που έχουν εφαρμογή στη προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 και 5 του τελευταίου αυτού νόμου, προκύπτει ότι με την κήρυξη της απαλλοτρίωσης γεννάται απευθείας από το νόμο η ενοχή (άρθρο 287 ΑΚ) από την απαλλοτρίωση, μεταξύ του υπέρ ου η απαλλοτρίωση και του καθ’ ου, δυνάμει της οποίας ο καθ’ ου δανειστής δικαιούται να απαιτήσει από τον οφειλέτη, υπέρ ου η απαλλοτρίωση, την καταβολή της πλήρους αποζημιώσεώς του. Έτσι, ο αναγνωρισθείς δικαιούχος της αποζημιώσεως, η οποία καθορίσθηκε τελεσιδίκως, για την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου του, μπορεί, με καταψηφιστική αγωγή του, η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, από το αρμόδιο καθ’ ύλην, λόγω ποσού, δικαστήριο, να ζητήσει από τον υπόχρεο την καταβολή της, καθώς και τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Για την νομιμοποίηση του δικαιούχου ως ενάγοντος, έναντι του υπόχρεου για καταβολή της αποζημίωσης, δεν ερευνάται ούτε η δυνατότητα ολοκλήρωσης του έργου, το οποίο αφορά η απαλλοτρίωση, ούτε η υπαιτιότητα του υπόχρεου προς καταβολή. Η απόφαση δε, για την αναγνώριση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ν.2882/2001, των δικαιούχων της αποζημιώσεως από απαλλοτρίωση, η οποία αποφαίνεται οριστικώς και αμετακλήτως, με βάση τα υπάρχοντα στη διάθεση του δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία, αποτελεί δεδικασμένο έναντι πάντων, για το ποιος είναι δικαιούχος είσπραξης της αποζημίωσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ν. 2882/2001 (κώδικας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων), η οποία είναι όμοια με την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν.δ. 797/1971, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης, που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατά το επόμενο άρθρο 8. Κατά δε το άρθρο 17 παρ 4 του Συντάγματος, η αποζημίωση που ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια για αναγκαστική απαλλοτρίωση «…καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως».
Περαιτέρω, το ν.δ. 797/1971 (ΦΕΚ Α’ 1) όριζε στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Αναγκαστική απαλλοτρίωσις, μη συντελεσθείσα, … εντός ενός και ημίσεος έτους από της εκδόσεως της προσδιοριζούσης προσωρινώς ή οριστικώς την αποζημίωσιν δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται ως αυτοδικαίως ανακληθείσα… 2. … 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 212/1975, ΦΕΚ Α’ 252). Η κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αυτοδικαίως επερχομένη ανάκλησις αναγκαστικής απαλλοτριώσεως θεωρείται μη γενομένη, εις ην περίπτωσιν, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από της εκπνοής των εν τοις παραγράφοις ταύταις προθεσμιών, ο καθ’ ου η απαλλοτρίωσις υποβάλλει εις την Διεύθυνσιν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών έγγραφον δήλωσιν, περί του ότι επιθυμεί την περαιτέρω διατήρησιν της απαλλοτριώσεως. …». Ως προς την έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, ανέκυψε αμφισβήτηση, μεταξύ της υπ’ αριθμ 3689/2009 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’ αριθμ 7/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η οποία άρθηκε, υπέρ της γνώμης που διατυπώθηκε με την απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 26/2010 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο αποφάνθηκε ότι η έννοια της διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν.δ/τος 797/1971, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 212/1975, είναι ότι η αυτοδικαίως επερχομένη άρση της απαλλοτριώσεως, λόγω μη συντελέσεώς της εντός ενάμισι έτους από την δημοσίευση της αποφάσεως περί προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως ή, σε περίπτωση απ’ ευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, από την δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, θεωρείται μη γενομένη μόνον στην περίπτωση που ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση, εντός έτους από την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας του ενάμισι έτους, υποβάλει έγγραφη δήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών ότι επιθυμεί την διατήρηση της απαλλοτριώσεως.
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 11 ν.δ/τος 797/1971 «Αυτοδικαία ανάκλησις αναγκαστικής απαλλοτριώσεως», δεν επαναλήφθηκαν με το ν.2882/2001, που, όπως ήδη έχει λεχθεί, εφαρμόζεται εν προκειμένω και συγκεκριμένα, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, «Ανάκληση και άρση μη συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης», ορίζονται: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης. Η πράξη ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς». Στην δε παρ. 3 του άρθρου αυτού (11 του ν. 2882/2001), όπως ίσχυε, πριν την αντικατάστασή της, με την παρ. 3α του άρθρου 39 του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α’ 226/27.10.11) και στην οποία, όπως προεκτίθεται, δεν επαναλήφθηκε η ρύθμιση της αντίστοιχης παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.δ/τος 797/1971, περί της έννοιας της οποίας αποφάνθηκε το ΑΕΔ με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ 26/2010 απόφασή του, οριζόταν ότι: «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, στην παρ. 4 εδ α’ του ίδιου άρθρου (11 του ν. 2882/2001) ορίζεται: «Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παρ. 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης».
Η κατά τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 και 17 παρ. 4 εδ. δ’ του Συντάγματος, αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως, στην περίπτωση της μη καταβολής της καθορισθείσης αποζημίωσης εντός της προθεσμίας που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προβάλλεται από τον καθ’ ου η απαλλοτρίωση, προς το συμφέρον του οποίου θεσπίστηκαν οι διατάξεις αυτές, για να μην παραμένει για πολύ χρόνο εκκρεμής η απαλλοτρίωση και να μην υφίσταται βλάβη από την μακρόχρονη δέσμευση της περιουσίας του. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από την παρ. 6 εδ. α’ του άρθρου 11 του Ν. 2882/2001, όπως ίσχυε, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 39 εδ. 3β Ν. 4024/2011, με την οποία οριζόταν ότι εφόσον επήλθε ανάκληση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν χωρεί, χωρίς τη θέληση του ιδιοκτήτη, νέα απαλλοτρίωση του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό, πριν από την πάροδο ενός έτους. Κατά συνέπεια, η προθεσμία αυτή ούτε αποκλείει την κατά τη διάρκειά της υποχρέωση της καταβολής της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε οριστικά ούτε, στην περίπτωση της άπρακτης παρέλευσής της, επιφέρει απόσβεση της αξίωσης αποζημίωσης από την ανωτέρω αιτία για το δικαιούχο, που όχι μόνον δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδίκασης της ανωτέρω αποζημίωσης, εφόσον δεν εκδόθηκε, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, ανακλητική ή βεβαιωτική πράξη της διοικήσεως ή σχετική απόφαση του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου, διότι στην περίπτωση αυτή, που δεν έχει εκδοθεί η ανακλητική ως άνω πράξη της διοικήσεως ή του αρμόδιου Διοικητικού δικαστηρίου, η απαλλοτρίωση εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της. Αν, όμως, έχει εκδοθεί τέτοια πράξη ή απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η απαλλοτρίωση παύει να έχει τα αποτελέσματά της.
Ήδη, η παραπάνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001 αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3α του άρθρου 39 Ν. 4024/2011, ως εξής: «3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας». Δηλαδή, με τη διάταξη αυτή, όπως αντικαταστάθηκε, προς διατήρηση της απαλλοτρίωσης προβλέπεται πλέον υποχρέωση υποβολής σχετικής αίτησης και υπεύθυνης δήλωσης, εκ μέρους του θιγόμενου ιδιοκτήτη. Με την αντικατασταθείσα αυτή διάταξη είναι εμφανές ότι επιχειρείται συγκερασμός των προηγούμενων ρυθμίσεων, αφού αφενός μεν διατηρείται η υποχρέωση της αρμόδιας για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχής, να εκδώσει βεβαιωτική πράξη, για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση, όπως ακριβώς προβλεπόταν από την εν λόγω διάταξη και πριν την αντικατάστασή της με τον Ν. 4024/2011, αφετέρου δε παρέχεται στον θιγόμενο ιδιοκτήτη το δικαίωμα να ζητήσει τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης, με σχετική αίτηση και υπεύθυνη δήλωσή του προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, ενώ τέτοιο δικαίωμα δεν προβλεπόταν υπό την προϊσχύουσα μορφή της εν λόγω διατάξεως, αλλά μόνον υπό την ισχύ του ν.δ. 797/1971, κατά το άρθρο 11 παρ. 3 αυτού (ν.δ 797/1971), όπως προεκτίθεται.
Η νέα αυτή ρύθμιση, της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.2882/2001, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε με το Ν.4024/2011, δεδομένου ότι δεν ορίζεται διαφορετικά σ’ αυτήν, ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 43 του νόμου αυτού, κατά το οποίο η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του, από τις 27.10.2011, οπότε δημοσιεύθηκε ο εν λόγω νόμος και συνακόλουθα, δεν έχει αναδρομική εφαρμογή. Στο προτελευταίο και τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4024/2011, ορίζονται και τα εξής: «Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012». Στις τελευταίες αυτές διατάξεις, στην πρώτη από τις οποίες πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά σε τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν 2882/2001, ενώ τέτοια εδάφια δεν έχει η παράγραφος αυτή (1) και προφανώς, αναφέρεται στα αντίστοιχα (τέταρτο και πέμπτο) εδάφια της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, περί του δικαιώματος του θιγόμενου ιδιοκτήτη να ζητήσει τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της δικαστικά καθορισμένης αποζημίωσης, δεν προβλέπεται αναδρομική εφαρμογή τους και στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου υποθέσεις αλλά, κατά τη σαφή διατύπωσή τους, αναδρομική εφαρμογή αυτών και στις απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2882/2001. Για το λόγο δε αυτό ορίσθηκε και προθεσμία (μέχρι 31.12.2012), ώστε οι ιδιοκτήτες ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2882/2001, να επιδιώξουν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης, με την υποβολή σχετικής αίτησής τους, εντός έτους από την παρέλευση της οριζόμενης στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του νόμου αυτού (όπως αντικαταστάθηκε) δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, δυνατότητα την οποία δεν είχαν υπό την προϊσχύουσα μορφή του παραπάνω άρθρου και τούτο, προφανώς, για να αντιμετωπισθούν οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4024/2011, δηλαδή, στις 27.10.2011, επήλθε ήδη αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, και πάροδος της προθεσμίας ενέργειας (του ενός έτους), που παρέχεται με τη νέα διάταξη, και να δοθεί έτσι η δυνατότητα είσπραξης της αποζημίωσης, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από το έκτο κεφάλαιο της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4024/2011, επί του άρθρου 39, όπου, σχετικά με την παρ. 3α του άρθρου αυτού, αναφέρονται τα εξής: «Σημειωτέον ότι παρόμοια ρύθμιση υπήρχε στο προϊσχύσαν θεσμικό πλαίσιο του Ν.Δ. 797/71 και λειτούργησε επί τριάντα χρόνια περίπου, χωρίς να αμφισβητηθεί σοβαρά η συνταγματικότητά της, δεδομένου ότι σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης, κατά τη νομολογία, είναι η προστασία του ιδιοκτήτη και μόνον αυτός μπορεί να επικαλεσθεί την άρση και όχι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση… Με την προτεινόμενη ρύθμιση παρέχεται επίσης η δυνατότητα αναδρομικής ισχύος της ρύθμισης, σε περιπτώσεις (απαλλοτριώσεων) που ήδη έχουν αρθεί αυτοδίκαια και έχουν κηρυχθεί με τις διατάξεις του ν. 2882/2001, προκειμένου να αντιμετωπισθούν αρκετές περιπτώσεις αυτοδίκαιης άρσης που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, λόγω αδυναμίας εξεύρεσης των απαραίτητων πιστώσεων και ενώ το δημόσιο έχει καταλάβει τα ακίνητα και έχει αρχίσει την εκτέλεση έργων».
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’ έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του. Κατ’ ακολουθίαν όσων προεκτίθενται, η διάταξη της παρ. 3 του προϊσχύσαντος άρθρου 11 του ν. 2882/2001, με βάση την οποία, όπως προαναφέρεται, απαιτείται βεβαιωτική πράξη της αρμόδιας για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχής ή δικαστική απόφαση, για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, και μετά την τροποποίησή της με τον νόμο 4024/2011 για τις εκκρεμείς στο Εφετείο υποθέσεις, επί αγωγής του ιδιοκτήτη για καταβολή της αποζημίωσης, όταν για την κατάλυσή της προβάλλεται η ένσταση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης από τον υπέρ ου αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: {…} Έτσι, συγκύριοι του ως άνω οικοπέδου τυγχάνουν οι ενάγοντες κατά τα ακόλουθα ποσοστά: έκαστος των τριών πρώτων κατά ποσοστό 4/20 εξ αδιαιρέτου, έκαστος των τετάρτου και πέμπτου κατά ποσοστό 2/20 εξ αδιαιρέτου, η έκτη ενάγουσα κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου και ο έβδομος ενάγων κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά έχουν κριθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. 95/2007 απόφασης του Εφετείου Λάρισας (τακτική διαδικασία), που αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. …/24.5.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, που δημοσιεύθηκε νομίμως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος 501 Δ’/14.6.2004), κηρύχθηκε αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο με δαπάνη του εναγομένου ακίνητο, ιδιοκτησίας των εναγόντων, έκτασης 7.718,37 τ.μ., που βρίσκεται στην πόλη της Λ., στη χιλιομετρική θέση 358,860 της Ε.Ο. Α.-Θ. και απεικονίζεται υπό κλίμακα 1:200 στο υπ’ αρίθμ. 1 κτηματολογικό διάγραμμα της ΔΕΣΕ Θεσσαλίας και στον από Νοέμβριο 2003 κτηματολογικό πίνακα της τοπογράφου – μηχανικού, Α. Κ., που θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο ΔΕΣΕ Θεσσαλίας, Σ. Π.. Η απαλλοτρίωση έγινε για λόγους κοινής ωφέλειας και ειδικότερα για την απόκτηση γηπέδου, όπου έχουν ανεγερθεί, με δαπάνες του εναγομένου, εργοταξιακές εγκαταστάσεις για τις ανάγκες της ΔΕΣΕ Περιφέρειας Θεσσαλίας. Το ως άνω απαλλοτριωθέν ακίνητο αποτελεί τμήμα του προπεριγραφέντος ευρύτερου οικοπέδου, συγκυριότητας των εναγόντων, όπως άλλωστε, συνομολογείται από το εναγόμενο. Εξάλλου, κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου και προφορικής ανταίτησης των εναγόντων εκδόθηκε η με αριθμό 271/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που καθόρισε την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης, στο ποσό των 75€/τ.μ. Επίσης, επί των αντιθέτων ασκηθεισών αιτήσεων των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 520/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία καθορίσθηκε η οριστική τιμή μονάδος για το απαλλοτριωθέν ακίνητο στο ποσό των 80€ ανά τ.μ. Όλα τα ανωτέρω συνομολογούνται από τους διαδίκους. Επομένως, οι ενάγοντες δικαιούνται να αξιώσουν από το εναγόμενο τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α) έκαστος των τριών πρώτων, τα 4/20 της συνολικής αποζημίωσης, ήτοι το ποσό των [4/20 X (80€ X 7.718,37) =] 123.493.92€, β) ο τέταρτος και ο πέμπτος των εναγόντων τα 2/20 της συνολικής αποζημίωσης, ήτοι το ποσό των [2/20 X (80€ X 7.718,37) =] 61.746,96€, γ) η έκτη ενάγουσα, το 1/20 της συνολικής αποζημίωσης, ήτοι το ποσό των [1/20 X (80€ X 7.718,37) =] 30.873,48€ και όχι το ποσό των 41.164,64€, που αυτή ζητεί και δ) ο έβδομος ενάγων, τα 3/20 της συνολικής αποζημίωσης, ήτοι το ποσό των [3/20 X (80€ X 7.718,37) =] 92.620,44€, το οποίο είναι υπέρτερο του αιτούμενου από αυτόν ποσού των 82.329,28€, τα οποία, ωστόσο, το υπόχρεο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε να τους καταβάλει και για τους λόγους αυτούς επιδίωξαν αυτά, με την ένδικη αγωγή τους, που ασκήθηκε στις 27.7.2009, μετά δηλαδή την πάροδο δεκαοκτώ μηνών από την δημοσίευση της παραπάνω απόφασης περί προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, συνεπώς, η απαλλοτρίωση δεν συντελέσθηκε, δεν εκδόθηκε όμως ούτε σχετική ανακλητική απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση, ούτε βεβαιωτική πράξη αυτής περί αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, ούτε σχετική απόφαση του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου.
Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι δεν έχει υποχρέωση αποζημίωσης των ήδη εφεσίβλητων – εναγόντων, εφόσον, από το χρόνο δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 271/2.6.2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία καθορίστηκε προσωρινά η τιμή μονάδος αποζημίωσης για το απαλλοτριωθέν ακίνητό τους, παρήλθε η προβλεπόμενη από το άρθρο 17 του Συντάγματος δεκαοκτάμηνη προθεσμία, χωρίς να συντελεσθεί η απαλλοτρίωσή του, με καταβολή της καθορισθείσας αποζημίωσης και, συνεπώς, επήλθε αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σχετικά στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, για την αυτοδίκαιη άρση της ένδικης απαλλοτρίωσης απαιτείτο η έκδοση, κατά τη διαδικασία που προέβλεπε το εν λόγω άρθρο (11 του ν. 2882/2001), όπως ίσχυε, σχετικής ανακλητικής απόφασης ή βεβαιωτικής πράξης της διοίκησης, περί αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης ή σχετικής απόφασης του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου, οπότε μόνο, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν θα υφίστατο πλέον απαλλοτρίωση και, συνακόλουθα, το υπέρ ου η απαλλοτρίωση Ελληνικό Δημόσιο δεν θα είχε υποχρέωση καταβολής της καθορισθείσας αποζημίωσης και οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες αντίστοιχη αξίωση. Εφόσον όμως, κατά τα παραπάνω, δεν εκδόθηκε σχετική ανακλητική απόφαση, ούτε βεβαιώθηκε η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης με πράξη της διοίκησης ή σχετική δικαστική απόφαση, η απαλλοτρίωση εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της και, συνακόλουθα, σύμφωνα με όσα προεκτίθενται, η πάροδος άπρακτης της παραπάνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας δεν επέφερε απόσβεση της αξίωσης αποζημίωσης, για τους δικαιούχους εφεσίβλητους – ενάγοντες, οι οποίοι όχι μόνον δεν την επικαλούνται, αλλά, αντίθετα, άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, επιδιώκοντας την επιδίκαση της καθορισθείσας αποζημίωσης.
Σημειώνεται ότι μολονότι κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (24.1.2012) ίσχυε το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 1882/2001, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011 και εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για την κρίση του περί της ορθότητας της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, το οποίο έδιδε τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2882/2001, να επιδιώξουν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης, με την υποβολή σχετικής αίτησής τους εντός έτους από την παρέλευση της οριζόμενης στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του νόμου αυτού (όπως αντικαταστάθηκε) δεκαοκτάμηνης προθεσμίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι τις 31.12.2012, δυνατότητα την οποία δεν είχαν υπό την προϊσχύουσα μορφή του παραπάνω άρθρου, εν τούτοις στη συγκεκριμένη περίπτωση η αίτηση αυτή δεν ήταν αναγκαία, διότι ήδη οι ανωτέρω δικαιούχοι με την έγερση της από 27.7.2009 αγωγής τους για επιδίκαση της αποζημίωσης δήλωσαν ρητά τη βούλησή τους να μην ασκήσουν το δικαίωμα που θεσπίσθηκε για το συμφέρον τους, να καταστήσουν δηλαδή ανίσχυρη την απαλλοτρίωση επικαλούμενοι την αυτοδίκαιη ανάκλησή της, αλλά να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση, οπότε η άρση της θεωρείται ως μη γενομένη, έστω κι αν αυτοί δεν υπέβαλαν (μεταγενέστερα και μέχρι τις 31.12.2012) τη σχετική αίτηση για διατήρηση της απαλλοτρίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, περί αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν έγινε δεκτός ο παραπάνω ισχυρισμός του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
5. Στο άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1276/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν – εναγόμενο με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η εναντίον του υπό κρίση αγωγή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος των εναγόντων και πρέπει να απορριφθεί, διότι οι ενάγοντες αφενός μεν πριν την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, με τη λεπτομερώς περιγραφόμενη συμπεριφορά τους, του δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι θα συναινούσαν στην εκ μέρους του απευθείας εξαγορά του επιδίκου οικοπέδου, πλην όμως τελικά υπαναχώρησαν, με συνέπεια να αναγκασθεί να προβεί στην αναγκαστική απαλλοτρίωση αυτού, αφετέρου δε μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής τους άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την από 25.9.2009 και με αριθμό κατ. 608/2009 αγωγή τους κατά του ιδίου, με την οποία ζητούν, επικαλούμενοι ότι, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής της οριστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης, έχει αυτοδικαίως ανακληθεί η απαλλοτρίωση, να υποχρεωθεί το τελευταίο να τους καταβάλει ως αποζημίωση για την απώλεια των εισοδημάτων τους, λόγω της στέρησης χρήσης του περιουσιακού τους στοιχείου, κατά το χρονικό διάστημα από 24.5.2004 έως 24.7.2009, το συνολικό ποσό των 204.800€. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου ήταν απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, αφού εκ των θεμελιωτικών αυτού διαλαμβανόμενων πραγματικών περιστατικών, άλλα μεν ανάγονται σε χρόνο πριν από τη γέννηση του δικαιώματος των εναγόντων και άλλα σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της υπό κρίση αγωγής, με συνέπεια και αληθή υποτιθέμενα να μην πληρούν, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, περί καταχρηστικής ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής εκ μέρους των εναγόντων, ως νομικά αβάσιμο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν έγινε δεκτός ο παραπάνω ισχυρισμός του, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.
6. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 176, 178 και 193 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα (άρθρο 176 εδ. α’). Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός (178 παρ. 1). Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης (193). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων», σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και την παρ. 2 της υπ’ αριθ. 134423, από 8.12.1992/20.1.1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987, στις δίκες με το Δημόσιο, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, που αποδίδεται από το δικαστήριο στο νικώντα διάδικο, δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη από 100.000 δρχ και ήδη, με μικρή στρογγυλοποίηση, από 300€ (ΑΠ 1129/2014, ΑΠ 1467/2014, ΑΠ 40/2013, ΑΠ 1333/2013 και ΑΠ 725/2011). Τέλος, κατά το αληθές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 18 § 4 ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Ακινήτων), η τελευταία εφαρμόζεται μόνο στις δίκες για τον προσωρινό ή οριστικό καθορισμό αποζημίωσης και την αναγνώριση των δικαιούχων απαλλοτριωμένων ακινήτων, ώστε να μην φαλκιδεύεται η πλήρης αποζημίωση τούτων και όχι στη δίκη καταβολής της αποζημίωσης από απαλλοτρίωση, που προσδιορίστηκε δικαστικώς, η οποία διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία και όχι την ειδική των απαλλοτριώσεων, στην οποία και μόνον αφορά η ως άνω διάταξη του άρθρου 18 ν. 2882/2001.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εκκαλούν – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο της εφέσεώς, προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με τα έξοδα, ισχυριζόμενο ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στους ενάγοντες και σε βάρος του δικαστική δαπάνη ύψους 9.200€, υπολογίζοντάς την αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, ενώ έπρεπε να την υπολογίσει σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957 και να επιδικάσει σ’ αυτούς το ποσό των 293€. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός, αφού κατά τα προαναφερόμενα προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, αφού ναι μεν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, 5 παρ. 12 ν. 1738/1987, της παρ. 2 της 134/οικ./8 Δεκ. 1992 – 20 Ιαν. 1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και 173 επ του ΚΠολΔ, πλην όμως δεν περιόρισε αυτή μέχρι του ποσού των 300€, αλλά επιδίκασε στους ενάγοντες το ποσό των 9.200€. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι επέβαλε σε βάρος του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου δικαστική δαπάνη εξ 9.200€, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να εξαφανισθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη 36/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατ’ αποδοχή του τρίτου λόγου εφέσεως, κατά το κεφάλαιο με το οποίο επιβλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου δικαστική δαπάνη εξ 9.200. Ακολούθως, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της και να επιδικαστεί στους ενάγοντες δικαστική δαπάνη 300€…


