292/2015 ΤριμΕφΛάρ (Η απόρριψη αιτήματος για αναβολή της συζήτησης κατά τα άρθρα 249 και 250 ΚΠολΔ δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, αφού το δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί)
292/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγητής: Σπυρ. Μελάς Δικηγόροι: Γεωργία Σταυροπούλου, Σπυρ. Παπαθωμάς
Η απόρριψη αιτήματος για αναβολή της συζήτησης κατά τα άρθρα 249 και 250 ΚΠολΔ δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, αφού το δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί.
Επί ακαλύπτου (χωρίς κτίσμα) κοινού ενιαίου οικοπέδου είναι δυνατή η, με επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, αυτούσια διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, όχι όμως με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε μέλλουσα να ανεγερθεί οικοδομή. Η αυτούσια διανομή με κάθετη ιδιοκτησία επί ακαλύπτου οικοπέδου δεν εξαρτάται από αίτημα διαδίκων, ενώ η διανομή με οριζόντια ιδιοκτησία απαιτεί αίτημα και με τις προτάσεις, υποκείμενο στους περιορισμούς του άρθρου 269 ΚΠολΔ.
{…} 2. Με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, από 5.1.2010, υπ’ αριθ. καταθ. 141/29.4.09 αγωγή διανομής, η εφεσίβλητη – ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, με τους αναφερόμενους σ’ αυτήν τρόπους —παράγωγο τρόπο (συμβολαιογραφικά έγγραφα και μεταγραφή) και πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία)— αυτή είναι συγκύρια με τις εκκαλούσες – εναγόμενες, κατά ποσοστό 4/8 εξ αδιαιρέτου (η δε πρώτη εκκαλούσα – εναγομένη κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου), ενός οικοπέδου, μετά της επ’ αυτού πεπαλαιωμένης διώροφης οικίας, κειμένου επί της οδού Β. αρ. … στα Τ., με ΚΑΕΚ …, εμβαδού (του οικοπέδου), κατά τον τίτλο κτήσης 291,45 τ.μ., κατά το κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου Τ. 281 τ.μ. και κατά νεώτερη μέτρηση του πολιτικού μηχανικού Χ. Κ. 283,08 τ.μ. Ότι η συνολική αξία του (οικοπέδου και οικοδομής) ανέρχεται στο ποσό των 274.874,98€, ότι οι εναγόμενες αρνήθηκαν να συναινέσουν στην με οποιονδήποτε τρόπο αξιοποίηση του ακινήτου τους (ανέγερση πολυώροφης οικοδομής), ότι η αυτούσια διανομή του ακινήτου είναι προδήλως αδύνατη και ασύμφορη, και ότι οι εκκαλούσες – εναγόμενες δεν στέργουν στην εξώδικη διανομή του.
Ζήτησε λοιπόν να διαταχθεί η αυτούσια δικαστική διανομή του, και, σε περίπτωση που αυτή κριθεί ανέφικτη ή ασύμφορη, να διαταχθεί η δια πλειστηριασμού πώλησή του, ώστε να λάβουν αυτές (συγκύριες) το εκπλειστηρίασμα με βάση τα ποσοστά συγκυριότητάς τους, να οριστεί ως υπάλληλος επί του πλειστηριασμού η συμβολαιογράφος Ε. Τ. ή ο νόμιμος αναπληρωτής της και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά της έξοδα, άλλως σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη η οποία, αφού έκρινε ότι η αυτούσια διανομή του επικοίνου σε δύο αυτοτελή οικόπεδα, όσες και οι μερίδες των διαδίκων (οι εκκαλούσες-εναγόμενες ζήτησαν κοινή μερίδα), είναι ανέφικτη διότι θα δημιουργηθούν δύο μη άρτια οικόπεδα, πράγμα ανεπίτρεπτο κατά το άρθρο 2 του Ν.Δ. 690/1948, δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και διέταξε την δια πλειστηριασμού πώληση του επικοίνου, ώστε κάθε ένας από τους κοινωνούς διαδίκους να λάβει από το πλειστηρίασμα το ποσό που αναλογεί στην ιδανική του μερίδα. Ήδη οι εναγόμενες με την κρινόμενη έφεσή τους παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης.
3. Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης. Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγο έφεσης) η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής), δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τον με αριθ. 2 λόγο της έφεσής τους, όπως αυτός εξειδικεύεται με το με αριθ. 3 λόγο της, οι σ’ αυτήν εκκαλούσες – εναγόμενες πλήττουν την εκκαλούμενη απόφαση διατεινόμενες ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει σφάλει, γιατί απέρριψε τα αιτήματά τους για αναστολή της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι να αποφανθεί το Πολεοδομικό Γραφείο Τ. επί της από 26.10.2011 αίτησης για την τακτοποίηση τυφλού ομόρου οικοπέδου συνιδιοκτησίας τους. Ο λόγος αυτός της εφέσεως κατά το ως άνω πρώτο σκέλος του πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
4. Από τις διατάξεις των §§ 1, 2 και 3 του άρθρου 480Α ΚΠολΔ προκύπτει ότι, προκειμένου περί ακαλύπτου (χωρίς κτίσμα) κοινού ενιαίου οικοπέδου, είναι δυνατή η, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, αυτούσια διανομή του με σύσταση κάθετης επ’ αυτού ιδιοκτησίας. Αντιθέτως, τέτοια (αυτούσια διανομή του) με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας (σε μέλλουσα δηλονότι να ανεγερθεί οικοδομή) δεν είναι νόμω επιτρεπτή. Εξάλλου, από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει ωσαύτως ότι, αντίθετα από το άρθρο 480Α §1 εδ. α’, που απαιτεί την υποβολή αιτήματος για τη διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας —αίτημα που υποβάλλεται και με (πρωτόδικες) προτάσεις, το οποίο και ως προς την άσκησή του υπόκειται στους περιορισμούς της ΚΠολΔ 269— για την αυτούσια διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επί ακαλύπτου οικοπέδου, το άρθρο 480Α §2 δεν εξαρτά τη διανομή με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας από αντίστοιχο αίτημα εκ μέρους κάποιου εκ των διαδίκων αλλά μόνο από το εφικτό ή ανέφικτο της αυτούσιας διανομής με φυσική διαίρεση. Έτσι αν η διανομή με φυσική διαίρεση του οικοπέδου κριθεί αδύνατη πρέπει να ερευνηθεί αν είναι εφικτή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του με σύσταση καθέτων ιδιοκτησιών και το Δικαστήριο να επιλέξει τον τρόπο αυτό διανομής, έστω και αν δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα.
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 522, 524 παρ. 1, 532, 533 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν εμποδίζεται, όταν κατά την κρίση του, για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως και την καλλίτερη διάγνωση της διαφοράς, θεωρεί αναγκαίο, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη. Μετά την συνεκτίμηση των νέων αυτών αποδείξεων και εκείνων που ήδη εκτίμησε η προσβαλλόμενη απόφαση, θα κριθεί αν έσφαλε ή όχι και στη συνέχεια θα εξαφανισθεί ή όχι, αντιστοίχως. Οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τις προτάσεις τους α) συνομολόγησαν τα ποσοστά συγκυριότητάς τους στο ακίνητο, β) αρνήθηκαν ότι το εμβαδόν του οικοπέδου είναι 281 τ.μ. επειδή η μεν εφεσίβλητη αναφέρει ότι το εμβαδόν είναι 283,03 τ.μ. και κατά τον τίτλο κτήσεως 291,145 τ.μ. και γ) ζήτησαν να τους επιδικαστεί κοινή μερίδα από το οικόπεδο αυτό. Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν ενώπιον του, αφού έκρινε ότι η αυτούσια διανομή του οικοπέδου με φυσική διαίρεση είναι αδύνατη, διότι δημιουργεί δύο μη άρτια και μη οικοδομήσιμα οικόπεδα, δέχτηκε την αγωγή και διέταξε την δια πλειστηριασμού πώλησή του ώστε κάθε κοινωνός να λάβει από το πλειστηριασμό το ποσό που αναλογεί στην ιδανική του μερίδα, χωρίς να διερευνήσει τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, έστω και αν με τις πρωτόδικες προτάσεις δεν είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα. Πρέπει επομένως, χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, το Δικαστήριο αυτό να διατάξει επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, όπως ορίζεται στο διατακτικό, σχετικά με τη δυνατότητα διανομής του κοινού οικοπέδου με σύσταση κάθετης συνιδιοκτησίας στο ακίνητο, ώστε μετά την συνεκτίμηση των νέων αυτών αποδείξεων και εκείνων που ήδη εκτίμησε η προσβαλλόμενη απόφαση, να κριθεί αν έσφαλε ή όχι και στη συνέχεια αν η εκκαλουμένη θα εξαφανισθεί ή όχι, αντιστοίχως.


