272/2015 ΤριμΕφΛάρ (Αδικοπρακτική ευθύνη αν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη και χωρίς τη σύμβαση θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στο καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον. Γνήσια συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής αξίωσης αν τείνουν σε διαφορετικές παροχές, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή συρροή πλειόνων νομικών βάσεων ενιαίας αξίωσης)

272/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα Δικηγόροι: Βασ. Αγγέλης, Γεώρ. Παναγιώτου

Αδικοπρακτική ευθύνη αν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη και χωρίς τη σύμβαση θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στο καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον. Γνήσια συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής αξίωσης αν τείνουν σε διαφορετικές παροχές, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή συρροή πλειόνων νομικών βάσεων ενιαίας αξίωσης. Δυνατή μόνο επικουρική άσκηση συρρεουσών αξιώσεων από κοινού, αφού η ικανοποίηση της μίας επιφέρει απόσβεση και της άλλης, εκτός αν έχει ευρύτερο αντικείμενο.

Επί αδικοπρακτικής απάτης αρκεί η ζημία του παθόντος να οφείλεται σε περιουσιακή διάθεση εκ πλάνης προκληθείσας με δόλο του δράστη, χωρίς η παραπλανητική ενέργεια να ήταν η μόνη αιτία της πλάνης και της ζημίας.

Ορισμένη αδικοπρακτική αξίωση με μνεία ότι οι ψευδείς παραστάσεις του εναγόμενου αγοραστή για την εύρωστη οικονομική του κατάσταση και οι παραπλανητικές βεβαιώσεις ότι οι επιταγές που παρέδωσε χάριν καταβολής του τιμήματος ισοδυναμούν με χρήμα παρέπεισαν την ενάγουσα πωλήτρια περί πλήρους εξασφάλισής της.

Μη νόμιμη αδικοπρακτική αξίωση ερειδόμενη στο ποινικό αδίκημα της μη καταβολής τιμήματος γεωργικών προϊόντων, αφού η αξίωση του πωλητή – παραγωγού για το τίμημα ερείδεται στη σύμβαση.

{…} Κατά την έννοια του άρθρ. 914 του ΑΚ, που χαρακτηρίζει ως αδίκημα την παράνομη και υπαίτια επαγωγή ζημίας σε άλλον, μπορεί και η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, αν είναι και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή και χωρίς τη συμβατική σχέση, όπως συμβαίνει όταν παραβιάζεται το γενικό καθήκον επιμέλειας, που επιβάλλει να μην προκαλείται ζημία σε άλλον υπαιτίως. Στην περίπτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Αντίστοιχα ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. Τις περισσότερες όμως συρρέουσες αξιώσεις του ο δανειστής μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μια της άλλης, αφού δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια από αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον. Αντίθετα, στην περίπτωση που το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 914 ΑΚ, για τη θεμελίωση ενοχής από αδικοπραξία, απαιτείται α) παράνομη και υπαίτια πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) προσώπου, β) ζημία άλλου προσώπου και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας. Αδικοπρακτική συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρ. 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρ. 386 του ΠΚ, αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, εξαιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το απατηλό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βούλησης ή την επιχείρηση της πράξης. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπρακτική απάτη, απαιτείται και αρκεί η ζημία του παθόντος να οφείλεται σε περιουσιακή διάθεση αυτού από πλάνη, που προκλήθηκε με δόλο του δράστη. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια να ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης και της συνακόλουθης ζημίας, η δε τυχόν συνδρομή και άλλων αιτίων, όπως η αμέλεια ή απειρία του παθόντος, δεν αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παραπλανητικής πράξης και της ζημίας. Η ψευδής παράσταση που συνιστά την απάτη μπορεί να αφορά και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Η έννοια του δόλου προκύπτει κατά βάση από τη διάταξη του άρθρ. 27 του ΠΚ και συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται τη ζημία είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του.

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, αγρότισσα κατά κύριο επάγγελμα, ισχυρίσθηκε στην από 31.5.2010 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων ότι παρέδωσε στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, έμπορο γεωργικών προϊόντων, λόγω πωλήσεως, αρχικά τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 500 τόνους αραβόσιτου, που παρήγαγε κατά το καλλιεργητικό έτος 2007, με πίστωση του τιμήματος, η τιμή του οποίου θα καθοριζόταν με μεταγενέστερη συμφωνία τους, ανάλογα με την τιμή που θα διαμορφώνονταν στην αγορά (ανοικτή τιμή) και ακολούθως το Σεπτέμβριο του έτους 2008 παρέδωσε στον ίδιο άλλους 1.120 τόνους – όλη την ποσότητα αραβόσιτου, επίσης, λόγω πωλήσεως, που παρήγαγε και κατ’ αυτό το έτος. Ότι ο εναγόμενος παρέστησε στην ίδια καθώς και στον ενεργούντα για λογαριασμό αυτής σύζυγό της, ότι είναι οικονομικά ισχυρός στο χώρο της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και διαθέτει επαρκή κεφάλαια και, έχοντας εξαρχής ως αποκλειστικό σκοπό να υφαρπάξει τις ως άνω ποσότητες αραβόσιτου, που αυτή παρήγαγε, χωρίς να καταβάλει το αναλογούν τίμημα, της πρόσφερε για την παραγωγή του έτους 2007 (500 τόνους) την ιδιαίτερα δελεαστική γι’ αυτήν τιμή των 0,328 Ε ανά κιλό, κατέβαλε σ’ αυτήν αρχικά έναντι του τιμήματος 20.218 Ε σε μετρητά και της παρέδωσε τις αναφερόμενες στην αγωγή πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικού ποσού 144.000 Ε, προς εξόφληση του τιμήματος της παραγωγής 2007, έκδοσής του, σε διαταγή, όμως, όχι της ίδιας αλλά του συζύγου της. Ότι ο εναγόμενος, ρητά διαβεβαίωσε το σύζυγό της, με τον οποίο συναλλάχθηκε για λογαριασμό της, ότι οι επιταγές που του παρέδωσε «είναι χρήμα» και ότι κατά την αναγραφόμενη σε καθεμία επιταγή ημερομηνία θα πληρώνονταν είτε από τον ίδιο, είτε από την Τράπεζα με χρήματα που είχε στους λογαριασμούς του. Ότι τόσον η ίδια, όσον και ο σύζυγός της, πεισθέντες στις ως άνω απατηλές διαβεβαιώσεις του εναγομένου ότι ήσαν πλήρως εξασφαλισμένοι ως προς την πληρωμή του τιμήματος της ποσότητας αραβόσιτου καλλιεργητικής περιόδου 2007, παρέδωσαν σ’ αυτόν, λόγω πωλήσεως και την παραχθείσα ποσότητα των 1.120 τόνων της καλλιεργητικής περιόδου 2008 έναντι τιμήματος, όμως, 0,17 Ε ανά κιλό, που αποτελούσε την τρέχουσα τότε τιμή της αγοράς. Ότι ο εναγόμενος χάριν καταβολής του τιμήματος και αυτής της ποσότητας αραβόσιτου, παρέδωσε και πάλι σ’ αυτήν, διά του ενεργούντος ως αντιπροσώπου αυτής συζύγου της, έξι επιταγές, έκδοσής του, σε διαταγή και πάλι του συζύγου της, με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης ανά μήνα, της πρώτης 30.5.2009 και της τελευταίας 30.10.2009, συνολικού ποσού 190.400 Ε, ρητά διαβεβαιώνοντάς τον και πάλι ότι είναι σαν να παίρνει χρήματα. Ότι τελικώς ο εναγόμενος πλήρωσε μόνον την πρώτη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.9.2008, ποσού 30.000 Ε, καθώς και μέρος, ήτοι 10.000 Ε, εκ της επιταγής με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.11.2008, που είχε παραδώσει στην ίδια (ενάγουσα) χάριν καταβολής του τιμήματος αραβόσιτου παραγωγής 2007. Ότι ο εναγόμενος το μήνα Νοέμβριο 2008, επικαλούμενος πρόσκαιρη οικονομική του αδυναμία και υποσχόμενος ότι άμεσα θα είναι σε θέση να πληρώσει όλες τις επιταγές, που δόθηκαν χάριν καταβολής του τιμήματος της παραγωγής 2007, έπεισε την ίδια να αποδεχθεί την παράταση της αποπληρωμής της οφειλής του αντικαθιστώντας τις πρώτες επιταγές, έκδοσής του, που της είχε παραδώσει, με άλλες με μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσης, συνολικού ποσού 103.782 Ε, οι οποίες, επίσης, δεν πληρώθηκαν, όπως δεν πληρώθηκαν στη συνέχεια και όλες οι επιταγές, που δόθηκαν χάριν καταβολής του τιμήματος παραγωγής 2008. Ισχυριζόμενη, περαιτέρω, η ενάγουσα ότι έναντι του συνολικού τιμήματος αραβόσιτου, που πώλησε στον εναγόμενο, παραγωγής 2007, των 164.000 Ε (500.000 κιλά Χ 0,328 Ε ανά κιλό), έλαβε μόνον το ποσό των 60.218 Ε και ότι ο τελευταίος εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό 103.782 Ε, ενώ εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 190.400 Ε, που αποτελεί το τίμημα της πώλησης του αραβόσιτου, παραγωγής έτους 2008 (1.120.000 κιλά Χ 0,17 Ε ανά κιλό), ζήτησε την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 294.182 Ε, που αποτελεί και την αντίστοιχη ζημία που υπέστη, συνεπεία της ανωτέρω εκτεθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου και του αδικήματος της υπερημερίας αγοραστή γεωργικών προϊόντων που τέλεσε σε βάρος της (άρθρ. 1 ν.δ/τος 3424/1955), καθώς και επιπλέον ποσό 50.000 Ε ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ζήτησε, επίσης, την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, ως μέσου για την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας του.

Η με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο αγωγή, στην οποία η ενάγουσα την αξίωσή της για καταβολή του ποσού των 294.182 Ε, θεμελιώνει σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, ήτοι αυτής από τη σύμβαση πώλησης και δη στις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη) και αυτής από την αδικοπρακτική απάτη, που φέρεται να μετήλθε σε βάρος της ο εναγόμενος, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, η τυχόν δε ικανοποίηση της μιας θα επιφέρει την απόσβεση και της άλλης, θα διασωθεί δε η αξίωσή της αποζημίωσης από αδικοπραξία, που έχει ευρύτερο αντικείμενο, κατά το επιπλέον αίτημά της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ιδιαίτερα, η θεμελιούμενη στην ΑΚ 914 κύρια αγωγική αξίωση είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, εφόσον εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία προς θεμελίωση αυτής στοιχεία, που είναι διάφορα αυτών που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής από τη σύμβαση πώλησης. Ειδικότερα στην αγωγή εκτίθενται κατά σαφή και ορισμένο τρόπο ότι οι ψευδείς παραστάσεις του εναγόμενου περί της εύρωστης οικονομικής του κατάστασης και οι παραπλανητικές διαβεβαιώσεις του ότι οι επιταγές που της παρέδωσε, χάριν καταβολής του τιμήματος της πώλησης, έχουν ισχύ χρήματος, παρέπεισαν την ενάγουσα, όσον και τον ως αντιπρόσωπο αυτής ενεργούντα σύζυγό της, ότι ήταν πλήρως εξασφαλισμένοι ως προς την καταβολή του τιμήματος της πώλησης και προέβησαν στην εν λόγω περιουσιακή διάθεση, στην οποία άλλως δεν θα προέβαιναν. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι με βάση τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία και απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και θα πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του πρώτου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά την ως άνω διάταξή της και την αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη με αυτή διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και, αφού διακρατηθεί η αγωγή, θα ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό μόνον ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της κύριας βάσης της από την αδικοπραξία, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, που αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής καθ’ ο μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί και στο ποινικό αδίκημα του άρθρου 1 του ν.δ/τος 3424/1955 είναι μη νόμιμη, όπως ορθά εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Και τούτο διότι η αξίωση του πωλητή – παραγωγού γεωργικών προϊόντων για την πληρωμή του τιμήματος έχει νομικό έρεισμα τη σύμβαση πώλησης και όχι την αδικοπραξία, καίτοι η υπερημερία του αγοραστή στοιχειοθετεί το άνω ποινικό αδίκημα. Δηλαδή από την υπερημερία του αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος δεν χάνει ο πωλητής τη σχετική αξίωσή του και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την πιο πάνω παράνομη συμπεριφορά.

Από την ένορκη κατάθεση … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: O εναγόμενος είναι έμπορος, δραστηριοποιούμενος επί σειράν ετών, πέραν της εικοσαετίας, με την εμπορία δημητριακών, ζωοτροφών και συναφών γεωργικών προϊόντων. Στα πλαίσια αυτής της επαγγελματικής του δραστηριότητας και κατά το παρελθόν είχε συνεργασθεί με την ενάγουσα, η οποία είναι κατ’ επάγγελμα αγρότισσα και καλλιεργεί σημαντικές εκτάσεις γης κυρίως με καλαμπόκι στη Σ. Κ.. Συγκεκριμένα η ενάγουσα μέρος της παραγωγής της αραβόσιτου των ετών 2005 και 2006 είχε πωλήσει στον εναγόμενο, πληρώθηκε δε γι’ αυτήν κατά ένα μέρος με μετρητά και κατά ένα μέρος με μεταχρονολογημένες επιταγές, που ο εναγόμενος της ενεχείρισε χάριν καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, οι οποίες και πληρώθηκαν κανονικά κατά τη φερόμενη ημερομηνία έκδοσής τους. Δηλαδή, οι διάδικοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, όταν το Σεπτέμβριο του έτους 2007 ο σύζυγος της ενάγουσας, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος αυτής, συναντήθηκε με τον εναγόμενο, μετά από παρέμβαση του κοινού γνωστού τους Μ. Ρ., προκειμένου να συζητήσουν για την αγοραπωλησία της παραγωγής τους αραβόσιτου αυτής της χρονιάς και η μέχρι τούδε επαγγελματική συνεργασία τους είχε υπάρξει αρμονική. Δεν χρειαζόταν ως εκ τούτου, προκειμένου να πεισθεί ο σύζυγος της ενάγουσας για την επικείμενη αγοραπωλησία αραβόσιτου παραγωγής έτους 2007, ο εναγόμενος να επικαλεσθεί ότι είναι οικονομικά ισχυρός στο χώρο της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και ότι διαθέτει επαρκή κεφάλαια ή και σε κάθε περίπτωση αν κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους, που αντικείμενο είχαν την αγορά με πίστωση του τιμήματος κατά το μεγαλύτερο μέρος και με ανοικτή τιμή, που θα διαμορφώνονταν μελλοντικά ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς, έγινε οιαδήποτε αναφορά περί της καλής οικονομικής κατάστασης του εναγομένου, εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι αυτή κατ’ εκείνη τη χρονική περίοδο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι ήταν ψευδής.

Μετά ένα έτος και δη την 1.9.2008, ο εναγόμενος κάλεσε στο γραφείο του στο Μ. Τ. την ενάγουσα προκειμένου να οριστικοποιήσουν την τιμή του αραβόσιτου του παρελθόντος έτους, που είχε αγοράσει με πίστωση του τιμήματος κατά το μεγαλύτερο μέρος και, τηρώντας τη συμφωνία τους, λαμβανομένης υπόψη και της πίστωσης του μεγαλύτερου μέρους του τιμήματος για σημαντικό χρόνο, της πρόσφερε την τιμή των 0,328 Ε ανά κιλό, χάριν καταβολής δε του υπόλοιπου αυτού τιμήματος της παρέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές, έκδοσής του, σε διαταγή του παριστάμενου συζύγου της, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος αυτής, όπως είχε συμβεί και κατά το παρελθόν. Σε μεταγενέστερη συνάντησή τους και δη στις 16.9.2008 ο ενεργών ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας, σύζυγός της, συμφώνησε να πωλήσει στον εναγόμενο και ολόκληρη την παραγωγή αραβόσιτου της συζύγου αυτού του έτους 2008, που ανέρχονταν σε 1.120 τόνους, έναντι, όμως, της τότε τρέχουσας τιμής του στην αγορά και έλαβε χάριν καταβολής του συνόλου του τιμήματος, ανερχόμενου στο ποσό των 190.400 Ε, μεταχρονολογημένες επιταγές έκδοσης του εναγομένου, σε διαταγή του ιδίου. Ο αντιπρόσωπος της ενάγουσας, σύζυγός της Δ. Χ., είναι δημοτικός υπάλληλος και, όπως προεκτέθηκε, χάριν καταβολής μέρους του τιμήματος αγοραπωλησίας παραγωγής αραβόσιτου των παρελθόντων ετών 2005 και 2006 είχε εξοφληθεί καθ’ όμοιο τρόπο από τον εναγόμενο με μεταχρονολογημένες επιταγές, έκδοσης αυτού, σε διαταγή του, οι οποίες και πληρώθηκαν βεβαίως κατά τις φερόμενες ημερομηνίες έκδοσής τους. Δεν συναλλάσσονταν, ως εκ τούτου, ο αντιπρόσωπος της ενάγουσας το πρώτον με επιταγές, δεν ήταν αδαής περί του «τι εστί επιταγή», αυτός σαφώς και γνώριζε ότι αναλάμβανε τον κίνδυνο της μη πληρωμής τους, τον οποίο, όμως, θεωρούσε ως μη υπαρκτό, δεδομένου του καλού ονόματος που είχε μέχρι τότε ο εναγόμενος στην αγορά, της αγαστής μέχρι τούδε συνεργασίας τους και το βασικότερο διότι η συμφωνία τους ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα για τη σύζυγό του. Ως εκ τούτου ο αγωγικός ισχυρισμός, τον οποίο επιβεβαίωσε ο εξετασθείς ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου σύζυγος της ενάγουσας, ότι τόσον η ενάγουσα σύζυγός του όσον και ο ίδιος πείσθηκαν στις απατηλές διαβεβαιώσεις του εναγομένου ότι οι επιταγές, που τους παρέδωσε, έχουν ισχύ χρήματος και για το λόγο αυτό προέβησαν στην προκειμένη περιουσιακή διάθεση δεν κρίνεται πειστικός.

Γεγονός είναι ότι ο εναγόμενος από το Νοέμβριο του ίδιου έτους (2008) άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, ενόψει και των μεγάλων οικονομικών ανοιγμάτων που είχε κάνει στην αγορά, λόγος για τον οποίο ζήτησε από την ενάγουσα και η τελευταία αποδέχθηκε παράταση της αποπληρωμής της οφειλής του, που αφορούσε την πώληση των 500 τόνων αραβόσιτου, παραγωγής του έτους 2007, αντικαθιστώντας τις επιταγές, έκδοσής του, που της είχε παραδώσει για τον άνω λόγο, με άλλες με μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσης, συνολικού ποσού 103.782 Ε. Όμως, από τα τέλη Δεκεμβρίου 2008 με αρχές Ιανουαρίου 2009 οι προσδοκίες του εναγόμενου για ανάκαμψη της οικονομικής του δραστηριότητας δεν ευοδώθηκαν, διότι πολλοί δανειστές του δεν εκπλήρωσαν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς αυτόν, με συνέπεια να σφραγισθούν πολλές επιταγές, έκδοσής του, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, να εκδοθούν διαταγές πληρωμής σε βάρος του και να επιβληθούν αναγκαστικές κατασχέσεις σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του. Περαιτέρω συνέπεια της δυσχερούς οικονομικής θέσης, στην οποία βρέθηκε, ήταν να μην μπορέσει να τηρήσει ο εναγόμενος τις συμβατικές του υποχρεώσεις τόσον έναντι της ενάγουσας, όσον και έναντι άλλων προσώπων. Εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου, πέραν βεβαίως της κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας – συζύγου της, η οποία ελέγχεται ως προς την αξιοπιστία της, προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατά το χρόνο έκδοσης των μεταχρονολογημένων επιταγών, που παρέδωσε στην ενάγουσα, χάριν καταβολής του τιμήματος του αραβόσιτου που αγόρασε από αυτήν, παραγωγής 2007 και 2008, γνώριζε ότι δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του στις πληρώτριες Τράπεζες και ότι εν γνώσει του με ψευδείς παραστάσεις διαβεβαίωνε αυτή περί του αντιθέτου, λέγοντάς της μάλιστα ότι αυτές έχουν ισχύ χρήματος, με προφανή σκοπό να υφαρπάξει την παραγωγή της, χωρίς να καταβάλει τίμημα, όπως η ίδια υποστηρίζει. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν είχε λόγο να προβεί σε παρόμοιες απατηλές διαβεβαιώσεις, ενόψει του ότι ο ίδιος παρέδωσε σ’ αυτή τις μεταχρονολογημένες επιταγές, χάριν καταβολής του τιμήματος του αραβόσιτου που είχε αγοράσει, σε χρόνο μεταγενέστερο της παράδοσης σ’ αυτόν των προαναφερθέντων ποσοτήτων αραβόσιτου. Ουδέ βεβαίως αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η έκδοση των επιταγών σε διαταγή του συζύγου της και όχι σε διαταγή της ίδιας, που ήταν η παραγωγός και άρα η πωλήτρια του αραβόσιτου, αποτελούσε μέρος του οργανωμένου σχεδίου εξαπάτησής της, που είχε εξυφάνει ο εναγόμενος σε βάρος της, ώστε σε περίπτωση μη πληρωμής των επιταγών και έκδοσης διαταγών πληρωμής σε βάρος του να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπές κατ’ αυτών, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποκείμενης αιτίας μεταξύ αυτού και του συζύγου της. Και τούτο διότι οι ένδικες επιταγές εκδόθηκαν σε διαταγή του συζύγου της, διότι με αυτόν κατά κύριο λόγο ο εναγόμενος συζητούσε, διαπραγματεύονταν και συναλλάσσονταν για την πώληση του καλαμποκιού, για την τιμή του, για τον τρόπο και χρόνο αποπληρωμής του τιμήματος της πώλησης και, ακριβώς, λόγω της υπαλληλικής ιδιότητας αυτού και εντεύθεν αδυναμίας του να εμφανίζεται ως αγρότης, τυπικά φέρονταν ως επαγγελματίας αγρότισσα – παραγωγός των γεωργικών προϊόντων η ενάγουσα. Με βάση τα αποδεικνυόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά και τις προαναφερόμενες σκέψεις δεν αποδεικνύεται αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου και δη απάτη σε βάρος της ενάγουσας και ως εκ τούτου η αξίωση αποζημίωσης που θεμελιώνεται σ’ αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής από τη σύμβαση πώλησης και ο εναγόμενος υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό των 294.182 Ε, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής. Κατ’ αυτής της απόφασης και ο εναγόμενος άσκησε έφεση, αποδίδοντας σ’ αυτή την πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Συγκεκριμένα παραπονούνταν για την παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του συνόλου του αιτούμενου με την αγωγή ποσού, ενώ ισχυρίζονταν ότι θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή μόνον κατά το ποσό των 264.400 Ε, το οποίο ομολόγησε ότι εξακολουθεί να οφείλει, πλην ο εκκαλών – εναγόμενος δεν παρέστη κατά την εκφώνηση της έφεσής του από το πινάκιο και δεν υπερασπίσθηκε αυτή και ως εκ τούτου αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη. {…}