25/2016 ΤριμΕφΛάρ (Αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας απόφασης έκτακτης Γ.Σ. μετόχων ΑΕ.)
25/2016 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγήτρια: Βήλη Χρηστίδου Δικηγόροι: Αρετή Κοργιτάκου, Θεμιστοκλής Σκούρας – Γεώρ. Χατζηευθυμίου
Αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας απόφασης έκτακτης Γ.Σ. μετόχων ΑΕ. Αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση το πρώτον στο Εφετείο υπό της μισθώτριας του ακινήτου, η εκμίσθωση του οποίου αποφασίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το ν. 3694/07 ακυρώσιμες οι αποφάσεις ΓΣ που λήφθηκαν: α) με τρόπο μη σύμφωνο με το νόμο ή το καταστατικό, β) από μη νόμιμα συγκληθείσα ή συγκροτηθείσα συνέλευση, γ) χωρίς οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν ή δ) κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας. Άκυρες οι αποφάσεις που α) με το περιεχόμενο τους παραβιάζουν το νόμο ή το καταστατικό, β) λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη σύγκληση της συνέλευσης. Η ΓΣ θεωρείται συγκληθείσα αν υπάρχει πρόσκληση νόμιμα δημοσιευθείσα, που περιέχει τουλάχιστον ένδειξη ημέρας και τόπου συνεδρίασης. Μη άκυρη απόφαση όταν παρίστανται όλοι οι μέτοχοι και δεν εναντιώνονται στη λήψη της απόφασης (αυτόκλητη ΓΣ). Επί άκυρων αποφάσεων προβολή αλλά και αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη ακυρότητας εντός έτους από την υποβολή του πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο, ενώ επί ακυρώσιμων ακύρωση εντός 3 μηνών. Μη νόμιμη συγκρότηση ΓΣ όταν αποκλείονται μέτοχοι δικαιούμενοι ή μετέχουν μη δικαιούμενοι. Τα πρακτικά ΓΣ συνιστούν ιδιωτικό έγγραφο εμπόρου και αποδεικνύουν το περιεχόμενό τους, επιτρεπτή όμως ανταπόδειξη. Ανακρίβειά τους ως προς το χρόνο διενέργειας της ΓΣ δεν πλήττει το κύρος της, εκτός αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί το περιεχόμενο της απόφασης. Μη αναγκαία υπογραφή των μελών στο πρακτικό. Μετά την κατά παραδοχή έφεσης εξαφάνιση της εκκαλουμένης που είχε δεχθεί εσφαλμένα τον πρώτο αγωγικό λόγο ακυρότητας, υποχρέωση Εφετείου προς έρευνα και του μη εξετασθέντος πρωτοδίκως δεύτερου λόγου χωρίς ανάγκη (αντ)έφεσης ή αιτήματος του ενάγοντος. Δεσμευτικές οι διαχειριστικές πράξεις ΔΣ, και οι εκτός εταιρικού σκοπού, έναντι τρίτων εκτός αν αυτοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την υπέρβασή του.
{…} Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, ισχυρίστηκαν ότι τυγχάνουν μέτοχοι της τελευταίας και κατέχουν συνολικά ποσοστό 10,08% του μετοχικού της κεφαλαίου. Ότι στις 10.12.2011 φέρεται να συνήλθε αυτόκλητα έκτακτη καθολική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης, στην οποία οι ίδιοι εμφανίζονται να παραστάθηκαν αυτοπροσώπως και να υπερψήφισαν απόφαση για την εκμίσθωση των εγκαταστάσεών της, ενώ αυτοί ούτε προσεκλήθησαν να παρασταθούν, αλλά ούτε και παραστάθηκαν σε τέτοια συνέλευση, γεγονός που επιφέρει την ακυρότητά της. Ότι, πέραν τούτου, συντρέχει και έτερος λόγος ακυρότητας της άνω απόφασης, συνιστάμενος στο ότι στην προαναφερθείσα γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης παραστάθηκε ο Γ. Σ., ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Κ. H. ΑΕ», η οποία κατέχει το 56,26% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης, και συνήνεσε στη λήψη της απόφασης για την εκμίσθωση των εγκαταστάσεων της τελευταίας, χωρίς να διαθέτει νόμιμη προς τούτο εξουσιοδότηση από τη Γ.Σ. της εταιρίας αυτής, μη αρκούσης της γενικής εξουσιοδότησης που είχε λάβει από το διοικητικό της συμβούλιο, καθόσον επρόκειτο για απόφαση που εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του, επειδή κείται εκτός του σκοπού της εταιρίας. Με βάση δε τους λόγους αυτούς, ζήτησαν να αναγνωριστεί η ακυρότητά της από 10.12.2011 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης.
Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 173/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης της εναγομένης, κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι ουδέποτε έλαβε χώρα η φερόμενη καθολική γενική συνέλευση των μετόχων, διότι αυτοί κατά τον αναγραφόμενο στο πρακτικό χρόνο συνεδρίασης απουσίαζαν. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε την υπό κρίση έφεση και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή των εναγόντων. Πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.
Στην ως άνω ανοιγείσα δίκη η εταιρία με την επωνυμία «Κ. Β. Ε. ΑΕ» άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και αντίγραφο αυτού επέδωσε σε όλους τους διαδίκους (άρθρο 81 ΚΠολΔ), αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας, επικαλούμενη ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/21.12.2011 συμβολαιογραφικού συμφωνητικού μίσθωσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Ο. Δ. Ξ., που κατήρτισε με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης – εκκαλούσας, νόμιμα μίσθωσε τις εργοστασιακές της εγκαταστάσεις, καθόσον προηγήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης της τελευταίας, κατά την οποία ομόφωνα αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, και η εκμίσθωση του ανωτέρω ακινήτου της. Η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτά ασκείται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου (άρθρο 80 ΚΠολΔ) και πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή της με την έφεση λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Το δίκαιο της ΑΕ για τις ελαττωματικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης τροποποιήθηκε ριζικά με τον Ν. 3604/2007. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 35α, 35β και 35γ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάσταση με τα άρθρα 42-44 Ν. 3604/2007, αναμορφώθηκε το καθεστώς της ακυρότητας, της ακυρωσίας και του ανυπόστατου των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως των μετόχων ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 42 Αιτιολογικής Εκθέσεως στο σχέδιο νόμου «Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 Περί ανωνύμων εταιριών – Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των Οδηγιών α) 2006/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 και β) 2003/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2003») με τον επαναπροσδιορισμό των ελαττωμάτων που επιφέρουν την ακυρότητα της αποφάσεως ή την ακυρωσία αυτής. Με τη νέα ρύθμιση περιορίστηκαν οι περιπτώσεις που η ελαττωματικότητα μίας απόφασης της Γ.Σ. μπορεί να συνίσταται στην ακυρότητά της (και εντάχθηκαν σ’ αυτήν οι μείζονος βαρύτητας περιπτώσεις), ενώ διευρύνθηκαν αντίστοιχα οι λόγοι για τους οποίους μια τέτοια απόφαση μπορεί να είναι ακυρώσιμη. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 35α, προβλέπονται τέσσερις (4) κατηγορίες ακυρώσιμων αποφάσεων: α) αποφάσεις που ελήφθησαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό, β) αποφάσεις που ελήφθησαν από Γ.Σ. που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, γ) αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 και δ) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 35β, προβλέπονται δύο κατηγορίες άκυρων αποφάσεων: α) αποφάσεις που με το περιεχόμενο τους παραβιάζουν το νόμο ή το καταστατικό και β) αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς να προηγηθεί η σύγκληση της Γ.Σ.. Αναφορικά με το δεύτερο ως άνω λόγο ακυρότητας, ήτοι τη λήψη απόφασης από γ.σ. που συγκροτήθηκε χωρίς προηγούμενη σύγκλησή της, ενόψει της σοβαρότητας της κύρωσης, ο ν. 3604/2007 καθόρισε αυθεντικά τις προϋποθέσεις της υποστατής σύγκλησης γ.σ. στην παρ. 2 του άρθρου 35β του ν. 2190/1920, επιλέγοντας τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 26 του ίδιου νόμου. Έτσι, η γ.σ. θεωρείται συγκληθείσα εφόσον: α) υπάρχει πρόσκληση κατά την έννοια του άρθρου 26, β) η πρόσκληση περιέχει τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της συνεδρίασης, γ) η πρόσκληση προέρχεται από την εταιρία και δ) η πρόσκληση έχει δημοσιευθεί κατά το νόμο, δηλαδή κατά τους ορισμούς του άρθρου 26. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 ως προς τον χρόνο και το μέσο της δημοσίευσης δεν είναι τυπικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της σύγκλησης, αλλά αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις, που διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι έχουν πραγματική δυνατότητα και εύλογη πιθανότητα να πληροφορηθούν εγκαίρως την πραγματοποίηση της συνέλευσης, ώστε να συμμετάσχουν σε αυτή ή να ασκήσουν εμπρόθεσμα τα ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης. Η έλλειψη ενός από τα παραπάνω στοιχεία έχει ως συνέπεια τη μη σύγκληση της Γ.Σ. και, κατ’ επέκταση, την ακυρότητα της απόφασης. Καθίσταται φανερό, επομένως, ότι η νόμιμη δημοσίευση από την εταιρία ανακοίνωσης που να περιέχει τουλάχιστον (αληθή) ένδειξη για την ημέρα και τον τόπο της Γ.Σ. θεωρείται essentialium της διαδικασίας για τον σχηματισμό της συλλογικής εταιρικής βούλησης, δηλαδή ελάχιστη στοιχειώδης προϋπόθεση (διαδικαστικής φύσης) για τη λήψη καταρχήν έγκυρης απόφασης από τη Γ.Σ., έτσι ώστε απόφαση που λήφθηκε χωρίς τη διαδικασία αυτή να είναι άκυρη (Β. Αντωνόπουλος, Ανώνυμες Εταιρίες, ερμηνεία άρθρων του Κ.Ν. 2190/1920, έκδ. 2013, σελ. 736). Κατά συνέπεια, η έλλειψη στοιχειώδους έστω δημοσιότητας της πρόσκλησης αναιρεί το στοιχείο της εξωτερίκευσης αυτής, ώστε να καταστεί απευθυντέα στους μετόχους και καθιστά την απόφαση της συνέλευσης άκυρη και όχι ακυρώσιμη (Σ. Μούζουλας, Ο Ν. 3604/2007 για την αναμόρφωση και τροποποίηση του ΚΝ 2190/1920, σελ. 469).
Ωστόσο, παρά την έλλειψη σύγκλησης της Γ.Σ., κατά την έννοια του άρθρου 35β παρ. 2 ΚΝ 2190/1920, η απόφαση της Γ.Σ. δεν είναι άκυρη (αλλά απολύτως έγκυρη), όταν στη Γ.Σ. παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλοι οι μέτοχοι και δεν εναντιώνονται στη λήψη της απόφασης. Έτσι, σε περίπτωση που δεν υπήρξε καθόλου σύγκληση γενικής συνέλευσης (δηλ. όχι απλώς μη νόμιμη σύγκληση), αλλά ούτε καθολική Γ.Σ. (διότι τότε οι ληφθείσες αποφάσεις θα ήταν, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 26, έγκυρες), η απόφαση που λήφθηκε στη (ψευδο)συνέλευση αυτή είναι απλώς άκυρη (και όχι ανυπόστατη) (Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, εκδ. 2012, σελ. 276, πρβλ και Κ. Παμπούκη «Καθολική Γενική Συνέλευση» Δνη 1994. 516 επ, όπου, σύμφωνα με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, οι αποφάσεις της ψευδεπίγραφης καθολικής συνέλευσης θεωρούνταν ανύπαρκτες ή ανυπόστατες ή φαινομενικές και ΕφΑθ 4955/2011 Δνη 2013. 763). Η ουσιαστική (και πρακτική) διαφορά μεταξύ άκυρων και ακυρώσιμων αποφάσεων έγκειται ιδίως στο ότι η προθεσμία προβολής της ακυρότητας είναι μεγαλύτερη. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ακυρότητας των αποφάσεων της Γ.Σ. η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εντός προθεσμίας ενός έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή από την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο (άρθρο 35β παρ. 4α ΚΝ 2190/1920, όπως τροπ. με το άρθρο 43 του Ν. 3604/2007), ενώ στις περιπτώσεις ακυρωσίας η απόφαση ακυρώνεται από το δικαστήριο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή από την καταχώρηση της απόφασης στο Μητρώο (άρθρο 35α παρ. 7 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 42 του ν. 3604/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι η έλλειψη πρόσκλησης σύγκλησης γενικής συνέλευσης και η μη καθολική συνέλευση (λόγω της απουσίας των εναγόντων) άγουν σε ακυρότητα της απόφασης και επομένως ότι η αγωγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός έτους από την υποβολή του πρακτικού στην αρμόδια αρχή, ενώ εάν είχε εφαρμόσει ορθώς το νόμο έπρεπε να δεχθεί ότι η ως άνω απόφαση της γενικής συνέλευσης είναι ακυρώσιμη και η υπό κρίση αγωγή είναι εκπρόθεσμη, επειδή το πρακτικό της εν λόγω γενικής συνέλευσης υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή την 21.12.2011 και η αγωγή ασκήθηκε στις 19.7.2012, ήτοι μετά την παρέλευση του τριμήνου που επιτάσσει ο νόμος για την προσβολή των ακυρώσιμων αποφάσεων. Ο ως άνω λόγος είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον, όπως λέχθηκε στην μείζονα σκέψη, σε περίπτωση που δεν υπάρχει καθόλου σύγκληση γενικής συνέλευσης, αλλά ούτε καθολική γενική συνέλευση, όπως αναφέρεται στην αγωγή, η απόφαση που λαμβάνεται από την παραπάνω (ψευδο)συνέλευση είναι άκυρη και όχι ακυρώσιμη. Αλλά και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι «ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η από 10.12.2011 γενική συνέλευση των μετόχων, αν και συγκλήθηκε σαν καθολική, τελικά συγκροτήθηκε χωρίς να παρίσταται το 100% των μετοχών της, τότε πρόκειται για μη νόμιμη συγκρότηση, η οποία οδηγεί στην ακυρωσία των αποφάσεών της», είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον ο όρος «συγκρότηση» που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 35β παρ. 1β ΚΝ 2190/1920 έχει στενότερο περιεχόμενο από τη σύγκληση, καθώς αναφέρεται μόνο στο δικαίωμα συμμετοχής στη Γ.Σ. και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, μη νόμιμη συγκρότηση της Γ.Σ. υπάρχει, όταν αποκλείονται από αυτή πρόσωπα που δικαιούνται να μετάσχουν ή όταν μετέχουν πρόσωπα που δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής (Αντωνόπουλος, Ανώνυμες Εταιρίες, ερμηνεία άρθρων του Κ.Ν. 2190/1920, έκδ. 2013, σελ. 692). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 10.12.2011 και ώρα 20.00’, στα γραφεία της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, που βρίσκονται στο … χλμ. της επαρχιακής οδού Λ.-Σ., συνήλθαν αυτόκλητα σε έκτακτη Γενική Συνέλευση οι μέτοχοι της εναγομένης, με μοναδικό θέμα ημερήσιας διάταξης τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της εταιρίας. Κατά την συνεδρίαση αυτή, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο πρακτικό, μετείχε το σύνολο των μετόχων και του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και των εναγόντων, που συμμετέχουν στο καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας με ποσοστό 5,58% ο πρώτος και 4,50% ο δεύτερος. Στην ανωτέρω έκτακτη καθολική γενική συνέλευση των μετόχων προήδρευσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της κατέχουσας την πλειοψηφία των μετοχών (56,26%) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Κ. H. ΑΕ», ο οποίος, αφού παρέθεσε στοιχεία που αφορούν την οικονομική κατάσταση της εταιρίας και τον κίνδυνο που διατρέχει να βρεθεί σε κατάσταση αδυναμίας εκπλήρωσης των οικονομικών της υποχρεώσεων, ζήτησε τη λήψη έκτακτων μέτρων. Ειδικότερα, πρότεινε «τη σύναψη εξυγιαντικής συμφωνίας κατά τη διάταξη του άρθρου 106β του ν. 3588/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 ν. 4013/2011, μεταξύ της εταιρίας και των πιστωτών της, εάν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθώς και γενικά την υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης που προβλέπεται από τα άρθρα 99 επ. του προαναφερθέντος νόμου προς το σκοπό της αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως των πιστωτών, καθώς και τη λήψη μέτρων προς ικανοποίηση των προνομιακών πιστωτών της εταιρίας, ιδίως των εργαζομένων και ενδεικτικά και όχι περιοριστικά την εκποίηση του συνόλου των εμπορευμάτων της εταιρίας, την εκμίσθωση μέρους ή όλου του βιομηχανοστασίου της εταιρίας και λοιπών ακινήτων ιδίως λατομείων αργιλοληψίας, την εκποίηση μέρους των παγίων στοιχείων της εταιρίας, ιδίως των ελευθέρων βαρών κινητών» και γενικά ζήτησε από τη Γ.Σ. «να εξουσιοδοτήσει το Διοικητικό Συμβούλιο να προβεί σε όλες τις σχετικές αναγκαίες εργασίες, έστω και αν αυτές υπερβαίνουν τις συνήθεις συναλλαγές της εταιρίας». Η ως άνω πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή από το σύνολο των μετόχων και τόσο η πρόταση του Προέδρου, όσο και η απόφαση των μετόχων καταχωρήθηκαν στο από 10.12.2011 πρακτικό έκτακτης καθολικής Γ.Σ., που υπογράφεται από τον ως άνω Πρόεδρο της Γ.Σ. και τον Γραμματέα της Γ.Σ. Θ. Σ.
Οι ενάγοντες (πατέρας και υιός αντίστοιχα), με τον πρώτο ακυρωτικό τους λόγο, ισχυρίζονται ότι η παραπάνω απόφαση είναι άκυρη, διότι η γενική συνέλευση των μετόχων, η οποία συνήλθε αυτόκλητα, χωρίς δηλαδή την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων σύγκλησης, δεν ήταν καθολική, καθόσον έλαβε χώρα χωρίς τη δική τους παρουσία. Προς θεμελίωση δε του ισχυρισμού τους αυτού, επικαλούνται ότι την 13.00’ ώρα της 10.12.2011, που κατά το ανωτέρω πρακτικό φέρεται να συνήλθε η ανωτέρω έκτακτη καθολική Γ.Σ., αυτοί δεν παρευρίσκονταν στα γραφεία της εναγομένης, αλλά ο μεν πρώτος βρισκόταν μαζί με τον μάρτυρα απόδειξης και «έπιναν τσίπουρα», ο δε δεύτερος βρισκόταν στο Δ. Φ. Τούτο δε αποδεικνύουν, προσκομίζοντας αντίγραφο του με ημερομηνία 10.12.2011 δελτίου αδικημάτων και συμβάντων του Α.Τ. Δ., από το οποίο προκύπτει ότι την ημέρα εκείνη και περί ώρα 12:55, ο δεύτερος των εναγόντων προσήλθε στο άνω Αστυνομικό Τμήμα και εξέφρασε παράπονα για διαφορές αστικής φύσεως σε βάρος του Α.Μ. Η εναγόμενη εταιρία αρνείται την απουσία των εναγόντων στη γενική συνέλευση και ισχυρίζεται ότι αυτή έλαβε χώρα στις 20:00 το βράδυ και όχι τη 13:00 το μεσημέρι, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στο πρακτικό της γενικής συνέλευσης.
Επί των ισχυρισμών αυτών των διαδίκων πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 του ΚΝ 2190/1920 επιβάλλεται η τήρηση βιβλίου πρακτικών Γενικών Συνελεύσεων, στο οποίο καταχωρούνται ο κατάλογος των μετόχων που παραβρέθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση, οι γνώμες μετόχων και οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως. Τα πρακτικά αυτά ως βιβλίο τηρούμενο από έμπορο αποτελούν κατά τον ΚΠολΔ ιδιωτικό έγγραφο. Αυτά μη αμφισβητούμενα θεωρούνται γνήσια και αποτελούν απόδειξη τόσο του περιεχομένου όσο και της πληρότητάς τους (Λ. Γεωργακόπουλος, Το Δίκαιον των Εταιριών, τόμος II, § 43, σ 328), επιτρέπεται όμως, σύμφωνα με το άρθρο 445 ΚΠολΔ, ανταπόδειξη (ΕφΑθ 4955/2011 Δνη 2013. 763). Δοθέντων τούτων, η αναγραφόμενη στο επίμαχο πρακτικό ώρα διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης αποτελεί γεγονός επιδεκτικό ανταπόδειξης. Στο πλαίσιο αυτό, ο μάρτυρας της εναγομένης, Ι. Π., σύζυγος μετόχου, κατέθεσε ενόρκως και μετά λόγου γνώσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η γενική συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 10.12.2011 και περί ώρα 20:00 στα γραφεία της εταιρίας, όπου βρισκόταν και ο ίδιος και ότι εκεί είδε και τους ενάγοντες. Πειστικά μάλιστα περιέγραψε με ακρίβεια τη θέση στην οποία οι τελευταίοι βρίσκονταν [βλ. πρακτικά πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου σελ. 8 «(ο Α.Σ.) καθόταν δίπλα ακριβώς ακουμπούσε με το δεξί χέρι στο γραφείο του διευθύνοντος συμβούλου… (ο Κ.Σ.) καθόταν δίπλα στον κουνιάδο μου και δίπλα στο μεγάλο τραπέζι»]. Την παρουσία των εναγόντων επιβεβαιώνει και ο παρών κατά τη συνεδρίαση Θ. Σ. του Γ. με την υπ’ αριθμ. …/18.9.2013 ένορκη εξέτασή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Α. Ψ., η οποία λαμβάνεται υπόψη μόνο για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης (ΑΠ 897/2014). Η ανωτέρω κατάθεση των δύο μαρτύρων για την πραγματική ώρα της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης ούτε προσβλήθηκε ως προς την αξιοπιστία της από τους ενάγοντες, ούτε και αναιρείται από το μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος αναφέρθηκε μόνο για την παρουσία του πρώτου ενάγοντος στις 13.00’, χωρίς να προσδιορίζει το σημείο όπου αυτός βρισκόταν στις 20.00’ της ίδιας ημέρας. Όμως, και οι ίδιοι οι ενάγοντες αποφεύγουν να αναφέρουν πού βρισκόντουσαν κατά την κρίσιμη ώρα της 20.00’, καλυπτόμενοι και επιχειρηματολογώντας μόνο για την αναγραφόμενη στο πρακτικό εσφαλμένη ώρα συνεδρίασης της 13.00’. Βεβαίως, στο επίμαχο πρακτικό δεν παύει να υπάρχει μια ανακρίβεια ως προς το χρόνο πραγματοποίησης της γ.σ. Ωστόσο, η ανακρίβεια αυτή δεν πλήττει το κύρος της γενικής συνέλευσης και των αποφάσεών της, παρά μόνο εάν εξαιτίας αυτής της πλημμέλειας δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το περιεχόμενο της απόφασης (άρθρο 35α παρ. 5 του ΚΝ 2190/1920), περίπτωση που εν προκειμένω δεν υφίσταται, γι’ αυτό, εξάλλου, και η εναγομένη δεν προέβη σε σχετική διόρθωση τούτου. Επιπλέον, η παρουσία των εναγόντων κατά την άνω Γ.Σ. επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι ίδιοι περί τις αρχές Φεβρουαρίου 2012 αιτήθηκαν και έλαβαν από την αρμόδια διοικητική αρχή αντίγραφο του πρακτικού της γ.σ., το οποίο σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 7β παρ. 12 ΚΝ 2190/1920), χορηγείται μόνον στους παραστάντες στη γενική συνέλευση μετόχους και όχι στους μη παραστάντες, οι οποίοι μπορούν να το λάβουν, μόνον ύστερα από σχετική εισαγγελική παραγγελία. Τέλος, η επικαλούμενη από τους ενάγοντες μη διενέργεια αυτόκλητης καθολικής έκτακτης γενικής συνέλευσης δεν αποδεικνύεται ούτε από την έλλειψη της υπογραφής των μετόχων στο πιο πάνω πρακτικό, στο οποίο πάντως γίνεται μνεία των ονομάτων όλων των μετόχων και των ποσοστών τους στο μετοχικό κεφάλαιο, καθόσον από το νόμο δεν απαιτείται η υπογραφή των μελών στο πρακτικό (άρθρο 32 ΚΝ 2190/1920), αλλά ούτε αποδείχθηκε ότι εφαρμοζόταν τέτοια πρακτική στην εναγομένη εταιρία. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, τα πεπραγμένα της συνεδρίασης της 10.12.2011 έχουν εγκριθεί από τους ίδιους τους ενάγοντες κατά την επακολουθήσασα Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, που έλαβε χώρα μετά από νόμιμη πρόσκληση τούτων στις 29.12.2011 και ώρα 20.30’, κατά την οποία παραστάθηκαν ή εκπροσωπήθηκαν μέτοχοι που κατέχουν το 80,92% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου, μεταξύ των οποίων (όπως συνομολογείται) και οι ενάγοντες, οι οποίοι ομοφώνως ενέκριναν την εκμίσθωση των εγκαταστάσεων της εναγομένης στην ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία «Κ. Β. Ε. ΑΕ» (προσθέτως παρεμβαίνουσα), που είχε πραγματοποιηθεί στις 21.12.2011, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/21.12.2011 συμβολαιογραφικού συμφωνητικού μίσθωσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Ο. Ξ., μετά την απόφαση της επίμαχης Γ.Σ. της 10.12.2011.
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι κατά τη γενική συνέλευση της 10.12.2011 υπήρξε καθολική γενική συνέλευση των μετόχων και επομένως η απόφαση που λήφθηκε είναι έγκυρη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν παραστάθηκαν κατά τη γενική συνέλευση και επομένως η απόφαση που λήφθηκε από τη συνέλευση αυτή ήταν άκυρη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνουν δεκτές η έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ως βάσιμες και από ουσιαστική άποψη. Μετά απ’ αυτά πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρότητας, ο οποίος ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ακολούθως το δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, μετά την κατά παραδοχή της έφεσης εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, και στη συνέχεια την εκδίκαση της υπόθεσης, είναι υποχρεωμένο να προβεί αυτεπάγγελτα, κατ’ εξαίρεση της αρχής της μη υπέρβασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 12 ΚΠολΔ), σε έρευνα του δεύτερου λόγου της ακυρότητας της απόφασης της γενικής συνέλευσης που προβάλλεται με την αγωγή, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στην θέση του πρωτοβαθμίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος (ΑΠ 1513/2001 Δ 33. 358, ΑΠ 628/2001 Δνη 43. 1407, ΑΠ 1408/1999 Δνη 41. 737, ΑΠ 1142/1999 Δνη 41. 419, ΕφΔωδ 251/2009 Νόμος).
Περαιτέρω, όσον αφορά τον άλλο λόγο της ακυρότητας της απόφασης της γ.σ., που προβάλλουν οι ενάγοντες με την αγωγή τους, ότι δηλαδή στην ως άνω γενική συνέλευση παραστάθηκε ο Γ.Σ., εκπροσωπώντας την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Κ. H. ΑΕ», η οποία κατέχει το 56,26% του μετοχικού κεφαλαίου, έχοντας εξουσιοδότηση από το διοικητικό της συμβούλιο, μολονότι όφειλε να έχει εξουσιοδότηση από τη γενική συνέλευση των μετόχων της, καθόσον το θέμα της υπό κρίση γενικής συνέλευσης της εναγομένης υπερέβαινε το σκοπό της ως άνω εταιρίας, θα πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, καθόσον οι ενάγοντες ούτε αναφέρουν στην αγωγή τους, ούτε διευκρινίζουν με τις προτάσεις τους ποιος ήταν ο σκοπός της εταιρίας «Κ. H. ΑΕ», προκειμένου να ελεγχθεί ο ισχυρισμός τους περί το ότι το προαναφερόμενο ζήτημα της υπό κρίση γενικής συνέλευσης υπερέβαινε ή όχι το σκοπό της άνω εταιρίας. Πέραν όμως τούτου, ο λόγος αυτός στερείται και νομικής βασιμότητος, καθόσον ο νομοθέτης, ανάγοντας την ασφάλεια των συναλλαγών σε υπέρτερο έννομο αγαθό σε σχέση με το εταιρικό συμφέρον, προβλέπει στην παρ. 1 του 22 ΚΝ 2190/1920, ότι οι διαχειριστικές πράξεις του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και εάν κείνται εκτός του εταιρικού σκοπού, δεσμεύουν την εταιρία απέναντι στους τρίτους, εκτός εάν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού (Β. Αντωνόπουλος, ό.π., σελ. 126 επ.), γεγονός το οποίο ουδόλως επικαλούνται. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη στο σύνολό της…


