245/2015 ΤριμΕφΛάρ (Επί πραγματικού ελαττώματος έργου αξίωση αποζημίωσης εργοδότη, με αναγκαία υπαιτιότητα του εργολάβου μη αποδεικνυόμενη από τον ενάγοντα αλλά αποκρουόμενη υπό του εναγομένου)

245/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγήτρια: Αντζελίτα Παπαβασιλείου Δικηγόροι: Δήμος Θανάσουλας – Δημ. Σαμαρτζής, Χαρ. Τσιρογιάννης

Επί πραγματικού ελαττώματος έργου αξίωση αποζημίωσης εργοδότη, με αναγκαία υπαιτιότητα του εργολάβου μη αποδεικνυόμενη από τον ενάγοντα αλλά αποκρουόμενη υπό του εναγομένου.

Υποχρέωση καταβολής εργολαβικής αμοιβής και επί μη (προσήκουσας) εκπλήρωσης, εκτός αν το έργο είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν.

Αποζημιωτική ευθύνη του εκ προθέσεως ζημιώσαντος άλλον ενάντια στα χρηστά ήθη. Κρίση περί αντίθεσης σε αυτά με συνεκτίμηση του σκοπού, του είδους των χρησιμοποιηθέντων μέσων και των λοιπών περιστάσεων. Αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημίας και αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς. Μη αδικοπραξία η αντισυμβατική ελαττωματική εκτέλεση έργου.

Ορισμένη αγωγή διαφυγόντων κερδών με μνεία των απολεσθέντων κατά το διάστημα αποκατάστασης των ελαττωμάτων υπό τρίτου με συνεπόμενη καθυστέρηση έναρξης της επιχείρησης του εργοδότη. Αποκατάσταση ζημίας του κυρίου του έργου για δαπάνες αποκατάστασης ελαττωμάτων και ελλείψεων, αλλά και καταβολής ΦΠΑ και εργολαβικής αμοιβής τρίτου για τις διορθώσεις, αδιαφόρως της μη εκτέλεσής τους μέχρι τη συζήτηση.

{…} 2. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκαν οι ακόλουθες δύο αγωγές: 1) η από 22.3.2010 αγωγή του ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, Χ.Π., με την οποία αυτός ζητούσε να υποχρεωθούν οι ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, δηλαδή η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Ι. Π. και ΣΙΑ ΟΕ» και οι ομόρρυθμοι εταίροι, Ι. Π. και Β. Γ., να του καταβάλουν, νομιμότοκα, το ποσό των 182.298 Ε, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής για το έργο, το οποίο, κατά τις καταρτιθείσες έγγραφες συμβάσεις έργου, εκτέλεσε και παρέδωσε στους εναγόμενους, το οποίο και ενέκριναν αυτοί. Και 2) η από 10.5.2011 αγωγή της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης παραπάνω ομόρρυθμης εταιρείας, με την οποία η εν λόγω εταιρεία, επικαλούμενη τις, από υπαιτιότητα του εναγομένου, ελλείψεις – ελαττώματα και την εκτός του συμφωνημένου χρόνου παράδοση του έργου, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει τα ποσά: α) των 35.429,19 Ε ως αποζημίωσή της για τις δαπάνες, στις οποίες θα υποβληθεί, προκειμένου να αποκατασταθούν τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ελαττώματα του έργου, β) των 17.842,62 Ε ως αποζημίωση, επιπλέον της σχετικής για τα ελαττώματα του έργου, και ειδικότερα για «παρεπόμενες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αγωγή δαπάνες, αφορώσες την απεγκατάσταση και επανεγκατάσταση του συστήματος πυρανίχνευσης – πυρασφάλειας, της φύλαξης του χώρου από υπηρεσία φύλαξης, κατά το διάστημα διενέργειας των εργασιών αποκατάστασης των ελαττωμάτων του έργου και τελικώς του καθαρισμού – απολύμανσης του χώρου του έργου, γ) των 2.548 Ε, ως αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα, λόγω μη λειτουργίας της επιχείρησης κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, δ) των 41.250 Ε, ως αποζημίωση λόγω απώλειας μέρους της προβλεπόμενης επιδότησης της επιχείρησης που στεγάστηκε στο ελαττωματικό οικοδομικό κτίριο και ε) των 20.000 Ε, ως εύλογη αποζημίωσή της λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ, επειδή από την μη έγκαιρη παράδοση του έργου τρώθηκε η εμπορική φήμη και το κύρος της, και συνολικά το ποσό των 117.069,81 Ε, νομομότοκα. Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε την μεν αγωγή του ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου Χ. Π. ως ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει, τη δε αγωγή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος, όπως επίσης απέρριψε ως αόριστο το επιμέρους κονδύλιο αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη και ως μη νόμιμο το μερικότερο κονδύλιο αποζημίωσης για ηθική βλάβη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις εφέσεις τους, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν αμφότεροι να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή που άσκησε ο καθένας τους και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή του αντιδίκου τους.

3.α. Κατά το άρθρο 681 του ΑΚ, με τη σύμβαση έργου, ο μεν εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, ενώ από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως με εκείνες των άρθρων 374, 687 έως 690 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ο εργοδότης έχει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 687 έως 690 του ίδιου Κώδικα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η κατά το άρθρο 690 ΑΚ αξίωση αποζημιώσεως. Η αποζημίωση αυτή, η οποία έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου, την οποία, όμως, δεν υποχρεούται να αποδείξει ο ενάγων εργοδότης, αλλά να αποκρούσει ο εναγόμενος εργολάβος, επικαλούμενος την έλλειψη υπαιτιότητάς του, περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις. Η άσκηση, ωστόσο, των παραπάνω δικαιωμάτων του εργοδότη δεν αναιρούν την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει την αμοιβή, κατ’ άρθρ. 694 του ΑΚ, η οποία υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση της μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, εκτός αν εξαιτίας των ελλείψεων και των ελαττωμάτων το έργο που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνημένο. Ως παράδοση νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου με προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή με την περιέλευσή του στη σφαίρα εξουσίας του τελευταίου, το οποίο, όμως, πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε, γιατί αλλιώς δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε πρώτος τη βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση.

3.β. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 AK, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή την διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή της ενάγουσας ομόρρυθμης εργοδότριας εταιρείας κατά το σκέλος επιδίκασης αποζημίωσης κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ δεν είναι νόμιμη, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι αδικοπρακτική η συμπεριφορά του εναγομένου, επειδή αυτός εκτέλεσε το επίδικο έργο με ελαττώματα και ελλείψεις, που συνίστανται σε οικοδομικές κακοτεχνίες. Η αντισυμβατική όμως εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εναγομένου, εστιαζόμενη στην ελαττωματική κατασκευή του έργου, δεν συνιστά, πάντα υπό το πρίσμα των αγωγικών ισχυρισμών, πράξη άδικη και περαιτέρω αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, που τελέστηκε με σκοπό πρόκλησης ζημίας εις βάρος της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και ο αντίθετος ισχυρισμός με σχετικό λόγο έφεσης της εκκαλούσας είναι αβάσιμος και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, η ίδια ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι λόγω της ελαττωματικής κατασκευής του έργου, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου, θα αναγκαστεί να αναθέσει σε τρίτον την αποκατάσταση των ελαττωμάτων του έργου, γεγονός που θα προκαλέσει αναπόφευκτη καθυστέρηση έναρξης λειτουργίας της επιχείρησής του με περαιτέρω άμεση συνέπεια την πρόκληση εις βάρος της οικονομικής ζημίας, συνισταμένης στην απώλεια των εσόδων δύο μηνών (Ιούνιο και Ιούλιο), συνολικού ποσού 2.548 Ε, με βάση τα κατά τα προηγούμενα έτη και κατά τους αντίστοιχους μήνες έσοδά της. Η αγωγή κατά το σκέλος επιδίκασης αποζημίωσης λόγω διαφυγόντος κέρδους είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον προσδιορίζονται τα καθαρά απωλεσθέντα εισοδήματα εντός διμήνου, ενώ η περαιτέρω λεπτομερέστερη συγκεκριμενοποίηση του εν λόγω κονδυλίου θα προκύψει παραδεκτώς από το σύνολο των αποδείξεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα και απέρριψε το παραπάνω αγωγικό κονδύλιο ως αόριστο, έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, επειδή είναι ουσιαστικά βάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ αρχήν κατά τη διάταξη απόρριψης του ανωτέρω κονδυλίου, να διακρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω κονδυλίου.

{…} Αναφορικά με την αγωγή της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας αποδείχθηκε ότι το έργο ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2008 και αυτό παραλήφθηκε και εγκρίθηκε από την ανωτέρω εργοδότρια. Ωστόσο όμως στο έργο υπήρχαν πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις. Συγκεκριμένα: σε σημεία του εξωτερικού κελύφους παρατηρήθηκαν αστοχίες, όπως στις εργασίες επιχρισμάτων, της στέγης (πλημμελής στεγανοποίηση), των ρύσεων των όμβριων υδάτων (υδρορροές). Από τις παραπάνω αστοχίες και κακοτεχνίες παρουσιάσθηκαν δυσμορφίες, ρηγματώσεις και εισχώρηση υγρασίας, αποκόλληση χρωματισμών, χρωματικές δυσμορφίες και αλλοίωση στις χρώσεις της επιφάνειας. Διαπιστώθηκε μη ικανοποιητική προστασία των σωληνώσεων των ψυκτικών θαλάμων (σωληνώσεις εκτεθειμένες και όχι εντοιχιζόμενες σε κανάλι προστασίας). Εσωτερικά του ισογείου του κτιρίου υπήρξε μετατόπιση τμημάτων της ψευδοροφής με πάνελ πολυουρεθάνης, με αποτέλεσμα την μη λειτουργία κάποιων κουφωμάτων αλουμινίου, κακή συναρμογή των φύλλων της ψευδοροφής (αρμοί με ανισομεγέθη πάχη, μη ομαλή σύγκλιση, ελλιπή στοκαρίσματα) και κακή και ελλιπή στήριξη τμήματος της ψευδοροφής, αφού χρησιμοποιήθηκαν ντίζες μη ευθύγραμμες και μη ικανοποιητικά στηριγμένες από τον φορέα έδρασης. Στον υπόγειο όροφο εσωτερικά διαπιστώθηκε έντονη υγρασία περιμετρικά των κουφωμάτων αλουμινίου, πλημμελής διάνοιξη οπών για την διέλευση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, έντονη ανιούσα υγρασία στην τοιχοποιία του λεβητοστασίου (τμήμα συναρμογής δαπέδου με γωνιακή τοιχοποιία), υγρασία από διαρροή στις οπές διελεύσεως, κατακερματισμός κεραμικών πλακιδίων δαπέδου στον αρμό διαστολής και ελλιπής επένδυση του φρέατος του ανελκυστήρα. Επίσης, στον πρώτο όροφο παρουσιάστηκε σε τμήμα της ψευδοροφής του λουτρού και του διαδρόμου εισχώρηση υγρασίας, ελλιπή στήριξη τμήματος ψευδοροφής στο χώρο διεύθυνσης, η επικάλυψη κατασκευάστηκε με θερμομονωτικά πάνελ πολυουρεθάνης πάχους 5 εκ με μία εξωτερική λαμαρίνα έγχρωμη και φύλλο αλουμινίου επικολλημένο στην μόνωση στην εσωτερική πλευρά αντί χαλύβδινου φύλλου με επεξεργασία επιμετάλλωσης εν θερμώ με ψευδάργυρο (γαλβανισμένα φύλλα λαμαρίνας τραπεζοειδούς διατομής), ενώ παρατηρήθηκε ελλιπής στήριξη της ψευδοροφής (ντίζες αντί μεταλλικού σκελετού). Επιπλέον, στον περιβάλλοντα χώρο παρουσιάστηκαν ρηγματώσεις πλακών τσιμέντου στην ράμπα ανόδου και καθόδου όσο και στον ημιυπαίθριο χώρο του ισογείου ορόφου (χώρος φόρτωσης και μεταφοράς των τελικών προϊόντων) (βλ. ιδίως τις αριθ. πρωτ. …/22.9.2010 και …/25.11.2011 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Δ. Σ., κατόπιν αίτησης της εναγομένης προς το ΤΕΕ). Για την διόρθωση των ανωτέρω ελαττωμάτων θα απαιτηθεί η εξής δαπάνη: 1) κόστος καθαίρεσης της ψευδοροφής του ορόφου (137,87 τμ Χ 1,50 Ε/τμ =) 206,81 Ε και της ψευδοροφής του ισογείου (240,20 τμ Χ 1,50 Ε/τμ =) 360,30 Ε, αντικατάσταση της ψευδοροφής του ορόφου με panel 4 εκ. (137,87 τμ Χ 17 Ε/τμ =) 2.343,79 Ε και του ισογείου (240,20 τμ Χ 17 Ε/τμ =) 4.083 Ε, 2) κόστος αποξήλωσης πετασμάτων επιστέγασης του πρώτου ορόφου (137,87 τμ Χ 2 Ε/τμ =) 275,74 Ε και επιστέγασης με πετάσματα από γαλβανισμένη λαμαρίνα με πλήρωση πολυουρεθάνης (137,87 τμ Χ 40 Ε/τμ =) 5.514,80 Ε, 3) κόστος καθαίρεσης πλακών τσιμέντου ράμπας (45 τμ Χ 3,50 Ε/τμ)= 157,50 Ε και αντικατάστασης (45 τμ Χ 15 Ε/τμ =) 675 Ε, 4) κόστος κατασκευής και τοποθέτησης μεταλλικού σκελετού από κοιλοδοκούς ορθογωνικής και τετραγωνικής διατομής της οροφής του ορόφου (137,87 Χ 5 kg/τμ Χ 2 Ε/kg =) 1.378,70 Ε και του ισογείου (240,20 Χ 5 kg/τμ Χ 2 Ε/kg =) 2.402 Ε και 5) κόστος χρωματισμών των επιφανειών των γυψοσανίδων με πλαστικό χρώμα (50 τμ Χ 10 Ε/τμ =) 500 Ε. 6) Τέλος, κατά την διάρκεια των ανωτέρω εργασιών θα απαιτηθεί και η διακοπή παροχής του ρεύματος και η εκ νέου τοποθέτηση των γραμμών ρεύματος στους χώρους αυτούς με καταβολή δαπάνης 500 Ε, καθώς και η αποξήλωση των εύκαμπτων αγωγών εξαερισμού και αντικατάστασης με κόστος κατ’ αποκοπή 300 Ε (βλ. και την από 29.3.2011 έκθεση του πολιτικού μηχανικού Π. Μ.). Επιπλέον, για τον καθαρισμό και απολύμανση του χώρου μετά την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών θα απαιτηθεί η καταβολή ποσού 1.000 Ε. Συνεπώς, το κόστος αποκατάστασης των ανωτέρω ελαττωμάτων και ελλείψεων ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (206,81 + 360,30 + 2.343,79 + 4.083 + 275,74 + 5.514,80 + 157,50 + 675 + 1.378,70 + 2.402 + 500 + 500 + 300 + 1.000 =) 19.697,64 Ε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, αναφορικά με τον αριθμό, το είδος και το κόστος των εργασιών, που θα απαιτηθούν για την αποκατάσταση – επιδιόρθωση των ελαττωμάτων και των ελλείψεων του έργου ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου ισχυρισμός με το δεύτερο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας, ότι δηλαδή είναι αναγκαίες και επιβεβλημένες όχι μόνο οι παραπάνω εργασίες αλλά και άλλες, όπως αυτές εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και κατά συνέπεια απορριπτέος. Επίσης, η ενάγουσα κυρία του έργου θα υποβληθεί στη δαπάνη καταβολής ΦΠΑ 23% επί της παραπάνω αξίας των εργασιών καθώς επίσης θα επιβαρυνθεί με ποσοστό 20% επί της ίδιας αξίας ως εργολαβικό αντάλλαγμα – τίμημα στον τρίτο εργολάβο που θα αναθέσει την επισκευή των παραπάνω ελαττωμάτων και ελλείψεων του έργου, ανεξάρτητα από την μη πραγματοποίηση, μέχρι το χρόνο συζήτησης, των εργασιών αυτών, καθόσον αποκαθίσταται η ζημία του ζημιωθέντος καθ’ όλη την έκτασή της και δεν έχει καμία έννομη συνέπεια το γεγονός ότι ο ζημιωθείς δεν έχει ακόμα υποβληθεί ακόμη στις δαπάνες αποκατάστασης και συνακόλουθα καταβολής ΦΠΑ και εργολαβικής αμοιβής τρίτου. Συνεπώς πρέπει να καταβληθεί στην ανωτέρω ενάγουσα το ποσό των 4.530,45 Ε για ΦΠΑ και το ποσό των 3.939,52 για εργολαβικό όφελος – αμοιβή του προσληφθησομένου τρίτου εργολάβου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε τα παραπάνω δύο κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι λόγω της εκτέλεσης των ανωτέρω εργασιών θα απαιτηθεί η απεγκατάσταση του συστήματος συναγερμού – πυρανίχνευσης – κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και ελέγχου πρόσβασης και η επανατοποθέτησή τους καθώς και η φύλαξη του χώρου των εγκαταστάσεων με φύλακα βάρδιας και γι’ αυτό τα σχετικά αγωγικά κονδύλια θα πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Η πραγματοποίηση των εργασιών επιδιόρθωσης των τεχνικών ελαττωμάτων και ελλείψεων του έργου θα επιφέρει αναστολή των εργασιών λειτουργίας της επιχείρησης της ενάγουσας για ένα μήνα, χρόνος ο οποίος είναι επαρκής και απαραίτητος για την διεκπεραίωση των εργασιών αποκατάστασης των κακοτεχνιών του έργου. Η ενάγουσα κατά το διάστημα που θα παραμείνει κλειστή η επιχείρηση θα απωλέσει καθαρά εισοδήματα ύψους 1.200 Ε, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας, ότι ο εναγόμενος εργολάβος ολοκλήρωσε την εκτέλεση του έργου καθυστερημένα και πιο συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2008 με αποτέλεσμα να επέλθει καθυστέρηση υπαγωγής της σε προβλεπόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, γεγονός για το οποίο ευθύνεται, κατά τους ισχυρισμούς της, ο ενάγων, ο οποίος πρέπει να της καταβάλλει αποζημίωση ίση με ποσοστό 15% του συνολικώς επιδοτούμενου ποσού για την επιχείρησή της, που αντιστοιχεί σε (550.000 Χ 15% /2 =) 41.250 Ε είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η επέλευση της παραπάνω οικονομικής ζημίας δεν αποδεικνύεται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, ο δε μάρτυράς της ενάγουσας δεν κατέθεσε κάτι σχετικό, αντιθέτως αυτός κατέθεσε ότι ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας λόγω της κρίσης περιέκοψε επί όλων των επενδυτικών προγραμμάτων ποσοστό 15%, που αναλογούσε σε αναπροσαρμογή τιμών επί του εγκεκριμένου κόστους. Ως εκ τούτου, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο θα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν αβάσιμο, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατ’ επέκταση και ο σχετικός λόγος έφεσης, επειδή είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Με βάση τα παραπάνω ο εναγόμενος εργολάβος θα πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα εργοδότρια εταιρεία ως αποζημίωση για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των (19.697,64 κόστος εργασιών + 4.530,45 για ΦΠΑ + 3.939,52 για εργολαβικό όφελος + 1.200 διαφυγόντα εισοδήματα =) 29.367,61 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε εκτός του κονδυλίου περί διαφυγόντων εισοδημάτων, ως ήδη αναφέρθηκε και κρίθηκε παραπάνω, αλλά και τα κονδύλια περί καταβολής ΦΠΑ και εργολαβικού οφέλους, έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου και την σωστή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το βάσιμο σχετικό (δεύτερο) λόγο έφεσης και για το λόγο αυτό η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τον πρώτο και δεύτερο λόγο της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τη δεύτερη κατά σειρά ανωτέρω αναφερθείσα, αγωγή της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας, και πιο συγκεκριμένα στο σύνολο των διατάξεών της σχετικά με την εν λόγω αγωγή, προς το σκοπό εξασφάλισης του ενιαίου της εκτέλεσης…