229/2015 ΤριμΕφΛάρ (Δυνατή αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας από αναγκαίο ομόδικο που ήταν απών έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε από τους παρόντες ομοδίκους του)
229/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγήτρια: Ευαγγελία Γίτση Δικηγόροι: Νικ. Εμμανουηλίδης, Δημ. Τζινάλας
Επί έφεσης κατά ερήμην απόφασης, αν προβάλλεται άρνηση αγωγικών ισχυρισμών ή εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων η απόφαση εξαφανίζεται εν όλω και ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όσους ισχυρισμούς μπορούσε και πρωτοδίκως. Αν ο εκκαλών εναγόμενος προβάλλει μόνο ενστάσεις καταλυτικές ή εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων ως προς την απόρριψή τους, μη εξαφάνιση απόφασης καθό κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση αλλά μόνον κατά το διατακτικό. Για εξαφάνιση της απόφασης ερευνάται αν ο λόγος είναι νόμιμος, όχι και βάσιμος.
Αν το Εφετείο, κατά παραδοχή της έφεσης εναγομένου, απορρίπτει μία εκ των πλειόνων αγωγική βάση, πρέπει να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις μη εξετασθείσες πρωτόδικα βάσεις.
Παραδεκτή άσκηση έφεσης για την περίπτωση άσκησης αντίθετης έφεσης.
Υποχρέωση κακόπιστου νομέα να αποδώσει τα εισπραχθέντα και τα εξ υπαιτιότητάς του μη εισπραχθέντα ωφελήματα αφότου κατέλαβε το πράγμα. Αξίωση ωφελημάτων με διεκδικητική αγωγή, ή και ιδιαίτερη αγωγή με μνεία της κυριότητας του ενάγοντος και του τρόπου κτήσης.
Η επιδικάσασα ωφελήματα για ορισμένο χρόνο τελεσίδικη απόφαση παράγει δεδικασμένο σε δίκη όμοιας αξίωσης για μεταγενέστερο διάστημα για το παρεμπίπτον ζήτημα της συγκυριότητας και της κακοπιστίας του εναγόμενου.
5ετής παραγραφή αξιώσεων εξ ωφελημάτων. Ένσταση παραγραφής με μνεία του χρόνου αυτής και της έναρξης.
Σκεπτικό: Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 394/2011 ΝοΒ 2011. 2171, ΑΠ 251/2009 Δ 2009. 996, Σαμουήλ, ό.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, αρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Κονδύλης – Νίκας, ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, αρθρ. 528, σελ. 68).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 1.10.2009 (αρ. εκθ. κατ. 637/1.10.2007) απευθυντέα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αγωγή κατά το μέρος που αυτή εκκαλείται οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ιστορούσαν ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των αποβιωσάντων πατρός τους Δ. Ξ. κατά ποσοστό 6/24 εξ αδιαιρέτου και του αδελφού τους Σ. Ξ. κατά ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου των αναφερόμενων σ’ αυτή κατά θέση, όρια και εμβαδόν ακινήτων, την κληρονομία των οποίων αποδέχθηκαν με την υπ’ αρ …/4.4.2003 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Β. Α. που μεταγράφηκε νόμιμα, καθιστάμενες έτσι συγκύριες αυτών εκάστη κατά το συνολικό ποσοστό των 7/24 εξ αδιαιρέτου, της εναγομένης (ως κληρονόμου του μη έχοντος τέκνα αποβιώσαντος συζύγου της Σ. Ξ.) καθιστάμενης συγκυρίας των ιδίων ακινήτων κατά ποσοστό 3/24 εξ αδιαιρέτου, αποδεχόμενη διά συμβολαιογραφικού εγγράφου νομίμως μεταγεγραμένου την άνω κληρονομία του συζύγου της.
Ότι η εναγομένη κατέλαβε τα επίδικα ακίνητα, νεμόμενη κακόπιστα αυτά, τα οποία καλλιέργησε κατά τις καλλιεργητικές περιόδους από 2002-2003 έως και 2007-2008 με σκληρό σιτάρι και βαμβάκι κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην αγωγή και έχει εξάγει τις αναφερόμενες κατ’ έτος ποσότητες βάμβακος και σίτου συνολικής εισπραχθείσης αξίας, με τις επιδοτήσεις, ποσού 627.849,29 Ε, εκ των οποίων το 1/3 αποτελεί έξοδα, αρνούμενη να αποδώσει στην κάθε ενάγουσα την καθαρή ωφέλεια που αντιστοιχεί στο μερίδιο της κάθε μιας και ανέρχεται στο ποσό των 122.081,80 Ε, κατά το οποίο εξάλλου η εναγομένη χωρίς νόμιμη αιτία κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά εκάστη των εναγουσών ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 122.081,80 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Με το ανωτέρω περιεχόμενη η αγωγή είναι νόμιμη κατά την μεν βάση με την οποία οι ενάγουσες ως συγκυρίες των ακινήτων ζητούν από την εναγομένη κακόπιστη νομέα την απόδοση των εξαχθέντων καρπών στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1096, 1098 του ΑΚ και ως προς την επικουρική περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΚΠολΔ. Επίσης η ανωτέρω πρώτη βάση είναι ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης – εφεσίβλητης, που κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθ’ όσον υπό τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη περιέχονται τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ στοιχεία για το ορισμένο αυτής και ειδικότερα τόσο η ιδιότητα κάθε ενάγουσας ως συγκυρίας των ακινήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, όσο και ο τρόπος κτήσης της αντίστοιχης ιδιότητας, χωρίς να απαιτείται και μνεία του τρόπου με τον οποίο οι δικαιοπάροχοί τους κατέστησαν κύριοι των επιδίκων, γεγονός το οποίο αμφισβητεί η εναγομένη και το οποίο παρ’ ότι δεν απαιτείται για την πληρότητα της υπό κρίση αγωγής, διεξοδικά αναφέρουν οι ενάγουσες με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους. Μετά ταύτα η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας κατεβλήθη το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση παράγεται και όταν το αντικείμενο της διεξαγόμενης μεταξύ των ίδιων προσώπων, ή εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος αυτής (άρθρο 325 εδ. 2 ΚΠολΔ), είναι διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (ΑΠ 1193/2003 Νόμος). Τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη ένδικη είναι η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με το ήδη κριθέν στην προηγούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 34/1992, ΑΠ 1570/2003 ΧρΙΔ 2004. 238), υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο που δίκασε είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει για το παρεμπίπτον ζήτημα (ΑΠ 912/2001 Δ 1993 Δνη 39. 303, ΑΠ 190/2000 Δνη 41. 986, ΕφΑθ 2445/2011 Νόμος). Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή (ΟλΑΠ 15/1993 Δνη 39. 303, ΑΠ 190/2000 Δνη 41. 986, ΕφΑθ 2445/2011 Νόμος). Έτσι, το δεδικασμένο που παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε σε προγενέστερη δίκη, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει την συγκεκριμένη έννομη σχέση που κρίθηκε με αυτήν ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη της ιδίας έννομης σχέσης, που αποτελεί την βάση μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης και λαμβάνεται υπόψη ως αμάχητη αλήθεια, που δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνον με την εξαφάνιση της απόφασης από την οποίαν παράγεται, έπειτα από επιτυχή άσκηση των εκτάκτων ενδίκων μέσων (ΟλΑΠ 1/2005, ΕφΛαμ 8/2013 Νόμος). Εξάλλου η τελεσίδικη απόφαση που επιδίκασε περιοδικές παροχές για ορισμένο χρονικό διάστημα, παράγει δεδικασμένο σε δίκη μεταξύ των αυτών προσώπων που ανάγεται στην επιδίκαση επίσης όμοιας περιοδικής παροχής για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (ΕφΑθ 3143/2009 Νόμος).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγουσες της υπό κρίση αγωγής ενεργώντας υπό την ιδία ιδιότητα είχαν ασκήσει κατά της εναγομένης, η οποία είναι το ίδιο πρόσωπο με την εναγομένη της κρινόμενης αγωγής, την υπ’ αρ. εκθ. κατ. 501/2005 απευθυντέα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αγωγή τους, με την οποία επικαλούμενες κατά την κατ’ άρθρα 1094, 1045, 1710 βάση και κατ’ άρθρα 1096, 1098 του ΑΚ βάση τα ίδια με την υπό κρίση αγωγή περιστατικά ως προς τον τρόπο κτήσης κυριότητας κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου επί των επιδίκων ακινήτων καθώς και ότι η εναγομένη κατέλαβε τα ανωτέρω ακίνητα, νεμόμενη κακόπιστα αυτά, τα οποία καλλιέργησε κατά τις καλλιεργητικές περιόδους από 1997-1998 έως και 2000-2001 με σκληρό σιτάρι και βαμβάκι έχοντας εξάγει τις αναφερόμενες κατ’ έτος ποσότητες με τις επιδοτήσεις, αρνούμενη να αποδώσει στην κάθε ενάγουσα την καθαρή ωφέλεια που αντιστοιχεί στο μερίδιο της κάθε μιας, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η συγκυριότητα εκάστης κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου επί των επιδίκων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους τα αποδώσει κατά το ιδανικό μερίδιο εκάστης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να αποδώσει σε εκάστη τα εξαχθέντα ωφελήματα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 11/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε τις ενάγουσες συγκυρίες των επιδίκων ακινήτων κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου εκάστη πλην του κάτωθι αναφερομένου υπ’ αριθ. 4 ακινήτου που αναγνωρίστηκαν συγκύριες κατά ποσοστό 6,756/24 εξ αδιαιρέτου και υποχρέωσε την εναγομένη να τους τα αποδώσει κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, ακολούθως δε κρίνοντας ότι η εναγομένη ήταν κακόπιστη νομέας αναγνώρισε ότι η εναγομένη έχει την υποχρέωση να καταβάλει σε εκάστη των εναγουσών την καθαρή ωφέλεια των εξαχθέντων ωφελημάτων κατά τα ανωτέρω καλλιεργητικά έτη από 34.513,17 Ε με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της άνω αγωγής.
Κατά της ανωτέρω πρωτοδίκου απόφασης τα διάδικα μέρη κατά το μέρος που ηττήθηκαν άσκησαν αντίθετες εφέσεις, και ειδικότερα ως προς το μέρος που αφορά στην υπό κρίση υπόθεση, η εναγομένη κατά τη διάταξη με την οποία οι ενάγουσες αναγνωρίστηκαν συγκύριες των επιδίκων κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου και υποχρεώθηκε να τους αποδώσει τα επίδικα κατά το ιδανικό σε εκάστη μερίδιο και κατά τη διάταξη με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης ως κακόπιστης νομέας να αποδώσει σε εκάστη των εναγουσών το αναλογούν κατά το ποσοστό συγκυριότητας εκάστης μέρος των εξαχθέντων ωφελημάτων για το αιτούμενο χρονικό διάστημα. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε η υπ’ αρ 315/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε αυτές κατ’ ουσίαν. Κατά της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη – εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την 21.9.2009 αίτηση αναίρεσης και τους από 12.10.2009 πρόσθετους λόγους της, οι οποίοι απορρίφθηκαν με την υπ’ αρ. 1258/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, οπότε είναι απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το υποβληθέν από την εναγομένη αίτημα περί αναστολής κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ της παρούσης δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί του αναγκαίου για την υπό κρίση αγωγή ζητήματος του δικαιώματος συγκυριότητας των εναγουσών κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου επί των επιδίκων ακινήτων μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αίτησης αναίρεσης που άσκησε κατά της προαναφερθείσης υπ’ αρ. 315/2009 απόφασης του Εφετείου Λάρισας που απέρριψε την έφεση κατά της υπ’ αρ. 11/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που δίκασε και έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 6.10.2005 αγωγή των εναγουσών.
Περαιτέρω η υπ’ αρ. 315/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία δεν ανετράπη με την άσκηση του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναίρεσης, αποφαινόμενη τελεσίδικα για την εκεί αγωγική αξίωση των εναγουσών, περιέχει παράλληλα τελεσίδικη κρίση και για το παρεμπίπτον ζήτημα του δικαιώματος της συγκυριότητας αυτών στα επίδικα, που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής, αφού η ιδιότητα των εναγουσών ως συγκυρίων, στη δίκη εκείνη, των επιδίκων ακινήτων, αφενός αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζητούμενης αυτής διάγνωσης, αφετέρου δε συνιστά αυτοτελή έννομη σχέση έναντι εκείνης της οποίας η διάγνωση με την αγωγή ζητήθηκε (αναλογία ωφελημάτων των επιδίκων).
Περαιτέρω κατά το μέρος που με την υπό κρίση αγωγή ζητούνται από τις ενάγουσες συγκυρίες των επιδίκων περιοδικές παροχές και δη εξαχθέντα ωφελήματα για τις καλλιεργητικές περιόδους από 2002-2003 έως 2007-2008 από την εναγομένη συγκυρία των ακινήτων και κακόπιστη νομέα του όλου αυτών, από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση που έκρινε επί του ιδίου αιτήματος για το τότε επίδικο χρονικό διάστημα (2001-2002) παράγεται δεδικασμένο ως προς το η εναγομένη είναι κακόπιστη νομέας, αφού γνώριζε ότι δεν είχε δικαίωμα στη νομή των ανωτέρω ποσοστών εξ αδιαιρέτου των εναγουσών (7/24), η κυριότητα των οποίων ανήκει στις ενάγουσες.
Μετά ταύτα σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση παράγει δεδικασμένο και ως προς τα ζητήματα αυτά, τα οποίο τίθενται ως βάση της παρούσης απόφασης, οπότε οι ενάγουσες είναι συγκύριες εκάστη κατά ποσοστό 7/24 εξ αδιαιρέτου (ήτοι ως αδιαθέτου κληρονόμοι των αποβιωσάντων πατρός τους Δ. Ξ. κατά ποσοστό 6/24 εξ αδιαιρέτου και του αδελφού τους Σ. Ξ. κατά ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου την κληρονομία των οποίων αποδέχθηκαν με την υπ’ αρ. …/4.4.2003 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Β. Α. που μεταγγράφηκε νόμιμα) των ακολούθως αναφερόμενων ακινήτων, καθώς και ότι η εναγομένη είναι κακόπιστη νομέας αυτών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης περί της μη κακοπιστίας αυτής.
Ακολούθως απεδείχθη ότι τα ένδικα ακίνητα είναι τα ακόλουθα: {…}. Στη συνέχεια απεδείχθη ότι η εναγομένη καλλιεργούσε τα ένδικα ακίνητα (πλην των ακολούθως αναφερόμενων υπό στοιχεία 1β και 9 αγρών οι οποίοι ήταν χέρσοι) και συνεπώς οφείλει κατ’ αρχήν τα ανήκοντα στις ενάγουσες εξαχθέντα ωφελήματα.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 250 αριθ. 17 ΑΚ, σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερουμένων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά. Η διάταξη αυτή αναφέρεται με γενικό τόπο σε καθυστερούμενες προσόδους και σε περιοδικά επαναλαμβανόμενες παροχές και επομένως στην έννοια των όρων αυτών περιλαμβάνονται και οι φυσικοί ή πολιτικοί καρποί και γενικώς τα ωφελήματα (άρθρ. 961, 962 ΑΚ), που η χρήση και η εκμετάλλευση του πράγματος περιοδικά απέφερε ή κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης θα μπορούσε περιοδικά να αποφέρει (ΑΠ 440/2000, ΑΠ 898/2009 ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα και οι σχετικές με την απόδοση τέτοιων ωφελημάτων ή της αξίας τους αξιώσεις του κυρίου του πράγματος κατά του επιλήψιμου νομέα υπόκεινται στην ως άνω πενταετή παραγραφή, η οποία κατά τα άρθρ. 251 και 253 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 2267/2013 Νόμος).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251 επ 277 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της (ΑΠ 761/2014 Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη προτείνει ένσταση εικοσαετούς παραγραφής των επιδίκων περιοδικών παροχών που συνεληρώθη πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, επικαλούμενη ως αφετήριο σημείο αυτής το έτος 1959 όταν κατά τους ισχυρισμούς της κατελήφθησαν τα επίδικα από το δικαιοπάροχό της Σ. Ξ.. Ο ανωτέρω περί παραγραφής ισχυρισμός που προσιδιάζει στη διεκδικητική αγωγή (που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης δίκης) είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθ’ όσον υπό τα εκτιθέμενα αντικείμενο της παρούσης δίκης είναι η απόδοση τέτοιων ωφελημάτων κατά του επιλήψιμου νομέα, η οποία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή, η οποία κατά τα άρθρ. 251 και 253 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Λόγω δε της απόρριψης της προταθείσης από την εναγομένη ένστασης παραγραφής παρέλκει η προταθείσα από την ενάγουσα αντέσταση παραγραφής.{…}


