19/2016 ΤριμΕφΛάρ (Ανάκληση μη οριστικών αποφάσεων από το εκδόσαν δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μέχρι την οριστική απόφαση, αυτεπάγγελτα ή με αίτηση διαδίκου υποβαλλόμενη στη διάρκεια της συζήτησης και όχι αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης)

19/2016 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγητής: Σπυρ. Μελάς Δικηγόροι: Μιχ. Παπαγεωρίου, Στεφ. Παντζαρτζίδης

Ανάκληση μη οριστικών αποφάσεων από το εκδόσαν δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μέχρι την οριστική απόφαση, αυτεπάγγελτα ή με αίτηση διαδίκου υποβαλλόμενη στη διάρκεια της συζήτησης και όχι αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης. Μη ισχύς άνω περιορισμού αν με την οριστική απόφαση διατάχθηκε μέτρο η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη, ή τάχθηκε εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας και η αναμονή για την άρση του είναι μάταιη, οπότε η αίτηση ανάκλησης υποβάλλεται παραδεκτά και με κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση. Επί αγωγής λογοδοσίας δυνατή σώρευση αγωγής α) καταβολής καταλοίπου λ/σμού χωρίς προσδιορισμό του ποσού που είναι αδύνατο εκ των προτέρων να προσδιοριστεί ή β) καταβολής πιθανολογούμενου ελλείμματος αν δεν κατατεθεί λ/σμός. Από τα αιτήματα αυτά, που υποβάλλονται και αυτοτελώς με παρεμπίπτουσα αγωγή, το πρώτο προϋποθέτει παροχή λογοδοσίας ενώ το δεύτερο αποτελεί ιδιότυπο – πρόσθετο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης επιβαλλόμενο επί άρνησης κατάθεσης του λ/σμού και συντρέχον με τα μέσα εκτέλεσης του 946 ΚΠολΔ, το οποίο παύει αν κατατεθεί λ/σμός, έστω και εκτός της υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου ταχθείσας προθεσμίας, αφού το Εφετείο μπορεί να κρίνει κατ’ έφεση αλλιώς. Καταδίκη στην καταβολή εικαζόμενου ελλείμματος κατόπιν πιθανολόγησης με δυνατή δ/γή αποδείξεων, ταυτόχρονα με τις αποδείξεις για την υποχρέωση λογοδοσίας ή και ανεξάρτητα.

1α) Με την από 22.7.2013, με αριθ. εκθ. καταθ. 531/2013, κλήση της ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, μετ’ αναβολή από τη δικάσιμο της 24.10.2014, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 473/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, η υπ’ αριθ. καταθ. 445/2008 έφεσή της κατά της υπ’ αριθ. 225/24.7.2006 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά το σκέλος και αιτητικό που αφορά την μη κριθείσα κατ’ ουσίαν, από 14.10.1996 παρεμπίπτουσα αγωγή της με σκοπό να ανακληθεί η μη οριστική διάταξη της υπ’ αριθ. 770/2010 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού και να γίνει δεκτή η υπ’ αριθ. 103/2005 κλήση της, να γίνει δεκτή η έφεσή της κατά της υπ’ αριθ. 225/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας καθώς και η παρεμπίπτουσα αγωγή της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το εικαζόμενο (πιθανολογούμενο) κατάλοιπο (έλλειμμα) ποσού 256.296,25 E, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

β) Με την από 1.11.2014, με αριθ. εκθ. καταθ. 1020/2014, κλήση της ενάγουσας, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 473/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, η υπ’ αριθ. καταθ. 848/2009 έφεση των αντιδίκων της κατά της υπ’ αριθ. 225/24.7.2006 οριστικής απόφασης του Πολυμ. Πρωτ. Λάρισας, με σκοπό να ανακληθεί η μη οριστική διάταξη υπ’ αριθ. 770/2010 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και να γίνει παραδεκτή η υπ’ αριθ. 103/2005 κλήση της, να απορριφθεί η έφεση των αρχικών εναγομένων – αντιδίκων της, κατά της υπ’ αριθ. 225/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το εικαζόμενο (πιθανολογούμενο) κατάλοιπο (έλλειμμα) ποσού 256.296,25 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

2α) Η ενάγουσα (ήδη καλούσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη) ανώνυμη εταιρεία «Ρ. ΑΒΕΕ» με την, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, από 16.5.1996 με αριθ. καταθ. 2542/428/20.5.1996 αγωγή της, με εναγομένους (α) την ομόρρυθμη εταιρεία «Α.Π. ΟΕ» και τα ομόρρυθμα αυτής μέλη (β) Α. Π. και (γ) Δ. Π., μετά τον επισυμβάντα στις 27.12.2010 θάνατο της οποίας υπεισήλθαν στη δικονομική της θέση, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, οι λοιποί των καθών οι κλήσεις, ισχυρίστηκε ότι η πρώτη εναγομένη, της οποίας ομόρρυθμα μέλη είναι οι άλλοι δύο εναγόμενοι, με σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ανέλαβε από το Δεκέμβριο 1989 την αποκλειστική αντιπροσώπευση στη Θεσσαλία των προϊόντων της. Ότι, αν και η σύμβαση αντιπροσωπείας έληξε την 31.7.1995, μετά από καταγγελία της ενάγουσας και η σύμβαση εντολής εισπράξεως του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων ανεκλήθη, η εναγομένη αρνείται να της δώσει λόγο της διαχειρίσεώς της. Για το λόγο αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη στην παροχή λογοδοσίας και, αν αρνηθεί, να καταδικασθούν τα συνεναγόμενα ομόρρυθμα μέλη της σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση. β) Στη συνέχεια η ίδια ενάγουσα άσκησε δεύτερη, την από 14.10.1996 με αριθ. 5137/815/15.10.1996, χαρακτηριζόμενη παρεμπίπτουσα, αγωγή, με τους ίδιους εναγομένους. Με αυτήν ζήτησε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι (εναγόμενοι), εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν το εικαζόμενο κατάλοιπο του λογαριασμού, το οποίο υπολόγισε σε 256.296,25 Ε.

  1. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 146/1997 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία διέταξε αποδείξεις για την κυρία αγωγή και, μεταξύ άλλων, ειδικά για την υποχρέωση της πρώτης των καθών η κλήση – πρώτης εναγομένης, να παράσχει λογοδοσία. Ακολούθως, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 183/2004 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία υποχρέωσε τους εναγομένους να παράσχουν λογοδοσία, εντός προθεσμίας 90 ημερών από την επίδοση της απόφασης, καταθέτοντας λογαριασμό στη γραμματεία του δικαστηρίου με τα σχετικά δικαιολογητικά και, παράλληλα, και σε περίπτωση μη εκούσιας συμμόρφωσης του δεύτερου και της τρίτης των αρχικών εναγομένων με την υποχρέωση αυτή, τους καταδίκασε σε χρηματική ποινή 300 Ε και τους απείλησε με προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών. Για το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής περί καταβολής του εικαζομένου καταλοίπου επιφυλάχτηκε να αποφασίσει. Με την πάροδο άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας, η ενάγουσα με την από 11.2.2005 με αριθ. καταθ. 103/2005 κλήση της επανέφερε προς περαιτέρω συζήτηση το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής περί καταβολής του «εικαζομένου καταλοίπου». Το πρωτόδικο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 225/2006 οριστική απόφασή του, αφού προχώρησε στην κατ’ ουσία έρευνα του ύψους του αιτουμένου με τη δεύτερη, τη χαρακτηριζόμενη ως παρεμπίπτουσα, αγωγή καταλοίπου, δεχόμενο τελικά αυτό εν μέρει και συγκεκριμένα υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 86.200,79 €. Η καλούσα – ενάγουσα με την υπ’ αριθ. καταθ. 445/22.12.2008 έφεσή της κατά της 225/2005 απόφασης παραπονέθηκε για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η αγωγή της. Οι αρχικώς εναγόμενοι, με την υπ’ αριθ. καταθ. 204/30.6.2009 αντίθετη έφεσή τους προσέβαλλαν αφενός μεν την υπ’ αριθ. 183/2004 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε ότι αυτοί υποχρεούνται σε λογοδοσία, αφετέρου δε την υπ’ αριθ. 225/2006 οριστική απόφασή του, με την οποία υποχρεώθηκαν στην καταβολή καταλοίπου ύψους 86.200,79 Ε και παραπονέθηκαν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησαν την απόρριψη όλων των αιτημάτων της καλούσας – ενάγουσας. Το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ως άνω αντίθετες εφέσεις και εξέδωσε την υπ’ αριθ. 770/2010 απόφασή του. Με αυτήν απέρριψε την έφεση των εναγομένων, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 183/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ως εκπρόθεσμη, δέχτηκε κατά τα λοιπά τις εφέσεις, τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 225/2006 απόφαση, πλην όμως απέρριψε την υπ’ αριθ. 103/2005 κλήση της ενάγουσας ως απαράδεκτη (εκ παραδρομής αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση), διότι για τον προσδιορισμό του καταλοίπου δεν είχε προηγηθεί λογοδοσία. Η καλούσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε κατά της απόφασης αυτής (770/2010) την από 28.2.2012, με αριθ. καταθ. 19/8.3.2012 αίτηση αναίρεσης. Εκδόθηκε η με αριθ. 473/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αναίρεση ως απαράδεκτη, διότι η αναιρεσιβληθείσα απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε ως απαράδεκτη την υπ’ αριθ. 103/2005 κλήση της καλούσας, με την οποία επανεισήγετο προς συζήτηση η παρεμπίπτουσα αγωγή της, είναι μη οριστική και μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με το 309 εδ. β’ ΚΠολΔ. Ήδη με τις προαναφερόμενες κλήσεις η ενάγουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη επαναφέρει νόμιμα προς συζήτηση την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και ζητά τα όσα αναφέρονται πιο πάνω υπό 1 α και β.

  2. Κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ «…Όσες (αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση…». Από τη διάταξη προκύπτει ότι α) οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν από το δικαστήριο, που τις εξέδωσε σε κάθε στάση της δίκης, μέχρι να εκδώσει την οριστική του απόφαση (ΑΠ 4/2007 Δ 2007. 603, ΑΠ 661/2006 Δ 2006. 1181, ΕφΑθ 1043/2006 Δνη 2006. 1460). β) Η ανάκληση προκαλείται είτε αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 12/89 Δ 1990. 949), είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που την υποβάλλει μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, χωρίς στάση δίκης (ΑΠ 660/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η αίτηση δηλ. του διαδίκου είναι παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης με νόμιμο τρόπο, όπως όταν εισάγεται κλήση για την συζήτηση στην ουσία της υπόθεσης, διότι μόνον στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση της δίκης (ΑΠ 1450, 1537, 1538/2010 ΝοΒ 2011. 583, ΑΠ 775-836/2010 ΝοΒ 2010. 2481, ΑΠ 1149/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 217/2005 ΝοΒ 2005. 2026). Κατά την επικρατήσασα και ορθή άποψη δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός και, συνεπώς, αν με την οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη, ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή, η αίτηση ανάκλησής της μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί στάση δίκης (Δ. Κονδύλης Το δεδικασμένο β’ έκδ. σ. 267, ΑΠ 1638/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 657/1998 Δνη 1999. 1528, ΑΠ 649/1996 Δ 1996. 1191, ΕφΑθ 545/1994 Αρμ 1995. 1189). Έτσι, κρίθηκε παραδεκτή η αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης (που υποβλήθηκε με την κλήση προς περαιτέρω συζήτηση επί της ουσίας), με την οποία (μη οριστική απόφαση) είχε ανασταλεί (αναβληθεί) κατ’ αρθρ. 249 η πρόοδος της δίκης μέχρι πέρατος άλλης συναφούς (ΑΠ 1638/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Εν προκειμένω η υπ’ αριθ. 770/2010 απόφαση του Δικαστηρίου, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη 183/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, έκρινε ότι αυτή εσφαλμένα προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα του αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής για επιδίκαση καταλοίπου του λογαριασμού ποσού 256.296,25 Ε και δέχτηκε αυτό ως εν μέρει βάσιμο, μολονότι δεν εκπληρώθηκε η προϋπόθεση της παροχής λογοδοσίας. Η αναίρεση κατά της απόφασης αυτής απερρίφθη διότι κρίθηκε ότι η απόφαση είναι μη οριστική και μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ.

  1. Από τη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να σωρευθεί αντικειμενικά και αγωγή α) για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί το ποσό, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 216 περ. 1 γ’ ΚΠολΔ, αφού ο ενάγων αδυνατεί εκ των προτέρων να προσδιορίσει την αξίωσή του, ή β) στην περίπτωση που δεν κατατεθεί λογαριασμός ή κατάλογος με δικαιολογητικά, αγωγή καταβολής του πιθανολογούμενου αιτήματος. Από τα αιτήματα αυτά, που μπορούν να υποβληθούν και αυτοτελώς με παρεμπίπτουσα αγωγή, το πρώτο συνέχεται με την κατάθεση του λογαριασμού, δηλ. προϋποθέτει παροχή λογοδοσίας και μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί στο επόμενο στάδιο της δίκης για λογοδοσία, ενώ το δεύτερο αίτημα αποτελεί ιδιότυπο – πρόσθετο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης και επιβάλλεται στην περίπτωση άρνησης κατάθεσης του λογαριασμού και συντρέχει με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ (Ν. Νίκας ΠολΔ τ. II σελ. 800, Β. Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ αρθρ. 477 αριθ. 1, σελ. 452, συμπλ. τόμος εκδ. 2001, ΕρμΚΠολΔ Κεραμέας / Κονδύλης / Νίκας – Ορφανίδης 478 αριθ. 3). Η απόφαση που υποχρεώνει τον εναγόμενο σε λογοδοσία, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα καταβολής του εικαζομένου ελλείμματος, μπορεί, αν δεν κατατεθεί λογαριασμός, να καταδικάσει τον εναγόμενο στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος (γίνεται λόγος για οριστική – κατ’ άλλους για μη οριστική απόφαση ή απόφαση υπό αίρεση). Η απόφαση για επιδίκαση του εικαζομένου ελλείμματος απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου («…το Δικαστήριο μπορεί…» ΑΠ 1184/1980 ΝοΒ 1981. 543, 544). Το Δικαστήριο δεν καταδικάζει τον δοσίλογο αυτόματα, με μόνη την μη κατάθεση λογαριασμού, στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος. Πρέπει να πιθανολογήσει το έλλειμμα αυτό. Η απόφαση όμως του Δικαστηρίου που καταδικάζει στην καταβολή του εικαζομένου ελλείμματος, όταν πληρωθεί η αίρεση της μη κατάθεσης λογαριασμού, είναι οριστική και όχι προσωρινή. Ακριβώς για το λόγο αυτό το Δικαστήριο, παρόλο που για τη διακρίβωση του ελλείμματος αρκείται σε πιθανολόγηση, μπορεί να διατάξει αποδείξεις για το έλλειμμα, ταυτόχρονα με τις αποδείξεις για την υποχρέωση λογοδοσίας ή και ανεξάρτητα από τις αποδείξεις γι’ αυτήν (ΑΠ 697/1983 ΕΕΝ 31. 205, Β. Βαθρακοκοίλης ό.π. εκδ. 1994 αρθρ. 477, ο ίδιος ΕρμΑΚ αρθρ. 303 αριθ. 3α αριθ. 10, Ορφανίδης ό.π.). Η πιθανολόγηση, επομένως, εν προκειμένω πρέπει να οδηγεί σε πλησιέστερη προς την πλήρη δικανική πεποίθηση κρίση απ’ ό,τι η πιθανολόγηση που ορίζεται από άλλες διατάξεις του Νόμων (δικονομικές ή ασφαλιστικά μέτρα). Πρόκειται δηλ. για περιορισμένη πιθανολόγηση (Για την έννοια της Πιθανολόγησης βλ. Γ. Μουτσοπούλου Η Πιθανολόγησις εν τω αστικώ Δικονομικώ Δικαίω σελ. 1-13, 118-123). Ως μέσο για την αναγκαστική συμμόρφωση του δοσίλογου το μέτρο παύει αν ο δοσίλογος ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του, πράγμα που δεν απαιτείται να γίνει αποκλειστικά εντός της προθεσμίας που όρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κατάθεση του λογαριασμού, αφού δεν αποκλείεται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει κατ’ έφεση αλλιώς (Ορφανίδης ό.π. αριθ. 3, Π. Γέσιου – Φαλτσή Δ 1997. 1264, 1271, ΑΠ 978/1997 Δνη 1998. 110, ΑΠ 42 και 43/1999 ΕΕΝ 2000. 371).

Εν προκειμένω, με την παρεμπίπτουσα αγωγή της η ενάγουσα, αφού επανέλαβε το αιτητικό της χαρακτηριζόμενης κυρίας αγωγής, αμέσως μετά το αίτημα να ληφθούν κατά των αρχικώς δεύτερου και τρίτης των εναγομένων, σε επίπτωση απείθειάς των, τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ (χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση) ζήτησε να καθοριστεί το «εικαζόμενο κατάλοιπο εις δραχμάς 87.332.950» και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το καταβάλουν, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής (παρεμπίπτουσας). Το αίτημα όπως διατυπώνεται, με χρήση νομικών όρων και από τις δύο περιπτώσεις του άρθρου 473, δηλ. «κατάλοιπο», από την πρώτη περίπτωση της κατάθεσης του λογαριασμού, και «εικαζόμενο» από την περίπτωση μη κατάθεσης του λογαριασμού, δηλ. «εικαζόμενο κατάλοιπο» και χωρίς να περιλαμβάνει ρητή διατύπωση ότι το αίτημα αυτό υποβάλλεται για την περίπτωση μη κατάθεσης λογαριασμού, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Το αίτημα αυτό εκτιμάται ότι διατυπούμενο αμέσως μετά το αίτημα λήψεως μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης έχει το χαρακτήρα του ιδιότυπου μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 473 ΚΠολΔ, δηλ. καταβολής του ποσού αυτού ως εικαζομένου ελλείμματος, στην περίπτωση που δεν κατατεθεί λογαριασμός (Βλ. έκθεση εισηγητή στην απορρίψασα την αναίρεση Ν. Λεοντή στην προαναφερθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου). Όπως προαναφέρθηκε, με την υπ’ αριθ. 183/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν σε λογοδοσία και κατάθεση λογαριασμού προέχοντος σαφή, ορισμένη και κατά το δυνατό λεπτομερή εισπρακτική και ταμειακή διαχώριση αυτών, ως προς όλους τους πελάτες κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 1989 μέχρι 31.7.1995, εντός προθεσμίας 90 ημερών από την επίδοσή της προς αυτούς. Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί «για το κατάλοιπο» που εζητείτο, στα «μετά την πάροδο της οριζόμενης στο διατακτικό προθεσμίας, στάδια της δίκης». Η απόφαση δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή ως προς καμία της διάταξη. Η πρώτη εναγόμενη δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα λογαριασμό. Έτσι η ενάγουσα με την υπ’ αριθ. 103/2005 κλήση της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας επανέφερε τις αγωγές της προς συζήτηση. Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 225/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η οποία, αν και δέχτηκε ότι η ενάγουσα δεν εξάρτησε την καταβολή του αιτουμένου ποσού καταλοίπου από την μη συμμόρφωση των εναγομένων προς την υποχρέωσή τους προς λογοδοσία, προχώρησε στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας του αιτήματος και δέχτηκε αυτό εν μέρει ως βάσιμο κατ’ ουσία και υποχρέωσε τους εναγόμενους εις ολόκληρο έκαστον να καταβάλουν στην ενάγουσα 86.200,79 Ε, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Η υπ’ αριθ. 770/4.11.2010 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δεχθείσα ότι αφού δεν επακολούθησε λογοδοσία, η πρωτόδικη εσφαλμένα προχώρησε την εξέταση της βασιμότητας του αιτήματος, απέρριψε την ως άνω κλήση εκ παραδρομής ως απαράδεκτη, αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (βλ. και έκθεση του Εισηγητή). Μετά από αυτά είναι φανερό ότι η διάταξη της 770/2010 απόφασης του Δικαστηρίου περί απαραδέκτου της 103/2005 κλήσης της ενάγουσας είναι μη οριστική, αφού δεν αποφαίνεται οριστικά επί της διαφοράς και εσφαλμένη και πρέπει να ανακληθεί και το Δικαστήριο αυτό να εξετάσει τη βασιμότητα του αιτήματος της καταβολής του αιτουμένου, με την χαρακτηριζομένη ως παρεμπίπτουσα, αγωγή ποσού 256.296,25 Ε. {…}