18/2016 ΤριμΕφΛάρ (Επίταξη η αναγκαστική στέρηση χρήσης πράγματος από τον κύριό του έναντι αποζημίωσης για ανάγκες ενόπλων δυνάμεων επί πολέμου ή επιστράτευσης ή για θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία)

18/2016 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου Εισηγητής: Περικλής Αλεξίου Δικηγόροι: Βασ. Καλαμπαλίκης, Επιστήμη – Μαρία Μουστακάτου

Επίταξη η αναγκαστική στέρηση χρήσης πράγματος από τον κύριό του έναντι αποζημίωσης για ανάγκες ενόπλων δυνάμεων επί πολέμου ή επιστράτευσης ή για θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία. Συνιστά αναγκαστική μίσθωση με την οποία ο κύριος του επιταχθέντος (εκμισθωτής) παραχωρεί στον υπέρ ου η επίταξη (μισθωτή) τη χρήση του έναντι αποζημίωσης (μισθώματος) για τη διάρκειά της. Διαφορά επίταξης από την αναγκαστική απαλλοτρίωση διότι ενώ η τελευταία επιφέρει διαρκή στέρηση χρήσης του πράγματος και μετάθεση κυριότητας σε άλλον, η επίταξη περιορίζεται σε προσωρινή αφαίρεση χρήσης και κατοχής από τη Διοίκηση ή τον υπέρ ου η επίταξη, ο δε καθού εξακολουθεί να έχει κυριότητα και νομή. Ρύθμιση επίταξης από ειδικούς νόμους και συμπληρωματικά από τις δ/ξεις περί μίσθωσης.

Επί απαλλοτρίωσης προσοδοφόρου ακινήτου καταληφθέντος νόμιμα μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αγωγή αποζημίωσης του έχοντος εμπράγματο δικαίωμα κατά του βαρυνόμενου με τη δαπάνη απαλλοτρίωσης για την απολεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου από την κατάληψή του μέχρι την καθυστερημένη είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης που δεν οφείλεται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Νομικά αβάσιμη αγωγή καθορισμού και καταβολής αποζημίωσης λόγω επίταξης και δη απολεσθείσας προσόδου ακινήτου στρεφόμενη κατά του αναδόχου, αφού η κατάληψη έγινε με εντολή και για λ/σμό του Δημοσίου που μόνο νομιμοποιείται παθητικά.

{…} ΙΙ. Με το άρθρο 18 §§ 3 και 5 του Συντάγματος προβλέπεται το μέτρο της επίταξης και το μέτρο της προσωρινής στέρησης της χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας ως εναλλακτική μορφή περιορισμού της ιδιοκτησίας, λιγότερο επαχθούς σε σχέση με την απαλλοτρίωση. Τα σχετικά με την επίταξη ζητήματα (διαδικασίας και συνεπειών) ρυθμίζονται από διαφόρους νόμους. Έτσι, με το άρθρο 6 §20-α’ του Ν. 2052/1992, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 §4 του Ν. 2366/1995, ορίστηκε ότι: «Για τα έργα διαπλατύνσεων οδών ή μεγάλων κυκλοφοριακών αρτηριών (αυτοκινητοδρόμων), καθώς και κυκλοφοριακών κόμβων, τα οποία χρηματοδοτούνται και από κοινοτικά προγράμματα περιορισμένου χρόνου και εφόσον έχει κηρυχθεί απαλλοτρίωση για την απόκτηση των αναγκαίων εκτάσεων, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 5 του Ν. 1838/1951 προς εκτέλεση των έργων μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης». Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2052/1992 καταργήθηκαν με το άρθρο 7-Α §8 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» και, στη συνέχεια, επανήλθαν σε ισχύ με το άρθρο 38 §1 του Ν. 3016/2002. Περαιτέρω, με το άρθρο 8 §2 του ν. 2576/1998 ορίστηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις περί επιτάξεων χώρων για την εκτέλεση συγκοινωνιακών έργων, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την εκτέλεση όλων των άλλων μεγάλων δημοσίων έργων εθνικού επιπέδου, για τα οποία συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών.

Εξάλλου στο άρθρο 5 §§ 2-3 του Ν. 1838/1951 ορίζεται ότι: «2. Επιτρέπεται η επίταξις υπό του Υπουργού Δημοσίων Έργων χώρων ή πραγμάτων αμέσως αναγκαιούντων εις την εκτέλεσιν των έργων υπό όρους και αποζημιώσεις, κανονιζομένους και εγκρινομένους υπό του Υπουργού μετά γνώμην του κατά το άρθρον 3 Συμβουλίου. 3. Εν τοις περιπτώσεσιν επιτάξεων η αποζημίωσις καταβάλλεται αμέσως, επιτρεπομένης της περαιτέρω διεκδικήσεως διά της δικαστικής οδού κατά τας κειμένας διατάξεις…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επίταξη είναι η με αναγκαστικές διατάξεις στέρηση χρήσης κάποιου πράγματος από τον κύριό του, έναντι αποζημίωσης, για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και υγεία. Η επίταξη αποτελεί αναγκαστική μίσθωση, διότι με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δημιουργείται από την πολιτεία σχέση μίσθωσης πράγματος. Έτσι, ο κύριος του πράγματος που έχει επιταχθεί, κυρίως ακινήτου (εκμισθωτής), παραχωρεί σε αυτόν, υπέρ του οποίου γίνεται η επίταξη (μισθωτή), τη χρήση του έναντι καταβολής σε αυτόν αποζημίωσης (μισθώματος) για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε και για τη θεραπεία της οποίας έχει επιβληθεί η επίταξη. Η επίταξη διαφέρει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, διότι, ενώ η αναγκαστική απαλλοτρίωση επιφέρει διαρκή στέρηση της χρήσης του πράγματος και μετάθεση της κυριότητάς του σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η επίταξη περιορίζεται στην προσωρινή αφαίρεση της χρήσης του πράγματος. Ο καθ’ ου η επίταξη εξακολουθεί να έχει την κυριότητα και τη νομή του πράγματος, ενώ την κατοχή αυτού αποκτά η Διοίκηση ή ο υπέρ ου η επίταξη. Η επίταξη διέπεται καταρχήν από τις διατάξεις των ειδικών νόμων και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις περί μίσθωσης, εφόσον συμβιβάζονται με την ιδιαίτερη φύση της επίταξης, (βλ. ΑΠ 480/2011, ΕφΠατρ 370/2009 Νόμος, ΟλΣτΕ 3456/1998, ΟλΣτΕ 3454/1998 Νόμος, ΣτΕ 1063/1998, 3385/1995, 2286/1994, 1776/1993, 4522/1988, 1329/1982, 4106/1981, 1677/1980, 556/1953).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 2882/2001 προκύπτει ότι «Σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενων αγροτικών ακινήτων ή προσοδοφόρων ιδιωτικών δασών ή προσοδοφόρων αστικών ακινήτων, που κατελήφθησαν νομίμως μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όποιος έχει εμπράγματο δικαίωμα επί τούτων δύναται να ζητήσει αποζημίωση από το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Η σχετική αγωγή ασκείται ενώπιον του εφετείου κατά τη διαδικασία του άρθρου 19, χωρίς όμως να αποκλείεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση υπαιτιότητας τρίτου, η κατ’ αυτού αγωγή του δικαιούχου της αποζημίωσης ασκείται κατά την αυτή διαδικασία». Η εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου (25 Ν. 2882/2001) προϋποθέτει κατάληψη των ακινήτων μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.

ΙΙΙ. Στην ανωτέρω αίτηση – αγωγή, η οποία φέρει ημερομηνία 3.4.2013 και αριθ. κατάθ. 241/3.4.13 ιστορούνται τα εξής: Ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 1093759/6195/0010/02.10.2008 κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ 444/14.10.2008, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για λόγους δημόσιας ωφέλειας και, συγκεκριμένα, για την κατασκευή του Αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας (Ε65) στο τμήμα Χ.Θ. 63+21 έως Χ.Θ. 77+723, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Σ. του Νομού Κ., όπως αυτά απεικονίζονται στα συνοδεύοντα την παραπάνω απόφαση κτηματολογικά διαγράμματα και τον κτηματολογικό πίνακα που έχει συντάξει ο Δ. Τ. και έχει θεωρήσει ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Δ12 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ι. Σ.. Ότι η απαλλοτρίωση αυτή κηρύχθηκε υπέρ και με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου (και των παρόδιων ιδιοκτητών), με ανάδοχο – εργολάβο εταιρία για την εκτέλεση του έργου τη 2η καθ’ ης – εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ε. Ο. ΑΕ». Ότι δυνάμει της ως άνω κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΥΠΕΧΩΔΕ, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την από 26.6.2009 και με αριθ. κατάθ. 684/30.6.2009 αίτησή του περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για τα αναγκαστικά απαλλοτριούμενα ακίνητα που βρίσκονται στην παραπάνω απαλλοτριωτέα έκταση, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τα ακίνητα ιδιοκτησίας των αιτούντων – εναγόντων που περιγράφονται αναλυτικά στην ένδικη αίτηση – αγωγή. Ότι ως προς την ανωτέρω αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου και τη σχετική ανταίτηση των αιτούντων – εναγόντων εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 297/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Ότι, περαιτέρω, με την από 11.3.2011 και με αριθ. κατάθ. 248/2011 αίτησή τους ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, η οποία ορίστηκε να εκδικαστεί (μετ’ αναβολή) στη δικάσιμο της 21.3.2014, οι αιτούντες – ενάγοντες ζήτησαν τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για τα ως άνω αναγκαστικά απαλλοτριούμενα ακίνητά τους, μετά των υφισταμένων εντός αυτών επικειμένων – συστατικών – παραρτημάτων, την αναγνώριση της μείωσης της αξίας αυτών καθώς και τη σχετική διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος. Ότι κατά την ίδια ημερομηνία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί και η από 11.3.2011 αντίστοιχη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον των αιτούντων – εναγόντων.

Ότι, μολονότι οι αιτούντες – ενάγοντες στερούνται την κατοχή και χρήση των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων τους πέραν της διετίας, ήτοι από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, οπότε έγινε κατάληψη αυτών από τους καθ’ ων (συγκεκριμένα, από τη 2η καθ’ ης – εναγόμενη εταιρία κατ’ εντολή και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου), και εντεύθεν, και μολονότι η κατάληψη εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα, ενώ ξεκίνησε η εκτέλεση των εργασιών για την κατασκευή του ως άνω αυτοκινητοδρόμου, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον ανέφικτη η καλλιέργεια των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων των αιτούντων – εναγόντων, καθότι αχρηστεύθηκαν από καλλιεργητική άποψη, με τη συναίνεσή τους κατά το χρόνο εκείνο, αφού τους είχε καταβληθεί αποζημίωση για την ηρτημένη εσοδεία του καλλιεργητικού έτους 2008-2009 και του καλλιεργητικού έτους 2009-2010, (αν και σε ορισμένους οφείλεται ακόμη η αποζημίωση για την τελευταία καλλιεργητική χρονιά), εντούτοις μέχρι τις 21.2.2012 δεν είχε καταβληθεί η προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, ούτε είχαν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα πληρωμής προσωπικά για έκαστο από τους αιτούντες – ενάγοντες και για κάθε ιδιοκτησία αυτών χωριστά, παρότι είχαν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις από την αρμόδια Υπηρεσία για την παράταση της επίταξης των ακινήτων τους, ούτως ώστε να μπορέσουν να προβούν στην είσπραξη αυτής από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δηλαδή (σύμφωνα με το νόμο) μέχρι 21.2.2012 δεν είχε συντελεσθεί η απαλλοτρίωση.

Ότι η επίταξη των ακινήτων των αιτούντων – εναγόντων αποφασίστηκε με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου Δ 12/0/46554/3.12.2008 απόφαση του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. για ένα χρόνο, και παρατάθηκε με τις αποφάσεις υπ’ αριθμόν Δ 12/0/45475/15.12.2009 μέχρι 31.12.2010, (η αποζημίωση για την περίοδο αυτή καταβλήθηκε στην πλειοψηφία των αιτούντων – εναγόντων), Δ 12/0/41757/10.12.2009 μέχρι 3.12.2011 και Δ 12/0/4963/21.9.2012 μέχρι 21.2.2012. Ότι όσον αφορά την καλλιεργητική περίοδο του έτους 2011-2012 η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί στο σύνολό της, διότι οι αιτούντες – ενάγοντες στερήθηκαν τη χρήση των ιδιοκτησιών τους μέχρι 21 Φεβρουαρίου του έτους 2012, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί η σπορά των ακινήτων με την εκάστοτε επιλεγείσα καλλιέργεια, αφού η σπορά πραγματοποιείται κατά τον μήνα Οκτώβριο εκάστου έτους. Ότι η συναίνεση των αιτούντων – εναγόντων για την κατάληψη των απαλλοτριούμενων ιδιοκτησιών τους δόθηκε υπό τον όρο διατήρησης του δικαιώματός τους για αποζημίωση από τη στέρηση των καρπών – ωφελειών αυτών για όσο χρόνο δεν θα αποζημιώνονταν για την απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους. Ότι η ευρύτερη περιοχή, στην οποία βρίσκεται η συνολική έκταση που περιλαμβάνει η απαλλοτρίωση, θεωρείται από τις πλέον όμορφες και αναπτυγμένες περιοχές του Νομού Κ., βρίσκεται στον εύφορο Θεσσαλικό Κάμπο και από άποψη γεωργικής χρήσης και εκμετάλλευσης είναι πολύ αναπτυγμένη, αφού όλοι οι αγροί που περιλαμβάνονται σε αυτή είναι καλλιεργήσιμοι, ποτιστικοί και ιδιαίτερα εύφοροι και ιδανικοί για καλλιέργεια. Ότι η αξία (διαφυγόντα εισοδήματα) κάθε μιας από τις αναφερόμενες καλλιέργειες ανέρχεται (σύμφωνα με την αποζημίωση που έλαβαν οι αιτούντες – ενάγοντες για την ηρτημένη εσοδεία των καλλιεργητικών ετών 2008-2009 και 2009-2010), στα εξής ποσά: ι) Σιτάρι σε 0,3 Ε/τμ ιι) Βαμβάκι σε 0,6 Ε/τμ ιιι) Τριφύλλι σε 1 Ε/τμ ιν) Αρακάς σε 0,7 Ε/τμ. Ότι η ζημία που έχουν υποστεί οι αιτούντες – ενάγοντες από την απώλεια προσόδου καλλιέργειας των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων τους εξαιτίας στέρησης της χρήσης των ιδιοκτησιών τους και των καρπών αυτών κατά τα καλλιεργητικά έτη 2010-2011 και 2011-2012 μέχρι σήμερα, ως συνέπεια της κατάληψης αυτών από τους καθ’ ων – εναγομένους, διαμορφώνεται για κάθε ένα από τους αιτούντες – ενάγοντες στα ποσά που αναφέρονται στην ένδικη αίτηση – αγωγή αναλυτικά. Για τους λόγους αυτούς ζήτησαν: ι) Να καθοριστεί ως αποζημίωση, λόγω απώλειας προσόδου των απαλλοτριούμενων εκτάσεων των ιδιοκτησιών τους, όπως αναλυτικά αναφέρονται και περιγράφονται στην ένδικη αίτηση – αγωγή, η αναφερόμενη για τον καθένα από αυτούς χωριστά στην ένδικη αίτηση – αγωγή, και να υποχρεωθούν οι καθ’ ων – εναγόμενοι, εις ολόκληρο έκαστος, να καταβάλλουν την αποζημίωση αυτή είτε κατά την κύρια βάση της αίτησης – αγωγής είτε κατά την επικουρική βάση της, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στην ένδικη αίτηση – αγωγή, άλλως από την επίδοση της ένδικης αίτησης – αγωγής. ιι) Να καταδικαστούν οι καθ’ ων – εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη των αιτούντων – εναγόντων σύμφωνα με την παρ. 9 του Ν. 1093/1980, ήτοι, ειδικότερα, να καταδικασθούν να καταβάλουν αφενός τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων – εναγόντων και αφετέρου την αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους για την κατάθεση της αίτησης – αγωγής, την παράστασή τους ενώπιον του Δικαστηρίου και για τη σύνταξη των προτάσεών τους, ήτοι ποσοστό 3% επί της καθορισθησόμενης για τον καθένα από αυτούς αποζημίωσης, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ.

Η ανωτέρω αίτηση – αγωγή ασκήθηκε νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υλικά και τοπικά αρμοδίου για την εκδίκασή της με τη διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, ήτοι τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 13 – 21 του Ν. 2882/2001, (βλ. άρθρα: 7-Α, 25 Ν. 2882/2001, 1 §3 Ν. 2985/2002, 125 Ν. 4070/2012), και είναι νομικά βάσιμη ως προς το 1ο καθ’ ου, Ελληνικό Δημόσιο, και ως προς τα κύρια αιτήματά της (περί καθορισμού και καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας επίταξης) που βασίζονται στην κύρια βάση της, (βλ. άρθρα: 18 §§ 3 και 5 του Συντάγματος, 6 §20-α’ του Ν. 2052/1992, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 §4 του Ν. 2366/1995, 8 §2 του Ν. 2576/1998, 5 §§ 2-3 του Ν. 1838/1951, 7-Α του Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων»). Ως προς τη 2η καθ’ ης, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ε. Ο. Α.Ε.», η ένδικη αίτηση – αγωγή αποβαίνει νομικά αβάσιμη, διότι, όπως ιστορείται στο ένδικο δικόγραφο, η κατάληψη των επίδικων τμημάτων ακινήτων έγινε «με εντολή και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου», (υπέρ του οποίου κηρύχθηκε στη συνέχεια η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ανωτέρω τμημάτων ακινήτων). Η επικουρική βάση της ένδικης αίτησης – αγωγής είναι νομικά αβάσιμη, διότι η εφαρμογή του άρθρου 25 του Ν. 2882/2001 προϋποθέτει κατάληψη των ακινήτων μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στην επίδικη υπόθεση, (όπως ιστορείται στην ένδικη αίτηση – αγωγή). Το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου καλλιεργητικού έτους, (ήτοι από 1.11.2011 και από 1.11.2012), είναι νομικά αβάσιμο, διότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει τόκους υπερημερίας από την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής και όχι από προγενέστερη ημερομηνία, κατά την οποία όφειλε να καταβάλει αποζημίωση ή άλλη παροχή, (βλ. ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 540/2014, ΣτΕ 558/2015). Ως προς το επικουρικό αίτημά της περί καταβολής τόκων υπερημερίας από την επίδοσή της, η ένδικη αίτηση – αγωγή είναι νομικά βάσιμη, (βλ. άρθρο 21 του κ.δ. 26.6/10.07.1944, όπου ορίζεται ότι «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Το αίτημα καταδίκης του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαστικά έξοδα των αιτούντων – εναγόντων είναι νομικά βάσιμο εν μέρει, ως προς τα νόμιμα δικαστικά έξοδα που οφείλει το Ελληνικό Δημόσιο, αν ηττηθεί σε δίκη, [βλ. άρθρο 22 §1 του Ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την ισχύ της υπ’ αριθμόν 134423/8.12.1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 §12 του Ν. 1738/1987, ΟλΑΠ 32/2009, ΑΠ 1229/2015, ΑΠ 1776/2014, ΑΠ 1195/2013, ΑΠ 1362/2013]. Βέβαια, η διάταξη του άρθρου 22 §1 του Ν. 3693/1957 δεν εφαρμόζεται επί απαλλοτριώσεων, (βλ. άρθρο 18 §4-γ Ν. 2882/2001), όπου η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, (βλ. άρθρο 18 §4-β Ν. 2882/2001), αλλά η επίδικη υπόθεση δεν έχει ως αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, ώστε να επιβάλλεται η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες – ενάγοντες. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αίτησης – αγωγής ως προς το νομικά βάσιμο μέρος της.

ΙV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμόν 1093759/6195/0010/2.10.2008 κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ 444/14.10.2008, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για λόγους δημόσιας ωφέλειας και, συγκεκριμένα, για την κατασκευή του Αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας (Ε65) στο τμήμα Χ.Θ. 63+21 έως Χ.Θ. 77+723, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Σ. του Νομού Κ., όπως αυτά απεικονίζονται στα συνοδεύοντα την παραπάνω απόφαση κτηματολογικά διαγράμματα και τον κτηματολογικό πίνακα που έχει συντάξει ο Δ. Τ. και έχει θεωρήσει ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Δ12 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ι. Σ.. Η απαλλοτρίωση αυτή κηρύχθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (και των παρόδιων ιδιοκτητών), με ανάδοχο – εργολάβο εταιρία για την εκτέλεση του έργου τη 2η καθ’ ης – εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ε. Ο. ΑΕ», και ορίστηκε ότι θα συντελεστεί με δαπάνες των αρμόδιων υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου. Δυνάμει της ως άνω κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και ΥΠΕΧΩΔΕ, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την από 26.6.2009 και με αριθ. κατάθ. 684/30.6.2009 αίτησή του περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για τα αναγκαστικά απαλλοτριούμενα ακίνητα που βρίσκονται στην παραπάνω απαλλοτριωτέα έκταση, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τα ακίνητα ιδιοκτησίας των αιτούντων – εναγόντων που περιγράφονται αναλυτικά στην ένδικη αίτηση – αγωγή. Ως προς την ανωτέρω αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου και τη σχετική ανταίτηση των αιτούντων – εναγόντων εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 297/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Περαιτέρω, με την από 11.3.2011 και με αριθ. κατάθ. 248/2011 αίτησή τους ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, η οποία ορίστηκε να εκδικαστεί (μετ’ αναβολή) στη δικάσιμο της 21.3.2014, οι αιτούντες – ενάγοντες ζήτησαν τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης για τα ως άνω αναγκαστικά απαλλοτριούμενα ακίνητά τους, μετά των υφισταμένων εντός αυτών επικειμένων – συστατικών – παραρτημάτων, την αναγνώριση της μείωσης της αξίας αυτών καθώς και τη διόρθωση του κτηματολογικού πίνακα και του διαγράμματος. Κατά την ίδια ημερομηνία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί και η από 11.3.2011 αντίστοιχη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον των αιτούντων – εναγόντων. Μολονότι όμως οι αιτούντες – ενάγοντες στερήθηκαν την κατοχή και χρήση των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων τους πέραν της διετίας, ήτοι από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, οπότε έγινε κατάληψη αυτών από τους καθ’ ων, (συγκεκριμένα, από τη 2η καθ’ ης – εναγόμενη εταιρία κατ’ εντολή και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου), και εντεύθεν, και μολονότι η κατάληψη εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι 21.2.2012, ενώ ξεκίνησε η εκτέλεση των εργασιών για την κατασκευή του ως άνω αυτοκινητοδρόμου, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον ανέφικτη η καλλιέργεια των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ανωτέρω ακινήτων των αιτούντων – εναγόντων, καθότι αχρηστεύθηκαν από καλλιεργητική άποψη, με τη συναίνεσή τους κατά το χρόνο εκείνο, αφού τους είχε καταβληθεί αποζημίωση για την ηρτημένη εσοδεία του καλλιεργητικού έτους 2008-2009 και του καλλιεργητικού έτους 2009-2010, (αν και σε ορισμένους οφείλεται ακόμη η αποζημίωση για την τελευταία καλλιεργητική χρονιά), εντούτοις μέχρι τις 21.2.2012 δεν είχε καταβληθεί η προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, ούτε είχαν εκδοθεί τα σχετικά εντάλματα πληρωμής προσωπικά για έκαστο από τους αιτούντες – ενάγοντες και για κάθε ιδιοκτησία αυτών χωριστά, παρότι είχαν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις από την αρμόδια Υπηρεσία για την παράταση της επίταξης των ακινήτων τους, ούτως ώστε να μπορέσουν να προβούν στην είσπραξη αυτής από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Σύμφωνα με το νόμο η απαλλοτρίωση των επίδικων τμημάτων ακινήτων δεν είχε συντελεσθεί μέχρι 21.2.2012. Η επίταξη των ανωτέρω τμημάτων ακινήτων των αιτούντων – εναγόντων αποφασίστηκε με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου Δ 12/0/46554/03.12.2008 απόφαση του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. για ένα χρόνο, ήτοι από 3.12.2008 έως 3.12.2009, και παρατάθηκε με τις αποφάσεις υπ’ αριθμόν Δ 12/0/45475/15.12.2009 από 3.12.2009 μέχρι 3.12.2010, (η αποζημίωση για την περίοδο αυτή καταβλήθηκε στην πλειοψηφία των αιτούντων – εναγόντων), Δ 12/οικ/41758/10.12.2010 από 3.12.2010 μέχρι 3.12.2011 και Δ12/0/4963/21.9.2012 από 3.12.2011 μέχρι 21.2.2012. Η συναίνεση των αιτούντων – εναγόντων για την κατάληψη των απαλλοτριούμενων ιδιοκτησιών τους δόθηκε υπό τον αυτονόητο όρο να διατηρηθεί το δικαίωμά τους για αποζημίωση από τη στέρηση των καρπών – ωφελειών αυτών για όσο χρόνο δεν θα αποζημιώνονταν για την απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους. Η ευρύτερη περιοχή, στην οποία βρίσκονται τα απαλλοτριούμενα ακίνητα, θεωρείται από τις πλέον αναπτυγμένες περιοχές του νομού Κ., βρίσκεται στον εύφορο Θεσσαλικό Κάμπο και από άποψη γεωργικής χρήσης και εκμετάλλευσης είναι πολύ αναπτυγμένη, αφού όλοι οι αγροί που περιλαμβάνονται σε αυτή, είναι καλλιεργήσιμοι, ποτιστικοί, ιδιαίτερα εύφοροι και ιδανικοί για καλλιέργεια. Η αξία (διαφυγόντα εισοδήματα) κάθε μιας από τις αναφερόμενες καλλιέργειες, τις οποίες θα πραγματοποιούσαν οι αιτούντες – ενάγοντες κατά τα καλλιεργητικά έτη 2010-2011 και 2011-2012, ανέρχεται (σύμφωνα με την αποζημίωση που έλαβαν οι αιτούντες – ενάγοντες για την ηρτημένη εσοδεία των καλλιεργητικών ετών 2008-2009 και 2009-2010), στα εξής ποσά: ι) Σιτάρι σε 0,3 Ε/τμ ιι) Βαμβάκι σε 0,6 Ε/τμ ιιι) Τριφύλλι σε 1 Ε/τμ ιν) Αρακάς σε 0,7 Ε/τμ. Η ζημία που έχουν υποστεί οι αιτούντες – ενάγοντες από την απώλεια προσόδου καλλιέργειας των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων τους, επειδή στερήθηκαν τη χρήση των ιδιοκτησιών τους και των καρπών αυτών κατά τα καλλιεργητικά έτη 2010 – 2011 και 2011 – 2012, ως συνέπεια της κατάληψης αυτών από τους καθ’ ων – εναγομένους, διαμορφώνεται για κάθε ένα από τους αιτούντες – ενάγοντες στα εξής χρηματικά ποσά:

Ως προς το ακίνητο με αριθμό Κ.Π. 4. Το ακίνητο αυτό φέρει τον αριθμό τεμαχίου …, βρίσκεται στην περιοχή Φ. του Δήμου Κ., έχει έκταση 19.500 τμ και συνορεύει ανατολικά με αγροτικό δρόμο, δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Κ., βόρεια με αγροτικό δρόμο και νότια με έκταση του δημοτικού διαμερίσματος Φ. (πρώην Κοινότητας Φ.). Από τη συνολική έκταση του ακινήτου απαλλοτριώνονται 6.284,43 τμ και απομένουν δύο τμήματα με εμβαδόν Εμβ.1 = 930,59 τμ και Εμβ.2 = 12.285,75 τμ. Κύριοι του παραπάνω ακινήτου τυγχάνουν: α) η Φ. σύζυγος Ε. Ρ., το γένος Ε. και Γ. Μ., σε ποσοστό 49% εξ αδιαιρέτου, και β) η Γ. Ρ. του Ε. και της Φ. σε ποσοστό 51% εξ αδιαιρέτου. Εντός του ακινήτου υφίστατο βαμβάκι (μονοετής καλλιέργεια). Η απολεσθείσα πρόσοδος του ως άνω απαλλοτριούμενου καταληφθέντος τμήματος του ακινήτου ανέρχεται για έκαστη από τις καλλιεργητικές περιόδους 2010-2011 και 2011-2012 στο ποσό των 3.770,66 Ε, (ήτοι: 0,6 Ε/τμ χ 6.284,43 τμ = 3.770,66 Ε), δεδομένου ότι κατά τα ως άνω έτη οι ανωτέρω αιτούσες θα καλλιεργούσαν το απαλλοτριούμενο καταληφθέν τμήμα του ακινήτου τους με βαμβάκι. Συνεπώς, το ποσό, κατά το οποίο ζημιώθηκαν οι ανωτέρω αιτούσες από την ως άνω αιτία ανέρχεται για κάθε ένα από τα καλλιεργητικά έτη 2010-2011 και 2011-2012 σε 3.770,66 Ε και, συνολικά, για τα δύο έτη, ανέρχεται για την πρώτη από αυτές, (η οποία κατέχει το 49% εξ αδιαιρέτου του ακινήτου) σε 3.695,25 Ε, (ήτοι: 49% χ 3.770,66 Ε χ 2 έτη = 3.695,25 €), και για τη δεύτερη από αυτές, (η οποία κατέχει το 51% εξ αδιαιρέτου του ακινήτου) σε 3.846,07 Ε, (ήτοι: 51% χ 3.770,66 Ε χ 2 έτη = 3.846,07 Ε). Ως προς το ακίνητο {…}.

Στην επίδικη υπόθεση δεν είχε συντελεστεί η απαλλοτρίωση των ανωτέρω τμημάτων ακινήτων μέχρι 21.2.2012, δεδομένου ότι δεν είχε καταβληθεί μέχρι τότε η επιδικασθείσα με την υπ’ αριθμόν 297/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας προσωρινή αποζημίωση. Παρόλα αυτά είχε ήδη λάβει χώρα η κατάληψη των απαλλοτριωθέντων τμημάτων των επίδικων ακινήτων από την ανάδοχο εταιρία, 2η καθ’ ης – εναγομένη, κατ’ εντολή και για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι αιτούντες – ενάγοντες την κατοχή και χρήση των απαλλοτριούμενων τμημάτων των ακινήτων τους καθώς και την απόλαυση των καρπών αυτών.

Όπως εκτέθηκε ήδη ανωτέρω (και ιστορείται στην ένδικη αίτηση – αγωγή), η επίταξη των ανωτέρω τμημάτων ακινήτων των αιτούντων – εναγόντων αποφασίστηκε με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου Δ12/0/46554/03.12.2008 απόφαση του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. για ένα χρόνο, (ήτοι από 3.12.2008 έως 3.12.2009), και παρατάθηκε με τις αποφάσεις υπ’ αριθμόν Δ12/0/45475/15.12.2009 από 3.12.2009 μέχρι 3.12.2010, (η αποζημίωση για την περίοδο αυτή καταβλήθηκε στην πλειοψηφία των αιτούντων – εναγόντων), Δ12/οικ/41758/10.12.2010 από 3.12.2010 μέχρι 3.12.2011 και Δ12/0/4963/21.09.2012 από 3.12.2011 μέχρι 21.2.2012. Ενόψει του γεγονότος ότι καταβλήθηκε αποζημίωση εξαιτίας της επίταξης έως 3.12.2010, αποβαίνει προφανές ότι οι αιτούντες – ενάγοντες, οι οποίοι καλλιεργούσαν στα επίδικα ακίνητά τους σιτάρι και αρακά, αποζημιώθηκαν ήδη για την καλλιεργητική περίοδο 2010-2011, (δηλαδή για την καλλιεργητική περίοδο από το φθινόπωρο του έτους 2010 έως το θέρος του έτους 2011), αφού η σπορά του σιταριού διενεργείται κατά το μήνα Οκτώβριο εκάστου έτους και η σπορά του αρακά ολοκληρώνεται μέχρι το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. Συνεπώς, οι αιτούντες – ενάγοντες, οι οποίοι καλλιεργούσαν στα επίδικα ακίνητά τους σιτάρι και αρακά, δικαιούνται αποζημίωση μόνο για την καλλιεργητική περίοδο 2011-2012, (δηλαδή για την καλλιεργητική περίοδο από το φθινόπωρο του έτους 2011 και επέκεινα, έως 21.2.2012), όχι όμως και για την καλλιεργητική περίοδο 2010-2011, όπως ζητείται με την ένδικη αίτηση – αγωγή. Επίσης, αφού καταβλήθηκε αποζημίωση εξαιτίας της επίταξης έως 3.12.2010, αποβαίνει προφανές ότι οι αιτούντες – ενάγοντες, οι οποίοι καλλιεργούσαν στα επίδικα ακίνητά τους βαμβάκι και τριφύλλι, δηλαδή φυτά, τα οποία σπέρνονται στη διάρκεια της άνοιξης, αποζημιώθηκαν ήδη για την καλλιεργητική περίοδο 2010-2011, (δηλαδή για την καλλιεργητική περίοδο από την άνοιξη του έτους 2010 έως το τέλος του ίδιου έτους ή έως τις αρχές του έτους 2011), αφού η καλλιέργεια αυτών των φυτών διενεργείται στη διάρκεια της άνοιξης και του θέρους και ολοκληρώνεται, συνήθως, μέχρι το μήνα Δεκέμβριο εκάστου έτους. Συνεπώς, οι αιτούντες – ενάγοντες, οι οποίοι καλλιεργούσαν στα επίδικα ακίνητά τους βαμβάκι και τριφύλλι, δικαιούνται αποζημίωση μόνο για την καλλιεργητική περίοδο 2011-2012, (δηλαδή για την καλλιεργητική περίοδο από την άνοιξη του έτους 2011 έως το τέλος του ίδιου έτους ή έως τις αρχές του έτους 2012), όχι όμως και για την καλλιεργητική περίοδο 2010-2011, όπως ζητείται με την ένδικη αίτηση – αγωγή.

Ως προς τους αιτούντες – ενάγοντες κυρίους του ακινήτου με αριθμό Κ.Π. 178 δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού τους ότι δεν έλαβαν αποζημίωση εξαιτίας της επίταξης του ακινήτου τους έως 3.12.2010. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτοί περιλαμβάνονται στις καταστάσεις υπολογισμού αποζημίωσης ηρτημένης εσοδείας του έτους 2010, (τους σχετικούς με την απόφαση 1ης παράτασης επίταξης υπ’ αριθμόν Δ12/0/45475/15.12.2009 του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων που ισχύει από 3.12.2009 έως 3.12.2010), με συνέπεια να τεκμαίρεται ότι έλαβαν (ή δικαιούνται να λάβουν) αποζημίωση εξαιτίας της επίταξης του ακινήτου τους έως 3.12.2010. Συνεπώς, ο ανωτέρω ισχυρισμός τους αποβαίνει ουσιαστικά αβάσιμος ή, οπωσδήποτε, ανώφελος, αφού το Ελληνικό Δημόσιο δεν αρνείται το δικαίωμά τους να λάβουν αποζημίωση εξαιτίας της επίταξης του ακινήτου τους έως 3.12.2010, όπως αποφάνθηκε η αρμόδια υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου. Συνακόλουθα, η ένδικη αίτηση – αγωγή αποβαίνει ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια βάση της, εν μέρει ως προς όλους τους αιτούντες – ενάγοντες, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε εν μέρει παραδοχή της και σε επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ των αιτούντων – εναγόντων λόγω απώλειας προσόδου αγροτικών ακινήτων κατά την καλλιεργητική περίοδο 2011-2012. Η υποχρέωση προς καταβολή της ανωτέρω αποζημίωσης βαρύνει το 1ο καθ’ ου, Ελληνικό Δημόσιο, υπέρ του οποίου διενεργήθηκε η κατάληψη των ανωτέρω τμημάτων ακινήτων, κατ’ εντολή αυτού, εξαιτίας επίταξης. {…}