171/2015 ΤριμΕφΛάρ (Εργατικό ατύχημα νόσος μισθωτού προκληθείσα λόγω όχι βαθμιαίας εξασθένησης του οργανισμού αλλά έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου))
171/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγήτρια: Μαρία-Μάριον Δερεχάνη Δικηγόροι: Σωτ. Χατζηδημητρίου, Κων. Κλειδωνάρης
Παραδεκτές στο Εφετείο ένορκες βεβαιώσεις ληφθείσες μετά την πρωτόδικη συζήτηση, διό αλυσιτελής λόγος έφεσης για μη λήψη υπόψη πρωτοδίκως αφού το Εφετείο θα ερευνήσει την ουσία με συνεκτίμησή τους. Συνυπολογισμός προϋπηρεσίας μισθωτού αφότου υποβληθούν στον εργοδότη τα πιστοποιητικά αυτής, δυνατή όμως γνωστοποίηση και απόδειξή της και με κάθε άλλο τρόπο. Μόνη η μη γνωστοποίησή της δεν καθιστά καταχρηστική τη σχετική αξίωση.
Επίδομα ειδικών συνθηκών οδηγού φορτηγού αναλόγως του ωφέλιμου φορτίου. Μη επίδομα επικίνδυνης εργασίας επί σποραδικής για βραχύ διάστημα ενασχόλησης με φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων.
Εργατικό ατύχημα νόσος μισθωτού προκληθείσα λόγω όχι βαθμιαίας εξασθένησης του οργανισμού αλλά έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, όπως όταν είτε κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες μη συμφυείς προς τους συνήθεις όρους, είτε η απασχόληση εξακολούθησε μετά την εκδήλωση της νόσου με συνέπεια επιδείνωσή της.Για ηθική βλάβη αναγκαίο πταίσμα εργοδότη με συνεκτίμηση και συντρέχοντος πταίσματος παθόντος.
Εργατικό ατύχημα το οξύ άλγος σε αυχένα και πλάτη κατά φορτοεκφόρτωση. Αμέλεια εργοδότη στην επιδείνωση καθόσον, καίτοι έλαβε γνώση, δεν απαγόρευσε την έστω και πρόσκαιρη εκτέλεση φορτοεκφόρτωσης. Συνυπαιτιότητα παθόντος που δεν φρόντισε άμεσα για λήψη ιατρικής γνωμάτευσης προς αποφυγή μεταφοράς φορτίων, αλλά αρκέστηκε σε προφορική ενημέρωση του εργοδότη.
{…} Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούσα – εναγομένη από 27.9.2010 ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Κ., Κ. Κ. και Δ. Κ. αντιστοίχως, που δόθηκαν επιμελεία αυτής, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου της – ενάγοντος με σχετική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης προ εικοσιτεσσάρων τουλάχιστον ωρών από τη λήψη αυτών (άρθρο 671 παρ. 1 εδ.γ’ ΚΠολΔ) και οι οποίες παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, ως νέα αποδεικτικά μέσα, παρά το ότι, υποβληθείσες πρωτοδίκως με την προσθήκη επί των προτάσεων της εναγομένης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αυτές ήταν απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1621/2009, ΑΠ 1107/2008), ο δε 1ος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται για τη μη λήψη υπόψη αυτών από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλυσιτελώς προβάλλεται, ενόψει του ότι ο λόγος αυτός καθεαυτός, αν και βάσιμος, από μόνος του δεν άγει στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, διότι το Δικαστήριο τούτο (εφετείο) θα λάβει υπόψη του τις ένορκες αυτές βεβαιώσεις και θα προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως συνεκτιμώντας αυτές με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τότε μόνο θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση όταν συνεκτιμώντας αυτές με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα οδηγηθεί πλέον σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλουμένης, σε περίπτωση όμως που λαμβάνοντας υπόψη και αυτές οδηγείται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό αναφορικά με το αίτημα της αγωγής, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της [Α. Μπακόπουλος, «Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη», Δνη 33 (1992) σελ. 1137 επ., ιδίως 1138, 1140)], … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στο Β. στις 24.4.2007, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας, που εμπορεύεται είδη υγιεινής και θέρμανσης, έπιπλα κουζίνας και παιδικά, με κεντρικό κατάστημα στην οδό Β. αρ. … στο Β. και υποκαταστήματα στην οδό Α. αρ. … και στη Λ., ομοίως στο πολεοδομικό συγκρότημα του Β., η τελευταία προσέλαβε τον ενάγοντα, προκειμένου να εργαστεί ως οδηγός γερανοφόρου φορτηγού μικτού βάρους 11 τόνων και ωφέλιμου 6,5 τόνων, γνωρίζοντας ότι ήταν έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, με προϋπηρεσία 3 ετών, έχοντας εργαστεί ως εποχιακός πυροσβέστης με καθήκοντα οδηγού πυροσβεστικών οχημάτων, συναφούς και ανάλογης με την παρεχόμενη στην εναγομένη υπηρεσίας, κατά τις χρονικές περιόδους από 1.6.99 έως 31.10.99, από 1.6.00 έως 31.10.00, από 1.6.01 έως 31.10.01, από 1.6.02 έως 22.10.02, από 14.6.03 έως 31.10.03, από 1.6.04 έως 15.10.04, από 1.6.05 έως 15.10.05 και από 1.6.06 έως 15.10.06 (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2010 βεβαίωση της πυροσβεστικής υπηρεσίας Β.) και με συμφωνημένο ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), ήτοι κάθε Δευτέρα από ώρα 08.30’ έως ώρα 14.00’, κάθε Τρίτη από ώρα 08.30’ έως ώρα 14.00’ και από ώρα 17.00’ έως ώρα 21.00’, κάθε Τετάρτη από ώρα 08.30’ έως ώρα 14.30’, κάθε Πέμπτη από ώρα 08.30’ έως ώρα 14.00’ και από ώρα 17.00’ έως ώρα 21.00’ και κάθε Παρασκευή από ώρα 08.30’ έως ώρα 14.00’ και από ώρα 17.00’ έως ώρα 21.00’, όπως και εργάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, έως δηλαδή την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εναγόμενη στις 14.3.2009. Επιπροσθέτως δε, όπως εξάλλου συνομολογείται από τους διαδίκους, εργάστηκε ως ανωτέρω και επί πέντε ώρες κάθε Σάββατο, ήτοι από ώρα 09.00’ έως ώρα 14.00’, εκτός από τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, κατά τους οποίους ουδέποτε εργάστηκε ημέρα Σάββατο και συμφωνήθηκε να αμείβεται με βάση την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. του κλάδου και της ειδικότητάς του. Πέραν δε της οδήγησης του παραπάνω γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, ο ενάγων, μόνο σποραδικά συμφωνήθηκε και εκτελούσε εργασίες φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, τις οποίες σε τακτική βάση εκτελούσε έτερος απασχολούμενος από την εναγόμενη, συνεπιβάτης στο γερανοφόρο όχημα που ο ενάγων οδηγούσε.
Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε γνωστοποιήσει εξ αρχής στην εναγόμενη την προϋπηρεσία του και η οποία ανέρχονταν σε τρία έτη και όχι σε επτά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, συνάγεται, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τον προσκομιζόμενο από την ίδια την εναγόμενη από 4.11.2008 πίνακα απασχολούμενου προσωπικού, όπου παραπλεύρως του ονόματος του ενάγοντος αναγράφεται στη στήλη προϋπηρεσία ο αριθμός «3» και από την προαναφερόμενη βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Β. όπου αναγράφεται η ακριβής διάρκεια της εποχικής του απασχόλησης εκεί ως οδηγού, όπως ανωτέρω λεπτομερώς αναφέρεται. Η γνωστοποίηση δε αυτή για την κατάταξή του στην ανάλογη μισθολογική βαθμίδα είναι νόμιμη, ενόψει και του ότι από το άρθρο 1 της ΔΔΔΔ Πειραιώς 11/1975 «περί των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων απάσης της χώρας» που κηρύχθηκε εκτελεστή με την Απόφαση Υπ. Απασχολήσεως 30842/1975 (ΦΕΚ Β’ 726/9.7.1975) και υποχρεωτική με την Απόφαση Υπ. Απασχολήσεως 37961/7854/25.8.1975 (ΦΕΚ Β’ 897) προκύπτει ότι προϋπόθεση για το συνυπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας του εργαζομένου οδηγού φορτηγών αυτοκινήτων και την με βάση αυτόν διαμόρφωση των αποδοχών του, αποτελεί η υποβολή στον εργοδότη των σχετικών πιστοποιητικών προϋπηρεσίας και ότι η καταβολή των μεγαλύτερων αποδοχών λόγω της προϋπηρεσίας αυτής αρχίζει από την υποβολή των εν λόγω πιστοποιητικών, χωρίς όμως να αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές, ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη, η απόδειξη της προϋπηρεσίας και η γνωστοποίησή της στον εργοδότη και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο (ΑΠ 33/2004 ΔΕΝ 2005. 19, ΑΠ 1945/2006 ΔΕΝ 2007. 749), όπως, κατά τα ανωτέρω, συνέβη εν προκειμένω. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με λόγο εφέσεως, ότι η ένδικη αγωγή καθ’ ο μέρος αφορά την αναγνώριση προϋπηρεσίας στον ενάγοντα ασκείται καταχρηστικά, διότι ουδέποτε ο ενάγων γνωστοποίησε σε αυτήν την προϋπηρεσία του, ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δεν είναι νόμιμος, ενόψει του ότι πέραν του επικαλούμενου προς άρνηση της θεμελιώσεως της προϋπηρεσίας του ενάγοντος περιστατικού της μη γνωστοποιήσεως αυτής στην ίδια, που από μόνο του δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση καταχρηστικής συμπεριφοράς του ενάγοντος, κανένα νέο αυτοτελές γεγονός ικανό να δικαιολογήσει προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ δεν επικαλείται.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο ενάγων εργάστηκε ως οδηγός φορτηγού ωφελίμου φορτίου 6,5 τόνων δικαιούται του σχετικού επιδόματος ειδικών συνθηκών, της κατηγορίας οδηγών ωφελίμου φορτίου 6-13 τόνων, όπως κατωτέρω ειδικώς προσδιορίζεται. Αντιθέτως, όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και ως προς το σημείο τούτο δεν εκκαλείται, ο ενάγων, ενόψει της σποραδικής (σε απροσδιόριστο και μη περιοδικά επαναλαμβανόμενο αριθμό ημερών) και συνακόλουθα επί βραχύ χρονικό διάστημα, όποτε συνέβαινε, ενασχόλησής του με φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων δεν ήταν δικαιούχος επιδόματος επικίνδυνης εργασίας. {…}
Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρ. 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ, ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας (εργατικό ατύχημα) είναι και η νόσος του εργαζομένου, εφόσον αυτή προήλθε όχι από τη βαθμιαία εξασθένηση ή φθορά του οργανισμού του, ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της, όρους της εργασίας, αλλά από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου. Τούτο συμβαίνει, όταν είτε κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους της παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζομένου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεώς του και, αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, οι συνθήκες παροχής της εργασίας προσλαμβάνουν το χαρακτήρα βίαιου συμβάντος (ΑΠ 1401/2013 ΔΕΕ 2014. 537, ΑΠ 460/2010 Νόμος, ΑΠ 792/2008 Δ/νη 2010. 738).
Εξάλλου, από τα άρθρα 914, 932 ΑΚ και 1, 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 1125/2013, ΑΠ 434/2013, ΑΠ 864/2009, Νόμος, ΑΠ 1505/2007 ΝοΒ 2008. 353). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 1125/2013, ΑΠ 434/2013, ΑΠ 864/2009 ό.π.). Περαιτέρω, στην αξίωση του παθόντος από εργατικό ατύχημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης μπορεί να αντιταχθεί το συντρέχον πταίσμα αυτού (ΑΚ 300), ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων και χωρίς τους περιορισμούς, που ορίζονται από τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 16 του ν. 551/1915 (ΑΠ 1524/2005 Δνη 2006. 744, ΑΠ 1305/2005 Δνη 2007. 1080, ΑΠ 343/2005 Δνη 2006. 1405). Επομένως για τον καθορισμό του ύψους της «εύλογης» χρηματικής ικανοποιήσεως το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, που συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία (ΑΠ 1524/2005 ό.π.).
Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στις 14.11.2008, κατά τη διάρκεια χειρωνακτικής μεταφοράς λέβητα, βάρους 100 κιλών περίπου, στην ταράτσα του πρώτου ορόφου μονοκατοικίας πελάτη της εναγόμενης, ο ενάγων που συνέδραμε κατά την άνω εργασία φορτοεκφόρτωσης, όπως κατά τα ανωτέρω είχε συμφωνηθεί, τον εργάτη – φορτοεκφορτωτή Κ. Κ., ένιωσε δυνατούς πόνους στην περιοχή του αυχένα, της πλάτης και της μέσης του και προς αντιμετώπισή τους περιορίστηκε σε συντηρητική αγωγή με λήψη παυσίπονων. Για το παραπάνω πρόβλημα της υγείας που του παρουσιάστηκε ενημέρωσε προφορικά, άμεσα, τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης Κ. Κ., χωρίς όμως ο τελευταίος να δώσει εντολές αποφυγής από αυτόν οποιασδήποτε άλλης, συγκυριακής, εκτέλεσης εργασίας φορτοεκφόρτωσης. Έτσι ο ενάγων συνέχισε να απασχολείται κανονικά στην εναγόμενη, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας, προβαίνοντας περιστασιακά και σε χειρωνακτική φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων. Στις 21.11.2008, επισκέφθηκε ιατρό του Ι.Κ.Α. που του συνέστησε κατ’ αρχάς διήμερη αναρρωτική άδεια μέχρι τις 23.11.2008, η οποία εν συνεχεία, στις 24.11.2008, ανανεώθηκε για επτά ημέρες, ήτοι μέχρι τις 30.11.2008, οπότε ανανεώθηκε και πάλι για πέντε ημέρες και δη έως τις 5.12.2008.
Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της τελευταίας από τις παραπάνω αναρρωτικές άδειες, στις 3.12.2008, υποβλήθηκε σε υπολογιστική τομογραφία αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, από τους Ιατρούς Ακτινοδιαγνώστες Ι. Β. και Ε. Κ., με την οποία διαπιστώθηκε ότι στο διάστημα μεταξύ πέμπτου και έκτου αυχενικού σπονδύλου (Α5-Α6) υπήρχε δεξιοπλάγια κήλη του μεσοσπονδύλιου δίσκου, που απτόταν του νωτιαίου μυελού και περιόριζε το εύρος του δεξιού μεσοσπονδύλιου τρήματος, ενώ στα υπόλοιπα διαστήματα δεν παρατηρούνταν αξιόλογα ευρήματα. Παρά το άνω εύρημα ο ενάγων επέτρεψε στην εργασία του μετά τη λήξη (στις 5.12.2008) της αναρρωτικής άδειας ενημερώνοντας και πάλι προφορικά τον προαναφερόμενο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης για το άνω ακριβές αίτιο του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε, χωρίς και πάλι ο τελευταίος να δώσει εντολές για αποφυγή από τον ενάγοντα οποιασδήποτε χειρωνακτικής εργασίας φορτοεκφόρτωσης. Στις 11.12.2008, ο ενάγων διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Β. «Α.», με συμπτώματα εκτιμώμενα ως ελαφρύ ισχαιμικό επεισόδιο. Εκεί διαγνώστηκε ότι εμφάνιζε κρίση επιληψίας («κρίση Ε») επί εδάφους νευροχειρουργικής ασθένειας (όπως χαρακτηρίζεται και η κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου), σύμφωνα με την από 11.12.2008 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Ειδ. Χειρουργικής Ι. Κ. Ενόψει της επιδείνωσης αυτής της κατάστασης της υγείας του, έλαβε νέα αναρρωτική άδεια από 11.12.2008 έως 31.12.2008, η οποία ανανεώθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 10.1.2009. Παράλληλα, στις 12.12.2008, υποβλήθηκε σε νέα μαγνητική τομογραφία από τον Ειδικό Ακτινοδιαγνωστικής Κ. Α., με την οποία διαπιστώθηκε ελάττωση της φυσιολογικής αυχενικής λόρδωσης, ότι ο Α3-Α4 μεσοσπονδύλιος δίσκος εμφάνιζε μικρή, εστιακή, οπίσθια – κεντρική προβολή, από την οποία πιεζόταν ο μηνιγγικός σάκος, αλλά αυτή δεν απτόταν του νωτιαίου μυελού, όπως και ότι ο Α5-Α6 μεσοσπονδύλιος δίσκος εμφάνιζε δεξιά οπισθιοκεντρική δισκοκήλη, η οποία πίεζε σημαντικά το μηνιγγικό σάκο και απτόταν του νωτιαίου μυελού κατά το δεξιό του ήμισυ ασκώντας βαθμό πίεσης στο σημείο ανάδυσης της δεξιάς Α6 νευρικής ρίζας από αυτόν, το δε εύρος του δεξιού μεσοσπονδύλιου τρήματος αντιστοίχως ελεγχόταν σχετικά περιορισμένο.
Μετά τη λήξη της τελευταίας αναρρωτικής άδειας στις 10.1.2009, ο ενάγων επέστρεψε στην εργασία του και ενημέρωσε το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης ότι για την αντιμετώπιση της παραπάνω πάθησης της σπονδυλικής του στήλης ήταν αναγκαία τόσο η υποβολή του σε χειρουργική επέμβαση όσο και η αποφυγή εκτέλεσης οποιασδήποτε εργασίας μεταφοράς βάρους. Μεσολάβησε, στις 14.3.2009, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγομένη και κατόπιν, στις 20.10.2009, για την αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος της υγείας του ο ενάγων εισήχθη στη Νευροχειρουργική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λ. όπου και υποβλήθηκε σε πρόσθια αυχενική δισκεκτομή και σπονδυλοδεσία Α5-Α6, με σύσταση για δίμηνη συνολικά αναρρωτική άδεια και είκοσι συνεδρίες φυσιοθεραπειών (βλ. ιδίως τις από 23.10.2009 και από 23.11.2009 βεβαιώσεις των Νευροχειρουργών Β.Α. και Κ. Π. αντίστοιχα). Ωστόσο, παρά την άνω χειρουργική επέμβαση, κατά την από 21.5.2010 εξέταση του ενάγοντος στο Γενικό Νοσοκομείο Β. «Α.» από το Νευροχειρουργό Ν. Χ., διαπιστώθηκε ότι αυτός εμφάνιζε υπαισθησία και αδυναμία δεξιού άνω άκρου με έκπτωση μυϊκής ισχύος.
Λαμβάνοντας υπόψη το όλο ιατρικό ιστορικό του ενάγοντος, με τη χειρουργημένη κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου Α5-Α6 (σπονδυλοδεσία), την ύπαρξη κήλης μεσοσπονδύλιου δίσκου Α3-Α4 και την έκπτωση μυϊκής ισχύος της δεξιάς άκρας χειρός, η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του Τοπικού Υποκαταστήματος Β. με την …/11.6.2010 γνωμάτευσή της έκρινε τον ενάγοντα χρονίως πάσχοντα από αναπηρία σε ποσοστό 50%. Δέχτηκε η εκκαλούμενη απόφαση και ως προς το σημείο τούτο δεν εκκαλείται ότι το οξύ άλγος που ο ενάγων δοκίμασε στις 14.11.2008 συνιστά μεν είδος εργατικού ατυχήματος, πλην όμως για αυτό δεν στοιχειοθετείται υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, με περαιτέρω συνέπεια να μην μπορεί να επιδικαστεί στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για το συμβάν αυτό.
Όμως, έκτοτε οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγόμενης βαρύνονται με αμέλεια για την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος. Ειδικότερα, μολονότι έλαβαν γνώση του συμβάντος της 14.11.2008, δεν έλαβαν μέτρα προστατευτικά της υγείας του, απαγορεύοντας, μέχρι την εξάλειψη των εξωτερικών συμπτωμάτων (μυϊκού πόνου), την ακόμα και συγκυριακή εκτέλεση από αυτόν οποιασδήποτε εργασίας φορτοεκφόρτωσης έστω και ελαφρών αντικειμένων, μέτρα τα οποία θα ελάμβανε ένας μέσος συνετός εργοδότης έχοντας πληροφορηθεί τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώθηκε το άλγος του ενάγοντος. Η παράλειψή τους αυτή συνέτεινε στην επιδείνωση της κατάστασης του ενάγοντος, καθόσον αυτός συνέχισε να εργάζεται υπό τις ίδιες συνθήκες επιβαρύνοντας έτσι την καταπόνηση του αυχένα του.
Επίσης, και μετά την επάνοδο του ενάγοντος στην εργασία του μετά το πέρας της αναρρωτικής άδειας στις 5.12.2008, και ενώ πλέον από τις 3.12.2008 είχε διαγνωστεί η ακριβής πάθησή του, την οποία ο τελευταίος γνωστοποίησε προφορικά στους ανωτέρω, αυτοί και πάλι δεν ρύθμισαν τα της εργασίας του έτσι ώστε να προστατεύεται η υγεία του, θέτοντας αυτόν εκτός της έστω και συγκυριακής εργασίας φορτοεκφόρτωσης, αλλά εξακολουθούσαν να τον απασχολούν όπως και προηγουμένως με επακόλουθο την επιδείνωση της κατάστασής του, αφού πλέον κατά τη μαγνητική τομογραφία της 12.12.2008, ήτοι μόλις εννέα μέρες μετά την πρώτη όμοια εξέταση, διαπιστώθηκε η ύπαρξη συναφούς προβλήματος και στο Α3-Α4 μεσοσπονδύλιο διάστημα, έστω και σε ηπιότερη μορφή, δημιουργώντας έτσι συνθήκες εργασίας, οι οποίες, παρόλο ότι προηγουμένως ήταν κανονικές, έγιναν, μετά την εκδήλωση της νόσου του ενάγοντος, εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Ενόψει δε του και του ότι, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, ήτοι από τα μέσα του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2008 οπότε εμφανίστηκαν το πρώτον δυνατοί πόνοι στην περιοχή του αυχένα, της πλάτης και της μέσης του ενάγοντος και έκτοτε μέχρι τα μέσα του μηνός Δεκεμβρίου του ίδιου έτους που έλαβε τη νέα αναρρωτική άδεια, ο ενάγων, εκτός από την εργασία του στην εναγόμενη, εργαζόταν παράλληλα και για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου εργοδότη, αφού τόσο η εξετασθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετά από πρόταση του ενάγοντος μάρτυρας, όσο και οι, επιμελεία της εναγομένης, ενόρκως βεβαιούντες στις αναφερόμενες ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, καταθέσαντες περί δεύτερης εργασίας του ενάγοντος, εντοπίζουν χρονικά αυτή στο καλοκαίρι του έτους 2008, ήτοι προ του ως άνω κρίσιμου χρόνου, ενώ ο εξετασθείς ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετά από πρόταση της εναγομένης δεν έχει ιδία αντίληψη περί τούτου, προκύπτει ότι για την παραπάνω επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, που συνιστά, σύμφωνα και με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, εργατικό ατύχημα, βαρύνονται με αμέλεια οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγόμενης εταιρίας.
Συνυπαίτιος, όμως, για την επιδείνωση αυτή της κατάστασης της υγείας του είναι και ο ίδιος ο ενάγων κατά ποσοστό 20%, ενόψει του ότι δεν αναζήτησε άμεσα, στις 14.11.2008, εξειδικευμένη ιατρική συμβουλή και δεν φρόντισε τόσο τότε, όσο και μετά την επάνοδό του στην εργασία μετά τη λήξη της χορηγηθείσης σ’ αυτόν αναρρωτικής άδειας στις 5.12.2008, εφόσον δεν ανανεώθηκε αυτή και αφού δεν είχε πλήρως αποθεραπευτεί, να λάβει ιατρική γνωμάτευση με την οποία να παρέχεται σύσταση αποφυγής από εργασίες χειρωνακτικής μεταφοράς φορτίων λόγω του προβλήματος της υγείας που προέκυψε (δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομίζεται σχετική), ώστε να την εγχειρίσει στους νομίμους εκπροσώπους της εναγομένης για να λάβουν γνώση περί της ακριβούς πάθησης αυτού και τις συστάσεις των αρμοδίων ιατρών ώστε να ρυθμίσουν τα της εργασίας του κατά τρόπο που να προστατεύεται η υγεία του (άρθρο 662 ΑΚ), αλλά αρκέστηκε σε προφορική περί τούτου ενημέρωσή τους.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, τις συνθήκες του άνω εργατικού ατυχήματος, το βαθμό και το είδος της υπαιτιότητας (αμέλεια) των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και τη συνυπαιτιότητα του παθόντος – ενάγοντος, το είδος και τη βαρύτητα της επιδείνωσης της υγείας που υπέστη ο τελευταίος, την ηλικία του κατά τον άνω χρόνο (36 ετών), την κοινωνική θέση και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη εκ του ως άνω εργατικού ατυχήματος και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση αυτής το εύλογο ποσό των 5.000 Ε.
Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ του εργατικού ατυχήματος παρίσταται καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά έναντι της εναγομένης, δεχόμενος αρχικά να απολυθεί εξαιτίας του προβλήματος υγείας του, ενώ στη συνέχεια ζήτησε την παραμονή του στην εργασία και μεθόδευσε έτσι την εναγωγή της, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Η εκκαλούμενη απόφαση καθ’ ο μέρος έκρινε ότι υφίσταται εργατικό ατύχημα (με την επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος) οφειλόμενο στην αμέλεια των εκπροσώπων της εναγομένης και στη συνυπαιτιότητα κατά το ανωτέρω ποσοστό του ενάγοντος και απέρριψε την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της εναγομένης, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία ως προς τη συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, η οποία αντικαθίσταται διά της παρούσης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ν. 551/1915 και οι σχετικοί λόγοι εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα και ο λόγος της αντεφέσεως με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται για την αναγνώριση συνυπαιτιότητάς του είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Καθ’ ο όμως μέρος έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται, για την ανωτέρω αιτία, μεγαλύτερο του ανωτέρω, ποσό χρηματικής ικανοποίησης και συγκεκριμένα 9.000 Ε, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο σχετικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο η εναγομένη επιδιώκει τη μείωσή της και να απορριφθεί ο αντίστοιχος λόγος της αντεφέσεως με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσης σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, ζητώντας να καθορισθεί αυτή μεγαλύτερη. {…}


