139/2015 ΤριμΕφΛάρ (Ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, με ποινή ακυρότητας, των μη εχόντων συνείδηση πράξεων ή χρήση λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας)
139/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας
Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη Δικηγόροι: Φωτεινή Ρήγα, Κων. Αυγέρης
Ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, με ποινή ακυρότητας, των μη εχόντων συνείδηση πράξεων ή χρήση λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δυνατή δε συνύπαρξη και των δύο άνω περιπτώσεων.
Έλλειψη συνείδησης επί αδυναμίας διάγνωσης του περιεχομένου λόγω ειδικής κατάστασης (ισχυρή μέθη, εγκεφαλική διάσειση). Μη ανάγκη πλήρους έλλειψης συνείδησης αλλά κρίσιμη η δυνατότητα αντίληψης όχι ότι συντάσσει διαθήκη αλλά της σημασίας των διατάξεων.
Στέρηση χρήσης λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας επί αδυναμίας ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης εκ γνήσιων ψυχώσεων ή οργανικοψυχικών παθήσεων όπως η γεροντική άνοια και πρόκλησης μόνιμης διαταραχής του νου αποκλείουσας λογική κρίση.
Αναγκαία ικανότητα καθ’ όλη τη διάρκεια σύνταξης της διαθήκης.
Απόδειξη διαύγειας του διαθέτη από τη λεπτομερή περιγραφή και κατανομή των ακινήτων κατά αδιαίρετα ποσοστά, τη μνεία της συγγενικής σχέσης με τους τετιμημένους, την ευγνωμοσύνη προς ορισμένους για εκτιθέμενους λόγους, την πρόσκληση και παρουσία ατόμων κατά τη σύνταξή της.
Σκεπτικό: {…} 3. Κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996 και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30.12.1996 (άρθρο τρίτο ν. 2447/1996), ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας.
Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο καταστάσεις, δηλαδή: α) η περίπτωση κατά την οποία ο διαθέτης δεν έχει συνείδηση των πράξεών του και β) η περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, κάθε μια από τις οποίες, όταν υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, συνεπάγεται την ακυρότητά της, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Έλλειψη συνείδησης των πράξεων υπάρχει, όταν ο διαθέτης αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της επιχειρούμενης πράξεως, λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται (π.χ. ισχυρή μέθη εξαιτίας χρήσεως οινοπνεύματος ή άλλων τοξικών ουσιών, βαθύς ύπνος, εγκεφαλική διάσειση, υψηλός πυρετός, εγκεφαλικό επεισόδιο κλπ.).
Δεν απαιτείται δε γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου ή παντελής αποκλεισμός της ελεύθερης βούλησης, ούτε νοείται ως επιχειρούμενη πράξη αυτή καθ’ εαυτή η διαθήκη, αφού ο διαθέτης που έχει περιέλθει σε τέτοια κατάσταση μπορεί να έχει συναίσθηση ότι συντάσσει διαθήκη, αλλά νοούνται οι επιμέρους διατάξεις αυτής (διαθήκης), των οποίων τη σημασία, σπουδαιότητα ή έκταση δεν μπορεί να συλλάβει, ιδίως λόγω ανωμαλίας των αναστολών. Στέρηση δε της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας υπάρχει, όταν ο διαθέτης, εξαιτίας πνευματικής ασθένειας, δεν μπορεί να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, δηλαδή να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του με λογικούς υπολογισμούς. Τέτοιες πνευματικές ασθένειες, που προκαλούν έλλειψη της χρήσης του λογικού, είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ’ αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά.
Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, όπως ίσχυε, δηλαδή τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της πνευματικής ασθένειας που στερεί τη χρήση του λογικού. Όπως προκύπτει δε από την ως άνω διάταξη, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθ’ όλη τη διάρκειά της. Αν, όμως, πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή της σύνταξης της διαθήκης, έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο (ΑΠ 385/2014 Νόμος).
-
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20.4.2007 απεβίωσε στα Τ. ο Δ. Π., θείος των εναγουσών – εκκαλουσών και συγκεκριμένα αδελφός της μητέρας τους, η οποία είχε προαποβιώσει του Δ. Π.. Ο θάνατος του Δ. Π. οφειλόταν, σύμφωνα και με το συμπέρασμα της διενεργηθείσας ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας – νεκροτομής, σε πρόσφατη (σε σχέση με το συμβάν του θανάτου του), ισχαιμία του μυοκαρδίου σε έδαφος ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας και κίρρωσης του ύπατος (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/18.10.2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής). Ο αποβιώσας είχε συντάξει στις 11.4.2007, ήτοι λίγες ημέρες πριν το θάνατό του, την από 11.4.2007 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 297/2007 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, κηρύχθηκε δε κυρία με την ταυτάριθμη, με το ως άνω πρακτικό, απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου. Με την ως άνω διαθήκη του, την οποία ο διαθέτης συνέταξε παρουσία τρίτων προσώπων και συγκεκριμένα του Σ. Ν. και του Δ. Π., κατέλιπε στους διαδίκους την εν γένει κινητή και ακίνητη περιουσία του. Στις εκκαλούσες ο διαθέτης κατέλιπε, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σε καθεμία εξ αυτών: α) ένα οικόπεδο, 450 τμ, μετά του εντός αυτού κτίσματος, που βρίσκεται στη συνοικία «Α. Μ.» Τ., β) ένα επιπλωμένο διαμέρισμα, 82 τμ της υπό στοιχ. β’ πολυκατοικίας, που βρίσκεται στα Τ. και γ) ένα γκαράζ 23,10 τμ της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, ενώ στους εναγόμενους – εφεσιβλήτους, κατέλιπε, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σε κάθε ένα εξ αυτών: α) το 25% ενός ακινήτου έκτασης 843 τμ, που βρίσκεται στη συνοικία «Α. Μ.» Τ., β) ένα ακίνητο έκτασης 1.000 τμ στον Π. Τ., μετά της εντός αυτού οικίας εμβαδού 60 τμ με όλα τα υπάρχοντα εντός αυτού κινητά, γ) ένα αγροτεμάχιο περίπου 25 στρεμμάτων, στον Π. Τ., δ) μία εξοχική κατοικία στα Μ. του Δήμου Κ. Ο. του Ν. Π., 65 τμ ε) την βάρκα του με τη μηχανή της, και στ) μία αποθήκη 15,50 τμ της β’ πολυκατοικίας επί της συμβολής των οδών Φ. και Α. στην πόλη των Τ.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο Δ. Π., όσο ζούσε, είχε ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών, αντιμετωπίζοντας πρόβλημα αλκοολισμού. Τα τελευταία, όμως, δύο χρόνια πριν από το θάνατό του, είχε περιορίσει δραστικά την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, μετά και τις συστάσεις που του είχαν γίνει από τους ιατρούς που τον παρακολουθούσαν (βλ. καταθέσεις μαρτύρων εφεσίβλητων). Πέραν τούτων, δεν προέκυψε ότι ο διαθέτης, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του, τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, ούτε ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, ώστε να μην έχει συνείδηση των πράξεών του και τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο του κειμένου που συνέτασσε, ήτοι της διαθήκης, ως διατείνονται οι ενάγουσες στην κρινόμενη αγωγή. Τουναντίον, μάλιστα, προέκυψε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης του, ο Δ. Π. είχε πνευματική διαύγεια και συνείδηση της επιχειρούμενης από αυτόν πράξης.
Ειδικότερα, από τον τρόπο με τον οποίο ιδιογράφως διατυπώθηκε το περιεχόμενό της και συγκεκριμένα: α) από την λεπτομερή περιγραφή εκάστου ακινήτου και την κατανομή αυτών μεταξύ των τετιμημένων με τη διαθήκη και μάλιστα κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστά, β) από την ειδικότερη αναφορά στην συγγενική του σχέση με τις εκκαλούσες, αλλά και στις σχέσεις του με τους εφεσιβλήτους και την ευγνωμοσύνη του προς τους τελευταίους για τους λόγους που επίσης εκεί αναλύει, γ) από την παρουσία των έτερων δύο ατόμων (Σ. Ν. και του Δικηγόρου, Δ. Π.), κατά την σύνταξη της διαθήκης του, άτομα που εκτιμάται ότι ο ίδιος προκάλεσε την παρουσία τους (άλλωστε ούτε οι εκκαλούσες διατείνονται ότι τα δύο προαναφερόμενα άτομα παρίσταντο εκεί χωρίς τη θέληση του διαθέτη, ή ότι είχαν κληθεί από άλλα πρόσωπα όπως πχ. τους εναγόμενους), και γ) από το γενικότερο τρόπο γραφής του, αλλά και διατύπωσης της βούλησής του, κάθε άλλο παρά άτομο που βρισκόταν σε κατάσταση μέθης καταδεικνύουν. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες δεν αμφισβητούν τη γραφή και την υπογραφή του διαθέτη, ούτε επικαλούνται οποιουδήποτε είδους παρεμβάσεις από τους παριστάμενος κατά τη σύνταξη της διαθήκης.
Μάλιστα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας – πατέρας τους, η άσκηση της ένδικης αγωγής έγινε απ’ αυτές (κόρες του) με αφορμή τα όσα μετέφερε τηλεφωνικώς στον ίδιο ο παρευρισκόμενος κατά τη σύνταξη της διαθήκης Σ. Ν., ότι δηλαδή ο διαθέτης βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, καθόσον αυτός ο παριστάμενος ήταν το άτομο που κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, κατά τη διαδικασία κήρυξης της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας, βεβαιώνοντας ότι η γραφή και η υπογραφή επί της διαθήκης ανήκαν στον διαθέτη (βλ. σχετ. τα υπ’ αριθμ. 297/2007 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων). Η μη εγκατάσταση, με την επίδικη διαθήκη, ως μοναδικών κληρονόμων των εκκαλουσών, οι οποίες ήταν και οι μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του (τέκνα της αδελφής του Π. Π. το γένος Π.), δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, ότι ο διαθέτης δεν είχε, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, συνείδηση των πράξεών του και τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσης βούλησής του. Εξάλλου, όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες, ο διαθέτης με τις εκκαλούσες δεν φαίνεται να είχε, όσο ζούσε, ιδιαίτερες στενές σχέσεις, η δε επικοινωνία του μαζί τους, περιοριζόταν μόνο σε τηλεφωνική και σε ελάχιστες ανά χρόνο επισκέψεις των εναγουσών στην πόλη των Τ. Η φιλοξενία του στην Α., όσες φορές ο διαθέτης χρειάστηκε να επισκεφτεί ιατρούς με τη σύζυγό του, γινόταν στην οικία της αδελφής του και μητέρας των εκκαλουσών Π. Π. και όχι από τις ίδιες τις εκκαλούσες.
Εξ ετέρου, προέκυψε ότι ο διαθέτης Δ. Π., όσο ζούσε, είχε στενές σχέσεις με τους εφεσιβλήτους, στο σπίτι των οποίων, κατά το χρονικό διάστημα που διέμενε στον Π. Τ., περνούσε κάποιες ώρες της ημέρας του. Περί του αντιθέτου δε (ήτοι της μη ύπαρξης σχέσεων) δεν κατέθεσε ούτε ο μάρτυρας απόδειξης. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος, όσο ζούσε, διατηρούσε σε τράπεζα κοινό λογαριασμό αρχικά με τον πρώτο των εφεσιβλήτων, στη συνέχεια δε και με τη δεύτερη εξ αυτών (βλ. κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλουσών), καταδεικνύει την στενή σχέση του με τους εφεσιβλήτους και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό τους. Ήταν λοιπόν εύλογο και αναμενόμενο ο Δ. Π. να αφήσει μέρος της περιουσίας του και στους εφεσιβλήτους. Ας σημειωθεί επίσης, ότι δύο από τα ακίνητα (και δη αυτό των 1.000 τμ και των 25 στρεμμάτων) που κατέλιπε ο διαθέτης στους εφεσιβλήτους, είχαν περιέλθει στον ίδιο από κληρονομιά της συζύγου του – η οποία είχε συγγένεια με τον πρώτο των εφεσιβλήτων – ως άλλωστε οι ίδιες οι εκκαλούσες εκθέτουν στην αγωγή τους, περιγράφοντας τα κληρονομιαία ακίνητα και τον τρόπο κτήσης κυριότητας του αποβιώσαντος.
Προέκυψε επίσης ότι η μητέρα των εκκαλουσών (αδελφή του διαθέτη) Π. Π., είχε υιοθετηθεί από την αδελφή του πατέρα της ιδίας και του αποβιώσαντος, Ε. Τ. Στην επίδικη διαθήκη, ο διαθέτης, πέραν του ονοματεπωνύμου των εκκαλουσών, τις αναφέρει και ως «ανεψιές μου από θετή αδελφή». Η αναφορά αυτή, συνδυαζόμενη με το λοιπό κείμενο της διαθήκης, δεν υποδηλώνει ότι ο διαθέτης βρισκόταν σε κατάσταση μέθης κατά τη σύνταξη της. Άλλωστε, η εντονότατη πίεση χάραξης της γραφής του διαθέτη, τα προβλήματα στη ροή του μελανιού στο χαρτί, η έλλειψη σταθερότητας και η αργή ταχύτητα και η έλλειψη αυθορμητισμού, που αναφέρονται στην από 9.9.2010 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, που διενεργήθηκε από τον γραφολόγο Α. Μ., κατ’ εντολή των εκκαλουσών, μπορεί να υποδηλώνουν αδυναμία νευρομυϊκού ελέγχου, δεν καταδεικνύουν, όμως, σε καμία περίπτωση την κατανάλωση αλκοόλ πριν και κατά τη σύνταξη της διαθήκης από τον διαθέτη και δη την περιέλευση του τελευταίου σε κατάσταση μέθης, καθόσον η ύπαρξη όλων των ως άνω χαρακτηριστικών στη γραφή του διαθέτη, ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της υγείας του, και δη λίγες ημέρες πριν το θάνατό του, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του διαθέτη (66 περίπου ετών). Το προσκομιζόμενο από τις εκκαλούσες ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα του Διευθυντή της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λ., καθώς και το έγγραφο των αποτελεσμάτων γαστροσκόπησης, αναφέρονται αποκλειστικά στην κατάσταση της επιβαρημένης σωματικής υγείας του διαθέτη δύο μήνες πριν από το θάνατό του και ουδέν αναφέρουν για την διανοητική του κατάσταση ή για την ψυχική του υγεία.
Με βάση τα παραπάνω, δεν αποδεικνύεται η έλλειψη συνείδησης των πράξεων του διαθέτη ή οποιαδήποτε άλλη ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του, κατά τον χρόνο σύνταξης της από 11.4.2007 διαθήκης, τουναντίον, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο σύνταξης της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης ο διαθέτης ήταν ικανός προς σύνταξη αυτής και δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1719 αρ. 3 του ΑΚ περιπτώσεις, που συνεπάγονται ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης και συνεπώς η τελευταία είναι έγκυρη. Επομένως, η ένδικη αγωγή, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 11.4.2007 ιδιόγραφης διαθήκης του Δ. Π., είναι ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και η σωρευόμενη αγωγή αναγνώρισης του κληρονομικού δικαιώματος των εναγουσών, ως εξ αδιαθέτων κληρονόμων επί της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη. Εφόσον τα ίδια είπε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με την έφεσή τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.


