39/2015 ΜονΕφΛαρ (Απόλυτη ακυρότητα μη έγγραφων συμβάσεων νπδδ με αντικείμενο άνω του στο νόμο ποσού ή υποχρεώσεις διαρκείας – έκτακτες περιπτώσεις που δικαιολογούν απευθείας ανάθεση – διακαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων επί αγωγής αδικ. πλουτισμού)

39/2015

Πρόεδρος: Ιωάν. Πανούσης

Δικηγόροι: Τζένη Ζαρκάδα-Τόλη, Χρ. Μπραζιώτης

Απόλυτη ακυρότητα μη έγγραφων συμβάσεων νπδδ με αντικείμενο άνω του στο νόμο ποσού ή υποχρεώσεις διαρκείας. Άρση ακυρότητας επί εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν προηγήθηκε έγγραφη πρόταση, χωρίς να ακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή. Δυνατότητα Δημάρχου να συνάπτει σε έκτακτες περιπτώσεις σύμβαση απευθείας ανάθεσης εργασίας ή προμήθειας με αντικείμενο μη υπερβαίνον το στο νόμο ποσό, άλλως ακυρότητα.

Επί δημόσιων έργων, μη δικαίωμα αναδόχου για τροποποιήσεις ως προς τη μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή ποσότητα εργασιών χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή κυρίου του έργου και σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα. Μη αποζημίωση αναδόχου για μεταβολές γενόμενες χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή, έστω και αν το βελτιώνουν, εκτός αν κριθούν αναγκαίες από τον κύριο του έργου ή το ΔιοικΕφ, οπότε νομιμοποιούνται με την εκ των υστέρων σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα.

Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων επί αγωγής αδικ. πλουτισμού κατά Δήμου για καταβολή εργολαβικής αμοιβής εκ διενέργειας πρόσθετων προφορικά (και ακύρως) συμφωνηθεισών εργασιών μη προβλεπόμενων στη σύμβαση, έστω και αν το έργο απέβλεψε σε δημόσιο σκοπό.

Ρύθμιση με το 53 ν.δ. 496/1974 των κοινοποιήσεων κατασχετηρίου επί κατάσχεσης απαίτησης εις χείρας νπδδ ως τρίτου, ως και της αναγγελίας επί εκχώρησης χρηματικής απαίτησης κατ’ αυτού, με ποινή ακυρότητας. Μη ισχύς τούτου στους ΟΤΑ, αρκούσας της προς το Δήμαρχο κοινοποίησης της αναγγελίας εκχώρησης.

Αφηρημένη σύμβαση η εκχώρηση, το δε κύρος της δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη και κύρος της αιτίας, εκτός αν α) εκ της υποκείμενης αιτίας κρίνεται ο τύπος της εκχώρησης, β) η αιτία είναι άκυρη ως προσκρούουσα στα χρηστά ήθη ή γ) τα μέρη εξάρτησαν την εκχώρηση από το κύρος της αιτίας.

Αναγγελία και με επίδοση αγωγής του εκδοχέα για καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς ανάγκη ρητής μνείας τούτου.

1. Ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την υπ’ αριθμ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 Ε, ήδη δε κατά την υπ’ αριθμ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β’ 1427/2001) 2.500 Ε] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρ. 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρ. 1 παρ. 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΑΠ 1372/2012 Νόμος), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 84 του ν.δ/τος 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και ήδη με τις διατάξεις του άρθρ. 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ/γμα), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρ. 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρ. 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (βλ. ολΑΠ 862/1984, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1378/2011, ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 1135/2010, ΑΠ 1161/2009, ΑΠ 1490/2008, ΑΠ 1225/2008, ΑΠ 181/2004, ΑΠ 1626/1995 Νόμος). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 – 913 ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (βλ. ΑΠ 541/1978, ΑΠ 1646/1995, ΑΠ 250/2006, ΑΠ 322/2010, ΑΠ 1378/2011, ΑΠ 1462/2012 Νόμος). Η ακυρότητα της σύμβασης είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Ειδικότερα, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΑΚ (βλ. ΕφΠατρ 325/2004 ΑχΝομ 2005.550), δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή άλλη (βλ. ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1490/2008, ΑΠ 1225/2008, ΕφΑθ 157/2014, ΕφΑθ 2941/2008 Νόμος).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 267 παρ. 1 παρ. 2 του π.δ/τος 410/1995 «περί κωδικοποιήσεως σε ενιαίο κείμενο του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα», ο Δήμαρχος μπορεί, χωρίς προηγούμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, να συνάπτει, ύστερα από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, σύμβαση για την απευθείας ανάθεση ή την απευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή τη διενέργεια προμήθειας, αν η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.200.000 δρχ (ήδη 6.456,346 Ε) προκειμένου για τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των 2.000.000 δρχ (ήδη 5.869,405 Ε) για τους λοιπούς Δήμους και του 1.500.000 δρχ (ήδη 4.402,054 Ε) για τις Κοινότητες, με την προϋπόθεση όμως ότι θα εγγραφεί για το χρηματικό αντικείμενο της σχετικής σύμβασης εξειδικευμένη πίστωση στον προϋπολογισμό του Δήμου. Ενώ σε συμβάσεις άνω των 2.000.000 ή 1.500.000 δρχ κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 266 του ίδιου κώδικα, απαιτείται για την σύναψη των σχετικών συμβάσεων η προηγούμενη διενέργεια διαγωνισμού σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (βλ. ΕφΔωδ 94/2008 Νόμος). Επιπρόσθετα ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφιο α’ ν. 2539/1997 ότι η σχετική σύμβαση επιτρέπεται μόνο σε έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις ειδικά αιτιολογημένες. Επιπλέον, με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2539/1997, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 άρθρ. 9 ν. 2623/1998, ορίζεται ότι «2. Η δημαρχιακή επιτροπή, το κοινοτικό συμβούλιο, για δε τους λοιπούς φορείς της παρ. 1 του άρθρου 266 του π.δ/τος 410/1995 το διοικητικό τους συμβούλιο, μπορούν με απόφασή τους να αναθέτουν, μετά από πρόχειρο διαγωνισμό, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 11 του π.δ/τος 28/1980, ή και απευθείας χωρίς διαγωνισμό, την εκτέλεση εργασίας, μεταφοράς ή προμήθειας, αν η αξία καθενός από αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των 4.000.000 δρχ για τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των 3.000.000 δρχ για τους λοιπούς δήμους και του 1.500.000 δρχ για τις κοινότητες και τους λοιπούς φορείς της παρ. 1 του άρθρου 266 του π.δ/τος 410/1995. Οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 267 και της παρ. 1 του άρθρου 268 του π.δ/τος 410/1995 εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. Στα παραπάνω ποσά δεν περιέχεται ο αναλογών Φ.Π.Α.». Συνεπώς η σύναψη από το Δήμαρχο τέτοιας σύμβασης χωρίς τη συνδρομή των παραπάνω αναγκαίων προϋποθέσεων καθιστά τη σύμβαση άκυρη (βλ. ΕφΛαρ 29/2013 Νόμος).

Η αγωγή αυτή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, έστω και αν η εκτέλεση του έργου απέβλεψε στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, διότι, αφού η συμφωνία είναι άτυπη – προφορική, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ως συμφωνίας διεπομένης από το διοικητικό ή ιδιωτικό δίκαιο, ο δικαστής δεν μπορεί προδήλως να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο (βλ. ΑΕΔ 3/2012 ΕΔΔΔ 2012. 606). Ειδικότερα, διοικητική σύμβαση, από την οποία μπορεί να απορρέει διοικητική διαφορά ουσίας υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι μόνο εκείνη, στην οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους είναι το κράτος ή ΝΠΔΔ και η οποία με το περιεχόμενό της εξυπηρετεί, κατά τρόπο άμεσο, ένα δημόσιο σκοπό, εντασσόμενο στο πλαίσιο του δημόσιου συμφέροντος και διέπεται κατά την εκτέλεσή της από ιδιαίτερο ή εξαιρετικό καθεστώς προνομίων και υποχρεώσεων, που αντιστοιχούν ή προσιδιάζουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ. ΑΕΔ 11 και 12/2013, ΑΕΔ 3/1999, ΑΕΔ 2/1998 και 10/1993, ολΑΠ 8/2000, ΑΠ 1490/2008 Νόμος). Συμβάσεις, στις οποίες δεν συντρέχουν σωρευτικά τα εκτεθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Στα τελευταία υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που έχουν ως υπόβαθρο μια άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική (βλ. ΑΠ 1378/2011 Νόμος, ΑΠ 1307/2010 ΕφΑΔ 2011. 451, ΑΠ 1490/2008, ΕφΑθ 1781/2012 Νόμος, ΕφΑθ 2941/2008 Δνη 49. 1106, ΕφΠατρ. 411/2008 Αχ Νομ 2009. 606, ΔΕφΑθ 30/2010 Νόμος). Έτσι, προϋπόθεση για την υπαγωγή των διαφορών στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων είναι η ύπαρξη έγκυρης γραπτής σύμβασης ή έγκυρης παράτασης αυτής, από την εκτέλεση της οποίας να πηγάζει η σχετική διαφορά (βλ. ΑΕΔ 28/2011, ΔΕφΑθ 3744/2013 Νόμος).

Εξάλλου, κατά το Π.Δ. 609/1985 «Κατασκευή δημοσίων έργων»: Ο φορέας κατασκευής του έργου έχει το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου, να αναθέτει την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1418/1984 (ΦΕΚ Α’ 23), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου τέταρτου του ν. 2372/1996 (ΦΕΚ Α’ 29). Για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται η σύναψη σύμβασης. Κάθε σύμβαση επόμενη της αρχικής συνοδεύεται από «Ανακεφαλαιωτικό πίνακα εργασιών» που ιδίως περιλαμβάνει τις ενδείξεις των εργασιών, τις τιμές μονάδος των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων, τις δαπάνες του προϋπολογισμού του αρχικά ανατεθέντος έργου, του προϋπολογισμού της αμέσως προηγούμενης σύμβασης και του προϋπολογισμού της προς κατάρτιση καινούργιας σύμβασης. Περιλαμβάνει ακόμα και τις δαπάνες των απροβλέπτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1418/1984 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου τετάρτου του ν. 2372/1996, καθώς και την προβλεπόμενη δαπάνη για αναθεώρηση και το ΦΠΑ … Οι συγκριτικοί πίνακες και τα πρωτόκολλα κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών που τους συνοδεύουν συντάσσονται από τη Διευθύνουσα υπηρεσία και υπογράφονται από τον ανάδοχο ανεπιφύλακτα ή με επιφύλαξη. Αν ο ανάδοχος αρνηθεί την υπογραφή, του κοινοποιείται ο συγκριτικός πίνακας και τα πρωτόκολλα σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση που ο ανάδοχος υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα με επιφύλαξη, δικαιούται να υποβάλει ένσταση. Ο συγκριτικός πίνακας και τα πρωτόκολλα νέων τιμών “με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου” εγκρίνονται από την Προϊσταμένη Αρχή στην οποία διαβιβάζονται μαζί με την τυχόν ένσταση του αναδόχου, αιτιολογική έκθεση για την ανάγκη των τροποποιήσεων, τον τρόπο κανονισμού των τιμών και κάθε σχετική πληροφορία. Αν έχει υποβληθεί ένσταση διατυπώνεται και η γνώμη της Διευθύνουσας υπηρεσίας στο περιεχόμενο της ένστασης αυτής. Μετά την έγκριση του συγκριτικού πίνακα ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις σχετικές εργασίες χωρίς αυτό να θίγει τα δικαιώματα του για επίλυση της τυχόν διαφοράς (άρθρο 43 παρ. 1, 2, 5) … (βλ. ΑΠ 1298/2011 Νόμος).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 6 και 8 παρ. 1 του ν. 1418/1984 (Α’ 23) και 34 παρ. 1, 43 παρ. 1, 2, 3, 5 και 7 του π.δ/τος 609/1985 (Α’ 223) συνάγεται ότι ο ανάδοχος δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να προβεί σε τροποποιήσεις ως προς την μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, όπως αυτά ορίζονται στη σύμβαση, χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου και προηγούμενη σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα και, εφόσον απαιτείται, πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών, καθώς και ότι ο ανάδοχος δεν δικαιούται αποζημιώσεως για μεταβολές στο έργο, οι οποίες έγιναν χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή (ή σε επείγουσες περιπτώσεις, χωρίς προφορική εντολή της υπηρεσίας στον τόπο εκτελέσεως του έργου, καταχωρηθείσας στο ημερολόγιο αυτού), έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο, εκτός εάν οι εργασίες που εκτελέσθηκαν, χωρίς έγγραφη διαταγή και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επείγοντος, κριθούν, εν συνεχεία, από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ή, σε περίπτωση διαφωνίας και ασκήσεως εκ μέρους του αναδόχου προσφυγής, από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο, ως αναγκαίες, οπότε αυτές νομιμοποιούνται διά της εκ των υστέρων συντάξεως και εγκρίσεως συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών (βλ. ΣτΕ 928/2014, 1454/2013, 1258/2013, 1230/2013, 767/2011, 106/2011, 181/2010 Νόμος).

Εξάλλου, στο άρθρο 42 παρ. 10 του π.δ/τος 609/1985 (φ. 223) ορίζονται τα εξής: «Κατά την εκτέλεση οποιασδήποτε σύμβασης κατασκευής έργου με άλλο σύστημα, εκτός από το απολογιστικό σύστημα, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει και αναγκαίες απολογιστικές εργασίες όταν του δοθεί ειδική εντολή από τη Διευθύνουσα υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον ανάδοχο και περιλαμβάνεται στην πιστοποίηση η πραγματική δαπάνη που προκύπτει σύμφωνα με τα νόμιμα αποδεικτικά πληρωμής για την εκτέλεση των εργασιών. Η δαπάνη αυτή δεν υπόκειται στην έκπτωση της δημοπρασίας. Καταβάλλεται επίσης στον ανάδοχο το εργολαβικό ποσοστό της παρ. 2 του άρθρου 11, αν δε ορίζεται στη σύμβαση διαφορετικά στο ποσοστό αυτό εφαρμόζεται η ρητή ή τεκμαρτή έκπτωση της δημοπρασίας. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 9 εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 9 του ανωτέρω άρθρου, που εφαρμόζεται επί εργασιών που εκτελούνται με το απολογιστικό σύστημα «μετά την έναρξη της καθημερινής εργασίας, ειδικό δελτίο που περιλαμβάνει ονομαστική κατάσταση του απασχολούμενου προσωπικού και κατάσταση των μηχανημάτων παραδίδεται στον εκπρόσωπο της Διευθύνουσας υπηρεσίας». Περαιτέρω, στο άρθρο 34 παρ. 2 εδάφιο β’ του ανωτέρω π.δ/τος, ορίζεται ότι «ο ανάδοχος δεν δικαιούται σε αποζημίωση ή αύξηση τιμών για μεταβολές στα έργα που έγιναν χωρίς έγγραφη διαταγή, έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ναι μεν ο ανάδοχος, εφόσον δεν είχε δοθεί προς αυτόν ειδική εντολή από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία για εκτέλεση απολογιστικών εργασιών, δεν δικαιούται την πραγματική δαπάνη και τις λοιπές αμοιβές που αντιστοιχούν σε τέτοιες εργασίες, όμως, από τις ίδιες διατάξεις δεν αποκλείεται, απολογιστικές εργασίες οι οποίες εκτελέσθηκαν χωρίς ειδική εντολή, να κριθούν στη συνέχεια από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ή, σε περίπτωση διαφωνίας και ασκήσεως εκ μέρους του αναδόχου προσφυγής, από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο ως αναγκαίες, οπότε οι εργασίες αυτές νομιμοποιούνται εκ των υστέρων με τη σύνταξη συγκριτικού πίνακα (βλ. ΣτΕ 3454/2013, 767/2011, 430/2011, 2250/2009, 1930/2009, 4162/1997, 595/2005, 3237/2006 Νόμος).

{…} Στην προκείμενη περίπτωση, με τη με αριθ. κατάθ. 1322/20.12.2010, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων, αγωγή του ο εφεσίβλητος Γ. Ν. ιστορούσε ότι με την αναφερόμενη σχετική έγγραφη σύμβαση εκτέλεσης δημοτικού έργου, που συνάφθηκε μεταξύ του Ν. Μ., εργολήπτη δημοσίων έργων και του τότε Δήμου Κ. (στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος ο εκκαλών Δήμος Κ.), ο πρώτος, που είχε αναδειχθεί τελευταίος μειοδότης, ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει το δημοτικό έργο υδρεύσεως των δημοτικών διαμερισμάτων του Δήμου Κ., κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου αυτού, αντί προϋπολογισθείσας αμοιβής 94.500.000 δρχ, με έκπτωση 11%, όπως ειδικότερα αυτό περιγράφεται στην αγωγή. Ότι ο ανωτέρω εργολήπτης προέβη διά του ιδίου (ενάγοντος), προς τον οποίο είχε παράσχει τη σχετική εντολή με το αναφερόμενο ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, στην προσήκουσα εκτέλεση όλων των εργασιών που ήταν αναγκαίες για την αποπεράτωση του έργου, για τις οποίες συντάχθηκαν και οι αναφερόμενοι λογαριασμοί πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών εργασιών και πληρωμής αναλογούντος εργολαβικού ανταλλάγματος. Ότι κατά τη διάρκεια εκτελέσεως των εργασιών που συμφωνήθηκαν με την άνω σύμβαση και προβλέπονταν στη σχετική μελέτη, προέκυψε η ανάγκη εκτελέσεως και άλλων πρόσθετων τεχνικών κατασκευών και εργασιών, μη προβλεπόμενων επακριβώς από την ανωτέρω μελέτη – σύμβαση, πλην όμως αναγκαίων για την πλήρη αποπεράτωση και τελειοποίηση του επίδικου έργου, οι οποίες και εκτελέσθηκαν (από τον εργολήπτη διά του ενάγοντος), κατόπιν προφορικής εντολής του Δημάρχου, του Αντιδημάρχου και της επιβλέπουσας πολιτικού μηχανικού του έργου (ενεργούντων για λογαριασμό του Δήμου), παράλληλα με την εκτέλεση των συμβατικών εργασιών και παρελήφθησαν από τον αντίδικό του στις 26.04.2005, ο οποίος χρησιμοποιεί έκτοτε το έργο. Ότι οι πρόσθετες αυτές εργασίες, που μνημονεύονται αναλυτικά, συνολικής αξίας 52.082,96 Ε μαζί με το ΦΠΑ, εκτελέστηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, αφού γι’ αυτές που δεν προβλέπονταν στην αρχική (έγγραφη) σύμβαση έργου, δεν τηρήθηκε ο συστατικός έγγραφος τύπος, αλλά έγιναν κατόπιν προφορικής εντολής των αρμοδίων οργάνων του Δήμου και χωρίς να εγκριθούν με πράξη της αρμόδιας διοικητικής υπηρεσίας, με αποτέλεσμα, εφόσον ο Δήμος παρέλαβε και χρησιμοποιεί το σύνολο του έργου, όπως διαμορφώθηκε με τις πρόσθετες αυτές εργασίες, χωρίς να καταβάλει αντάλλαγμα γι’ αυτές, να έχει αυτός καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του εργολήπτη κατά το ποσό των πρόσθετων εργασιών, το οποίο θα κατέβαλε σε οποιοδήποτε άλλο εργολήπτη δημοσίων έργων θα ανέθετε την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών κατόπιν εγκύρου συμβάσεως, τη δε απαίτησή του αυτή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ο εργολήπτης την εκχώρησε προφορικά στις 12.2.2007 στον ενάγοντα, της επίδοσης της αγωγής του προς τον αντίδικό του επέχουσας θέση αναγγελίας της εκχωρήσεως αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το άνω ποσό των 52.082,96 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την (επομένη της) επίδοση(ς) της αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 9.11.2011, προχώρησε στη συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του εναγομένου, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, με την απόφαση του, με αριθμό 61/2012, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, στο σύνολό της, με βάση και το τεκμήριο ερημοδικίας και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το άνω ποσό των 52.082,96 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την υπό κρίση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου 66/11.6.2012 έφεση (αριθμ. κατάθ. στο Εφετείο Λάρισας 949/6.12.12), με την οποία ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη στο σύνολό της της σε βάρος του αγωγής, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνιστούν άρνηση της αγωγής. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου {…}, υφισταμένης δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων για την εκδίκαση της υπόθεσης, δοθέντος, ότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην άνω υπ’ αριθμ. 1 νομική σκέψη της παρούσας, για τη διενέργεια συμπληρωματικών εργασιών, που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, απαιτείτο η κατάρτιση σύμβασης, η οποία ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, άτυπη – προφορική και επομένως για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ως συμφωνίας διεπομένης από το διοικητικό ή ιδιωτικό δίκαιο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, του πολιτικού χαρακτήρα της διαφοράς μη μεταβαλλομένου, λόγω της εκχωρήσεως της απαιτήσεως από το δικαιούχο εργολήπτη στον ενάγοντα – εφεσίβλητο, δεδομένου ότι επί εκχωρήσεως δεν μεταβάλλεται η φύση της απαιτήσεως, εφόσον ο εκδοχέας δεν ενεργεί ως τρίτος αλλά ενασκεί την απαίτηση του εκχωρητή (βλ. ΑΕΔ 2/2002, ΣτΕ 1495/2008, 3197/2003, ΔΕφΚομοτ 122/2014 Νόμος), εντός της προβλεπόμενης από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση – στις 29.2.2012 – της εκκαλουμένης, καθόσον ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εν λόγω αποφάσεως προς τον εκκαλούντα ή από αυτόν. {…}

3. Από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδάφιο α’ ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Με τη σύμβαση της εκχωρήσεως ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στο οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι προς τον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν υπάρχει πια οφειλή εκείνου, αλλά προς τον εκδοχέα. Περαιτέρω, με το άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» ορίζεται: «1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριο ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμοδίαν διά την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον διά την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριο κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ’ ου η κατάσχεσις και εις την αρμοδίαν διά την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμοδίαν διά την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2. Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, διά την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος», ενώ με το άρθρο 56 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται: «1. Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι στους δήμους δεν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη από τη πρώτη διάταξη ρύθμιση, αφού ρητά εξαιρέθηκαν από αυτή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη με ποινή ακυρότητας από τη διάταξη του άρθρου 97 ν.δ. 321/1969 «περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού» κοινοποίηση της αναγγελίας στις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αρχές (αρμόδιο για τη πληρωμή Δημόσιο Ταμείο ή χρηματική διαχείριση και αρμόδια για την αναγνώριση της δαπάνης αρχή), επί εκχωρήσεως προς τρίτους χρηματικής απαιτήσεως οφειλομένης από το Δημόσιο, δεν αποτελεί προνομία, ούτε ειδική προστατευτική διάταξη, έτσι ώστε να μη έχει αναλογική εφαρμογή ούτε η διάταξη αυτή επί εκχωρήσεως απαιτήσεως που οφείλεται από Δήμο με βάση τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 που ορίζει ότι «Αι υπό των Αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενοι εις το Δημόσιον ειδικαί προστατευτικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμενοι αντίστοιχοι διά τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεροι ή ευνοϊκότεροι των επί του δημοσίου ισχυουσών». Ο Δήμαρχος, ο οποίος εκπροσωπεί το δήμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 40 και 114 παρ. 1 εδ. α’, β’, ε’ και παρ. 4 του Π.Δ 410/1995 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας (άρθρα 33 και 100 Π.Δ. 323/1989), είναι ο διατάκτης των πληρωμών και με την ιδιότητα αυτή εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής και επομένως αρμόδιος για την αναγνώριση και την πληρωμή της δαπάνης είναι ο ίδιος ο Δήμος εκπροσωπούμενος από το δήμαρχο και συνεπώς αρκεί για το κύρος της αναγγελίας της εκχώρησης η κοινοποίησή της προς αυτόν (βλ. ΑΠ 1059/2012, ΔΕφΑθ 1957/2013 Νόμος). Εξάλλου, η εκχώρηση είναι σύμβαση αφηρημένη, δηλαδή η περί αυτής σύμβαση είναι δυνατόν να συνομολογείται εκ διαφόρων λόγων, οι νομικοί δε αυτοί λόγοι αποτελούν εκάστοτε την αιτία (causa) αυτής. Αιτία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως μπορεί να είναι η πώληση της απαιτήσεως ή η απαλλαγή αυτής, η παραχώρηση αυτής λόγω δωρεάς ή λόγω προικός ή προς εκπλήρωση ανειλημμένης υποχρεώσεως προς εκχώρηση κλπ. Η ύπαρξη ή η τυχόν ανυπαρξία ή ακυρότητα της αιτίας δεν ασκεί καμμία επιρροή για το κύρος της περί εκχωρήσεως συμβάσεως. Εννοείται ότι δεν αποκλείεται ύστερα ως εκ της ελλείψεως της αιτίας η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού condicio του εκχωρητή κατά του εκδοχέως, υπαρχόντων των όρων του νόμου (904 επ. ΑΚ). Του κανόνα ότι η περί εκχωρήσεως εκποιητική σύμβαση είναι ανεξάρτητος της αιτίας (επί της οποίας αυτής στηρίζεται) υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις: α) εκ της υποκείμενης αυτής αιτίας (π.χ. δωρεάς) θα κριθεί αν η περί εκχωρήσεως σύμβαση θα υποβληθεί σε κάποιο συστατικό τύπο, β) αν η causa της εκχωρήσεως προσκρούει στα χρηστά ήθη, οπότε ως επί το πλείστον προσλαμβάνει αθέμιτο χαρακτήρα και η ίδια η εκχώρηση και είναι και αυτή contra bonos mores, ώστε εδώ η ακυρότητα της αιτίας συνεπιφέρει την ακυρότητα και αυτής της εκχωρήσεως και γ) αν από το περιεχόμενο της περί εκχωρήσεως συμβάσεως προκύπτει ότι τα μέρη έθεσαν ορισμένη αιτία ως αίρεση της εκχωρήσεως, εξάρτησαν δηλαδή το κύρος και την ενέργεια της περί εκχωρήσεως συμβάσεως από το κύρος και την ενέργεια της αιτίας εκείνης, οπότε παύει ο αφηρημένος χαρακτήρας της εκχωρήσεως (βλ. ΑΠ 1424/2013 Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση με το προπαρατεθέν περιεχόμενο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που μνημονεύονται ανωτέρω υπό 1 και 3, καθώς και εκείνες των άρθρων 180, 346 ΑΚ, 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου, 276 του Ν. 3463/2006, 109 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ (βλ. για το ότι με αναγγελία ισοδυναμεί και η επίδοση της αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής, ΑΠ 1216/1995 Δνη 39. 854, ΕφΑθ 3773/2010 ΔΕΕ 2011. 819 και ΕΕμπΔ 2011. 859, ΕφΑθ 5629/2006 Δνη 2007. 276, Κρητικό σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 460 αριθμ. 15 και τις εκεί παραπομπές). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από το λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) τη συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη. Οταν, όμως, υπάρχει νόμιμη αιτία, ερειδομένη σε διάταξη νόμου ή στη σύμβαση, από την οποία προέκυψε ο πλουτισμός αυτός, ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ωφέλεια αυτή, με βάση την ανωτέρω διάταξη και η σχετική αγωγή δεν θεμελιώνεται σ’ αυτήν (ΑΠ 93/2014 Νόμος). Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ’ αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση αποτελεί κατά το άρθρ. 361 ΑΚ νόμιμη αιτία και μπορεί, λοιπόν, κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτή. Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο (βλ. ΑΠ 2266/2013, ΑΠ 1325/2012, ΑΠ 1627/2010, ΕφΚερκ 2/2012 Νόμος).

5. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σχετική έγγραφη σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του Δήμου Κ., στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος ο εκκαλών Δήμος Κ., και του εργολήπτη δημοσίων έργων, μηχανολόγου – μηχανικού, Ν. Μ. (μη διαδίκου), στις 20.1.2000 και διεπόταν από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και το Π.Δ. 609/1985, ο τελευταίος, που αναδείχθηκε τελευταίος μειοδότης του σχετικού διαγωνισμού που προκηρύχθηκε και διενεργήθηκε, προσφέροντας έκπτωση 11% επί των τιμών του τιμολογίου και του προϋπολογισμού της σχετικής μελέτης, η οποία εγκρίθηκε με την …/1999 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του άνω Δήμου, ανέλαβε την εκτέλεση του δημοτικού έργου «Ύδρευση Δήμου Κ.», προϋπολογισμού δαπάνης 80.000.000 δρχ και μετά την έκπτωση 71.200.000 δρχ, πλέον Φ.Π.Α. (βλ. για όλα τα ανωτέρω το οικείο από 20.1.2000 συμφωνητικό). Σύμφωνα με την από 27.9.1999 τεχνική έκθεση της μελέτης του έργου, το τελευταίο αφορούσε στην αντικατάσταση και επέκταση τμημάτων ή ολόκληρου του δικτύου ύδρευσης του άνω Δήμου σε όλα τα δημοτικά διαμερίσματα και συγκεκριμένα προβλέφθηκαν οι κατωτέρω εργασίες: {…}.

Το έργο περατώθηκε στις 28.9.2001 και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε από το Δήμο. Στις 27.12.2004 συντάχθηκε ο πρώτος Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας εργασιών, στον οποίο περιελήφθησαν και νέες εργασίες. Έτσι συμπεριλαμβανομένων των απροβλέπτων, της αναθεώρησης και του Φ.Π.Α., η δαπάνη του έργου ανήλθε στο ποσό των 232.474,75 Ε και ο 1ος Α.Π.Ε. σε σχέση με το συμβατικό ποσό συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. και της αναθεώρησης βρισκόταν σε μείωση κατά (246.561,99 Ε – 232.474,75 Ε =) 14.087,24 Ε. Ο ως άνω 1ος Α.Π.Ε. εγκρίθηκε με την …/11.2.2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κ.. Ο ανάδοχος υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία τις τελικές επιμετρήσεις των εργασιών, οι οποίες είχαν εκτελεσθεί, βάσει των οποίων η συνολική δαπάνη του εκτελεσθέντος έργου ανήλθε κατά τα ανωτέρω σε 232.474,75 Ε, μειωμένη κατά 14.087,24 Ε σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό του έργου και ο εργολήπτης πληρώθηκε το ποσό αυτό για το σύνολο των εκτελεσθεισών εργασιών συνταχθέντων σχετικώς των 1ου έως και του 6ου (τελικού) λογαριασμού, που ελέγχθηκε και θεωρήθηκε την 7.2.2005, ενώ συντάχθηκε και το από 26.4.2005 πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής του έργου. Εξάλλου, με το …/30.3.2000 ειδικό πληρεξούσιο, που συντάχθηκε από το συμβολαιογράφο Χ. Τ., ο ως άνω εργολήπτης του προπεριγραφέντος έργου Ν. Μ. διόρισε ειδικό αυτού πληρεξούσιο τον ενάγοντα – εφεσίβλητο Γ. Ν., πολιτικό μηχανικό – εργολάβο δημοσίων έργων, προς τον οποίο έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, σε σχέση με το πιο πάνω έργο ύδρευσης του Δήμου Κ., να εκπροσωπεί αυτόν (εντολέα) ενώπιον κάθε αρχής κλπ, να επιβλέπει τις εκτελούμενες εργασίες και να διευθύνει αυτές, να επιμελείται την εκτέλεση του έργου σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης, τη σχετική τεχνική μελέτη και την γενική και ειδική συγγραφή υποχρεώσεων, καθώς επίσης και τις υποδείξεις του επιβλέποντος μηχανικού του έργου και να είναι ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος για την καλή εκτέλεση του έργου, να υποβάλλει ενστάσεις και αντιρρήσεις, να υπογράφει κάθε είδους πρωτόκολλα εγκαταστάσεως και παραδόσεως των εκτελούμενων εργασιών, καθώς και πρωτόκολλα εμφανών και αφανών εργασιών και κάθε επιμέτρηση αναφορικά με το εκτελούμενο έργο, να κοινοποιεί και αποδέχεται όλα τα σχετικά με την εκτέλεση του έργου έγγραφα, να προσλαμβάνει το απαιτούμενο εργατοτεχνικό προσωπικό, να καθορίζει νέες τιμές μονάδας της εργολαβίας, να υπογράφει τιμολόγια και εξοφλητικές αποδείξεις, συγκριτικούς πίνακες και γενικά οιοδήποτε έγγραφο σχετικό με την άνω εργολαβία, καθώς επίσης και να εξοφλεί και εισπράττει για λογαριασμό του εντολέα του από κάθε Δημόσιο Ταμείο κλπ τα εκδιδόμενα στο όνομα του εντολέα χρηματικά εντάλματα πληρωμής οποιουδήποτε ποσού και γενικά να ενεργεί κάθε πράξη η οποία ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της παρεχόμενης εντολής.

Μετά την ουσιαστική περάτωση του έργου, ο ενάγων, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, του πληρεξουσίου του αναδόχου του έργου Ν. Μ., υπέβαλε προς το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κ. την από 16.12.2002 αίτησή του. Στην αίτησή του αυτή αναφέρει, ότι κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου στα Δημοτικά Διαμερίσματα Ε. και Κ. αποκαταστάθηκαν τμήματα σκυροδέματος και ασφαλτοσκυροδέματος μεγαλύτερα σε πλάτος εκείνου που προέβλεπε η μελέτη (50 εκ.) και βελτιώθηκαν πολλά «κομμάτια» κατ’ απαίτηση του τότε Δημάρχου (Ι. Φ.) και του Αντιδημάρχου (Ν.), όπως ζητήθηκε και από τη μηχανικό του Δήμου Ε. Π.. Στη συνέχεια δε ζητεί, επειδή, όπως επικαλείται, ενδέχεται τα ανωτέρω να μην γίνουν αποδεκτά στη μελέτη ύδρευσης από τον επιβλέποντα Η. Μ., με το σκεπτικό της βελτίωσης σε εσωτερική οδοποιία, καθώς και επειδή η σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου θα αλλάξει προσεχώς, το τότε Δημοτικό Συμβούλιο να πάρει απόφαση για έγκριση των επιπλέον εργασιών, ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με μία συμπληρωματική μελέτη εσωτερικής οδοποιίας, εφόσον οι εργασίες αυτές δεν συμπεριληφθούν στην τελική επιμέτρηση του έργου. Ακολούθησε η από 5.11.2004 αίτηση του ενάγοντος, υπό την ίδια πάντοτε ιδιότητά του, με την οποία αυτός ζήτησε τον επανέλεγχο των στοιχείων των επιμετρήσεων, σύμφωνα και με τις βεβαιώσεις του Δημάρχου και μηχανικού του Δήμου. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι οι εργασίες εκσκαφής των 15 εκ. 3Α στην Κ. Α. και Ε. έλαβαν χώρα διά χειρών και όχι με μηχανικά μέσα, καθώς και ότι οι ώρες άντλησης που αναφέρονται στα έντυπα των επιμετρήσεων και οι αριθμοί των ερευνητικών τομών και «ξετρυπημάτων» είναι αντίστοιχα σε κάθε τμήμα οι εργασίες που έγιναν για την ολοκλήρωση του έργου το οποίο λειτουργεί από τετραετίας χωρίς κανένα πρόβλημα. Σημειώνεται πως η αίτηση αυτή τέθηκε στο αρχείο της Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης Ν. Τ. στις 27.12.2004, ενόψει και του ότι είχαν υποβληθεί οι επιμετρήσεις. Τέλος, από την πλευρά του ενάγοντος υποβλήθηκε προς το Δήμο Κ., στις 12.2.2007, και η από Δεκέμβριο 2006 αίτησή του, υπό την άνω ιδιότητά του, στην οποία αναφέρει τα εξής: Ότι με την κατασκευή του έργου και την οριστική παραλαβή του υπήρξαν εργασίες οι οποίες έμειναν απλήρωτες και ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά ότι, εφόσον δεν συμπεριλαμβάνονταν στο αντικείμενο της εργολαβίας, θα πληρώνονταν ανεξάρτητα. Ότι οι εργασίες αυτές τελικά δεν συμπεριλήφθηκαν στις επιμετρήσεις του έργου και ήταν εργασίες που ζητήθηκαν προφορικά από το Δήμαρχο και το μηχανικό του Δήμου. Μαζί δε με την αίτηση υπέβαλε συνημμένα και λογαριασμό προς έγκριση και πληρωμή. Ο λογαριασμός αυτός αφορούσε σε καθαιρέσεις και ανακατασκευή οδοστρώματος στα Δ.Δ. Κ., Α. και Ε. και εκσκαφή διά χειρών συνολικής αξίας 15.411,98 Ε και απολογιστικές εργασίες ποσού 4.608,30 Ε και συνολικά (15.411,98 + 4.608,30 =) 20.020,28 Ε, καθώς και εργασίες (καθαιρέσεις και ανακατασκευές οδοστρώματος κλπ) στα Δ.Δ. Κ. και Ε., ποσού 11.057,04 Ε. Επί των αιτιάσεων αυτών του ενάγοντος, που κοινοποιήθηκαν στις 12.2.2007 από τον τότε Δήμαρχο του Δήμου Κ. στη Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης Τ. – Τ.Υ.Δ.Κ. της Περιφέρειας Θεσσαλίας, η τελευταία τοποθετήθηκε με το …/21.2.2007 έγγραφό της. Στο τελευταίο, αφού μνημονεύονται τα πιο πάνω βασικά στοιχεία του έργου, ρητώς αναφέρεται ότι όλες οι εκτελεσθείσες στο έργο εργασίες και για τις οποίες ο ανάδοχος έχει πληρωθεί συμπεριλαμβάνονται στην τελική επιμέτρηση του έργου, στο συνταχθέντα την 27.12.2004 και εγκριθέντα με την υπ’ αριθμ. …/11.2.2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κ. 1ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών του έργου, στον 6ο τελευταίο λογαριασμό που ελέγχθηκε και θεωρήθηκε την 17.2.2005 και στο από 26.1.2005 πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής του έργου. Επισημαίνεται δε ότι ο ανάδοχος υπέγραψε όλα τα παραπάνω έγγραφα χωρίς καμία επιφύλαξη και δεν υπέβαλλε καμία ένσταση εκφράζοντας διαφωνία επί αυτών, όπως η νομοθεσία εκτέλεσης δημοσίων έργων προβλέπει.

Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του, όπως εκτιμώνται οι ισχυρισμοί του, ότι υπήρξε άτυπη (προφορική) συμφωνία ανάμεσα στο Δήμο και τον εργολήπτη για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, οι οποίες δεν προβλέπονταν (ή όπως σε άλλο σημείο της αγωγής αναφέρεται δεν προβλέπονταν επακριβώς) από την αρχική σύμβαση και τη μελέτη, πλην όμως ήταν αναγκαίες για την πλήρη αποπεράτωση και τελειότητα του έργου. Ότι με βάση τη συμφωνία αυτή, για την οποία δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, ούτε οι λοιπές προϋποθέσεις της νομοθεσίας περί δημοτικών έργων, έγιναν οι αναφερόμενες πρόσθετες εργασίες, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συμπεριλήφθηκαν στην τελική επιμέτρηση του έργου. Ο ενάγων προς επίρρωση των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει αφενός μεν τις από 11.4.2002 και 1.5.2002 βεβαιώσεις του τότε Δημάρχου Ι.Φ., με τις συνημμένες καταστάσεις απολογιστικών εργασιών, στην πρώτη των οποίων ο ως άνω Ι. Φ. αναφέρει ότι ο εργολάβος Γ. Ν. κατά την κατασκευή του άνω έργου ύδρευσης Δήμου Κ. πραγματοποίησε συμπληρωματικά έξι απολογιστικά ημερομίσθια με τον αεροσυμπιεστή στο Δημοτικό Διαμέρισμα (που δεν αναφέρει ειδικώς), στη δε δεύτερη ότι ο ίδιος εργολάβος Γ. Ν. κατά την κατασκευή του ίδιου έργου πραγματοποίησε τα κάτωθι απολογιστικά ημερομίσθια, όπως φαίνονται στους τρεις συνημμένους πίνακες αντιστοίχως για τα τρία Δημοτικά Διαμερίσματα Κ., Α., Ε., αφετέρου δε την από 30.3.2005 βεβαίωση του μάρτυρά του (ενάγοντος) Ν. Τ., εργολήπτη δημοσίων έργων, στην οποία αυτός βεβαιώνει ότι παρέμειναν απλήρωτες οι αναφερόμενες εργασίες κατ’ είδος, ποιότητα και Δημοτικό Διαμέρισμα, καθώς και μερικές απολογιστικές εργασίες με βάση τις άνω βεβαιώσεις του τότε Δημάρχου Κ. Ι. Φ., που είναι αυτές που προαναφέρθηκαν και μνημονεύονται στην υπό κρίση αγωγή. Από τα πιο πάνω, όμως, στοιχεία, δεν αποδεικνύεται, ότι πράγματι οι άνω εργασίες είναι πρόσθετες και ότι δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική μελέτη, με τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις και τις επιμετρήσεις που έγιναν και υποβλήθηκαν από τον ανάδοχο και εγκρίθηκαν από την επιβλέπουσα υπηρεσία και περιελήφθησαν στον από 27.12.2004 Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών (συμπεριλαμβανομένων και των νέων εργασιών), που εγκρίθηκε με την …/11.2.2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κ., για τις οποίες ο εργολήπτης πληρώθηκε με τους 1ο έως και 6ο (τελικό) λογαριασμούς. Τέτοιες εργασίες όπως αυτές που περιγράφονται στην αγωγή ως πρόσθετες, με βάση δήθεν προφορική συμφωνία ανάμεσα στο Δήμο Κ., εκπροσωπούμενο από το Δήμαρχό του (ή οποιοδήποτε άλλο όργανό του) και τον ανάδοχο, περιλαμβάνονται τόσο στην αρχική τεχνική έκθεση, όσο και στον 1ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, αλλά και στο σύνολο των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν, όπως αυτές μνημονεύονται στις σχετικές επιμετρήσεις που έγιναν και προκύπτουν από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών εργασιών και πληρωμής της αναλογούσας σε αυτές αμοιβής και τον από 27.12.2004 Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών. Ούτε, άλλωστε, αποδεικνύεται και δη ούτε από τις άνω βεβαιώσεις του Δημάρχου Ι. Φ., αλλά ούτε και από την αόριστη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ότι υπήρξε τέτοια προφορική συμφωνία για πρόσθετες εργασίες. Δεν πρέπει δε να παροράται και το γεγονός, ότι, παρότι το έργο ολοκληρώθηκε στις 28.9.2001, ο ενάγων για πρώτη φορά με την από Δεκέμβριο του έτους 2006 αίτησή του, που υποβλήθηκε προς το Δήμο Κ., στις 12.2.2007, ήτοι πολύ αργότερα από την τελική επιμέτρηση των εργασιών, την πληρωμή του τελικού λογαριασμού και την οριστική παραλαβή του έργου, υπέβαλε λογαριασμό όπου αναφέρονται συγκεκριμένες εργασίες, για τις οποίες ζητούσε να πληρωθεί, καθώς και ότι οι εργασίες αυτές ήταν (σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω) λιγότερες και μικρότερης αξίας, από εκείνες που περιέλαβε στην αγωγή του (και αναφέρονται στην από 30.3.2005 βεβαίωση του μάρτυρά του), χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί λογικά και πειστικά γιατί δεν έπραξε τούτο νωρίτερα και μάλιστα γιατί δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων διαδικασία, τη στιγμή μάλιστα που το ποσό της δαπάνης του έργου ήταν μειωμένο κατά 14.087,24 Ε σε σχέση με τον προϋπολογισμό αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αίτησή του αυτή (από Δεκέμβριο του 2006) γίνεται λόγος για απολογιστικές εργασίες ποσού 4.608,30 Ε, ενώ στην αγωγή μνημονεύονται απολογιστικές εργασίες ποσού 15.680,74 Ε. Η άνω δε κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται τόσο από την κατάθεση της μάρτυρα του εναγομένου – εκκαλούντος, όσο και από το προαναφερθέν …/21.2.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης Τρικάλων – Τ.Υ.Δ.Κ. της Περιφέρειας Θεσσαλίας, η οποία, μετά από έλεγχο των αιτιάσεων του ενάγοντος και των στοιχείων του έργου, απάντησε στους ισχυρισμούς του, διαβεβαιώνοντας ότι όλες οι εκτελεσθείσες στο έργο εργασίες, για τις οποίες ο ανάδοχος έχει πληρωθεί, συμπεριλαμβάνονται στην τελική επιμέτρηση του έργου, στο συνταχθέντα την 27.12.2004 και εγκριθέντα με την υπ’ αριθμ. …/11.02.2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κ. 1ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών του έργου, στον 6ο τελευταίο λογαριασμό που ελέγχθηκε και θεωρήθηκε την 17.2.2005 και στο από 26.1.2005 πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής του έργου και ότι επομένως δεν εκτελέσθηκαν και άλλες πρόσθετες εργασίες που να μην έχουν περιληφθεί στα άνω επίσημα έγγραφα στοιχεία του έργου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Σημειώνεται πως από το σύνολο των ισχυρισμών του εκκαλούντος σαφώς συνάγεται άρνηση της αγωγής και ειδικότερα της διενέργειας από τον ανάδοχο πρόσθετων εργασιών, πέραν εκείνων που συμπεριλήφθηκαν στα πιο πάνω επίσημα στοιχεία του έργου (λογαριασμούς πιστοποιήσεως και εκτελεσθεισών εργασιών και πληρωμής της αμοιβής που αναλογεί σε αυτές, από 27.12.2004 Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου της Τ.Υ.Δ.Κ.), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του εφεσίβλητου, που διατείνεται αβασίμως, ότι οι άνω εργασίες είναι πρόσθετες και δη ότι δεν συμπεριλήφθηκαν στον Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, τους λογαριασμούς και την οριστική παραλαβή του έργου.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί, ότι, οι εργασίες που επικαλείται ο ενάγων, όπως αναφέρει στην προαναφερθείσα από 16.12.2002 αίτησή του και προκύπτει άλλωστε από το σύνολο των ισχυρισμών του, αφορούσαν ουσιαστικά σε αποκαταστάσεις σε τμήματα μεγαλύτερα σε πλάτος εκείνου που προέβλεπε η μελέτη. Συνεπώς, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι υπήρξαν τέτοιες μεγαλύτερες κατά πλάτος αποκαταστάσεις (πράγμα που πάντως δεν αποδείχθηκε), γι’ αυτές δεν οφειλόταν από το Δήμο επιπλέον αμοιβή προς τον ανάδοχο, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, ρητώς προβλεπόταν στη τεχνική έκθεση του έργου, την οποία αποδέχθηκε ο ανάδοχος, ότι εκσκαφές ή καθαιρέσεις σε πλάτος μεγαλύτερο του συμβατικού δεν θα πληρώνονται. Ισχυρίζεται ο ενάγων ότι εν προκειμένω η αξίωση του αναδόχου ερείδεται επί των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ και όχι επί της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων και επομένως, κατ’ αυτόν, ο πιο πάνω όρος που περιέχεται στην από 27.9.1999 τεχνική έκθεση της Τ.Υ.Δ.Κ. η οποία είναι συνημμένη στο από 20.1.2000 συμφωνητικό εργολαβίας του έργου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, δοθέντος ότι αφορά σε εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων βάσει των οικείων περί αυτών νομοθετικών διατάξεων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του ενάγοντος δεν ευσταθεί, διότι, σύμφωνα και με όσα αναπτύσσονται ανωτέρω στην υπ’ αριθμ. 4 νομική σκέψη της παρούσας, σε κάθε περίπτωση ο πιο πάνω συμβατικός όρος συνιστά νόμιμη αιτία διατηρήσεως του τυχόν πλουτισμού, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι υπήρξε τέτοιος πλουτισμός (πράγμα που κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε), πρόκειται δηλαδή για παροχή που έγινε για την εκπλήρωση υποχρέωσης που αναλήφθηκε με έγκυρη και ισχυρή σύμβαση (που αποτελεί τη νόμιμη αιτία της μετακινήσεως), και επομένως δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού, που είναι, κατά τα ανωτέρω, η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της τυχόν περιουσιακής μετακινήσεως και συναφώς η αγωγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί (αναφορικά με την αξίωση του αναδόχου) στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε απαίτηση του αναδόχου έναντι του κυρίου του έργου από υποτιθέμενη νεώτερη άκυρη (ως άτυπη) σύμβαση μεταξύ αυτών, πηγάζουσα από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ώστε να δύναται αυτή στη συνέχεια να μεταβιβαστεί με εκχώρηση από τον ανάδοχο στον ενάγοντα, όπως αβάσιμα ο τελευταίος ισχυρίζεται. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη…