111/2015 ΕιρΛαρ (εκουσία) (ν.3869/10 – ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεων – εφαρμογή του αρ.758ΚΠολΔ – συνατή η αναδρομική ισχύς – απομείωση αξίας ακινήτου λόγω τυχαίων περιστατικών)

111/2015 (Εκουσία δικαιοδοσία)

Ειρηνοδίκης: Σταυρούλα Μαυρογιάννη

Δικηγόροι:  Αγγελική Πλιάτσικα

 

Ανάκληση ή μεταρρύθμιση οριστικών αποφάσεων περί ρύθμισης οφειλών φυσικών προσώπων, κατόπιν αίτησης διαδίκου, από το εκδόσαν Δικαστήριο. Λόγοι: α) νέα περιστατικά άγνωστα στο Δικαστήριο, που είτε έλαβαν χώρα μετά (οψιγενή), είτε δεν ήταν γνωστά κατά την πρώτη δίκη για οποιοδήποτε λόγο (οψιφανή). β) Μεταβολή συνθηκών λόγω πραγματικής ή νομοθετικής μεταβολής ή μεταστροφής νομολογίας ή εμφάνιση νέων αναγκών ή δεδομένων.

Ο νόμος περί υπερχρεωμένων προσώπων περιέχει ειδική δ/ξη για την ανάκληση, χωρίς όμως να αποκλείεται και η εφαρμογή του 758 ΚΠολΔ που ισχύει στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (γνήσιες και μη). Η απόφαση τροποποίησης μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και δη στο χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης, αν και καθό οι μεταβολές της περιουσίας του οφειλέτη ανατρέχουν σε χρόνο πριν την απόφαση και μέχρι την κατάθεση της αίτησης μεταρρύθμισης.

Δυνατή μεταρρύθμιση απόφασης και ως προς τις δόσεις για διάσωση της κύριας κατοικίας, όπως επί απομείωσης της αξίας του ακινήτου λόγω τυχαίων περιστατικών.

Σημαντικό οψιφανές νέο στοιχείο ως προς την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας, που αναγράφει μικρότερη αξία από τη ληφθείσα δικαστικά υπόψη βάσει προγενέστερου χρονικά πωλητηρίου συμβολαίου.

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010 και 758 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι εκδοθείσες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας οριστικές αποφάσεις για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου μετά τη δημοσίευσή τους να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη εξαιτίας των οποίων μετεβλήθησαν και μεταγενέστερα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση. Τούτο διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου. Συνεπώς ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση δηλαδή του ρυθμιστικού αποτελέσματος (βλ. ΕφΑθ 1639/2007, ΑΠ 640/2003 Δνη 45. 1347, Κ. Μπέη ΠολΔ άρθρο 758 παρ. 3 αρ. 16 σελ. 326 και 330). Με βάση την ανωτέρω διάταξη, δύο είναι οι θεμιτοί λόγοι που στηρίζουν την ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση: α) Αν μετά την έκδοση της αποφάσεως προέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν τη ρύθμιση του ζητούμενου μέτρου, γεγονότα δηλαδή, τα οποία ήταν άγνωστα στο Δικαστήριο, είτε επειδή έλαβαν χώρα μεταγενεστέρως (οψιγενή), είτε επειδή δεν ήταν γνωστά κατά την πρώτη δίκη, μολονότι είχαν ήδη λάβει χώρα (οψιφανή). β) Αν μεταβλήθηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση, με την επέλευση γεγονότων που ανατρέπουν τα θεμέλιά της και ειδικότερα με την επέλευση πραγματικής (ανωτ. υπό στοιχ. α) ή νομοθετικής μεταβολής ή την εμφάνιση νέων αναγκών ή δεδομένων [σχετ. ΑΠ 1133/1994 Δνη 1996. 1069, ΕφΑθ 9707/1999 Δνη 2000. 1398, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (- Αρβανιτάκης), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 758, αρ.6, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, εκουσία δικαιοδοσία, Αθήνα 1991, σελ. 321].

Ο Ν. 3869/2010 εισάγει μία ειδικότερη διάταξη σε σύγκριση με το άρθρο 758 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να αποκλείεται η εφαρμογή του τελευταίου άρθρου (η προβλεπόμενη αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει όχι μόνο τις αποφάσεις που εκδίδονται για γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά και εκείνες που εκδίδονται σε υποθέσεις που από νομική διάταξη γίνεται παραπομπή στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας), δηλαδή ο νόμος επιτρέπει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά, ενώ λόγο μεταρρύθμισης μιας απόφασης αποτελεί και η μεταστροφή της νομολογίας, όπως και η νομοθετική μεταβολή/τροποποίηση. Ως μεταβολή των συνθηκών κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔ νοείται η μεταγενέστερη επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων, τα οποία ανατρέπουν ή διαφοροποιούν σημαντικά τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση, διότι ήδη διαφοροποιείται με το ρυθμιστικό μέτρο που διατάχθηκε η εξυπηρέτηση είτε του συμφέροντος του αιτούντος είτε του γενικότερου συμφέροντος. Το στοιχείο του νέου δεν έχει την έννοια του μεταγενέστερου από τον χρόνο της αρχικής δίκης και συνεπώς νέα περιστατικά είναι και αυτά που προϋπήρχαν της δίκης, αλλά δεν τέθηκαν για οποιοδήποτε λόγο υπόψη του Δικαστηρίου.Την αίτηση τροποποίησης νομιμοποιείται ενεργητικά να υποβάλει ο ίδιος ο οφειλέτης, ή οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση πιστωτής. Αντίγραφο της αίτησης πρέπει να επιδοθεί μέσα ένα μήνα από την υποβολή της, εάν ασκείται από τον οφειλέτη προς τους πιστωτές και αν ασκείται από πιστωτή προς τον οφειλέτη και προς τους υπόλοιπους πιστωτές. Η απόφαση μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ και ειδικότερα να ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης. Αυτό θα συμβεί εφόσον και κατά το μέτρο που οι μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης ή των εισοδημάτων του οφειλέτη ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της απόφασης και μέχρι αυτόν της κατάθεσης της αίτησης τροποποίησης (βλ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», εκδ. 2010 σελ. 137 επ., Βενιέρης – Κατσάς «Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα» σελ. 249). Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την μεταρρύθμιση της απόφασης αναφορικά με τις δόσεις που καταβάλλει και για την διάσωση της κύριας κατοικίας του. Και σ’ αυτήν την περίπτωση πρόκειται για μεταβολή των συνθηκών έκδοσης της απόφασης ως προς τη συγκεκριμένη ρύθμισή της, η οποία, εφόσον είναι σημαντική και ουσιώδης, δικαιολογεί την τροποποίησή της ώστε να προσαρμοστεί στα νέα περιστατικά, τροποποίηση η οποία θα γίνει με βάση τη γενική διάταξη του αρθρου 758 ΚΠολΔ και με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της (βλ. γι’ αυτές σε ΑΠ 1133/1994, ΕφΑθ 8687/2007, ΕφΘεσ 71/2003, ΕφΑθ 9707/1999 Νόμος). Μεταρρύθμιση της απόφασης αναφορικά με τις δόσεις που καταβάλλει και για την διάσωση της κύριας κατοικίας του μπορεί να ζητηθεί και στην περίπτωση της απομείωσης της αξίας του ακινήτου λόγω κάποιων τυχαίων περιστατικών, κατά την οποία ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την μείωση των μηνιαίων δόσεων που καταβάλλει. Το ίδιο ισχύει και για την αντίστροφη περίπτωση, κατά την οποία η αξία της κύριας κατοικίας αυξηθεί σημαντικά, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στους πιστωτές να ζητήσουν μεταρρύθμιση της απόφασης και αύξησης του ποσού των μηνιαίων δόσεων. Πλέον η αποπληρωμή των δόσεων για την διάσωση της κύριας κατοικίας γίνεται στο 80% της αντικειμενικής και όχι της εμπορικής αξίας του ακινήτου και συνεπώς ο οφειλέτης δύνανται να καταθέσει αίτηση μεταρρύθμισης και να ζητήσει τροποποίηση του ύψους των δόσεων.

Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών ισχυρίζεται ότι με την υπ’ αριθμ. 64/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ρυθμίστηκαν οι οφειλές του προς την μετέχουσα πιστώτριά του, με την ένταξή του στις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 του νόμου για μηνιαίες καταβολές ποσού 40 Ε επί πενταετία και 9 παρ. 2 για καταβολές επί εικοσαετία ποσού 294,37 Ε προς διάσωση της κύριας κατοικίας του, όπως το ποσό της ρύθμισης αυτής διορθώθηκε κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό του με την υπ’ αριθμ. 343/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Επίσης ισχυρίζεται ότι για την προστασία του ακίνητου του, που αποτελεί την κυρία και μοναδική κατοικία αυτού και της οικογενείας του, της οποίας ζήτησε την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση με βάση το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010, το δικαστήριο του έλαβε υπ’ όψη του ως αντικειμενική αξία του ακίνητου του και κατ’ επέκταση για τον υπολογισμό των δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 προς εξαίρεση αυτής από τη ρευστοποίησή της, το ποσό των 88.312,31 Ε, ως τούτο προέκυπτε από το υπ’ αριθμ. …/2009 πωλητήριο συμβόλαιο δυνάμει του οποίου αυτός απέκτησε την κυριότητα λόγω πωλήσεως του ακίνητου του και με βάση το ανωτέρω ποσό υπολόγισε το 80% της αντικειμενικής αξίας και ρύθμισε τις δόσεις στο ποσό των 294,37 Ε μηνιαίως επί 20ετία, τις οποίες υποχρεούται ο αιτών να καταβάλλει προς την πιστώτριά του. Ότι με βάση το φύλλο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ 2014 και του ΦΑΠ 2013, η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 60.836,16 Ε και το 80% αυτής σε 48.668,92 Ε και μετά ταύτα ζητεί να μεταρρυθμιστεί η υπ’ αριθμ. 64/2014 απόφαση και η διορθωθείσα αυτής υπ’ αριθμ. 343/2014 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, ως προς τις καταβολές επί 20ετία για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, ώστε να μειωθεί αναδρομικώς το ύψος των καταβαλλόμενων μηνιαίων δόσεων στο ποσό των 201,78 Ε. Η αίτηση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο δικαστήριο αυτό κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 3 του ν. 3869/2010) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες στην μείζονα σκέψη διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4  του Ν. 3869/2010, τροποποιηθείς με το Ν. 4161/2013, καθώς και σε αυτή του άρθρου 758 ΚΠολΔ. Έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο προδικασία με επίδοση της τροποποιητικής αίτησης στη μετέχουσα πιστώτρια, η οποία ωστόσο δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και πρέπει να δικαστεί σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, αφού συντρέχει και άμεσο έννομο συμφέρον του αιτούντος, δεδομένου ότι έχει υπαχθεί στην ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.

Από τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών αποδείχτηκαν τα παρακάτω: Με την υπ’ αριθμ. 64/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, εκούσιας δικαιοδοσίας, ρυθμίστηκαν οι οφειλές του αιτούντα προς την μετέχουσα πιστώτριά του με την ένταξή του στις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 του νόμου για μηνιαίες καταβολές ποσού 40 Ε επί πενταετία και 9 παρ. 2 για καταβολές επί εικοσαετία ποσού 294,37 Ε προς διάσωση της κύριας κατοικίας του, όπως το ποσό της ρύθμισης αυτής διορθώθηκε κατ’ ορθό μαθηματικό υπολογισμό του με την υπ’ αριθμ. 343/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, προς υπολογισμό των δόσεων για σταδιακές καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, έλαβε υπ’ όψη του, ως αντικειμενική αξία του ακίνητου του και κατ’ επέκταση για τον υπολογισμό των δόσεων της ρύθμισης αυτής, το ποσό των 88.312,31 Ε, ως τούτο προέκυπτε από το υπ’ αριθμ. …/2009 πωλητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου αυτός απέκτησε την κυριότητα λόγω πωλήσεως του ακίνητου του και με βάση το ανωτέρω ποσό υπολόγισε το 80% της αντικειμενικής αξίας και ρύθμισε τις δόσεις στο ποσό των 294,37 Ε μηνιαίως επί 20ετία, τις οποίες υποχρεούται ο αιτών να καταβάλλει προς την πιστώτριά του. Με βάση όμως το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (ΦΑΠ) του Υπουργείου Οικονομικών έτους 2013, η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 60.836,16 Ε και το 80% αυτής σε 48.668,92 Ε. Το ανωτέρω έγγραφο με την αναγραφόμενη αντικειμενική αξία του ακινήτου του αιτούντα δεν ήταν γνωστό κατά την πρώτη δίκη, μολονότι είχε ήδη λάβει χώρα (οψιφανές), πλην όμως αποτελεί νέο στοιχείο καθότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το στοιχείο του νέου δεν έχει την έννοια του μεταγενέστερου από τον χρόνο της αρχικής δίκης και συνεπώς νέα περιστατικά είναι και αυτά που προϋπήρχαν της δίκης, αλλά δεν τέθηκαν για οποιοδήποτε λόγο υπόψη του Δικαστηρίου. Συνεπώς το ύψος αυτό της αντικειμενικής αξίας, ως προκύπτει από το ανωτέρω έγγραφο, διαφοροποιεί σημαντικά τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η υπό μεταρρύθμιση απόφαση, είναι κατ’ εύλογη κρίση σημαντικό, νέο, πραγματικό περιστατικό με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης και προσδίδει διαφορετική πραγματική εικόνα από εκείνη που είχε δεχθεί το Δικαστήριο εκδίδοντας την 64/2014 απόφαση περί ρύθμισης των χρεών του αιτούντα.

Συνακόλουθα συντρέχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του αιτούντα είναι μικρότερη, μετά τη δημοσίευση της υπό μεταρρύθμιση απόφασης, που δικαιολογεί την τροποποίηση της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντα επί 20αετία ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών προς την μετέχουσα πιστώτρια τράπεζα, σε ποσό 202,78 Ε μηνιαίως (= 60.836,16 Ε Χ 80% = 48.668,92 Ε : 240 δόσεις) και όχι σε 294,37 Ε το μηνιαίως, όπως καθόρισε η υπό μεταρρύθμιση απόφαση (και η διορθώσασα αυτήν). Η κατά τα παραπάνω τροποποιούμενη ρύθμιση αφορά αποκλειστικά και μόνο το ύψος των μηνιαίων και ισόποσων επί 20ετία καταβολών και όχι τις λοιπές διατάξεις της τροποποιούμενης απόφασης. Μετά τα παραπάνω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, αφού ο αιτών έχει προφανές έννομο συμφέρον και να μεταρρυθμιστεί η υπ’ αριθμ. 64/2014 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 343/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Το υποβληθέν αίτημα για αναδρομική ισχύ της παρούσας απόφασης από την υποβολή της αιτήσεως μεταρρύθμισης είναι απορριπτέο ως άνευ αντικείμενου, καθόσον η υποχρέωση του αιτούντα για καταβολή των ανωτέρω δόσεων που αφορούν την διάσωση της κύριας κατοικίας του, κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, αρχίζει τρία χρόνια μετά την κοινοποίηση στην πιστώτρια τράπεζα της υπ’ αριθμ. 64/2014 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου (ήτοι από το έτος 2017)…