Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ 931 ΑΚ

Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ 931 ΑΚ[1]

 Κωνσταντίνου – Νικόλαου ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ και

Αικατερίνης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Δικηγόρων Λάρισας

Περίληψη: Η αντιμετώπιση ενός ατόμου που υπέστη κάποια αναπηρία ή παραμόρφωση είτε λόγω ατυχήματος ή άλλου γεγονότος, είτε λόγω ιατρικού σφάλματος, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 931 ΑΚ, αποτέλεσε ένα από τα πιο δυσερμήνευτα θέματα στην ελληνική νομική επιστήμη και νομολογία. Κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη στη νομολογία, ο παθών που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση αποζημιώνεται μέσω της αυτοτελούς αξίωσης της 931 ΑΚ με ένα εφάπαξ καταβαλλόμενο εύλογο χρηματικό ποσό, που λειτουργεί ως περιουσιακή αποζημίωση, ακριβώς λόγω της πιθανούς, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρνητικής επίδρασης που θα έχει η αναπηρία ή παραμόρφωση στο οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό του μέλλον, περιουσιακή αποζημίωση που αντιστοιχεί σε μέλλουσα αποθετική ζημία του, μη δυνάμενη να προσδιορισθεί επακριβώς εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση μη δυνάμενη να αποδειχθεί.

 

Ι. Εισαγωγή

Ένα από τα πιο δυσχερή και γοητευτικά ζητήματα που απασχολούν το δόγμα του αστικού δικαίου και σε σχέση ειδικότερα με το ιατρικό δίκαιο, είναι η αποζημιωτική ικανοποίηση ενός ατόμου που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση λόγω ατυχήματος ή άλλου γεγονότος είτε λόγω κάποιου ιατρικού σφάλματος (στα πλαίσια της διενέργειας ιατρικών πράξεων). Στον ελληνικό αστικό κώδικα το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται ως γνωστό από την διάταξη του άρθρου 931, η οποία δημιούργησε πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες μέχρι σήμερα.

ΙΙ. Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με την διάταξη της 931 ΑΚ

1. Η διατύπωση της 931 ΑΚ και οι ερμηνευτικές της δυσκολίες

Στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ ορίζονται τα ακόλουθα: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του.» Αυτή η φαινομενικά απλή και ξεκάθαρη διατύπωση της διάταξης, που διαχρονικά έχει τροποποιηθεί μια και μοναδική φορά από την έναρξη της ισχύος της (με το άρθρο 8 Ν. 1329/1983 περί ισότητας των φύλων) μέχρι και σήμερα, προκάλεσε θεμελιώδη σύγκρουση της θεωρίας με την νομολογία και προβλημάτισε τους εφαρμοστές του δικαίου, καθώς εν τέλει αποδείχθηκε η πλέον δυσερμήνευτη διάταξη στο χώρο των αδικοπραξιών[2].

Με την προϊσχύουσα διατύπωσή της η διάταξη[3] εύρισκε σχεδόν αποκλειστική εφαρμογή στις περιπτώσεις τραυματισμού άγαμης (ή και χήρας ή διαζευγμένης, σε περίπτωση που αυτή μπορούσε να τελέσει γάμο) γυναίκας, με σοβαρές, διαρκείς και μόνιμες για το μέλλον της συνέπειες, εκ του τραυματισμού αυτού, που επηρέαζαν αρνητικά την αποκατάστασή της με γάμο[4]. Παρά το γεγονός ότι από την γραμματική διατύπωση που είχε αρχικά η διάταξη, δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση αποκλεισμός της εφαρμογής της και στις περιπτώσεις αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανδρών, ωστόσο αυτή εντάχθηκε σιωπηρά στην λογική του θεσμού της προίκας, και έτσι οι σχετικές αγωγές κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία έτειναν να απορρίπτονται ως αόριστες ή αβάσιμες, καθιστώντας ουσιαστικά την διάταξη ανεφάρμοστη[5].

Αλλά και μετά την τροποποίηση της διάταξης με το άρθρο 8 του Ν. 1329/1983, όπου πλέον δεν υπάρχει κανενός είδους διάκριση φύλου, υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες θεωρήθηκε ότι η διάταξη στερούνταν αυτοτελούς εφαρμογής. Η άποψη αυτή παρέβλεπε, όμως, ότι στην περίπτωση που κάτι τέτοιο θεωρούνταν αληθές, τότε η διάταξη θα καταργούνταν εξ ολοκλήρου με την εισαγωγή του Ν. 1329/1983[6].

 

2. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης και επιδίκασης της αξίωσης του άρθρου 931 ΑΚ

Η ερμηνευόμενη διάταξη απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων προϋποθέσεων και την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, προκειμένου να ενεργοποιηθεί μέσω αυτής ο μηχανισμός αποζημίωσης του παθόντος.

i) Πρώτη κύρια προϋπόθεση για την εφαρμογή της 931 ΑΚ είναι να έχει επέλθει αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος[7]. Καθίσταται σαφές από την διατύπωση της διάταξης, ότι δεν απαιτείται σωρευτική ύπαρξη αναπηρίας και παραμόρφωσης για το νόμιμο και βάσιμο της σχετικής αξίωσης, αλλά προφανώς αρκεί διαζευκτικά η ύπαρξη μίας εκ των δύο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται και η συνύπαρξή τους[8]. Οι έννοιες της αναπηρίας και παραμόρφωσης αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, τις οποίες εξειδικεύει το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης με υπαγωγή τους στα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ενώ το κατά πόσο το δικαστήριο της ουσίας προχώρησε σε ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις αντίστοιχες αόριστες νομικές έννοιες ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο βάσει του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ[9]. Ως αναπηρία νοείται, κατά γενική παραδοχή, οποιαδήποτε προερχόμενη εκ του τραυματισμού, έλλειψη σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου[10]. Ως παραμόρφωση νοείται περαιτέρω κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία όμως δεν καθορίζεται αναγκαστικά από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά επηρεάζεται από τις γενικότερες αντιλήψεις της ζωής[11]. Δεν απαιτείται δε η αναπηρία ή παραμόρφωση να φτάνει σε σημείο, ώστε να προκαλεί αισθήματα αποστροφής ή συμπάθειας στους τρίτους, ούτε είναι απαραίτητο να γίνεται αντιληπτή από αυτούς[12]. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα πρέπει να έχει κατ’ αρχήν διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα, δηλαδή να δημιουργείται μια κατάσταση οριστική και παγιωμένη, χωρίς να αποκλείεται όμως η εφαρμογή της διάταξης και στις περιπτώσεις που είναι προσωρινή, εφόσον όμως ο παθών αποδεικνύει ότι στην διάρκεια και εξ αιτίας αυτής χάνει μια σημαντική και ευνοϊκή ευκαιρία, που του είχε προσφερθεί (π.χ. κάποιος συνεπεία του τραυματισμού του χάνει τα ηλικιακά όρια εισαγωγής σε στρατιωτικές σχολές)[13].

ii) Ορίζεται επίσης ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος είναι σημαντική στην περίπτωση που επηρεάζει το μέλλον του. Η έννοια του μέλλοντος, (επίσης και αυτή αποτελεί αόριστη έννοια), συντίθεται από την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του παθόντος, εφόσον αυτή επηρεάζεται από την ζημία που υπέστη συνεπεία του τραυματισμού του. Ειδικότερα θα πρέπει να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής οι ενδεχόμενες συνέπειες που θα έχει στο οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό μέλλον του παθόντος η αναπηρία ή παραμόρφωση, αφού συνεκτιμηθούν η ηλικία, οι κλίσεις, οι επιθυμίες, οι ικανότητες, οι σπουδές, οι συνθήκες ζωής και οποιαδήποτε άλλα πραγματικά περιστατικά[14]. Δεν απαιτείται η βεβαιότητα δυσμενούς επίδρασης της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στην εξελικτική πορεία και το μέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και η απλή δυνατότητα για μελλοντική επίδραση κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων[15].

Σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο, μια αναπηρία ή παραμόρφωση αποτελεί αρνητικό στοιχείο για την εξελικτική πορεία του προσώπου, αφού έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της προσωπικότητάς του, φέρνοντάς το σε θέση μειονεκτική έναντι των υπόλοιπων αρτιμελών συναδέλφων του, σε μία κοινωνία η οποία δεν δείχνει να είναι ακόμη ώριμη ως προς την αντιμετώπιση των ατόμων που έχουν υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση[16]. Έτσι, οι υποστάντες αναπηρία ή παραμόρφωση κινδυνεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό να βρεθούν χωρίς εργασία, σε σχέση με τους υπόλοιπους υγιείς συναδέλφους τους, σε μία περίοδο οικονομικών δυσχερειών, όπως η σημερινή, όπου οι δυσμενείς συνέπειες είναι εντονότερα εμφανείς και έτσι υπάρχουν περιπτώσεις που μια παραμόρφωση ή αναπηρία[17] μπορεί ακόμη και να αποκλείσει την άσκηση κάποιου επαγγέλματος (π.χ. ουλή στο πρόσωπο φωτομοντέλου)[18].

ΙΙΙ. Ο χαρακτήρας της αξίωσης, οι διατυπωθείσες θεωρίες και η σύγχρονη νομολογιακή τάση

Όπως ήδη επισημάνθηκε[19], μελετώντας την ιστορική πορεία της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, υπήρξε έντονη διχογνωμία ως προς τον χαρακτήρα της αξίωσης που γεννάται από αυτήν, τόσο μεταξύ θεωρίας και νομολογίας, όσο και ανάμεσα στους δικαστικούς κόλπους, αφού πέρασαν δεκαετίες αντιπαραθέσεων στο πλαίσιο αποφάσεων του Αρείου Πάγου, μέχρι να παγιωθεί στην νομολογία μας μια πειστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση, που να ανταπεξέρχεται στις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις και ανάγκες. Το κύριο ερμηνευτικό ζήτημα που δίχασε θεωρία και νομολογία σε σχέση με την νομική φύση της αξίωσης είχε να κάνει με το εάν η διάταξη αναφερόταν σε αξίωση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία, όπως η αντίστοιχη της 929 ΑΚ, σε αξίωση αποζημίωσης για ηθική βλάβη όπως αυτή του άρθρου 932 ΑΚ ή ενδεχομένως αποτελούσε μια ξεχωριστή, αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης.

 

1. Οι εκτιμήσεις της θεωρίας

Η κρατούσα θεωρητική άποψη αρνούνταν κατηγορηματικά τον αυτοτελή χαρακτήρα της αξίωσης[20], κάνοντας λόγο για ειδικό κατευθυντήριο κανόνα προς τον δικαστή της ουσίας, σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, με σκοπό την  επαύξηση της αποζημίωσης για μελλοντική ζημία που υπέστη ο παθών με βάση την διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, καθώς, όπως διατυπώθηκε, τα δικαστήρια εμφανίζονται διστακτικά ως προς την έκταση αποκατάστασης μελλοντικών ζημιών από αναπηρία ή παραμόρφωση[21]. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η αξίωση της 931 ΑΚ στερείται αυτοτέλειας και έχει αμιγώς επικουρικό χαρακτήρα, δυνάμενη να ασκηθεί μόνο εφόσον θεμελιώνεται σε άλλη κύρια νομική βάση (929 ΑΚ), έτσι ώστε να δικαιούται ο παθών επαύξηση της αποζημίωσης κατά τους όρους της 931 ΑΚ[22]. Η θεωρία καταλήγει σε αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση ακολουθώντας στενά την γραμματική διατύπωση της διάταξης και την συστηματική της ένταξη στο κεφάλαιο περί αποζημιώσεως (δηλαδή την τοποθέτησή της από τον νομοθέτη αμέσως μετά την διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ), παρά το γεγονός πως επισημαίνονταν η ανάγκη ελάφρυνσης της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται ο παθών με την χρήση της διάταξης 931 ΑΚ[23].

Υπήρξε δε μια άλλη άποψη, που βασιζόμενη σε απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[24], υποστήριζε ότι η 931 ΑΚ δεν έχει αυτοτελή χαρακτήρα, αλλά προσιδιάζει σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (932 ΑΚ) του παθόντος κατά το μέτρο της αποκατάστασης της κοινωνικής απαξίωσης του τελευταίου από την αναπηρία ή παραμόρφωση την οποία υπέστη και θα πρέπει το εύλογο αυτό χρηματικό ποσό να επιδικάζεται παράλληλα με την χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, στην οποία και εντάσσεται[25]. Η συγκεκριμένη άποψη δηλαδή, έκανε λόγο για μια ειδικότερη περίπτωση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, όχι ξεχωριστή αλλά ενταγμένη στο πλαίσιο της 932 ΑΚ.[26]

Και οι δύο αυτές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που αμφισβητούσαν την αυτοτέλεια της 931 ΑΚ, είτε εντάσσοντάς την στο σύστημα της 929 ΑΚ, είτε στο σύστημα της 932 ΑΚ, δεν έγιναν ευρέως αποδεκτές από τον χώρο της δικαιοσύνης, καθώς ο Άρειος Πάγος κατά πάγια νομολογία του, τόσο πριν από την τροποποίηση του αστικού κώδικα μέσω του Ν. 1329/1983, όσο και μετά από αυτήν, θεωρούσε ως αυτοτελή την αξίωση του άρθρου 931 ΑΚ[27].

 

2. Η νομολογιακή  προσέγγιση της 931 ΑΚ

Η αντιμετώπιση της διάταξης από τη νομολογία και η πρακτική της εφαρμογή ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτό που πρότεινε η θεωρία. Παλαιότερη νομολογία του Αρείου Πάγου θεωρούσε την 931 ΑΚ ως θεμέλιο αυτοτελούς αξίωσης[28] για την αποκατάσταση μελλοντικής περιουσιακής ζημίας που δεν μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς και η οποία αξιωνόταν λόγω των δυσχερειών που επρόκειτο να προκαλέσει η αναπηρία ή παραμόρφωση στο οικονομικό – επαγγελματικό μέλλον του παθόντος. Απαιτούσε δε επιπλέον για την επιδίκασή της την ύπαρξη και απόδειξη ιδιαίτερων περιστατικών εκτός και πέρα από εκείνα που απαιτούνταν για την στοιχειοθέτηση των αξιώσεων των άρθρων 929 και 932 ΑΚ[29] και από τα οποία έπρεπε να προκύπτουν ιδιαίτεροι λόγοι εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της ζωής του παθόντος, ενώ η έλλειψη αναφοράς τέτοιων περιστατικών θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο και θα απορρίπτονταν ως τέτοιο[30].

Η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου τόλμησε όμως να δώσει μια πιο θαρραλέα, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη ερμηνευτική άποψη, η οποία φαίνεται δογματικά να είναι πιο κοντά τόσο στις επιταγές του σκοπού της ρύθμισης όσο και στην θέληση του ίδιου του νομοθέτη, ενώ παράλληλα καθιστά την διάταξη από πρακτικής απόψεως εφαρμόσιμη.

Με μια απόφαση – σταθμό, την 670/2006, ο Άρειος Πάγος προέβη σε μια τομή όσον αφορά τον χαρακτήρα της διάταξης και την εν γένει αντιμετώπισή της, αφού για πρώτη φορά η αναπηρία ή παραμόρφωση αντιμετωπίζεται ως βλάβη του σώματος ή της υγείας καθ’ εαυτήν ανεξάρτητα από την πρόκληση οποιασδήποτε περιουσιακής ζημίας (η οποία μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να μην υπάρχει καν, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση ανηλίκου που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία)[31], η οποία άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να προσδιορισθεί[32]. Αποσυνδέεται δηλαδή η έννοια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης από την πρόκληση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας και πλέον το έννομο αγαθό που χρήζει προστασίας είναι η ίδια η αναπηρία ή παραμόρφωση ως βλάβη του σώματος ή της υγείας του παθόντος[33]. Εάν φυσικά ο παθών είναι σε θέση να αποδείξει και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, που του προκάλεσε η αναπηρία ή παραμόρφωση, τότε η ζημία αυτή αποκαθίσταται μέσω της 929 ΑΚ[34].

Από το παραπάνω ορθό σκεπτικό συνάγεται ότι κατά την κρατούσα πλέον άποψη στην νομολογία, ο παθών που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση αποζημιώνεται μέσω της αυτοτελούς αξίωσης της 931 ΑΚ[35] με ένα εφάπαξ καταβαλλόμενο εύλογο χρηματικό ποσό, που λειτουργεί ως περιουσιακή αποζημίωση, ακριβώς λόγω της πιθανούς, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρνητικής επίδρασης που θα έχει η αναπηρία ή παραμόρφωση στο οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό μέλλον του θύματος, περιουσιακή αποζημίωση που αντιστοιχεί σε μέλλουσα αποθετική ζημία του, μη δυνάμενη να προσδιορισθεί επακριβώς εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση μη δυνάμενη να αποδειχθεί[36]. Το ύψος αυτού του εύλογου χρηματικού ποσού (που δεν αποτελεί αποζημίωση, αφού αυτή εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας), προσδιορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου με βάση το είδος, την βαρύτητα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, τις κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος, συμπεριλαμβανομένων και των λοιπών αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ενώ επιδικάζεται σε αυτόν εφάπαξ[37]. Δεν αποκλείεται δε η μεταγενέστερη επιδείνωση της υγείας του παθόντος να θεμελιώσει και περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης με βάση την 931 ΑΚ. Η επιδείνωση που οδήγησε σε εμφάνιση πρόσθετης αναπηρίας ή παραμόρφωσης (προερχόμενη εκ του ιδίου ζημιογόνου γεγονότος) κατά τρόπο που δεν μπορούσε αντικειμενικά να προβλεφθεί εξ αρχής, γεννά περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης καλυπτόμενη από την 931 ΑΚ[38].

Συμπερασματικώς, κρίσιμο στοιχείο για την επιδίκαση του χρηματικού αυτού ποσού στον παθόντα είναι η επίκληση και απόδειξη της προκληθείσας σε αυτόν αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ως βλάβη του σώματος και της υγείας του, που απολαμβάνει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος (όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ αυτών σχέσεις), καθώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η δυσμενής επίδραση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι δεδομένη και, επομένως, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εμμονή στον αναγκαστικό προσδιορισμό συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο αυτή θα επιδράσει στο οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό μέλλον του παθόντος[39].

3. Κατά πόσο επηρεάζεται η επιδίκαση της αξίωσης από τον μετέπειτα θάνατο του παθόντος συνεπεία του αρχικού του τραυματισμού;

Ένα άλλο ζήτημα που δημιουργεί επίσης προβληματισμό και χρήζει ενδελεχέστερης έρευνας είναι το αν μπορεί να θεωρηθεί εφαρμόσιμη η διάταξη της 931 ΑΚ και στην περίπτωση που ο αρχικός τραυματισμός του παθόντος αναπηρία ή παραμόρφωση έχει ως συνέπεια τον μετέπειτα θάνατό του.

Με βάση τα όσα έχουν αναπτυχθεί ήδη, η 931 ΑΚ υπό την παρούσα της μορφή φαίνεται να αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση κατά την οποία το προσδόκιμο ζωής του παθόντος, παρά την αναπηρία η παραμόρφωση την οποία αυτός υπέστη, δεν επηρεάζεται και η διάρκειά της παραμένει ομαλή κατά τις περιστάσεις και την συνήθη πορεία των πραγμάτων, και αυτό γιατί η αναπηρία ή παραμόρφωση στα πλαίσια της 931 ΑΚ είναι σημαντική από νομική άποψη μόνο εφόσον επηρεάζει το μέλλον του παθόντος[40].

Επομένως, δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή η 931 ΑΚ, όταν ο παθών ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης δεν προσδοκάται να επιβιώσει στο μέλλον, ώστε αυτό να επηρεάζεται από την αναπηρία ή παραμόρφωση. Όταν δηλαδή εξαιτίας αυτής, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο ίδιος να οδηγείται σε πρόωρο θάνατο, η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί, με άλλα λόγια, προϋποτίθεται η επιβίωση του παθόντος, ώστε να μπορέσει η διάταξη να έχει πεδίο εφαρμογής[41]. Συνεπώς, κατά ορθότερη ερμηνεία, η αναπηρία ή παραμόρφωση πρέπει να βαίνει παράλληλα με την συνήθη πορεία της ζωής του παθόντος και να μην την επηρεάζει αρνητικά ή να εξαρτάται η εν γένει πορεία της ζωής του από την αναπηρία ή παραμόρφωση, διότι κρίσιμο στοιχείο είναι η δυνατότητα επιβίωσης του παθόντος παρά την αναπηρία ή την παραμόρφωση που υπέστη και λόγω της οποίας επιδικάζεται η αποζημίωση της 931 ΑΚ[42].

 

IV. Επισήμανση ειδικότερων ζητημάτων

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η νομολογιακή αντιμετώπιση της 931 ΑΚ δεν υπήρξε επί μακρό χρονικό διάστημα ενιαία και παγιωμένη, με αποτέλεσμα να οδηγούνται τα δικαστήρια της ουσίας, αλλά και ο ίδιος ο Άρειος Πάγος σε διαφορετικές κρίσεις περί του ουσιαστικού περιεχομένου και σκοπού της διάταξης.

Μετά την απόφαση 670/2006 ΑΠ (το περιεχόμενο της οποίας αναλύθηκε ήδη[43]) δημιουργήθηκε ένα πιο ξεκάθαρο πλαίσιο αντιμετώπισης της διάταξης με βάση τις καινούργιες παραμέτρους που τέθηκαν και έτσι η νομολογία μπόρεσε να αντιμετωπίσει και άλλα ζητήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος σχετικά με την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ. Ειδικότερα:

i) Με την 150/2014 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε αναιρετέα την 605/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς στην συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο έσφαλε, κατά την εκτίμηση του Ακυρωτικού, αφού προσδιόρισε την χρηματική παροχή με βάση την διάταξη της 931 ΑΚ στο συνολικό ποσό των 170.000 ευρώ και στην συνεχεία μείωσε το ποσό αυτό σύμφωνα με το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος – παθόντος (35%) στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, αναλογικά με τα εφαρμοζόμενα στην περίπτωση της διάταξης 929 ΑΚ. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η 931 ΑΚ αποτελεί ένα εύλογο χρηματικό ποσό (άρα όχι χρηματική αποζημίωση), που επιδικάζεται στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία και καθορίζεται με βάση ορισμένους προσδιοριστικούς παράγοντες (είδος και συνέπειες αναπηρίας, ηλικία, φύλο, κλίσεις παθόντος), καθώς και με βάση την συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της αξίωσης του άρθρου 932 ΑΚ για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης[44]. Συνεπώς, κρίνοντας έτσι ο Άρειος Πάγος απέκλεισε, για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, την εφαρμογή των όσων ισχύουν για την αξίωση του άρθρου 929 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, για τον καθορισμό της εξ αυτής αποζημίωσης προσδιορίζεται πρώτα το ύψος της θετικής και αποθετικής ζημίας αυτού που υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας και το ποσό αυτής μειώνεται κατόπιν κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς του, αφού η χρηματική παροχή εκ της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ δεν αποτελεί αποζημίωση, αλλά δίδεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή παραμόρφωσης που καθορίζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, με βάση τους προαναφερθέντες προσδιοριστικούς παράγοντες. Ορθότερο κρίνεται σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η συνυπαιτιότητα του παθόντος να λαμβάνεται υπόψιν ως προσδιοριστικός παράγοντας (συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας και όχι να συνιστά ποσοστιαία μείωση) για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής παροχής της 931 ΑΚ κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στη περίπτωση της 932 ΑΚ, λόγω της εγγύτητας που εμφανίζουν οι δύο διατάξεις[45].

ii) Μια ακόμη περίπτωση που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι αυτή του εργαζόμενου, ο οποίος τελεί υπό την ασφάλιση του ΙΚΑ την στιγμή που υφίσταται τον τραυματισμό που του προκαλεί την αναπηρία ή παραμόρφωση. Ερωτάται εδώ, αν ο συγκεκριμένος παθών δύναται να ασκήσει την αξίωση της διάταξης 931 ΑΚ κατά του εργοδότη του. Με την 18/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το Ακυρωτικό έκρινε λοιπόν ότι η αυτοτελής αξίωση της 931 ΑΚ έχει χαρακτήρα περιουσιακό, διότι αφορά στον καθορισμό αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης[46]. Έτσι, κατά το σκεπτικό της πλειοψηφίας[47] της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, που ο παθών – εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να απαιτήσει από τον εργοδότη του και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού της χαρακτήρα. Διατηρεί όμως την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του. Η απόφαση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας, αφού αποκλείει τον εργαζόμενο, που υπέστη εργατικό ατύχημα [μη οφειλόμενο σε δόλο του εργοδότη του ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (π.χ. έλλειψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας)] και ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, από το να απαιτήσει έναντι του εργοδότη του οποιαδήποτε περιουσιακού χαρακτήρα αξίωση και επομένως δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση ούτε βάσει της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ[48].

Ακολούθησε πληθώρα αποφάσεων με παραδείγματα και στην εντελώς πρόσφατη νομολογία τόσο του Αρείου Πάγου, όσο και των δικαστηρίων της ουσίας, βασιζόμενων σε αυτό ακριβώς το σκεπτικό. Η 182/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως και μεγάλος αριθμός άλλων αποφάσεων, ακολουθώντας τις παραπάνω σκέψεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 1778/2012, ΑΠ 52/2011), ενώ ο παθών εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε πταίσμα, επομένως και σε οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914, 922, 929 και 932 ΑΚ, να απαιτήσει να του καταβάλει ο εργοδότης χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε το ατύχημα, αφού ως προς την αξίωση αυτή του εργαζομένου, ο εργοδότης δεν καλύπτεται από το ΙΚΑ[49].

 

V. Η 931 ΑΚ σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος

Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζεται μια επισκόπηση των πλέον σημαντικών αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων σε σχέση με το θέμα της πρόκλησης στον ασθενή λόγω ιατρικού σφάλματος μιας αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Παρουσιάζεται με συνοπτικό τρόπο η στάση των δικαστηρίων όταν έρχονται αντιμέτωπα με την πρόκληση, από αμέλεια του ιατρού, αναπηρίας ή παραμόρφωσης στον ασθενή είτε κατά τη διενέργεια μιας ιατρικής πράξης είτε κατά την προσπάθεια διόρθωσης ενός αρχικού λάθους, φαινόμενο πάντως όχι ιδιαίτερα συχνό, ωστόσο υπαρκτό.

Το βασικό πρόβλημα που απασχολεί το σύνολο των αποφάσεων σχετικά με την επιδίκαση αποζημίωσης κατά την 931 ΑΚ είναι αν αυτή θα πρέπει να συνδέεται με την ύπαρξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας. Στο σύνολό τους οι αποφάσεις που σχετίζονται με την ευθύνη του ιατρού που προξενεί αναπηρία ή παραμόρφωση στον ασθενή λόγω δικού του σφάλματος, ευθυγραμμιζόμενες με την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου, δέχονται ότι η ΑΚ 931 προβλέπει την επιδίκαση στο πρόσωπο που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί.

Έγινε δεκτό και επιδικάστηκε εν τέλει ένα εύλογο ποσό αποκατάστασης της αναπηρίας εμβρύου, στο οποίο προκλήθηκε από ιατρικό λάθος μαιευτική παράλυση στο άνω άκρο[50]. Όπως κρίθηκε από το Ακυρωτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση: «…η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικαστεί για την ηθική βλάβη του, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωσή του, αν επιδρά στο μέλλον του. Ωστόσο κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, ως μέλλον του παθόντος νοείται το οικονομικό του μέλλον και συνεπώς η αυτοτελής για την αιτία αυτή αξίωσή του αποζημίωσης, είτε πρόκειται για αναπηρία του … είτε για παραμόρφωση, … παρέχεται για την κάλυψη περιουσιακής και μόνον ζημίας του και μάλιστα μελλοντικής. Δηλαδή δεν είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή την παραμόρφωσή του, ούτε αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της συναφούς ηθικής βλάβης του, η οποία βρίσκει έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και όχι στην διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, αφού στην τελευταία γίνεται λόγος για αποζημίωση και όχι για χρηματική ικανοποίηση.».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιδίκαση από το Εφετείο στην ίδια απόφαση του ποσού με βάση την ΑΚ 931 με το εξής αιτιολογικό: «Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι από την αδικοπραξία έχει καταστεί ανάπηρη (διαρκής αναπηρία) σε ποσοστό 35% με αναμενόμενη βελτίωση μέχρι την ηλικία των 18 ετών, οπότε θα έχει συντελεστεί η πλήρης ανάπτυξή της προς την οστική και μυϊκή μάζα του σώματός της, το μέλλον της όμως επηρεάζεται δυσμενώς, καθόσον θα είναι δύσκολο, λόγω της κατάστασης του αριστερού χεριού της, να ασκήσει ορισμένα επαγγέλματα, που απαιτούν αρτιμέλεια και ευχέρεια κινήσεων του ενός χεριού, καθώς και να αποκατασταθεί διά του γάμου και να βελτιώσει έτσι την οικονομική και κοινωνική της θέση. Επομένως δικαιούται αυτή να λάβει αποζημίωση κατά το άρθρο 931 ΑΚ». Ο Άρειος Πάγος ωστόσο αναίρεσε την ως άνω απόφαση[51]του Εφετείου κρίνοντας επί λέξει: «Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία την ουσιαστικού δικαίου διάταση του άρθρου 931 ΑΚ, αφού για τον καθορισμό της αποζημίωσης, που αναγνώρισε ότι οφείλει να καταβάλει η αναιρεσείουσα στους αναιρεσίβλητους για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους, ώστε να μετριασθεί η δυσμενής για το μέλλον επίδραση από την συναφή αναπηρία της, συναξιολόγησε και την ανάγκη της να αποκατασταθεί με γάμο, δηλαδή ανεπίτρεπτα κατά τα προεκτεθέντα, της επιδίκασε και για την αιτία αυτή αποζημίωση και γενικότερα για ζημία μη περιουσιακή.» Με αυτήν την κρίση του το Ακυρωτικό μας Δικαστήριο επιβεβαιώνει εν τέλει ότι η χρηματική παροχή της ΑΚ 931 έχει τον χαρακτήρα της αυτοτελούς παροχής, αφού απαιτείται σύνδεσή της με περιουσιακή ζημία, παρόλο που δεν είναι απαραίτητο αυτή να προσδιοριστεί επακριβώς, αφού κάτι τέτοιο και λόγω του μελλοντικού χαρακτήρα της, είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια στις λεπτομέρειές της.

Με βάση την παραδοχή αυτή κρίθηκε λοιπόν ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο, εκτός από την επίδραση που μπορεί να έχει στις παροχές που προβλέπονται από τα άρθρα 929 και 932 ΑΚ, είναι δυνατόν να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του θύματος. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όπως επαναλήφθηκε και εδώ[52].

Περαιτέρω επιδικάστηκε χρηματικό ποσό με βάση το άρθρο 931 ΑΚ και σε βρέφος που γεννήθηκε με αναπηρία μετά από λάθος του ιατρού κατά τον τοκετό. Μάλιστα πρόκειται για περίπτωση επιδίκασης αυτοτελούς ποσού του άρθρου 931 ΑΚ απευθείας στο νεογέννητο. Συγκεκριμένα επρόκειτο για ανήλικο άτομο, στο οποίο προκλήθηκε μόνιμη αναπηρία του δεξιού άνω άκρου, που οφείλεται αποκλειστικά στην πάρεση του βραχιόνιου πλέγματος ολικού τύπου του άνω δεξιού άκρου της που συνέβη κατά το τελευταίο στάδιο του τοκετού και κατά την εξώθηση του εμβρύου από τη μήτρα. Εξαιτίας δε αυτής της αναπηρίας επιδικάστηκε η αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, καθώς κρίθηκε ότι «η αναπηρία είναι μόνιμη και η διάδικος θα παρουσιάζει εφ’ όρου ζωής μια ανάλογου βαθμού ανικανότητα πλήρους και ορθής εκτελέσεως απλών καθημερινών δραστηριοτήτων και εργασιών, αφού εξαιτίας της ως άνω αναπηρίας της θα καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση από την ίδια εργασιών που απαιτούν την πλήρη και σωστή συνεργατική λειτουργία αμφοτέρων των δυο άνω άκρων, ενώ επίσης αυτή ακριβώς η μερική μεν πλην μόνιμη αναπηρία της θα προκαλέσει στο μέλλον βάσιμες δυσχέρειες στην επαγγελματική και οικονομική της πρόοδο και ανέλιξη, συνάγεται ότι η ενάγουσα θα υποστεί μεν από την αιτία αυτή μελλοντική οικονομική ζημία, πλην όμως και εν όψει της ηλικίας της δεν είναι εφικτό να προσδιοριστούν επακριβώς τα διά της αγωγής αιτούμενα κατ’ άρθρο 929 ΑΚ απωλεσθησόμενα στο μέλλον εισοδήματα της ανήλικης ενάγουσας από μη άσκηση προσηκόντος και προσοδοφόρου γι’ αυτήν επαγγέλματος. Συντρέχουν όμως όλες οι προϋποθέσεις – νόμιμες και ουσιαστικές – για την κατ’ άρθρο 931ΑΚ επιδίκαση αποζημίωσης ως αυτοτελούς αξίωσης, επειδή αυτή είναι απότοκος της ως άνω αναπηρίας της … η ζημία δε αυτή, ως εκ της φύσεώς της και του μελλοντικού της χαρακτήρα, δεν είναι δυνατόν και, επομένως ούτε νομικώς αναγκαίο να συγκεκριμενοποιείται και να καθορίζεται με ακρίβεια, αλλά αρκεί να είναι βεβαία με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων.»[53].

Από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνεται φανερό πως για μια ακόμα φορά το Ακυρωτικό μας Δικαστήριο για την επιδίκαση του ποσού της ΑΚ 931 δεν απαιτεί να αναφέρεται με ακρίβεια και επακριβώς το χρηματικό ποσό που ζητάται από τον ζημιωθέντα.

Μια άλλη απόφαση, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αντιμετώπισε το θέμα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ασθενούς λόγω ιατρικού σφάλματος και της επιδίκασης του ποσού της ΑΚ 931 και μάλιστα σε σχέση με τις ΑΚ 929 και 932, εκδόθηκε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο[54]. Η κρίση του τελευταίου δικαστηρίου είναι λεπτομερής και επεξηγηματική. Σχετικά λοιπόν με την επιδίκαση του ποσού της ΑΚ 931 κρίθηκε ότι: «Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητος στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η παραπάνω διάταξη του ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής σε αυτόν που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου η συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τέτοια δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκη, πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης να επικαλεστεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με τον βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπον όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιοριστεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολάβει, της συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6 του άρθρου 21 Σ, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στο πρόσωπο που υπέστη αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου με την παραπάνω διάταξη εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται καταρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητος του παθόντος προς εργασίαν και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.».

Με βάση, λοιπόν, τις ως άνω παραδοχές επιδικάστηκε το ποσό της ΑΚ 931 σε ασθενή που παρουσιάζει μετά το χειρουργείο ανοξαιμική εγκεφαλοπάθεια, η οποία είχε ήδη επισυμβεί όταν μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο. Δηλαδή ο εγκέφαλος της ασθενούς παρέμεινε χωρίς οξυγόνο για τουλάχιστον 3-4 λεπτά με αποτέλεσμα να προκληθούν βλάβες μη αναστρέψιμες. Η ασθενής αντιδρά πλέον μόνο στα επώδυνα ερεθίσματα, βρίσκεται δηλαδή σε κωματώδη – φυτική κατάσταση μη δυνάμενη να αντιληφθεί την κατάστασή της ή να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε τρόπο με τα οικεία της πρόσωπα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη μια απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ενόψει του άρθρου 931 ΑΚ[55]. Στην προκειμένη περίπτωση συνέβησαν τα εξής περιστατικά: «Στις 28.8.2002, περί ώρα 14.30, η ενάγουσα επισκέφτηκε τον εναγόμενο που είναι οδοντίατρος, στο ιατρείο του για να υποβληθεί σε ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση) του δεύτερου αριστερού κοπτήρα της άνω γνάθου. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας απονεύρωσης, ο εναγόμενος έπρεπε να προβεί σε αποστείρωση του δοντιού χρησιμοποιώντας προς τούτο υδροξείδιο του ασβεστίου. Το υδροξείδιο του ασβεστίου χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική για την απολύμανση του δοντιού, διατίθεται για την χρήση αυτή σε μορφή σκόνης ή σε μορφή πάστας σε ειδικές πλαστικές σύριγγες για εύκολη τοποθέτηση … είναι υλικό υδατοδιαλυτό και εξαιρετικά καυστικό για τους ιστούς, ιδιαίτερα σε υγρό περιβάλλον, όπως το στόμα και ο οφθαλμός, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τους διαδίκους βιβλιογραφία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο εναγόμενος χρησιμοποίησε για άγνωστο λόγο σύριγγα μεταλλική, αντί της ειδικής κατά τα ανωτέρω πλαστικής σύριγγας, στην προσπάθειά του δε να εκχύσει το υλικό αυτό στο δόντι της εναγούσης, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης καθόταν σε ημιύπτια θέση στο ειδικό οδοντιατρικό κάθισμα, απέτυχε. Κατόπιν αυτού αναζήτησε άλλη σύριγγα από την βοηθό του … και αφού δεν βρέθηκε, επιχείρησε να εκχύσει το υλικό στο δόντι με την ίδια σύριγγα. Παρότι όμως γνώριζε λόγω της ιδιότητάς του, ότι το υλικό αυτό πήζει εύκολα και είναι ιδιαίτερα καυστικό, ότι η μεταλλική σύριγγα που χρησιμοποιούσε δεν ήταν κατάλληλη, εφόσον ο ίδιος είχε αναζητήσει να χρησιμοποιήσει άλλη αντί αυτής, δεν φρόντισε πριν προβεί στην δεύτερη προσπάθεια να βεβαιωθεί ότι η σύριγγα λειτουργεί κανονικά και ότι το υλικό ρέει και δεν έχει πήξει, επιχειρώντας χρήση της σε ασφαλές περιβάλλον, μακράν της εναγούσης, όπως θα έπραττε υπό τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια μέσα ο μέσος συνετός και επιμελής οδοντίατρος κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων ώστε να διαφυλάξει την υγεία της ασθενούς του, όπως είχε υποχρέωση από τον κώδικα ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος. Αντίθετα, επιχείρησε για δεύτερη φορά έκχυση, χωρίς να λάβει τα προαναφερόμενα μέτρα και χωρίς έστω να προειδοποιήσει την ενάγουσα να κρατήσει κλειστούς τους οφθαλμούς της, ασκώντας μεγάλη πίεση στη σύριγγα λόγω της προηγούμενης δυσλειτουργίας αυτής, αλλά και της εν τω μεταξύ πήξεως του υλικού, με αποτέλεσμα το υλικό να εκτοξευθεί με δύναμη και να εισέλθει στον αριστερό οφθαλμό της εναγούσης, προκαλώντας της σωματική βλάβη και συγκεκριμένα έγκαυμα του κερατοειδούς και του επιπεφυκότος. Αποτέλεσμα ήταν να υποστεί μόνιμη μερική αναπηρία με την απώλεια της οράσεως από τον αριστερό οφθαλμό.»

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ασθενής τη στιγμή του ατυχήματος ήταν 37 ετών και ασκούσε το επάγγελμα της κοινωνικής λειτουργού στη διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών. Μετά το ατύχημα η ασθενής τέλεσε γάμο και απέκτησε δύο τέκνα. Το Εφετείο δέχτηκε – και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την κρίση αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου – ότι η αναπηρία της δεν είχε καμία αρνητική επίπτωση στην κοινωνική της εξέλιξη και την επαγγελματική της αποκατάσταση. Ωστόσο, έκρινε ότι η εν λόγω αναπηρία «επιδρά οικονομικά στο επαγγελματικό και κοινωνικό της μέλλον, εν όψει του ότι δεν μπορεί όπως προηγουμένως να εκτελεί τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της που της επιβάλλουν να εργάζεται εκτός γραφείου ερχόμενη σε επαφή με πρόσωπα που χρειάζονται τη συνδρομή κοινωνικού λειτουργού στο δικό τους περιβάλλον, διεξάγοντας κοινωνικές έρευνες, ελέγχους και επισκέψεις σε παιδικούς σταθμούς και ΚΑΠΗ και προβαίνοντας σε σύνταξη εκθέσεων, δραστηριότητες που δυσχεραίνονται από την έλλειψη οράσεως και από τους δύο οφθαλμούς και δεν διεκπεραιώνονται σε χρόνο και με απόδοση όμοια με των άλλων συναδέλφων της, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται έναντι αυτών η υπηρεσιακή και εντεύθεν οικονομική της εξέλιξη (προαγωγή). Επίσης οι κοινωνικές δραστηριότητές της είναι μειωμένες εφόσον δεν μπορεί να οδηγήσει αυτοκίνητο λόγω των κινδύνων που εγκυμονεί η όραση από έναν οφθαλμό. Λαβαίνοντας υπόψη το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας σε συνδυασμό με την νεαρή ηλικία της εναγούσης και τις λοιπές περιστάσεις της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής της που εκτέθηκαν, προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημία που με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα επέλθει, πρέπει να της επιδικαστεί αποζημίωση κατά το άρθρο 931 ΑΚ».

Από την παραπάνω ετυμηγορία γίνεται με απόλυτη σαφήνεια κατανοητός ο τρόπος αντιμετώπισης της ΑΚ 931. Καθίσταται δηλαδή σαφές ότι δεν απαιτείται σε καμία περίπτωση ακριβής προσδιορισμός του ποσού της ζημίας του ζημιωθέντος, αλλά αρκεί να αποδεικνύεται ότι υπάρχει ζημία και επίδραση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης στο μέλλον του παθόντος, χωρίς να χρειάζεται η λεπτομερής αναφορά των ποσών στα οποία αυτή ανέρχεται.

Τέλος, έγινε δεκτή η επιδίκαση του εύλογου ποσού της ΑΚ 931 λόγω αναπηρίας που προκλήθηκε από ιατρικό λάθος στην περίπτωση ασθενούς που λόγω επανειλημμένων ιατρικών σφαλμάτων κατέληξε σε κατάσταση άγρυπνου κώματος, υποφέροντας από πόνους, δακρύζοντας κατά διαστήματα, φέροντας τραχειοστομία και γαστροστομία, αντιδρώντας στα επώδυνα εξωτερικά ερεθίσματα, μέχρι που απεβίωσε μετά από λοίμωξη του αναπνευστικού, απότοκη της μακροχρόνιας νοσηλείας της στη Μ.Ε.Θ.. Έτσι, έγινε δεκτό ότι «η ως άνω κατάσταση της υγείας της επέδρασε οπωσδήποτε στο επαγγελματικό της μέλλον, στην κοινωνική και οικογενειακή της υπόσταση, τα οποία στοιχεία είχαν βέβαια διαμορφωθεί αλλά ανακόπηκαν στην πρώιμη ηλικία των 40 ετών και συνεπώς η ενάγουσα είχε βάσιμη αξίωση για καταβολή χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 ΑΚ»[56]. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δέχτηκε αξίωση που απορρέει από το άρθρο 931 ΑΚ, επειδή ο θάνατος δεν προήλθε από αυτή καθ’ εαυτήν την αναπηρία, αλλά αντίθετα, εξαιτίας της αναπηρίας της η ενάγουσα δεν είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί κοινωνικά, οικονομικά και επαγγελματικά για το χρονικό διάστημα που αυτή έμενε καθηλωμένη λόγω των σοβαρότατων αναπηριών που της προξένησαν τα συνεχόμενα λάθη των θεραπόντων ιατρών.

 

VI. Συμπεράσματα

Όσα προηγήθηκαν, κατέστησαν σαφές ότι η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί περιττή, καθώς καλύπτει σημεία που σχετίζονται με την αποκατάσταση του παθόντος, που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις ούτε μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά, καθώς βρισκόμαστε στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ηθικής βλάβης και περιουσιακής ζημίας, με εμφανή την πρόταξη σε αριθμητικό – λογιστικό επίπεδο της τελευταίας διάστασης. Προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τον σκοπό της διάταξης της 931 ΑΚ γίνεται αντιληπτό ότι το επιδικαζόμενο με βάση αυτήν εύλογο χρηματικό ποσό δεν αποτελεί ένα συμβολικό αντιστάθμισμα στα δεινά του παθόντος, ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα για τον ζημιώσαντα, ως μια άλλη μορφή ποινής, ούτε επίσης έχει σχέση με τα διαφυγόντα κέρδη του παθόντος, αλλά αυτό που επιχειρείται είναι η ολοσχερής αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και θα συνεχίσει να υφίσταται μελλοντικά ο παθών λόγω του τραυματισμού του, η οποία δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί μαθηματικά επακριβώς[57]. Σε όση έκταση η αναπηρία ή παραμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα μια ποιοτική υποβάθμιση της ζωής του παθόντος στο μέλλον, αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η ανάγκη προστασίας της υγείας και η ανάγκη να προστατευτούν οι παθόντες αναπηρία ή παραμόρφωση[58], καθώς η ζωή τους υφίσταται μια δραστική αλλαγή υπό συνθήκες δυσμενέστερες τόσο σε επίπεδο οικονομικό και επαγγελματικό, όσο και σε επίπεδο κοινωνικό. Κατευθυντήριος οδηγός είναι το αν η αναπηρία ή παραμόρφωση θα επιδράσει στο μέλλον του παθόντος. Ακριβώς αυτή η διάσταση που εξάρει η ίδια η διάταξη σχετικά με την ύπαρξη αναπηρίας ή παραμόρφωσης και την επίδραση αυτών (περιουσιακά) στο μέλλον του παθόντος περιορίζουν τις περιπτώσεις επιδίκασης του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, αντισταθμίζοντας το γεγονός ότι δεν απαιτείται να προσδιοριστεί επακριβώς το ύψος της όποιας περιουσιακής ζημίας, ώστε να αποφεύγονται τυχόν αυθαιρεσίες. Η ΑΚ 931 αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα δικαιοπολιτικής αναγκαιότητας που δοκιμάζει, αλλά δεν ανατρέπει τα όρια της συστηματικής του δικαίου.

 

[1]Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Ειδικά θέματα Αστικού Δίκαιου» του Π.Μ.Σ. του Τομέα Ιδιωτικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Απ. Χελιδόνη, Αναπληρωτή Καθηγητή Αστικού Δικαίου Δ.Π.Θ., τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά για την επιστημονικά άρτια συνδρομή του και την εν γένει καθοδήγησή του.

[2]Κλάππας, Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις αναφορικά με τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής του άρθρου 931 ΑΚ, Επι.Δικ.Ι.Α. 2010, σελ. 197∙ Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, 4η εκδ. 2008, σελ. 290.

[3] Η αρχική διατύπωση της διάταξης πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 8 του Ν. 1329/1983 είχε ως εξής: «Αναπηρία ή παραμόρφωσις, ην υπέστην ο παθών, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά την επιδίκασιν αποζημιώσεως, εάν επιδρά εις το μέλλον αυτού, ίδια δε εις την αποκατάστασιν γυναικός».

[4]Αποστολίδου – Δημοπούλου, Αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ., Επι.Δικ.Ι.Α. 2011, σελ. 217.

[5]Κλάππας, ό.π., σελ. 196 – 197.

[6]Κλάππας, ό.π., σελ. 197∙Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 218.

[7]Κρητικός, ό.π., σελ. 291∙Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 218.

[8]Κλάππας, ό.π., σελ. 207.

[9]Κλάππας, ό.π., σελ. 207.

[10]Μαργαρίτης, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, 2016, σελ. 852∙ Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 221∙ Κλάππας, ό.π., σελ. 207, Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ Ειδικό Ενοχικό, άρθρα 741 – 946, 2006, σελ. 1064.

[11]Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Ι άρθρα 1 – 946, άρ. 931, αρ. 9, 2010∙ Τριάντος, Αποζημίωση από Τροχαία Ατυχήματα, 2012, σελ. 242∙ Κρητικός, ό.π., σελ. 291∙ Ονουφριάδης, Το Τροχαίο Ατύχημα Δικαιώματα – Υποχρεώσεις, 1999, σελ. 461.

[12]Κρητικός, ό.π., σελ. 291∙ Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 221.

[13]Κλάππας, ό.π., σελ. 207∙ Κρητικός, ό.π., σελ. 291∙ Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 221∙ Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 1900∙ ΑΠ 1379/2004 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΔωδ 84/2014 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΠειρ 593/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[14]Κρητικός, ό.π., σελ. 292∙ Κλάππας, ό.π., σελ. 208∙ ΕφΠειρ 87/2015 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΠειρ 747/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[15]Βαθρακοκοίλης, ό.π., σελ. 1064∙ Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 852.

[16]Κρητικός, ό.π., σελ. 292∙ Κλάππας, ό.π., σελ. 212∙ Άλμπουρας, Ο μετασχηματισμός των συνεπειών της αναπηρίας σε οικονομικό μέγεθος κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, Δνη 2006, σελ. 712.

[17] Κρίσιμο είναι να αναφερθεί, ότι το ποσοστό της αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι πλήρως αποσυνδεδεμένο από την επιρροή που μπορεί αυτή να ασκήσει ως προς τα εισοδήματα του παθόντος. Όπως επισημαίνει ο Κρητικός: «…η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα για εργασία και εντεύθεν κτήση εισοδημάτων δεν ταυτίζεται αναγκαίως με το ποσοστό της αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Είναι δυνατό να υπάρχει μεγάλη αναπηρία με μικρή όμως επίπτωση στην ικανότητα κτήσεως εισοδημάτων.», Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 222∙ ΑΠ 601/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[18]Κρητικός, ό.π., σελ. 292.

[19] Βλ. υπό στοιχεία Α.1, σελ. 1 της παρούσας.

[20] Βαφειάδου, Αυτοκίνητα Αστική & Ποινική Ευθύνη, τ. Α’, 2η εκδ., 2003, σελ. 471.

[21]Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 646∙ Φίλιου, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος τ. Β΄, 5η εκδ., 2005, σελ. 427∙ Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Ι άρθρα 1 – 946, άρ. 931, αρ. 2, 2010∙ Κρητικός, ό.π., σελ. 297. Βλ. όμως Σπυριδάκη, Επι.Δικ.Ι.Α., σελ. 6 – 7, ο οποίος υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν αποτελεί αυτοτελή αξίωση, αλλά μέρος της 929 ΑΚ και επιδικάζεται στον παθόντα μόνο όταν συντρέχουν ιδιάζοντα περιστατικά.

[22]Κλάππας, ό.π., σελ. 199, Τριάντος, ό.π., σελ. 243.

[23]Κλάππας, ό.π., σελ. 198.

[24] Βλ. ΟλΑΠ 15/1990 Δνη 1990, 1602 = ΤΠΝ Νόμος

[25]Τριάντος, ό.π., σελ. 243.

[26] Βλ. Ονουφριάδης, ό.π., σελ. 455 επ., όπου αμφισβητείται έντονα η συγκεκριμένη άποψη.

[27]Κλάππας, ό.π., σελ. 200.

[28]Κοψίνη, Αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα, ΕΕΝ 2004, 460.

[29] Βλ. ΕφΔυτΣτερΕλλάδας 30/2014 ΤΝΠ Νόμος, που ακολουθεί την παλαιότερη νομολογιακή τάση και είναι αντίθετη προς την πλειονότητα των πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων.

[30]Κρητικός, ό.π., σελ. 296, Κλάππας, ό.π., σελ. 201.

[31] ΑΠ 331/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[32]Κρητικός, ό.π., σελ. 297∙ Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 219 – 220.

[33]Κλάππας, ό.π., σελ. 201 – 203∙ ΑΠ 1487/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[34] ΑΠ 1058/2008 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΔωδ40/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[35]Χριστακάκου – Φωτιάδη, Αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2007, σελ. 151∙ ΑΠ 361/2016 ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 1487/2014 ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 1061/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[36]Κλάππας, ό.π., σελ. 203∙ Άλμπουρας, ό.π., σελ. 712∙ ΕφΠειρ 463/2015 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΔωδ 102/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[37]Τριάντος, ό.π., σελ. 245∙ Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 852∙ ΕφΠειρ 154/2014 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΠειρ 478/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[38]Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 225.

[39]Κλάππας, ό.π., σελ. 203, ΑΠ 670/2006 ΤΝΠ Νόμος.

[40]Κρητικός,  Η εφαρμογή της ΑΚ 931 σε περίπτωση μεταγενέστερου θανάτου του παθόντος συνεπεία του ατυχήματοςή για λόγο άσχετο με το ατύχημα, ΕπΣυγκΔ2016, 293.

[41]Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 224, Κρητικός,  ό.π., σελ. 294, Γεωργιάδης, σελ. 1900.

[42]Κρητικός,  ό.π., σελ. 294, ο ίδιος, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, 4ηεκδ. 2008, σελ. 299.

[43] Βλ. υπό στοιχεία Β.2, σελ. 7 της παρούσας.

[44] ΑΠ 158/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 150/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 150/2015 ΤΝΠ Νόμος.

[45]Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, Συμπλ., 2014, σελ. 93∙ ο ίδιος, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, 4ηεκδ. 2008, σελ. 298, Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 223∙Φλούδα, Αστική ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, 2ηεκδ. 1985, σελ. 150∙ΑΠ 150/2014 ΤΝΠ Νόμος∙ βλ. και ΑΠ 1546/2014 ΤΝΠ Νόμος, που αναιρεί την 3583/2012 ΕφΑθ, διότι εσφαλμένα δεν έλαβε καθόλου υπόψη της το συντρέχον πταίσμα του παθόντος, αν και τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε συγκροτούσαν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος.

[46]Κλάππας, ό.π., σελ. 206.

[47] Βλ. όμως και την γνώμη της μειοψηφίας οκτώ δικαστών – μελών της Ολομέλειας, κατά την οποία: «από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει, στο ύψος των οποιωνδήποτε χρηματικών ποσών που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επί πλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του (άρθρο 929 ΑΚ) ή στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από τη σωματική του αναπηρία ή παραμόρφωση (αρθ. 932 ΑΚ) μπορεί να θεμελιώσει και ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης αν επιδρά στο κοινωνικό μέλλον του, υπό την έννοια της κοινωνικής του εξέλιξης και της κοινωνικής του ένταξης, που δεν καλύπτεται με τις παροχές που προβλέπονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Έτσι, η εκ του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση, που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη και πρέπει το εύλογο προς τούτο χρηματικό ποσό να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται χωρίς και να καλύπτεται από αυτήν, όπως και δεν καλύπτεται από την περιουσιακή ζημία του άρθρου 929 ΑΚ.»

[48]Κλάππας, ό.π., σελ. 206.

[49] ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ Νόμος∙ βλ. με παρόμοιο σκεπτικό και ΑΠ 309/2015 ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 888/2015 ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΠειρ 793/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[50] ΑΠ 1631/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[51] ΑΠ 1631/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[52] ΠΠρΑθ 189/2010 ΤΝΠ Νόμος.

[53] ΑΠ 1355/2011 ΤΝΠ Νόμος.

[54] ΠΠρΛαρ 191/2012 ΤΝΠ Νόμος.

[55] ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ Νόμος.

[56] ΜΠρΛαρ 56/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[57] Αποστολίδου – Δημοπούλου, ό.π., σελ. 227∙ Άλμπουρας, ό.π., σελ. 712∙ Κλάππας, ό.π., σελ. 214.

[58] Κλάππας, ό.π., σελ. 212-213.